Copyright 2017 The Associated |
Οι εκλογές στη Γερμανία επιδρούν στις ευρύτερες διεργασίες αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού στην ΕΕ, σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην οικονομία και τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα κράτη - μέλη |
Μια σειρά από μεγάλες υποθέσεις του κεφαλαίου διεθνώς είναι ανοιχτές και οι καπιταλιστές ερίζουν για το ποιος θα επικρατήσει. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες:
Κοινός άξονας που διαπερνά ως «κόκκινη κλωστή» τους παραπάνω ανταγωνισμούς είναι οι επικίνδυνες εξελίξεις σε στρατιωτικό επίπεδο. Η δημιουργία «Ευρωπαϊκού Ταμείου Αμυνας» (ΕΤΑ) της ΕΕ, που θα διαθέτει πάνω από 5,5 δισ. ευρώ ετησίως στην απόκτηση προηγμένου αμυντικού εξοπλισμού και τεχνολογίας, πυροδοτεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε χώρες της ΕΕ που οι αστικές τους τάξεις έχουν συμφέρον να προμηθεύονται εξοπλισμούς από τις ΗΠΑ, κι άλλες που έχουν διαφορετικές προτεραιότητες.
Για παράδειγμα, η πολεμική βιομηχανία της Γαλλίας βρίσκεται σε έντονο ανταγωνισμό με τα αμερικανικά μονοπώλια, γι' αυτό και πρωτοστατεί στη συγκρότηση του ΕΤΑ και του ευρωστρατού, τη δημιουργία του οποίου αναθέρμανε πρόσφατα ο Μακρόν, στην ομιλία του στη Σορβόννη. Αντίθετα, η Βρετανία (και λόγω Brexit), η Σουηδία, η Πολωνία, οι χώρες της Βαλτικής, που προσμένουν από τις ΗΠΑ και το πλαίσιο του ΝΑΤΟ, δεν εμφανίζουν μεγάλη προθυμία να ακολουθήσουν όλες τις δεσμεύσεις των ευρωενωσιακών κοινών στρατιωτικών σχεδιασμών.
Η δε Γερμανία και η Ιταλία, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, δείχνουν να έχουν συμφέροντα κι από τις δυο πλευρές... Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, οι συμπράξεις και ανταγωνισμοί, αποδεικνύουν τις υποκριτικές διακηρύξεις της ΕΕ για «ειρήνη» και υπογραμμίζουν την ανάγκη των λαών να είναι προετοιμασμένοι, ώστε να μη χύσουν το αίμα τους για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών.
Με δεδομένους αυτούς τους ανταγωνισμούς και με εργαλεία το «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο», την Τραπεζική Ενωση και την Ενωση Κεφαλαιαγορών, το ευρωενωσιακό κεφάλαιο επιχειρεί να εξασφαλίσει συγκριτικά μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων της ΕΚΤ και της ΕΕ, προκειμένου να προστατευτεί από επιθετικές κινήσεις, ιδιαίτερα του αμερικανικού τραπεζικού κεφαλαίου. Επιδιώκει μεγαλύτερη ρευστότητα και πρόσθετους μηχανισμούς άμυνας στον διεθνή ανταγωνισμό, την ώρα που μια σειρά τράπεζες και σε ισχυρά κράτη - μέλη, όπως Ιταλία και Γερμανία, είναι εκτεθειμένες σε μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σε επιχειρηματικούς ομίλους.
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ο πρώτος διακηρυγμένος στόχος του υπό συζήτηση «Νέου Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου» είναι «η αποφασιστική προώθηση των μεταρρυθμίσεων», δηλαδή η προώθηση των αντεργατικών μέτρων για να γίνει ακόμα πιο φτηνή η εργατική δύναμη, φανερώνοντας ότι οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που πάλι θα πληρώσουν το λογαριασμό. Καθόλου τυχαία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ πρωτοστατεί ως υπέρμαχος αυτών των σχεδιασμών, όντας αφοσιωμένη στην υλοποίηση των στόχων του κεφαλαίου.
Η ΕΕ και οι κυβερνήσεις της ισχυρίζονται ότι με αυτούς τους μηχανισμούς θωρακίζονται για να αποτρέψουν επόμενες κρίσεις και ότι τάχα το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του μπορούν να τιθασεύσουν ή και να αποφύγουν τις αναπόφευκτες καπιταλιστικές κρίσεις του εκμεταλλευτικού συστήματός τους, πράγμα αδύνατο.
Σε όλο αυτό το κουβάρι των αντιθέσεων, τα κράτη - μέλη της ΕΕ δεν έχουν ενιαία στάση. Ανάλογα με την οικονομική, πολιτική, στρατιωτική τους δύναμη, καθένα για τα συμφέροντα της δικής του αστικής τάξης, με διαφοροποιήσεις και κόντρες και στο εσωτερικό τους, επηρεάζουν το περιεχόμενο και το βαθμό υλοποίησης αυτών των σχεδιασμών.
Η Γαλλία και η Ιταλία σε αυτές τις συνθήκες πρωτοστατούν στην προώθηση σχεδίων ενίσχυσης και εμβάθυνσης των μηχανισμών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, προσβλέποντας να μετακυλήσουν σε βάρος της Γερμανίας τις απώλειες που είχαν τα προηγούμενα χρόνια. Η Γερμανία από την πλευρά της επιχειρεί να περιορίσει τις αξιώσεις τους για δημιουργία μηχανισμών στο επίπεδο της οικονομίας που θα αποδυναμώνουν την πρωτοκαθεδρία της, ενώ εμφανίζεται πιο χαλαρή να δεχτεί ορισμένες αλλαγές σε πολιτικό επίπεδο (βλ. επίτροπο σε ρόλο υπουργού οικονομικών και επικεφαλής του Γιούρογκρουπ).
Από τη σκοπιά των αντιθέσεων χρειάζεται να εξεταστούν και τα λεγόμενα σενάρια «για το μέλλον της ΕΕ», με την προσθήκη στα πέντε ήδη δημοσιευμένα και ενός έκτου, που παρουσίασε ο Γιούνκερ, επιχειρώντας ένα συμβιβασμό ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία - Ιταλία.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών έχουν ως δεδομένο πως για να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία των μονοπωλίων τους πρέπει να εντείνουν την αντεργατική επίθεση. Χαράσσουν έτσι ακόμα πιο προωθημένους αντιλαϊκούς στόχους και ευρωενωσιακούς μηχανισμούς εμβάθυνσης, που δρομολογούνται μέχρι το 2025, χωρίς καν να αλλάξει η Συνθήκη της Λισαβόνας, της οποίας οι διατάξεις αποδεικνύονται ανεξάντλητες σε αντιλαϊκότητα και σε στρατηγική πρόβλεψη, ώστε να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, το πρόσφατο αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών φανερώνει πως παράλληλα με όλους αυτούς τους σχεδιασμούς, κάθε αστική τάξη, όπως και η γερμανική, παίρνει έγκαιρα μέτρα για την ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας από την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, που δεν κάνει εξαίρεση στην πλούσια Γερμανία. Εφαρμόζεται εξίσου και φθείρει τα κόμματα της αστικής διαχείρισης (Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές, Σοσιαλδημοκράτες).
Εδώ και χρόνια, μέσα από τους κόλπους του ίδιου του βιομηχανικού κεφαλαίου, συγκροτήθηκαν δυνάμεις εθνικιστικές, ρατσιστικές, όπως η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), για να εκφράσουν πολιτικά τη γραμμή του οικονομικού προστατευτισμού, την επιλογή μερίδων της αστικής τάξης για συμμαχία με τη Ρωσία. Ετσι, καλύπτονται ανάγκες της αστικής τάξης για αναμόρφωση του πολιτικού της προσωπικού, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η πλειοδοσία στην προβολή από τα αστικά ΜΜΕ της ανόδου της AfD είναι πολλαπλά χρήσιμη για τους αστούς. Από τη μια εμφανίζει την AfD ως δήθεν «αντισυστημική» δύναμη και από την άλλη ξεπλένει και τις υπόλοιπες αστικές δυνάμεις, μετατοπίζοντας την προσοχή του λαού και καλλιεργώντας την αντίληψη ότι μόνο από την AfD πρέπει να φυλάγεται, αφήνοντας έτσι στο απυρόβλητο το καπιταλιστικό σύστημα.
Οι δε απώλειες του Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPD) έχουν ανοίξει γενικότερη συζήτηση στις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας για το πώς αυτή θα διασωθεί πολιτικά, συνεχίζοντας να υποστηρίζει και να εφαρμόζει την αντιλαϊκή πολιτική της. Ετσι, ακούγεται και η άποψη ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει πλέον να διαθέτει σε κάθε χώρα δύο κόμματα - «απόχες»: Το ένα για να ανταγωνίζεται δυνάμεις όπως την CDU της Μέρκελ, τους φιλελεύθερους του FDP ή τον Μακρόν, και το άλλο για να καλύπτει όσους έχουν βρει πολιτική στέγη στην AfD, ή το Εθνικό Μέτωπο.
Αυτά τα κόμματα θα μπορούν έτσι να συγκυβερνούν, όπως στην Πορτογαλία, όπου η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στηρίζεται από το «Μπλόκο», μέλος του οπορτουνιστικού σχηματισμού του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και του Πορτογαλικού ΚΚ.
Οποιας χώρας η αστική τάξη κι αν επικρατήσει στο διεθνή ανταγωνισμό, όποια αστική πολιτική δύναμη κι αν διαχειριστεί το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα, οι λαοί θα συνεχίσουν να πληρώσουν ακόμα πιο ακριβά το μάρμαρο. Γι' αυτό χρειάζεται να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Οχι μόνο να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να επαγρυπνούν, αλλά να ισχυροποιήσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα, που με επαναστατική στρατηγική μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, συγκεντρώνοντας δυνάμεις σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, με μια ισχυρή Κοινωνική Συμμαχία που στο επίκεντρο θα θέτει το ζήτημα της ανατροπής της αστικής εξουσίας. Για μια οργάνωση της κοινωνίας απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση, από το κριτήριο του καπιταλιστικού κέρδους, που αποδεσμευμένη από ΕΕ και ΝΑΤΟ θα είναι σε θέση να υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα και τις ανάγκες.