Συμφωνώ με το σύνολο των Θέσεων για το 20ό Συνέδριο του Κόμματος. Βρίσκω πολύ βοηθητικό για τη σκέψη ότι παρουσιάζονται ενιαία ο απολογισμός και τα καθήκοντα δράσης.
Ειδικότερα, σε σχέση με τη δουλειά μας μέσα στο χώρο της Ερευνας:
Ενα θέμα στο οποίο υπάρχει κατά τη γνώμη μου καθοδηγητική αδυναμία και πρέπει να ενισχυθεί, είναι το πώς κατανοείται ότι για να εκπληρώνει σήμερα το κάθε κομματικό μέλος τον πρωτοπόρο ρόλο του, σε όποιον εργασιακό χώρο δραστηριοποιείται, με όποια χαρακτηριστικά κι αν έχει, δε φτάνει από μόνη της η πρωτοπόρα και «αλύγιστη» στάση του για να φέρει τα αποτελέσματα που θέλουμε. Δεν φτάνει, δηλαδή, «να απεργεί και να το λέει». Νομίζω, πολύ ελαφριά κατανοείται ότι σήμερα οι συνθήκες, ακόμη κι αν είναι, όπως λέμε, «ειρηνικές, κοινοβουλευτικές», προσφέρονται - πάντα σε συνδυασμό με τις επιβεβαιωμένες εκτιμήσεις του Κόμματος - για να διεισδύσουν οι κομμουνιστές βαθύτερα στις συνειδήσεις, να κάνουν ρήγματα. Αυτό επιδρά στις δυνάμεις μας, δημιουργώντας ως ένα βαθμό απογοήτευση, καθώς τείνουμε να αντιλαμβανόμαστε μόνο τον εξωτερικό συσχετισμό δύναμης μέσα στο χώρο ευθύνης και μάλιστα σαν κάτι παγιωμένο, κι όχι τη δυναμική που δημιουργείται από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που φέρνει η οικονομική κρίση στους όρους ζωής των νέων επιστημόνων. Οντως, για παράδειγμα, μιλάμε για χώρο με πολύ χαμηλό βαθμό συνδικαλισμού, όντας κι εμείς μειοψηφία, όμως κανένα από τα δύο αυτά χαρακτηριστικά δεν είναι αντικειμενικό κι απαράλλαχτο. Οπως αναφέρεται στη Θέση 55, είναι σήμερα πολύ σύνθετη η δουλειά που πρέπει να κάνουν οι κομμουνιστές για την ωρίμανση της επαναστατικής συνείδησης των εργαζομένων σε χώρους δουλειάς, πόσο μάλλον σε σωματεία και χώρους που δεν ανήκουν στο ΠΑΜΕ και είμαστε μειοψηφία.
Οι «του χώρου», πολλές φορές τείνουμε να διαχωρίζουμε λίγο τους εργαζόμενους στην Ερευνα από τους υπόλοιπους εργαζόμενους σαν κάτι διαφορετικό. Κυρίως, πιστεύω, οφείλεται στην αδύναμη εξειδίκευση που έχουμε κάνει σχετικά με το σε ποιον απευθυνόμαστε, την ταξική τους διαστρωμάτωση, το βιοτικό επίπεδο, ποιοι είναι οι παράγοντες που επιδρούν κύρια στη διαμόρφωση της συνείδησης κ.λπ.
Παράγοντες που πρέπει να παίρνουμε υπόψη για τους εργαζόμενους στην Ερευνα, σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, στο εξής, για να αντιπαλέψουμε τη γενικότητα στη δουλειά μας και να προσανατολίσουμε αναλόγως την παρέμβαση είναι:
Από πού προέρχονται οι μισθοί (από ερευνητικά προγράμματα και βιομηχανικά συμβόλαια), διαμορφώνουν στάση και αντίληψη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, αν μπορεί να υπάρχει έρευνα έξω από αυτή, το ρόλο του ερευνητή, το σκοπό της έρευνας.
Οι εργασιακές σχέσεις είναι πολλές και διασπασμένες (κυριαρχεί το μπλοκάκι, δεν υπάρχει, ας πούμε, «κλαδική σύμβαση», ο μισθός είναι αποτέλεσμα «ατομικής διαπραγμάτευσης»), δυσκολεύουν την ανάπτυξη κοινής αντίληψης για την ανάγκη ενότητας και πάλης, ακόμη και με κοινές διεκδικήσεις, αντιδραστικές θέσεις για το Ασφαλιστικό κ.λπ.
Κυριαρχία εργοδοτικού συνδικαλισμού, ουσιαστικά μηχανισμός σοσιαλδημοκρατίας, επί μακρόν εκπαίδευε τους εργαζόμενους στη λογική της ανάθεσης, της συνεργασίας με τη διοίκηση «για την ευημερία του κέντρου που είναι το μέλλον μας», ανάθεση εύρεσης λύσεων στο ΔΣ, μέχρι πρότινος ενιαίο ψηφοδέλτιο και έντονος συντεχνιασμός, συνελεύσεις συλλόγου επετειακά μια φορά το χρόνο, λογική «έξω οι πολιτικές, δεν είμαστε σωματείο αλλά σύλλογος».
Νέοι κατά πλειοψηφία εργαζόμενοι, 28 - 45 ετών, χωρίς εμπειρία από αγώνες, με έντονη αντίληψη ατομικής λύσης, φόβο ανεργίας ή αντίληψη σταθερά καλών μισθολογικών απολαβών κ.λπ.
Παράδειγμα, τον τελευταίο χρόνο, βήματα έγιναν με την πιο οργανωμένη παρέμβασή μας συνδικαλιστικά και σε συνδυασμό με την επίδραση των γενικότερων εξελίξεων και με την πρωτοπόρα στάση μας στο χώρο υπήρξε κόσμος που κινητοποιήθηκε μαζί μας, απέργησε πρώτη φορά, ήρθε στα συλλαλητήρια του ΠΑΜΕ, είχαμε κάποιες εγγραφές στο Σύλλογο Εργαζομένων και στο κλαδικό σωματείο, κυρίως ΣΕΤΗΠ και ΣΜΤ. Εγιναν αντικείμενο συζήτησης οι ανατροπές στα Εργασιακά, η ταξικότητα και οι γενικότερες στοχεύσεις τους, μπήκε μέσα στο χώρο η συζήτηση από τα κλαδικά σωματεία, εξειδικεύτηκαν ορισμένες διεκδικήσεις. Βγαίνει, ομολογουμένως, το συμπέρασμα ότι ακόμα και για να πείσεις να κινητοποιηθεί κανείς για «οικονομικά» ζητήματα, γι' αυτά που έχουν να κάνουν με το μισθό ή τη ζωή γενικότερα, απαιτείται σήμερα σοβαρή πολιτική δουλειά και ικανότητα στην αντιπαράθεση, απαιτείται σύγκρουση με ένα πλέγμα χρόνιων αντιλήψεων.
Στην πράξη, όμως, αυτός ο κόσμος είναι ένας περίγυρος της ΚΟΒ που «ανήκει και δεν ανήκει» στην επιρροή της, γιατί όλη η προηγούμενη δουλειά, μετέπειτα δεν μπολιάστηκε με ανάλογα μέτρα εμβάθυνσης της συζήτησης από εμάς πάνω στο «ποιοι είμαστε και για ποιο σκοπό στην πραγματικότητα παλεύουμε και γιατί», με αξιοποίηση του «Ριζοσπάστη», άρθρων από την ΚΟΜΕΠ. Παρουσιάζεται, δηλαδή, στην πράξη δυσκολία να διαχειριστούμε και να κρατήσουμε δεσμό με κόσμο που μπορεί να μας εκτιμάει, να αναγνωρίζει ότι είμαστε οι μόνοι που κινητοποιούμαστε στους χώρους και διεκδικούμε, να ακούει αυτό που λέμε, αλλά βρίσκεται ακόμα σχετικά μακριά από τις πολιτικές μας θέσεις.
Κι αυτό οφείλεται στο ότι αδύναμα συνδυάζουμε την παραπάνω συζήτηση με αυτό που λέμε αυτοτελή παρέμβαση των κομματικών μελών μέσα στο μαζικό φορέα. Και επειδή από τον έλεγχο μας λείπει το εξής: Πώς εκφράζεται με όρους συσπείρωσης κόσμου γύρω από την ΚΟΒ το αν διεξάγουμε και ποια είναι αυτή η σχεδιασμένη ιδεολογική δουλειά για ανάδειξη συγκεκριμένων ζητημάτων (του προγράμματος ή της πολιτικής μας πρότασης) που εμείς ιεραρχούμε ως άξονες παρέμβασης, κι όχι που καθορίζουν οι εξελίξεις. Δεν δώσαμε βάρος π.χ. να εκτιμήσουμε μέσα στη διάρκεια αυτού του διαστήματος των αγώνων, πόσοι έχουν ακούσει, και κατά πόσο συμφωνούν, την πρόταση που έχουμε ως Κόμμα για την Ερευνα και την κοινωνία μέσα στην οποία η Ερευνα θα μπαίνει στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών, και θα εξυπηρετεί την «ανάπτυξη» των εργαζομένων κι όχι την επίτευξη των στόχων ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.
Η διαπίστωση ότι, κατόπιν αυτών, δεν κάναμε ουσιαστικά βήματα στη μαζική διακίνηση κομματικού υλικού στο χώρο, «Ριζοσπάστη», κουπονιών κ.λπ δεν είναι άσχετη με το ότι δεν προοδεύει οργανωτικά η ΚΟΒ. Σημαίνει ότι για να γίνει ουσιαστική προετοιμασία εργαζομένων για στρατολογία στο Κόμμα, ή για να μη χάσουν την επαφή με το Κόμμα όταν θα πάνε σε άλλον εργασιακό χώρο, θέλει πολύ πιο εξειδικευμένο σχέδιο διαφώτισης κι επιμονή από μέρους μας.
Δεν είναι, λοιπόν, ότι δεν κάνουμε πράγματα, απλά αυτά που κάνουμε δεν γίνονται με μέθοδο και δεν έχουμε κατακτήσει ακόμα την ικανότητα να ελέγχουμε ό,τι κάνουμε με τρόπο που να καταλήγουμε σε συμπεράσματα και να τα βάζουμε στη ζωή με διορθωτικά μέτρα.
Μετά το 19ο Συνέδριο που ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία σε όλα τα όργανα, από την ΚΟΒ μέχρι το Σώμα του Συνεδρίου, το νέο Πρόγραμμα και το νέο Καταστατικό του Κόμματος, σήμερα μπροστά στο 20ό μετράμε τα βήματα που κάναμε, αναλύοντας πλευρές που πρέπει βαθύτερα και με επιμονή να δούμε στο δρόμο προς το στρατηγικό μας στόχο.
Η θέση 40 αναφέρεται στην πολιτική απόφαση του 19ου Συνεδρίου σχετικά με την αντιστοίχιση της δράσης των καθοδηγητικών οργάνων με τις ανάγκες της ταξικής πάλης, πλευρά που χρειάζεται να βελτιώσουμε και μάλιστα χωρίς καθυστερήσεις. Οι Θέσεις βάζουν τους κύριους άξονες κάτω από τους οποίους θέλει τα όργανα να γίνουν επιτελεία μάχης, γενικεύοντας την πείρα της πάλης και με αυτήν την έννοια σωστά μπαίνουν σαν κρίκος οι Τομεακές Επιτροπές που έχουν το κύριο καθήκον να εξειδικεύουν ανά κλάδο και περιοχή. Η προσαρμογή των γενικών κατευθύνσεων στην καθοδηγητική τους δουλειά, η ικανότητα να ερμηνεύουν τις συνθήκες και τις εξελίξεις με βάση το Πρόγραμμα του Κόμματος, τις συνολικές επεξεργασίες αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για το πόσο αποτελεσματικά καθοδηγεί το κόμμα την ταξική πάλη.
Είναι ενδεικτικές οι δυσκολίες και η συνθετότητα που αντιμετωπίσαμε σαν Τομεακή Οργάνωση Επισιτισμού - Τουρισμού σε κλάδο που ενώ διαρκεί η κρίση παρουσιάζει ανάπτυξη, την οποία προβάλλουν οι κυβερνήσεις τα τελευταία τρία χρόνια ως και παράδειγμα ανάκαμψης συνολικότερα της ελληνικής οικονομίας. Η λέξη «ανάπτυξη» από μόνη της δημιουργεί προσδοκίες σε ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων του κλάδου, είτε δουλεύουν σε μονοπώλια που είναι ωφελημένα από την ανάπτυξη αυτή κι άρα ελπίζουν ότι θα τους επιστραφεί μέρος των απωλειών, είτε δουλεύουν σε επιχειρήσεις που εξακολουθούν και είναι στο όριο να απαξιώσουν μέρος του κεφαλαίου τους, ή και να κλείσουν, που τους οδηγεί στο να υποχωρούν ακόμη περισσότερο οι απαιτήσεις τους, μέχρι και να δέχονται εκτεταμένα την απλήρωτη δουλειά.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες αντιμετωπίσαμε την αναστολή λειτουργίας του ξενοδοχείου Athens Ledra και τον 9μηνο ως τώρα αγώνα των εργαζομένων. Η Τομεακή Επιτροπή έκανε πράγματι προσπάθεια να δει καλύτερα τη δουλειά του Συνδικάτου και του επιχειρησιακού σωματείου που πρωτοστατούν οι κομμουνιστές. Να καθοδηγήσει αυτόν τον αγώνα εξειδικεύοντας με βάση την κοινωνική σύνθεση, τις ιδιαιτερότητες του κλάδου, το βιοτικό επίπεδο, ή και αντιλήψεις που υπήρχαν μέσα στους εργαζόμενους. Κύρια όμως μελετώντας την προσαρμογή του φαινομένου στη γενικότερη πολιτική και οικονομική κατάσταση, στα δεδομένα του κλάδου, στην πείρα από 7 χρόνια καπιταλιστικής κρίσης. Παρά το γεγονός ότι είχε γίνει σοβαρή αυτοτελής κομματική δουλειά για χρόνια σε αυτό το ξενοδοχείο, κι άρα το κόμμα είχε κύρος μέσα στους εργαζόμενους, αλλά και η γραμμή του ΠΑΜΕ επικράτησε και άλλαξαν οι συσχετισμοί στο επιχειρησιακό σωματείο, ένας πολύμηνος αγώνας έχει πολύ πιο σύνθετες απαιτήσεις.
Δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση να εξηγηθεί για παράδειγμα γιατί η εργοδοσία έκλεισε ένα ξενοδοχείο που είχε πληρότητα 100% για όλη σχεδόν τη θερινή περίοδο, ή επίσης το αν και κατά πόσον φταίνε οι εργαζόμενοι που έκλεισε, είτε γιατί δεν δούλευαν όσο έπρεπε, είτε γιατί διεκδικούσαν, ή επειδή δεν αποδέχτηκαν μειώσεις σε μισθούς και δικαιώματα. Δεν ήταν εξίσου εύκολο να πείσεις ότι το φαινόμενο Ledra είναι ενταγμένο σε μια συνολικότερη τακτική του κεφαλαίου, όπου επιχειρηματικοί όμιλοι επιλέγουν να επενδύσουν σε κλάδους και χώρες που εξασφαλίζουν μεγαλύτερο μέσο ποσοστό κέρδους, ακόμα και αν απαξιώνεται μέρος από το κεφάλαιο που διατηρούν στην κατοχή τους και σε φάση ανάπτυξης. Δεν ήταν ακόμη αυτονόητο ότι θα κέρδιζε η γραμμή σου μέσα στο κίνημα, χωρίς μάλιστα να κερδίσεις το άμεσο, να πληρωθούν δηλαδή οι εργαζόμενοι τα δεδουλευμένα τους ή να διασφαλιστεί η δουλειά τους. Ιδιαίτερα όταν η διαπάλη με τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό οξυνόταν σε κάθε βήμα αυτού του αγώνα, με ανοιχτή υπονόμευσή του, προβάλλοντας τον ρεαλισμό τού να αποδεχτείς τις επιλογές του κεφαλαίου. Οταν πλάσαρε τη λογική του καλού και κακού εργοδότη, ή των λάθος επιχειρηματικών επιλογών.
Ηταν δύσκολο να εκλαϊκεύσεις και να δώσεις με ζωντανά παραδείγματα ότι η όποια ανάπτυξη γίνεται πάντα με όρους ανταγωνισμού, στον οποίο οι εργαζόμενοι είναι χαμένοι από χέρι, όποιο μονοπώλιο κι αν επικρατήσει. Και τέλος, είχε ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες να απομυθοποιήσεις τη λογική του «σωτήρα επενδυτή», αναδεικνύοντας από τη μια το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, κι από την άλλη των επιδιώξεων του κάθε επιχειρηματικού ομίλου που στο κάτω-κάτω έρχεται να βαθύνει περισσότερο την εκμετάλλευση των εργαζομένων για να καταφέρει τον πρωταρχικό του σκοπό: την επίτευξη κερδοφορίας.
Αρα η καθοδήγηση ενός τέτοιου αγώνα, που βαραίνει πρωτίστως το Τομεακό Οργανο, έχει απαιτήσεις που δεν αρχίζουν και τελειώνουν με το να βλέπεις τη δουλειά της ΚΟΒ που βέβαια έχει την κύρια ευθύνη. Τα μέλη του οργάνου χρειάστηκε να είναι κοντά στα σωματεία, στον ίδιο το χώρο δουλειάς, να γνωρίσουν οι ίδιοι τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, το επίπεδο συνείδησης σε κάθε δοσμένη χρονική στιγμή. Μόνο έτσι βοηθάς ουσιαστικά να δημιουργούνται προϋποθέσεις να διευρύνεται μια ομάδα που θα δρα δίπλα στο Κόμμα, θα προσπαθεί να πείθει για την ανάγκη ρήξης και ανατροπής με το σύστημα και την εξουσία του.
Δεν λέει κανείς ότι στο Athens Ledra πείστηκαν όλοι οι εργαζόμενοι για την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά η αντοχή που επέδειξαν και επιδεικνύουν στον αγώνα τους, η αναγνώριση του πρωτοπόρου ρόλου των κομμουνιστών, είναι πρόσφορο έδαφος να δουλέψει κανείς στη συνέχεια με τους όρους που έχουμε αποφασίσει σαν κόμμα.
Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι σε ποιο βαθμό έχει γενικευτεί αυτή η μικρή -έστω- πείρα, το αν αποτελεί κατάκτηση όλων των δικών μας Οργανώσεων σε επίπεδο κλάδου και πόσο συνέβαλε το όργανο να τροφοδοτηθούν με νέο υλικό - και γιατί όχι να διαμορφωθούν ανάλογα - οι κεντρικές κατευθύνσεις και οι επεξεργασίες.
Εναν τέτοιο προσανατολισμό πρέπει να διαμορφώνει ο κάθε μικρός ή μεγάλος αγώνας σε κάθε τομεακό όργανο, αφού σωστά αναφέρουν οι Θέσεις ότι και η πιο πρωτοπόρα δράση στους αγώνες δε δίνει αυθόρμητα τη δυνατότητα επεξεργασίας και γενίκευσης, δεν μπορεί από μόνη της να βοηθήσει αποτελεσματικά στην ταξική πολιτική συνειδητοποίηση και ωρίμανση. Και άρα η καθημερινή πρωτοπόρα πάλη και η απόκτηση στέρεων δεσμών στους τόπους δουλειάς μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στην πολιτική συνειδητοποίηση, μόνο αν αναπτύσσονται ταυτόχρονα με την ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση του Κόμματος.