Κίνα και Ρωσία θεωρούνται κύριες απειλές για τα αμερικανικά συμφέροντα
Copyright 2018 The Associated |
Στιγμιότυπο από την κατάθεση του διευθυντή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, Νταν Κόουτς, στη Γερουσία |
Σε άλλο σημείο βλέπουν τον ανταγωνισμό από τις δύο χώρες ιδιαίτερα έντονο σε θέατρα συγκρούσεων, «στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ασία».
Διαπιστώνουν πως σήμερα το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα δέχεται «αυξανόμενες "πιέσεις" ενόψει συνεχιζόμενων κυβερνο-απειλών και απειλών που αφορούν Οπλα Μαζικής Καταστροφής, τον ανταγωνισμό στο Διάστημα και τις περιφερειακές συγκρούσεις».
Προεξοφλούν ως βέβαιο το γεγονός πως η τρομοκρατία (που αξιοποιείται ως πρόσχημα για επεμβάσεις από τους ιμπεριαλιστές) θα συνεχίσει να παραμένει «μία από τις πρώτες απειλές» για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των εταίρων τους παγκοσμίως, ιδιαίτερα στην υποσαχάρια Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στη Νότια και τη ΝΑ Ασία.
Η έκθεση, σε ορισμένεςσημεία της, προκάλεσε αντιδράσεις στον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ επειδή αμφισβητεί κάποιες εκτιμήσεις του, όπως ότι το Ιράν δουλεύει μυστικά σε πρόγραμμα πυρηνικών όπλων. Οτι έχουν νικηθεί οι τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους» και της «Αλ Κάιντα» σε Συρία, Ιράκ και αλλού. Οτι η Βόρεια Κορέα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της για την αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής Χερσονήσου (κυρίως επειδή η Πιονγιάνγκ δείχνει να εξαρτά την όποια εφαρμογή αποφάσεων από τη στάση των ΗΠΑ). Ακόμη, αμφισβητείται η εκδοχή του Προέδρου Τραμπ πως πολλά είναι τα «εγκληματικά στοιχεία» μεταξύ των μεταναστευτικών ροών που οδεύουν προς τις ΗΠΑ καθώς θεωρεί πως «τα υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας και η ανεργία θα συνεχίσουν να σπρώχνουν τους μετανάστες από το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα και την Ονδούρα προς τις ΗΠΑ». Ωστόσο, μυστικές υπηρεσίες και Λευκός Οίκος δείχνουν να συμφωνούν σε εκτιμήσεις για απειλές από εταίρους και συμμάχους (π.χ. ΕΕ, Καναδάς, Μεξικό κ.ά.) γιατί αυτοί, όπως δηλώνεται στην έκθεση, «επιδιώκουν μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την Ουάσιγκτον ανταποκρινόμενοι στη δική τους αντίληψη περί της μεταβαλλόμενης αμερικανικής πολιτικής σε ασφάλεια και εμπόριο και γίνονται ολοένα και πιο δεκτικοί σε νέες διμερείς και πολυμερείς συμμαχίες»...
Η όποια αντιπαράθεση ανάμεσα στον Πρόεδρο και τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες καταγράφει και την υπαρκτή ενδοαστική αντιπαράθεση που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια με μεγαλύτερη σφοδρότητα και ορμή τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία κ.ά.). Μεταξύ άλλων, λόγω των σημαντικών αλλαγών, συγκρούσεων και ανακατατάξεων σε διάφορα επίπεδα που αναμένονται μέσα στα επόμενα χρόνια και δεκαετίες δημιουργώντας, ενδεχομένως, έναν νέο συσχετισμό δυνάμεων.
Η έκθεση επίσης δεν περιορίζεται μόνο στα συνήθη (κυβερνο-κατασκοπεία, τρομοκρατία, Οπλα Μαζικής Καταστροφής, περιφερειακές συγκρούσεις κ.ά.) αλλά υπάρχουν και σύντομες αλλά περιεκτικές αναφορές σε σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις, όπως οι εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης και η Βιοτεχνολογία, που, όπως παρατηρείται εύστοχα, «δημιουργούν κινδύνους και ευκαιρίες», και εκφράζεται μια ανησυχία γιατί άλλες δυνάμεις έχουν κάνει περισσότερα βήματα από τις ΗΠΑ, π.χ. η Κίνα.
Δεν παραβλέπει επίσης τον κίνδυνο της επόμενης μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, σημειώνοντας ότι «η αμερικανική οικονομία θα δεχθεί προκλήσεις από μία βραδύτερη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και τις εντεινόμενες απειλές για την οικονομική ανταγωνιστικότητά της».
Η μετανάστευση επίσης σημειώνεται ότι είναι πιθανό να συνεχίσει να πυροδοτεί κοινωνικές και διακρατικές εντάσεις διεθνώς, ενώ τα ναρκωτικά και το διεθνές οργανωμένο εμπόριο θα συνεχίσουν να «κοστίζουν στη δημόσια υγεία και ασφάλεια των ΗΠΑ». Θεωρεί επίσης αναμενόμενη μία κλιμάκωση των εντάσεων «από την ανταγωνιστική συμπεριφορά του Ιράν, την εμβάθυνση της αστάθειας στο Αφγανιστάν και την άνοδο του εθνικισμού στην Ευρώπη».
«Μπερδεμένο κουβάρι» παραμένει το Βrexit (η διαδικασία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ) τόσο για τη βρετανική κυβέρνηση όσο και για την Ευρωένωση, καθώς οι εντεινόμενες κόντρες μεταξύ αστικών κομμάτων και διαφορετικών τμημάτων της βρετανικής αστικής τάξης συντηρούν μία ρευστή κατάσταση.
Οι δύο τροπολογίες που ψήφισε το βράδυ της περασμένης Τρίτης το βρετανικό Κοινοβούλιο, με στόχο αφενός την αποτροπή ενός Brexit δίχως συμφωνία με την ΕΕ και αφετέρου την αντικατάσταση του λεγόμενου «backstop», δηλαδή του μηχανισμού ασφαλείας για την αποτροπή αυστηρών συνοριακών ελέγχων μεταξύ Ιρλανδίας (χώρα της ΕΕ) - Β. Ιρλανδίας (τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου), δεν ξεκαθάρισαν το τοπίο. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι υποστήριξε πως θα συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, για να εισπράξει από τις Βρυξέλλες, όπως άλλωστε αναμενόταν, ένα μεγαλοπρεπέστατο «όχι». Η στάση των Ευρωενωσιακών αξιωματούχων και όλων των χωρών - μελών παραμένει αντίθετη με οποιαδήποτε πιθανότητα νέας διαπραγμάτευσης. Παρ' όλα αυτά, το ενδοαστικό παζάρι στο Λονδίνο συνεχίζεται, με την Τ. Μέι να επιχειρεί, την περασμένη Τετάρτη, στη διάρκεια 45λεπτης συνάντησης με τον σοσιαλδημοκράτη ηγέτη των Εργατικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τζέρεμι Κόρμπιν, μία στοιχειώδη συνεννόηση. Φάνηκε πως και οι δύο επιθυμούν την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ, αλλά με διαφορετικούς όρους ή προϋποθέσεις. Η Μέι φάνηκε (παρά τις απειλές για το αντίθετο) πάντως πως δεν επιθυμεί την άτακτη αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ. Ο Κόρμπιν, από την άλλη, έδειξε πως θέλει να διασφαλιστεί η τελωνειακή ένωση με την ΕΕ, μην παραλείποντας επιπροσθέτως να κατηγορήσει την πρωθυπουργό πως προσπαθεί να επιβάλει το σχέδιο συμφωνίας που πέτυχε τον Νοέμβρη με την ΕΕ, εξαντλώντας κάθε χρονικό περιθώριο ώστε να αναγκάσει τη Βουλή των Κοινοτήτων να το ψηφίσει πριν την ημερομηνία - ορόσημο της 29ης Μάρτη για το Brexit.
Μπροστά στο αβέβαιο των επικείμενων εξελίξεων, κορυφαίοι Βρετανοί υπουργοί, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Τζέρεμι Χαντ, δεν αποκλείουν την πιθανότητα μίας αναβολής στην έναρξη αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν εύκολα δεκτό από την ΕΕ δίχως νέο παζάρι ή έστω δίχως σαφείς διαβεβαιώσεις για το τι ακριβώς θέλει να κάνει η βρετανική πλευρά... Η υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ιρλανδίας, Χέλεν Μακ Εντι, δήλωσε την Παρασκευή ότι η ΕΕ θα συμφωνούσε με ένα αίτημα καθυστέρησης του Brexit «μόνο εάν η Βρετανία παρουσιάσει ορισμένους καλούς λόγους (...) ειδάλλως δεν έχει νόημα να επανέλθουμε στην κατάσταση που ήμασταν πριν τρεις μήνες!».
Στο μεταξύ, αξιωματούχοι της ΕΕ εμφανίζονται να προετοιμάζονται για όλα τα ενδεχόμενα και δη για ένα Brexit δίχως συμφωνία. Την Παρασκευή, οι πρέσβεις των χωρών - μελών της ΕΕ στις Βρυξέλλες παρουσίασαν στον Βρετανό ομόλογό τους ένα σχέδιο απόφασης που αφορά τις ελεύθερες ταξιδιωτικές μετακινήσεις των Βρετανών (δίχως ταξιδιωτική βίζα) στις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ και στη ζώνη Σένγκεν στη βάση της αναλογικότητας, με διάρκεια έως 90 μέρες. Ξεκαθάρισαν έτσι ότι οι Βρετανοί θα είναι ελεύθεροι να ταξιδεύουν και να διαμένουν στις χώρες - μέλη της ΕΕ χωρίς βίζα για ένα τρίμηνο, όσο η Βρετανία επιτρέπει ανάλογα τις ελεύθερες μετακινήσεις των άλλων Ευρωπαίων πολιτών από τις χώρες - μέλη για 90 μέρες. Ωστόσο, η επιλογή των αξιωματούχων της ΕΕ να κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στο Γιβραλτάρ και να το αποκαλέσουν «βρετανική αποικία», προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο Λονδίνο. Οι Βρετανοί χαρακτήρισαν τη συγκεκριμένη αναφορά «ακατάλληλη», εκτιμώντας πως η ΕΕ καλύπτει ξεκάθαρα την προσπάθεια της Ισπανίας να ξεκινήσει, με την παραμικρή αφορμή, παζάρι για το καθεστώς του στρατηγικού βράχου. «Το Γιβραλτάρ δεν είναι αποικία και είναι εντελώς ανάρμοστο να χαρακτηρίζεται με τον τρόπο αυτό», ήταν η άμεση αντίδραση του Βρετανού πρέσβη στην ΕΕ, που θεωρεί την περιοχή έδαφός της, μια περιοχή που ελέγχει την «πόρτα» της Μεσογείου από τον Ατλαντικό, ενώ εκεί είναι εγκατεστημένες βρετανικές στρατιωτικές βάσεις, με ιδιαίτερη σημασία και για το ΝΑΤΟ.
Η αβεβαιότητα για το Brexit επηρεάζει σημαντικό μέρος όχι μόνο των μονοπωλίων που μεταφέρουν την έδρα και χιλιάδες θέσεις εργασίας στην ηπειρωτική Ευρώπη αλλά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ερευνα του «Ινστιτούτου Διευθυντών» (IoD) στο Λονδίνο διαπίστωσε πως μία στις τρεις βρετανικές επιχειρήσεις σκοπεύουν να μεταφέρουν κάποιες από τις λειτουργίες τους στο εξωτερικό ή το έχουν ήδη κάνει για να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο του σκληρού Brexit.