Eurokinissi |
Στο πλαίσιο του «Εξαμήνου», η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της ΕΕ, ήδη έχει αποστείλει στην Κομισιόν το «Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων» καθώς και το «Πρόγραμμα Σταθερότητας» 2019 - 2022, όπου βέβαια ενσωματώνονται οι άξονες της αντιλαϊκής πολιτικής με γνώμονα τις πρόσφατες κατευθύνσεις και με επόμενο βήμα την έκθεση με τις «ειδικές συστάσεις ανά χώρα» που θα δημοσιοποιηθεί στο τέλος του Μάη.
Την ίδια ώρα, στο πλαίσιο του φετινού «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», η ελληνική οικονομία έχει ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς των «υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών» (μαζί με την Ιταλία και την Κύπρο).
Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, μεταξύ άλλων, «αναδεικνύονται ζητήματα που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, τα χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, και όλα αυτά σε συνθήκες υψηλής ανεργίας, χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας και υποτονικής επενδυτικής δραστηριότητας». Σε αυτό το φόντο, ειδικό βάρος δίνεται στην «τόνωση της παραγωγικότητας», ζήτημα που αναμένεται να εξειδικευτεί με νέες στοχευμένες παρεμβάσεις τόνωσης εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων και κλάδων με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη διεθνή αγορά.
Από τη σκοπιά του φετινού «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν εστιάζει σε μια σειρά από αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις και προτεραιότητες στην προοπτική ανάκαμψης του κεφαλαίου, με ειδικές επισημάνσεις στα «γεωπολιτικά πλεονεκτήματα». Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται, «η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες να καταστεί περιφερειακός ενεργειακός κόμβος, τόσο για το φυσικό αέριο όσο και για την ηλεκτρική ενέργεια, ωστόσο, για να το επιτύχει, είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν μεγάλα έργα υποδομής με τις γειτονικές χώρες».
Σε αυτό το φόντο και με το βλέμμα στραμμένο στα «γεωπολιτικά πλεονεκτήματα» για το εγχώριο κεφάλαιο, βέβαια σε επιχειρηματικές συμπράξεις με ευρωπαϊκά και άλλα μονοπώλια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει, μεταξύ άλλων, τους παρακάτω άξονες:
Πρόκειται για τη διατήρηση και κλιμάκωση των αντιλαϊκών μέτρων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού (φοροληστεία, διάλυση κοινωνικών κονδυλίων), την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων (π.χ. πλειστηριασμοί λαϊκών κατοικιών κ.ά.), την ενίσχυση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς και τη μείωση των συντελεστών φορολογίας των εταιρειών, όπως ρητά τονίζει η Κομισιόν.
Σε αυτό το φόντο, οι σημαντικότερες τομεακές επενδυτικές προτεραιότητες του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα εντοπίζονται στις μεταφορές και την εφοδιαστική αλυσίδα, τη βιώσιμη ανάπλαση περιοχών, την ενεργειακή απόδοση κ.ά. Αναφέρονται επίσης οι «δεξιότητες», η εκπαίδευση και κατάρτιση, η κοινωνική ένταξη και η ενσωμάτωση κ.ά., δηλαδή παρεμβάσεις που αφορούν την ανακύκλωση της ανεργίας, με κρατικές ενισχύσεις στους επιχειρηματίες και για τη διαχείριση ακραίων φαινομένων φτώχειας.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, «το αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας προσκρούει στην ιδιαίτερη οικονομική δομή της», καθώς «η παραγωγικότητα της εργασίας ανά δεδουλευμένη ώρα στην Ελλάδα το 2017 ήταν μόλις 64,4% του μέσου όρου της ΕΕ».
Δείχνοντας στην κατεύθυνση μαζικών αναδιαρθρώσεων και της αλλαγής του «αναπτυξιακού προτύπου», υπογραμμίζουν ότι η «υστέρηση» σε σχέση με την ΕΕ οφείλεται στη «λιγότερο ευνοϊκή τομεακή εξειδίκευση της οικονομίας», όπου πάνω από το 10% του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα απασχολείται σε πρωτογενείς τομείς, έναντι λιγότερο από 5% στην ΕΕ των 28, ενώ το 60% του συνόλου των απασχολούμενων στην Ελλάδα εργάζονται σε «πολύ μικρές επιχειρήσεις» με έως 10 εργαζόμενους.
Παραθέτοντας στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Κομισιόν επισημαίνει ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι κατά 70% λιγότερο παραγωγικές από ό,τι οι μεσαίες και οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Ουσιαστικά δείχνουν σε έναν νέο κύκλο συγκέντρωσης, με την περαιτέρω διόγκωση του μεγέθους των επιχειρήσεων και με την αποβολή των αδύναμων κρίκων.
Οπως λένε, «χάρη στις εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της, η Ελλάδα κατόρθωσε να βελτιώσει τους δείκτες της στον τομέα της επιχειρηματικότητας από την έναρξη της κρίσης. Ωστόσο, ξεκίνησε από πολύ χαμηλά και, ως εκ τούτου, πρέπει να καταβάλει περισσότερες προσπάθειες για να συμβαδίσει με τους ανταγωνιστές της».
Μεταξύ άλλων τονίζεται ότι η πλειονότητα από τις 773 «συστάσεις του ΟΟΣΑ» σε 14 τομείς οικονομικής δραστηριότητας έχουν ενσωματωθεί στη νομοθεσία και εφαρμόζονται, ενώ ταυτόχρονα «η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σχετικά υψηλούς φραγμούς εισόδου σε αρκετά επαγγέλματα που είναι σημαντικά από οικονομική άποψη, όπως οι δικηγόροι και οι πολιτικοί μηχανικοί, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ και του ΟΟΣΑ».
Την ίδια ώρα, στο «μεγάλο κάδρο» του νέου αναπτυξιακού προτύπου, που σπρώχνουν τόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όσο και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, δεσπόζουν οι αναδιαρθρώσεις και τα «γεωπολιτικά πλεονεκτήματα» στους νευραλγικούς κλάδους της Ενέργειας, των Μεταφορών κ.α.
Ειδικότερα:
Μεταξύ άλλων, η Κομισιόν εστιάζει στην ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών μονάδων, τονίζοντας: «Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές είναι απολύτως αναγκαίες, δεδομένου ότι αποτελούν σημαντικό βήμα για την αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές Ενέργειας και αναμένεται να προσελκύσουν επενδύσεις».
Παράλληλα, προγραμματίζονται σημαντικά έργα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία ενδέχεται να αναπτυχθούν ως έργα κοινού ενδιαφέροντος. Σε αυτήν την κατηγορία, μεταξύ άλλων, εντάσσονται υπό διαμόρφωση έργα για ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας και ο ευρασιατικός διασυνδετήριος αγωγός (EuroAsia Interconnector), που «θα συμβάλουν στην επίλυση μειζόνων ενεργειακών ζητημάτων, όπως τα χαμηλά επίπεδα διασυνδεσιμότητας και η ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου, καθώς και στην περαιτέρω ενσωμάτωση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας».
Επισημαίνεται ακόμη ότι τα εν λόγω έργα «κοινού ενδιαφέροντος» είναι επιλέξιμα για να αιτηθούν (ή έχουν ήδη λάβει) επιχορηγήσεις για μελέτες ή εργασίες μέσω του μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη».
Οπως λένε, η ιδιωτικοποίηση 14 περιφερειακών αερολιμένων αναμένεται να στηρίξει την ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ η ιδιωτικοποίηση του λιμένα της Θεσσαλονίκης «δημιουργεί την ευκαιρία να καταστεί η Βόρεια Ελλάδα μείζων κόμβος εφοδιαστικής και βιομηχανικός κόμβος για την εξυπηρέτηση των γειτονικών χωρών, ενώ για το σκοπό αυτόν απαιτείται «στενός συντονισμός των νέων επενδύσεων στον λιμένα με άλλα επενδυτικά προγράμματα του δημόσιου τομέα (π.χ. τοπική οδική πρόσβαση) και ο εκσυγχρονισμός των διασυνοριακών σιδηροδρομικών συνδέσεων».
Στον σιδηροδρομικό τομέα, «η εφαρμογή της στρατηγικής για την εφοδιαστική αλυσίδα και η λειτουργία του εμπορευματικού συγκροτήματος Θριασίου Πεδίου δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών και σημαντικών νέων επενδύσεων».
Βέβαια, οι θαλάσσιες μεταφορές βρίσκονται στο κάδρο των «γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων» που προσφέρεται προς αξιοποίηση από τα μονοπώλια: «Η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ευρώπης, της Απω Ανατολής και της Αφρικής ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος, όπου η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η γεωγραφική της θέση». Σε αυτό το φόντο, «το σημαντικό ύψος των ξένων επενδύσεων, οι λιμένες του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης έχουν τη δυνατότητα να μετεξελιχθούν σε πύλες εισόδου στη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, εφόσον δημιουργηθούν αξιόπιστες σιδηροδρομικές συνδέσεις μεγάλων αποστάσεων και το σύστημα θαλάσσιων λιμένων της χώρας αναπτυχθεί περαιτέρω για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας», αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν.
Σε αυτό το πλαίσιο, βασικός στρατηγικός στόχος για τον τομέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής είναι να επικεντρωθεί στη σταδιακή μετατόπιση του παραγωγικού μοντέλου «προς την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και προϊόντων με ταυτότητα», οι τιμές των οποίων είναι υψηλότερες και όπου τα ελληνικά προϊόντα μπορούν να επικρατήσουν έναντι του ανταγωνισμού, εξέλιξη που με τη σειρά της θα σηματοδοτήσει την επιτάχυνση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και σε αυτόν τον τομέα και το παραπέρα ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών.