Πάντοτε μένω έκπληκτος πώς τα πρόσωπα αυτά, ενώ απολαμβάνεις το καθένα ξεχωριστά, ταυτόχρονα συγκροτούν ένα όλον. Οι οικογένειες φροντίζουν τις φωτογραφίες τους σαν να καλλιεργούν λουλούδια σ' έναν κοινό κήπο, σε συνθήκες που μόνο το αίμα γνωρίζει. Δίχως να το καταλάβουν, με τη χειρονομία τους, που αρχίζει ως υπενθύμιση φέρνοντας μέσα της το σπέρμα του χρέους απέναντι στους αγωνιστές, δημιουργούν ένα αρχείο αγάπης που μοιράζονται μαζί μας. Αρχείο που αρχή δεν έχει, ούτε τέλος.
«Τούτος ο δίσκος είναι ν' ακούγεται μόνο όταν ο άνεμος χτυπά τα τηλεγραφικά καλώδια και τα κάνει να τρίζουν σαν κόκαλα. Τούτος ο δίσκος είναι ν' ακούγεται μόνο όταν τ' αυτοκίνητα πρώτων βοηθειών ουρλιάζουν τα μεσάνυχτα».
Η αγαπημένη σελίδα είναι ένα σημείο, είναι ένα κέντρο, μια ξεχασμένη φράση, ένα ρίγος που ανανεώνει τα πάντα, ένα νησί που πλέει μόνο του μέσα στην εφημερίδα. Θυμίζει αυτό που έλεγε ο Σαιν-Ζυστ: «Οι ανθρώπινες σχέσεις πρέπει να θεμελιώνονται στο πάθος».
Αν τα έργα είναι αυτά που μένουν κι όχι τα πρόσωπα, θα διαλέξω τα πρόσωπα, αυτά που συνάντησα όταν ήμουν παιδί και αυτά που με χαιρετούν πάλι σαν παιδί - το πρόσωπο ενός συντρόφου, στην αγαπημένη σελίδα στη μνήμη των αγωνιστών, με το γέλιο της κατανόησης.
«Ελιές», 1962, λάδι σε μουσαμά |
Ο Γ. Μηταράκης γεννήθηκε το 1898 στην Αλεξάνδρεια. Τελείωσε το γυμνάσιο της Χίου και έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε Αγρονομία. Ηταν περίπου 22 ετών, όταν στράφηκε στη ζωγραφική, στην οποία αφιέρωσε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Διακρίθηκε γρήγορα, και το 1922 εκθέτει στο «Σαλόνι των Ανεξαρτήτων», ενώ παράλληλα παρουσίασε έργα του σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις.
Στην πρώτη του αυτή περίοδο, ο Γ. Μηταράκης ενσωματώνεται στην καλλιτεχνική κίνηση του Παρισιού, και τα πρώτα του έργα επικεντρώνονται σε αυτοπροσωπογραφίες, γυμνά, πορτρέτα και τοπία της Γαλλίας. Οπως σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης ο Ανδρέας Ιωαννίδης, «από τα πρώτα του έργα διαπιστώνουμε ότι κυριαρχεί το χρώμα ως δομικό υλικό. Ενα χρώμα, που, τόσο στη φωτεινή, όσο και στη σκοτεινή του εκδοχή δεν ανακλά το φως, αλλά το απορροφά και το μετατρέπει σε ύλη, σε χρωματική μάζα, η οποία έτσι καθίσταται αυτόφωτη. Αυτό θα παραμείνει το κύριο στοιχείο της ζωγραφικής του ως το τέλος».
«Αυτοπροσωπογραφία», 1952, λάδι σε μουσαμά |
Τώρα πια, τα πορτρέτα του είναι λιγότερα, όπως και τα γυμνά του, ενώ ο αριθμός των ελληνικών τοπίων - κυρίως τα νησιωτικά - αυξάνεται. Η ηρεμία των κλειστών χρωματικών επιφανειών των πρώιμων έργων κάτω από την πίεση της κινητικής πινελιάς, δίνει τη θέση της στην ένταση και το περιεχόμενο. «Εδώ ακριβώς», υπογραμμίζει ο Α. Ιωαννίδης, «έγκειται και η εξπρεσιονιστική διάθεση που αποδίδεται στον Μηταράκη, φανερή ήδη στα τοπία της δεκαετίας του 1930, που ωθεί το ζωγράφο να βλέπει "την κλασική λιτότητα της υπερβολικά διανοητικής νησιώτικης φύσεως με ένα δικό του διονυσιακό τρόπο"». Το ζεστό φως του ελληνικού ουρανού διαπερνά τα τοπία του, στα οποία δίνει μια δική του διάσταση. Αγαπημένο του θέμα είναι οι ελιές, οι οποίες απεικονίζονται σε όλες τις φάσεις της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Η τέχνη του Γ. Μηταράκη αποπνέει ηρεμία και σιγουριά. Τα έργα του δεν προκαλούν με χρωματικές αντιθέσεις, ούτε με σκληρά ή αιχμηρά σχήματα.
Κοντά στο 1955, ο Γ. Μηταράκης ανακαλύπτει τους γιγάντιους βράχους των Μετεώρων, οι οποίοι γίνονται αγαπημένο του θέμα στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Από το 1922 έως και το 1963, ο καλλιτέχνης παρουσίασε πολλές ατομικές εκθέσεις στο Παρίσι, στην Αθήνα, στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, συμμετείχε με έργο του στην παγκόσμια έκθεση Νέας Υόρκης (1939), αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Μπιενάλε Βενετίας (1940), στην Μπιενάλε Αλεξάνδρειας και στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1955). To 1958 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Γκουγκενχάιμ και τον ίδιο χρόνο συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στη Γερμανία, στο Παρίσι, στον Καναδά, στην Ουάσιγκτον (1959) κ.α. Σημειώνουμε ότι μέρος των έργων του, από όσα άφησε στο εργαστήριό του, παραχώρησε ο γιος του Παύλος Μηταράκης στο Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τράπεζας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η έκθεση αυτή στο Μέγαρο Εϋνάρδου. Θα διαρκέσει έως τις 29 Απριλίου.