Κάμερον και Ομπάμα εμφανώς ...προβληματισμένοι στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία |
Σε ό,τι αφορά την κούρσα διαδοχής στο κόμμα των «Τόρις» (Συντηρητικοί) και στην πρωθυπουργία, με δύο ψηφοφορίες μέσα στη βδομάδα στην κοινοβουλευτική ομάδα αναδείχτηκαν τελικά οι γυναίκες που θα πάνε στην τελική αναμέτρηση. Πρώτη και επικρατέστερη είναι η Τερέζα Μέι, υπουργός Εσωτερικών, που υποστήριξε στο δημοψήφισμα την παραμονή και συγκέντρωσε στην πρώτη ψηφοφορία που έγινε την Τρίτη, με πέντε υποψηφίους, 165 ψήφους και στη δεύτερη την Πέμπτη 199 ψήφους. Πρόκειται για έμπειρη αστή πολιτικό, στη Βουλή από το 1997, που εμφανίζεται ως η «νέα Θάτσερ» και η οποία έχει δηλώσει ότι δεν πρέπει να υπάρξει βιασύνη για την ενεργοποίηση του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας που απαιτείται για την αποχώρηση, ενώ επίσης ότι πρέπει να υπάρξει προετοιμασία για τη σωστή διαπραγμάτευση με την ΕΕ.
Η άλλη η οποία διεκδικεί την ηγεσία και την πρωθυπουργία είναι η υπουργός Ενέργειας, Αντρεα Λίντσομ, από το «στρατόπεδο» της εξόδου, που την Πέμπτη πήρε 84 ψήφους. Ο επίσης υποστηρικτής του Brexit και υπουργός Δικαιοσύνης, Μάικλ Γκόουβ, ο Λίαμ Φοξ, πρώην υπουργός Αμυνας, και ο Στέφεν Γκραμπ, υπουργός Εργασίας και Συντάξεων, που συγκέντρωσαν μικρό αριθμό βουλευτών που τους υποστήριξαν, αποχώρησαν από τη διαδικασία. Ετσι, τώρα, οι δύο γυναίκες θα πάνε σε ψηφοφορία με επιστολική ψήφο από τα 150.000 μέλη των Συντηρητικών, που θα διαρκέσει όλο το καλοκαίρι και το αποτέλεσμα θα ανακοινωθεί επίσημα στις 9 Σεπτέμβρη.
Και στους Εργατικούς, που υπέστησαν ρήγμα στο δημοψήφισμα, η βουλευτής τους Αντζελα Ιγκλ εμφανίζεται να μπαίνει μπροστά στην αμφισβήτηση του προέδρου του κόμματος, Τζ. Κόρμπιν, υπέρμαχου της παραμονής, που δέχεται αποδοκιμασία από την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας, αλλά ο ίδιος επιμένει ότι έχει την υποστήριξη της βάσης.
Πάντως, με τις δυσκολίες που ήδη διαφαίνονται από τις άμεσες επιπτώσεις του Brexit, πτώση της ισοτιμίας της στερλίνας, φόβοι για αποχώρηση επιχειρήσεων, για απώλεια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου του Σίτι του Λονδίνου, γίνονται προσπάθειες από τη βρετανική κυβέρνηση, όπως η πρόταση για τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις από το 20% στο 15%. Βέβαια, οι κινήσεις αυτές συναντάνε την αντίδραση ανταγωνιστών, αλλά ταυτόχρονα ακούγονται και εκκλήσεις σε επιχειρήσεις που προτίθενται να αποσύρουν τις έδρες τους από το Λονδίνο, να πάνε στο Παρίσι, τη Φρανκφούρτη ή την Αθήνα, όπως προτείνουν καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι.
Στοιχείο της έντονης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης της Βρετανίας ήταν μέσα στη βδομάδα η έκθεση του σερ Τζον Τσίλκοτ, πρώην υπαλλήλου στις μυστικές υπηρεσίες, για την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, επί κυβέρνησης των Εργατικών, με πρωθυπουργό τον Τόνι Μπλερ. Η πολυσέλιδη έκθεση των 12 τόμων και των 2,6 εκατομμυρίων λέξεων δεν τοποθετείται στην ουσία αυτής καθαυτής της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, αλλά κυρίως ασχολείται με τη διαδικασία της λήψης απόφασης και περνάει την αντίληψη ότι η Βρετανία σύρθηκε στον πόλεμο από τις ΗΠΑ και τον Μπους. Γι' αυτό και στη σχετική συζήτηση που έγινε στη Βουλή, η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο βασικά κόμματα ήταν για τη διαδικασία, κρύβοντας την ουσία. Δηλαδή, αυτή που υπηρετούν όλοι οι ...διαφορετικοί διαχειριστές του συστήματος, ότι η βρετανική αστική τάξη μπήκε στον πόλεμο για τα συμφέροντα των μονοπωλίων της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, διεκδικώντας μερίδιο από την «πίτα» των ενεργειακών πόρων, των δρόμων μεταφοράς τους, των αγορών και των γεωστρατηγικών σφαιρών επιρροής. Η ίδια η έκθεση μιλάει για μη επαρκή νομιμοποιητική βάση του πολέμου, για πρόωρη διεξαγωγή του, για στοιχεία περί όπλων μαζικής καταστροφής που είχε ο Σαντάμ, που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, για ελλειπή ενημέρωση των κυβερνητικών κλιμακίων και ελλειπή προετοιμασία των Ενόπλων Δυνάμεων, που οδήγησε στο να μην επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι και να σκοτωθούν πάνω από 200 Βρετανοί πολίτες (οι 179 στρατιώτες) και ο ιρακινός λαός να έχει πολύ περισσότερες απώλειες. Με αυτά τα γενικά αποδεκτά και αποδεδειγμένα ζητήματα, η αντιπαράθεση εξελίχθηκε στην κριτική των λαθών και την κοινή διαπίστωση να βγουν διδάγματα για το μέλλον. Ακόμα και ο κυρίως θιγόμενος Τ. Μπλερ ...συγκινημένος βγήκε απολογούμενος και ...συντετριμμένος για τα θύματα, αλλά σταθερός στην άποψή του ότι «έπραξε αυτό που πίστευε σωστό» και ότι παρά το χάος στη μετά Σαντάμ εποχή, τη δημιουργία των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτος», «ο κόσμος είναι καλύτερος με την ανατροπή του Σαντάμ».
Η έκθεση αυτή δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι έρχεται σε μια στιγμή που τμήματα της αστικής τάξης της Βρετανίας ασκούν κριτική στη στρατηγική εταιρική σχέση Βρετανίας - ΗΠΑ (χωρίς βεβαίως να την αμφισβητούν). Γι' αυτό ο - υποτίθεται - «αριστερός» Κόρμπιν μίλησε για «μια πιο ανοικτή και ανεξάρτητη σχέση με τις ΗΠΑ» και γενικά όλοι συμφωνούν ότι «η σχέση με τις ΗΠΑ δεν πρέπει να είναι συμφωνία άνευ όρων». Βεβαίως, οι δύο ισχυρές χώρες συμμετέχουν στην ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία του ΝΑΤΟ, ενώ ανοίγει και το νέο διμερές και ξεχωριστό παζάρι με το «Οικονομικό ΝΑΤΟ», τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ (TTIP).
Οι λαοί να μην «τσιμπήσουν» αλλά να βάλουν στο στόχαστρο την εξουσία του κεφαλαίου
Από τις δήθεν αυθόρμητες κινητοποιήσεις Βρετανών που δεν θέλουν έξοδο από την ΕΕ |
Οι αστικές τάξεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, που αντιμετωπίζουν μεγαλες δυσκολίες στην ανάκαμψη, και άλλες όπως η ελληνική, επιδιώκουν πιο χαλαρά κριτήρια, ζητούν περισσότερη ευελιξία στην εφαρμογή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας για να ευνοηθεί η οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή να κερδίσουν θέσεις στον ανταγωνισμό. Επίσης χώρες όπως τα νεότερα μέλη της ΕΕ, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, η ομάδα του Βίζεγκραντ (κάτι που φάνηκε και με το Προσφυγικό) έχουν «ατζέντα» για συμμετοχή στην ένωση με περισσότερες αρμοδιότητες στα εθνικά κράτη.
Σε αυτό το κουβάρι των αντιθέσεων έρχεται να προστεθεί και το Brexit, που αναμένεται να είναι το βασικό θέμα της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Εurogrοup) που γίνεται αύριο στις Βρυξέλλες, και αυτής των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (Εκοφίν) την Τρίτη, την ίδια ώρα που τα δημοσιονομικά ελλείμματα Ισπανίας και Πορτογαλίας είναι ζητήματα που επείγουν.
Σε αυτό το πλαίσιο οι δηλώσεις ηγετικών στελεχών της ΕΕ και άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων τη βδομάδα που πέρασε, για το πώς θα αντιμετωπιστεί το Brexit, είναι ενδεικτικές.
Οπως του εκπροσώπου του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, Μάρτιν Γιέγκερ, που απαντώντας στο ερώτημα γιατί ο προϊστάμενος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σε τελευταίες συνεντεύξεις του δεν αναφέρεται στην Ευρωζώνη, δήλωσε ότι «αυτή τη στιγμή η Ευρωζώνη δεν είναι στο προσκήνιο, όπως τον περασμένο χρόνο, όταν μιλούσαμε για την Ελλάδα» και πρόσθεσε ότι «φτιάξαμε ισχυρούς θεσμούς και εργαλεία και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποια αφορμή να σκεφτόμαστε για την κατάσταση στην Ευρωζώνη, ενώ πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο πώς θα κρατήσουμε ενωμένους τους 27 της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Ετσι, απαντώντας για το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στην Ισπανία και την Πορτογαλία για τα ελλείμματα, ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών περιορίστηκε να δηλώσει ότι «οι κανόνες πρέπει να τηρούνται». Επίσης για το ζήτημα που έχει προκύψει με τις ιταλικές τράπεζες και την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησής τους λόγω υπέρογκων «κόκκινων» δανείων, ο Γερμανός αξιωματούχος παρέπεμψε στις δηλώσεις της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ, ότι υπάρχουν κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται.
O ίδιος ο Σόιμπλε δεν παρέλειψε να κριτικάρει έντονα θέσεις των σοσιαλδημοκρατών συνεταίρων του στην κυβέρνηση, όπως του αντικαγκελάριου Ζ. Γκάμπριελ με την «αυτοκριτική» του στην πρόσφατη επίσκεψη στην Ελλάδα, ή του υπουργού Εξωτερικών Φ. Β. Σταϊνμάγερ, που κάλεσε μετά το Brexit 6 ομολόγους του από τα ιδρυτικά μέλη της Ενωσης, αποκλείοντας άλλους.
Θέση στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί πήρε και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, που προέτρεψε τη Βρετανία και την ΕΕ να καταλήξουν γρήγορα σε μια νέα συμφωνία - συνεργασία για να μην παρατείνεται η αβεβαιότητα στην οικονομία. Από τη Βαρσοβία και τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, ο Ομπάμα σημείωσε ότι «δεν είναι προς το συμφέρον κανενός οι συγκρουσιακές και παρατεταμένες διαπραγματεύσεις» και ότι δεν πρέπει η οικονομική αβεβαιότητα «να προστεθεί στις απειλές για την ασφάλεια», όπως χαρακτήρισε την πολιτική της Ρωσίας.
Επίσης, η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ σε παρέμβασή της έδειξε την ανησυχία της για το Brexit, λέγοντας ότι «είναι μια από τις κύριες πηγές κινδύνου αυτήν τη στιγμή, αλλά δεν πιστεύουμε ότι είναι πολύ πιθανή μια παγκόσμια ύφεση». Προσπαθώντας να μετριάσει κάπως τις εντυπώσεις, είπε ότι τα «άμεσα» αποτελέσματα του Brexit θα γίνουν πρώτα αισθητά στο Ηνωμένο Βασίλειο με «επιπτώσεις» στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, ωστόσο προέτρεψε τους Βρετανούς και την ΕΕ να συμφωνήσουν το συντομότερο δυνατόν σε ένα «χρονοδιάγραμμα» για την αποχώρηση, προκειμένου «να μειωθούν οι αβεβαιότητες». Τόνισε χαρακτηριστικά ότι «η λέξη - κλειδί σε αυτή την υπόθεση του Brexit είναι η αβεβαιότητα και, όσο αυτή η αβεβαιότητα θα διαρκεί, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο κίνδυνος». Πήρε θέση και για την ανάγκη «διαφάνειας των ευρωπαϊκών θεσμών» αλλά επέρριψε ευθύνες στις κυβερνήσεις να μην κατηγορούν την ΕΕ «για δικά τους λάθη».
Είναι φανερό ότι ανοίγει ένας νέος κύκλος ενδοαστικής διαπάλης για την προοπτική της ΕΕ, με κύρια επιδίωξη στις αγωνίες και τους ανταγωνισμούς των αστών να εμπλακούν και οι λαοί και οι εργαζόμενοι. Μόνο που αυτοί από την ΕΕ και συνολικά από τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης μετράνε μόνο αφαίρεση κατακτήσεων και χτύπημα δικαιωμάτων. Γι' αυτό είναι κρίσιμο και από αυτή τη συζήτηση περί Brexit και περί προοπτικής της ΕΕ οι εργαζόμενοι, τα εκμεταλλευόμενα στρώματα να μη χάνουν από μπροστά τους το κύριο: Οτι δεν αρκεί η καταδίκη της ΕΕ, όπως έως ένα βαθμό έκανε ο βρετανικός λαός, αλλά απαιτείται η ρήξη με την ίδια την εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε χώρα. Μόνο έτσι μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Τον προβληματισμό που μεγαλώνει σε όλες τις μερίδες του ευρωενωσιακού κεφαλαίου για το πώς η ΕΕ θα παραμείνει ο ικανότερος μοχλός υπεράσπισης των μονοπωλιακών αναγκών αποτύπωσε η συζήτηση που έγινε στα μισά της περασμένης βδομάδας στο Ευρωκοινοβούλιο.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, μετέφερε την «κατανόηση» που έδειξαν, όπως είπε, οι Ευρωπαίοι ηγέτες για την απόφαση του Βρετανού πρωθυπουργού να μην ενεργοποιήσει άμεσα τη διαδικασία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, εκφράζοντας και τις προσδοκίες που υπάρχουν για ένα «παζάρι» που θα επιτρέψει μια διμερή συνεργασία ικανή να διασφαλίσει αρκετούς από τους μονοπωλιακούς σχεδιασμούς, που βρέθηκαν μπροστά σε νέα δεδομένα.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επέλεξε να εφιστήσει την προσοχή στην αξία που έχουν οι «μεταρρυθμίσεις» (βλ. αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις) που «πρέπει να επιταχυνθούν» και τόνισε πως «η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να γίνει Ενωση των Ευρωπαίων», καλλιεργώντας κι αυτός την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν μια ιμπεριαλιστική ένωση να υπηρετεί ταυτόχρονα μονοπωλιακά και λαϊκά συμφέροντα, κοροϊδεύοντας κατάμουτρα τους ευρωπαϊκούς λαούς που βιώνουν στο πετσί τους τη διαρκή χειροτέρευση της ζωής τους.
Ανάγλυφα εκφράστηκαν και οι διαφορετικές ανησυχίες και μεθοδεύσεις των διαφόρων μερίδων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Ετσι, ο (Γερμανός) επικεφαλής της ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, κάλεσε τα «27» κράτη - μέλη της ΕΕ να μη μείνουν όμηροι του πολιτικού χάους που εκδηλώνεται στη Βρετανία και ζήτησε να υπάρξει μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα ανάληψης των ευθυνών, αποτυπώνοντας μεταξύ άλλων την επιμονή της γερμανικής πλουτοκρατίας να εφαρμοστούν οι «υποχρεώσεις» που δημιουργούν οι συμφωνίες της Ενωσης.
Από την άλλη μεριά, ο (Ιταλός) επικεφαλής της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών, Τζιάνι Πιτέλα, από τη μια παίνεψε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που «αντιστάθηκε στον εκβιασμό», και, υψώνοντας το δάχτυλο στο Λονδίνο, ξεκαθάρισε ότι για να κερδίσει μια χώρα πρόσβαση στην ενιαία αγορά πρέπει να δεχτεί και την «ελεύθερη κίνηση» των ανθρώπων, από την άλλη κατηγόρησε τους Ευρωπαίους ηγέτες για έλλειψη φιλοδοξίας και αποτυχία επανεκκίνησης της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Φρόντισε βέβαια να συμπληρώσει ότι αυτή η καθυστέρηση δε φανερώνει καμία αδυναμία της ΕΕ, αλλά την αποτυχία (σήμερα) της διακυβερνητικής προσέγγισης.
«Η ΕΕ είτε θα αλλάξει είτε θα πεθάνει», υποστήριξε από τη μεριά του ο (Βέλγος) επικεφαλής των Φιλελευθέρων, Γκυ Φερχόφσταντ, σχολιάζοντας πως «το Συμβούλιο πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι πολίτες δεν είναι κατά της Ευρώπης, αλλά κατά αυτής της Ευρώπης», εκφράζοντας κι αυτός αστικές προσδοκίες περί «αναμόρφωσης» της ΕΕ υπέρ των επικαιροποιημένων αναγκών των μονοπωλίων, στις σύγχρονες συνθήκες του οξύτερου ανταγωνισμού.
«Νερό στο μύλο» των αυταπατών για το ρόλο και τη φύση της ΕΕ έσπευσαν να χύσουν ακόμα μια φορά οι εκπρόσωποι των οπορτουνιστικών δυνάμεων, όπως η Γκαμπριέλ Τσίμερ από την «Αριστερά» της Γερμανίας, που είναι και επικεφαλής της GUE/NGL, που αντέδρασε επειδή η «φάση προβληματισμού» που ζήτησαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δε θα βοηθήσει στην αποκατάσταση του προβληματισμού των λαών. Αλλά και άλλοι εκπρόσωποι της GUE διαμαρτυρήθηκαν για τις επιλογές που σήμερα ιεραρχούνται, επειδή «υπό αυτές τις συνθήκες η ΕΕ δεν μπορεί να αναμορφωθεί», αγωνιώντας δηλαδή μήπως και δεν πετύχει το όραμα της «ενωμένης (καπιταλιστικής) Ευρώπης».
Μεγάλο ενδιαφέρον είχε και η παρέμβαση «ευρωσκεπτικιστικών» δυνάμεων όπως της επικεφαλής του «Εθνικού Μετώπου» της Γαλλίας Μαρίν Λεπέν, που επισήμανε ότι «οι λαοί δεν θέλουν περισσότερη ολοκλήρωση, αλλά διαφύλαξη της κυριαρχίας τους και ελεύθερη συνεργασία», ενώ προέτρεψε την ΕΕ «να αλλάξει ή να εξαφανιστεί», εκφράζοντας τμήματα του κεφαλαίου που αναζητούν «εναλλακτικές» μορφές συνεργασίας προς όφελος των μονοπωλίων.
Στη συζήτηση για τα «Συμπεράσματα της συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 28ης και 29ης Ιουνίου 2016» στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο, στην οποία κυριάρχησε το θέμα του Brexit, τοποθετήθηκε η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, σημειώνοντας τα εξής:
«Η επιλογή του βρετανικού λαού εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την αυξημένη δυσαρέσκεια από την αντιλαϊκή πολιτική της ΕΕ, που όμως είναι ανάγκη να απεγκλωβιστεί από επιδιώξεις τμημάτων και κομμάτων της αστικής τάξης, αντιδραστικών κι επικίνδυνων δυνάμεων, και να αποκτήσει ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα.
Τόσο το Βrexit όσο και οι αποφάσεις της Συνόδου αξιοποιούνται για τον εκβιασμό του ελληνικού λαού να συμβιβαστεί με τα βάρβαρα μέτρα, στο όνομα της συνοχής της ΕΕ, του στόχου της καπιταλιστικής ανάκαμψης, ενώ απειλές ήδη εκτοξεύονται και κατά των λαών της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Η ΕΕ δεν μπορεί να διορθωθεί, να γίνει φιλολαϊκή. Υπηρετεί το κεφάλαιο και γι' αυτό μόνο χειρότερη για τους λαούς μπορεί να γίνει.
Η εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα μόνη διέξοδο έχουν με την πάλη τους να βάλουν στο στόχαστρο την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία και να επιβάλουν προς το συμφέρον τους την αποδέσμευση από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και κάθε άλλη συμμαχία του κεφαλαίου».