Τη θέση του ΚΚΕ για τα ζητήματα που διερεύνησε η αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή συνόψισε στη χτεσινή συνεδρίαση ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κόμματος
Κυβέρνηση και τράπεζες στοχοποιούν τη λαϊκή κατοικία και την ίδια ώρα προετοιμάζονται για νέο γύρο δανειοδότησης και διευκολύνσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις |
Από την πλευρά του ΚΚΕ, ο κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος, Νίκος Καραθανασόπουλος, έκανε σαφές ότι το Κόμμα θα καταθέσει δικό του πόρισμα. Μιλώντας για την ουσία της υπόθεσης, είπε ότι αναδείχθηκε η σύμφυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που αποτελεί την καρδιά του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, «με τους επιχειρηματικούς ομίλους όλων των υπόλοιπων κλάδων. Διαχρονικά στη χώρα μας, και όχι μόνο, τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Η χρηματοδότηση, από τις τράπεζες, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων γίνεται συχνά στις περισσότερες των περιπτώσεων με τρόπο σκανδαλωδώς ευνοϊκό», σε αντίθεση με τη δανειοδότηση των λαϊκών στρωμάτων, όπου οι τράπεζες επιβάλλουν κατάσταση ομηρίας.
«Αντίστοιχη - πρόσθεσε - ήταν και η χρηματοδότηση των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης», των οποίων η πλειοψηφία δραστηριοποιείται «και σε άλλες παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες σε μια σειρά τομείς, είτε της ναυτιλίας είτε του κατασκευαστικού τομέα είτε και άλλων τομέων της οικονομικής δραστηριότητας. Βεβαίως, υπάρχουν ζητήματα και με βάση το πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδος για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων ΜΜΕ. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν έδαφος για τη διερεύνησή τους από μεριάς των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών».
«Οσον αφορά στις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων, επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπήρξε η ίδια αντιμετώπιση από μεριάς των τραπεζών. Δηλαδή, για παράδειγμα, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ διευκολύνθηκαν με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους στη χρηματοδότηση που είχαν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Μάλιστα, ήταν μια συγκεκριμένη μορφή οικονομικής και πολιτικής στήριξης από μεριάς του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα από την Αγροτική Τράπεζα, που το διάστημα που παρείχε αυτά τα μεγάλα δάνεια ήταν υπό δημόσιο έλεγχο. Ηταν μια κρατική τράπεζα», ανέφερε ενδεικτικά ο Ν. Καραθανασόπουλος, και πρόσθεσε: «Αυτή η χρηματοδότηση βοήθησε αντικειμενικά από τη στιγμή που στήριζε και το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και ενδεχομένως συνέβαλε στην ενίσχυση, στην ισχυροποίηση του δικομματικού πολιτικού συστήματος».
Αναφερόμενος στο ΚΚΕ, υπογράμμισε: «Οπως τουλάχιστον παραδέχθηκε σχεδόν το σύνολο των μαρτύρων στους οποίους έγιναν αντίστοιχες ερωτήσεις, δεν είχε την ίδια αντιμετώπιση. Αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε στον τραπεζικό δανεισμό με ιδιαίτερα δυσμενείς όρους. Το επιτόκιο από τα πρώτα δάνεια ήταν πάρα πολύ υψηλό σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζονταν χρηματοδοτήσεις άλλων κομμάτων.
Πολύ δε περισσότερο, το όποιο επιτόκιο πρέπει να το δούμε σε συνδυασμό και με τις εγγυήσεις τις οποίες προσέφερε το ΚΚΕ. Σχεδόν για το σύνολο του δανείου ήταν εμπράγματες εγγυήσεις. Δηλαδή, με υποθήκη ακίνητης περιουσίας, πρώτη προσημείωση σε όλα τα ακίνητά μας, τα οποία αποτέλεσαν εγγύηση για τον τραπεζικό δανεισμό ή την αποκλειστική εκχώρηση της κρατικής χρηματοδότησης για την εγγύηση ενός δανείου».
Ξεκαθάρισε ότι το ΚΚΕ συνεχίζει, παρά τις όποιες δυσκολίες υπάρχουν, να εξυπηρετεί τα δάνειά του, ενώ καταβάλλεται πολύ σοβαρή προσπάθεια «για να γίνει όσο το δυνατόν πιο σύντομα ο απεγκλωβισμός του Κόμματος από τον τραπεζικό δανεισμό».
Η ειδησεογραφία στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας έως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές κατέγραφε αποχωρήσεις απ' το Ποτάμι, προσχωρήσεις στο ΠΑΣΟΚ, συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και το ΚΙΔΗΣΟ του Γ. Παπανδρέου, την εκφρασμένη πρόθεση πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής την Αννα Διαμαντοπούλου για τη συγκρότηση νέου φορέα, γενικότερα μια έντονη κινητικότητα άρρηκτα συνδεδεμένη με τις συνολικότερες διεργασίες στο υπό αναμόρφωση αστικό πολιτικό σκηνικό.
Μια αναμόρφωση που συντελείται κάτω απ' την επίδραση των δυσκολιών στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ελλάδα, τους προβληματισμούς για τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος, αλλά και των διεθνών εξελίξεων, των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, των δυσκολιών στη συνοχή της ΕΕ και της ΟΝΕ, των αντιφάσεων του πλέγματος των διεθνών συμμαχιών που επιδιώκει η ελληνική αστική τάξη.
Σ' αυτό το πλαίσιο, η προσπάθεια ανασύνθεσης της λεγόμενης «κεντροαριστεράς», με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναδειχτεί τα τελευταία χρόνια σε βασικό πυλώνα της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας με τις ευλογίες και της ευρωενωσιακής, προφανώς δεν υπαγορεύεται από τις δημαγωγικές διακηρύξεις των πρωταγωνιστών της που ψαρεύουν στα θολά νερά της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Στην πραγματικότητα, επιδιώκεται η συγκρότηση ενός τρίτου πόλου ο οποίος - με δεδομένο το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ που δυσκολεύει το χώρο αυτό να παίξει έναν πιο αυτοτελή ρόλο - θα διαπραγματευτεί έναν αναβαθμισμένο ρόλο στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η διαπάλη και ταλάντευση που εκδηλώνεται αφορά στο αν θα αποτελέσει ως τρίτος πόλος προνομιακό συνομιλητή του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ. Ενα τμήμα του χώρου προκρίνει την υπό όρους συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, τάση που φαίνεται να υποστηρίζει και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ενα άλλο προκρίνει τη συμμαχία των λεγόμενων συνεπών ευρωπαϊκών και μεταρρυθμιστικών δυνάμεων με κορμό τη ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη.
Κανείς απ' τους πρωταγωνιστές των εν λόγω διεργασιών δεν είναι άγνωστος στο λαό. Ισα - ίσα. Τους γνωρίζει απ' την καλή και την ανάποδη, αφού στο σύνολό τους σχεδόν υπηρέτησαν με ζήλο την αστική εξουσία, άσκησαν για χρόνια διαχείριση, πλήθος αντιλαϊκών μέτρων φέρουν τη σφραγίδα και υπογραφή τους. Μαζί με όλες τις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις συμπίπτουν στους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης, που συνοπτικά αφορούν στα εξής ζητήματα: Πορεία ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας. Προσπάθεια γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας ως εμπορικού και ενεργειακού κόμβου. Αύξηση του ενεργού ρόλου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αποκατάσταση των θέσεων της ελληνικής αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου που έχουν υποστεί πλήγμα στα χρόνια της κρίσης.
Τίποτα απ' αυτά δεν αναιρείται απ' την ύπαρξη διαφορετικών απόψεων για ζητήματα διαχείρισης, πίσω από τα οποία πολλές φορές συγκαλύπτεται η συμφωνία σε βασικές επιλογές όπως η επιτάχυνση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, η βαθύτερη συμμετοχή στα ΝΑΤΟικά σχέδια, η ανάγκη δημοσιονομικής χαλάρωσης για μεγαλύτερη κρατική στήριξη στα επενδυτικά σχέδια του κεφαλαίου. Ούτε αναιρείται η στρατηγική ταύτιση από αντιθέσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της αστικής τάξης και διαπερνούν και τα κόμματά της π.χ. για τις προτεραιότητες στήριξης κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας όσο και τις επιλογές και ιεραρχήσεις στις διεθνείς συμμαχίες του κεφαλαίου.
Τα σχέδια απόσπασης ενεργού λαϊκής στήριξης στη διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, πρέπει να αποτύχουν παταγωδώς. Να αντιμετωπιστούν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις που καλλιεργούνται ότι το ανακάτεμα της τράπουλας θα φέρει θετικές για το λαό εξελίξεις. Η αστική τάξη διατάσσει και αναδιατάσσει το πολιτικό της προσωπικό αναλόγως των αναγκών και συμφερόντων της που σε κάθε περίπτωση υπονομεύουν τα λαϊκά συμφέροντα, όπως άλλωστε αποδεικνύει και το πρόσφατο παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο λαός να γυρίσει την πλάτη σε διεργασίες ισχυροποίησης του συστήματος που τον τσακίζει, να μην υπακούσει σε κελεύσματα συναίνεσης που αξιώνουν ουσιαστικά να βάλει πλάτη στην αντιλαϊκή πολιτική, να χαράξει δική του ρότα σε συμπόρευση με το ΚΚΕ.