Η διακήρυξή του αυτή στηριζόταν στο γεγονός ότι στο συγκεκριμένο ύψωμα πολυβολεία, χαρακώματα, ναρκοπέδια και συρματοπλέγματα δημιουργούσαν ένα ολόκληρο οχυρό. Το ναρκοπέδιο είχε 200 μέτρα βάθος και τα συρματοπλέγματα 30-70 μέτρα. Τα πολυβολεία ήταν τσιμεντένια και τα χαρακώματα είχαν βάθος 1,70 μέτρα. Στο οχυρό υπήρχαν 235 άνδρες της 75ης Ταξιαρχίας με 24 οπλοπολυβόλα, 6 όλμους των 61 χιλιοστών και άλλον οπλισμό.
Το ύψωμα, βεβαίως, έπεσε κάτω από την ορμητική επίθεση των μαχητών του ΔΣΕ που έγραψαν και με το αίμα τους σ' αυτά τα χώματα μια ακόμα ηρωική σελίδα.
Το ύψωμα Πατώματα (1230) με στρατηγική θέση για τον έλεγχο του Γράμμου, πέρασε στην Ιστορία για τις σκληρές μάχες κατάληψης και ανακατάληψης που έγιναν εκεί, τόσο το 1948 όσο και το 1949. Στην τρίτη φάση της μεγάλης μάχης του Γράμμου, το 1948, οι δυνάμεις του ΔΣΕ κράτησαν με πολλές θυσίες το ύψωμα κοντά 20 μέρες αντιμετωπίζοντας την ισχυρή πίεση δύο μεραρχιών του αστικού στρατού, της 9ης από δυτικά και της 10ης από το νότο κι ανατολικά. Τον Μάη του '49 σ' αυτό το ύψωμα ο ΔΣΕ, ολοκληρώνοντας την ανακατάληψη του Γράμμου, έγραψε μια από τις πιο λαμπρές σελίδες ηρωισμού, ορμητικότητας, αυτοθυσίας και στρατιωτικής τέχνης. Tμήμα του ενός από τα πυροβόλα που χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη στα Πατώματα στις 30 Μάη του '49, βρέθηκε και τοποθετήθηκε το 2006 στο μνημείο του ΔΣΕ που βρίσκεται στο Κεφαλοχώρι των Μαστοροχωρίων.
Το επιτελείο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ με ειδικά μελετημένο σχέδιο ανέθεσε την κατάληψη του οχυρού σε δύο τάγματα της Σχολής Αξιωματικών που υποστηρίχθηκαν από ισχυρές δυνάμεις του πυροβολικού. Στη διάρκεια της μάχης, οι μαχητές του ΔΣΕ άνοιξαν ρήγμα ανάμεσα στα ναρκοπέδια, χρησιμοποιώντας ευφάνταστες μεθόδους που είχαν από πριν μελετηθεί (π.χ. έκοβαν μεγάλα πεύκα που τα έριχναν μέσα στο ναρκοπέδιο προκαλώντας την ενεργοποίησή του, ή χρησιμοποιούσαν «σταυρούς» με εκρηκτικά τους οποίους επίσης έριχναν πάνω στις σειρές των συρματοπλεγμάτων). Ενα από τα στοιχεία που καθόρισαν τη μάχη ήταν η ευθεία βολή με πυροβόλο στην ίδια την μπούκα των οχυρώσεων του αντίπαλου. Χρειάστηκαν τρία αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων μέχρι που το απόγευμα της μέρας τα Πατώματα έπεσαν στα χέρια του ΔΣΕ. Ο αστικός στρατός έστειλε στο επόμενο διήμερο δύο ταξιαρχίες για να ξαναπάρει τα Πατώματα, αλλά δεν τα κατάφερε κι αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Η ανακατάληψη του Γράμμου από τις δυνάμεις του ΔΣΕ είχε ολοκληρωθεί.
Η διοίκηση διατάσσει το 2ο τάγμα της ΣΑΓΑ «να επιτεθεί με δύο λόχους στο πρώτο Κλιμάκιο από βορειοδυτική κατεύθυνση και με υποστήριξη πυροβολικού και πυρών της βάσης πυρός, να το καταλάβει». Το 1ο τάγμα διατάσσεται «προσανατολισμένο στην ίδια κατεύθυνση θα έχει την ίδια αποστολή σε περίπτωση που το 2ο τάγμα δεν ολοκληρώσει την αποστολή του. Να εγκαταστήσει δύναμη Διμοιρίας συν πυροβόλο με αποστολή να απαγορεύσει κάθε κίνηση για ενίσχυσή του από την δυτική κατεύθυνση, να απασχολήσει τον εχθρό και να καλύψει το δεξιό της επίθεσης». Η διαταγή προβλέπει επίσης: «υποστήριξη α) από βάση πυρός όπου θα έχουν εγκατασταθεί έξι ομαδικοί όλμοι και τέσσερα πυροβόλα β) από το Κλιμάκιο της βάσης πυρός που την αποτελούν δύο πολυβόλα και τέσσερις ολμίσκοι γ) από το πυροβολικό (πυροβολαρχία) έμμεσης βολής, ουλαμό άμεσης βολής από τη βάση πυρός και δύο αντιαρματικά ένα στη βάση πυρός και ένα στο κλιμάκιο πυρός». Παράλληλα, διατάσσεται η Ταξιαρχία της 8ης Μεραρχίας με ένα τάγμα να καταλάβει τη διάταξη της Σχολής: Ταμπούρι, Βάγγουρο, Γκουστερίτσα, Πηγαδίτσα, 1171, Μακελάρι και να απαγορεύσει κάθε ενίσχυση του εχθρού στο Πάτωμα από το Κάντσικο. Ταυτόχρονα με δύναμη δύο διμοιριών συν δυο πολυβόλων και όλμο θα εγκατασταθεί στο βραχώδες αντέρεισμα Σουμουλάζαρη, ώστε να τσακίσει κάθε κίνηση του εχθρού από Θεοτόκο ή Κάντσικο - Λαγκάδα καθώς και απαγόρευση διαφυγής του εχθρού μετά την κατάληψη του στόχου. Με μια διμοιρία να πιέζει τον εχθρό από ανατολικά ενώ την υπόλοιπη δύναμη να την κρατήσει εφεδρεία. Την ίδια ώρα, η 108 ταξιαρχία πήρε διαταγή να ενεργήσει αντιπερισπαστικά με συνεχή πίεση και να απαγορεύσει είσοδο από Αη Λιά Οξυάς και Θεοτόκο προς Πάτωμα, ενώ το απόσπασμα Παλαιολόγου ανέλαβε να κάνει παρενοχλητικές ενέργειες μέσα στη διάταξη του αντίπαλου και συγκεκριμένα σε Ταμπούρι, Γύφτισσα, Καστάνιανη με στόχο να αγκιστρώσει την 77 ταξιαρχία του αντίπαλου. Με την ίδια διαταγή ορίζονται οι ειδικές αποστολές του πυροβολικού ο σταθμός διοίκησης του οποίου ήταν στην Πέτρα Μούκα. Η ίδια η διοίκηση της επιχείρησης ορίζεται ότι θα είναι νότια του υψώματος 1366 ενώ της ταξιαρχίας κινούμενη κατά μήκος του άξονα της επίθεσης. Από το ίδιο έγγραφο μαθαίνουμε ότι στο Καμπίτσιο στήθηκε ορεινό χειρουργείο, ενώ σταθμός επίδεσης βόρεια της Παλιοκούλας.
Για την κατανόηση του φωτογραφικού έργου του Απόστολου Μουσούρη στον ΔΣΕ, είναι χρήσιμη η παρακολούθηση της δράσης του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ, μέλος του οποίου ήταν και ο Απόστολος Μουσούρης. Το κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ, σύμφωνα με τις καταγραφές και τις μαρτυρίες του σκηνοθέτη Μάνου Ζαχαρία, υπαγόταν στο Τμήμα Διαφώτισης του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ. Τράβηξε χιλιάδες μέτρα φιλμ, που αφορούσαν τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ, καθώς και των κατοίκων των περιοχών σε Γράμμο και Βίτσι.
Ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, την άνοιξη του 1948, φορτωμένος με 2 κουρδιστές κινηματογραφικές μηχανές λήψης, μια 35 mm και μια δεκαεξάρα «Παγιάρ», καθώς και κουτιά με φιλμ, πέρασε τα γιoυγκoσλαβικά σύνορα και μπήκε παράνομα στην Ελλάδα. Οπως διηγείται ο ίδιος «... Είχα εντολή να βρω τον Γιώργο Σεβαστίκογλου για να οργανώσουμε το κινηματογραφικό συνεργείο. Συναντηθήκαμε στα έμπεδα. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, που θα ήταν ο επικεφαλής του συνεργείου, ο Απόστολος Μουσούρης, φωτογράφος και οπερατέρ, που είχε γυρίσει ήδη ταινίες στην Ελλάδα, και εγώ, επίδοξος σκηνοθέτης, που κουβάλησα τις μηχανές και το φιλμ από το Παρίσι (...) Επρεπε να μάθουμε πέντε πράγματα για το Δημοκρατικό Στρατό και για την τακτική του. Δεν κράτησε και πολύ. Σε μια εβδομάδα αρχίσαμε τις αποστολές. Πηγαίναμε στις διάφορες μονάδες, βγάζαμε φωτογραφίες, γυρίζαμε κομμάτια από τη ζωή των μαχητών. Ηταν ένας άλλος στρατός. Γυναίκες και άνδρες μαζί στις μονάδες και στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν, παντού. Κάτι που θύμιζε το αντάρτικο της Κατοχής, αλλά που είχε και τα χαρακτηριστικά ενός τακτικού στρατού, με σχετικά σταθερή γραμμή μετώπου, με οργανωμένη επιμελητεία και κάποια ζωή στα μετόπισθεν.
Μετακινούμαστε τις περισσότερες φορές με σύνδεσμο, γιατί δε γνωρίζαμε τα μέρη και μπορούσαμε να χαθούμε. Συχνά περπατάγαμε νύχτες. Αλλες φορές διανυκτερεύαμε στο δάσος, σε καλύβες φτιαγμένες από φτέρη. Μάθαμε την τεχνική, αργότερα τις φτιάχναμε και μόνοι μας. Στην αρχή, τα μόνα μας εφόδια ήταν οι μηχανές μας και το φιλμ, μετά όμως από ένα επεισόδιο αποκτήσαμε και οπλισμό.
Πηγαίναμε στα βομβαρδισμένα χωριά, που τα περισσότερα ήταν άδεια και ψάχναμε να βρούμε τους κατοίκους στα δάση, δηλαδή τις γυναίκες με τους γέρους και τα μωρά που, αποφεύγοντας τα αεροπλάνα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν στις καλύβες με τα λιγοστά τρόφιμα που τους προμήθευε η τοπική αυτοδιοίκηση.
Στο Γράμμο δε μείναμε πολύ. Είχε αρχίσει η μεγάλη επίθεση του μοναρχοφασιστικού στρατού, που μας ανάγκασε να υποχωρήσουμε προς το Βίτσι, στην περιοχή των Πρεσπών. Εκεί η κατάσταση ήταν εντελώς αλλιώτικη. Ο χώρος που κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν μεγαλύτερος, υπήρχε οργανωμένη ζωή, αγροτικός συνεταιρισμός, καλλιεργημένη γη. Εγκατασταθήκαμε σ' ένα χωριό κοντά στη Μικρή Πρέσπα - στον Πυξό. Είχαμε στέγη, μια ψάθα για να κοιμόμαστε, ζεστό φαΐ από τη μονάδα στην οποία ανήκαμε. Τα μηχανήματα (είχε βρεθεί ήδη και μια δεύτερη Παγιάρ 16 mm), τα φιλμ, οι φωτογραφικές μηχανές και τα εξαρτήματα εξασφαλίστηκαν στο αρχηγείο, που ήταν εγκατεστημένο στο μικρό κομμάτι ελληνικής γης ανάμεσα στις δύο Πρέσπες.
(...) Μετά το Γράμμο περάσαμε και πάλι στο Βίτσι. Εκεί συναντήσαμε και το θεατρικό συγκρότημα του Δημοκρατικού Στρατού με επικεφαλής τον Αντώνη Γιαννίδη. Μείναμε αρκετό καιρό μαζί και κάναμε και κάποιες κοινές εκδηλώσεις. Εν τω μεταξύ ο Απόστολος είχε εκπαιδεύσει ένα νέο ικανό παιδί σε εικονολήπτη, τον Φώτη Ματσάκα, και έτσι μπορέσαμε να χωριστούμε σε δύο συνεργεία. Ο Απόστολος με τον Γιώργο και ο Φώτης με εμένα, για να βρισκόμαστε συγχρόνως σε δύο διαφορετικά μέρη...».
Είναι γνωστό ότι το κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ τράβηξε χιλιάδες μέτρα φιλμ, των οποίων η ύπαρξη σήμερα αγνοείται. Ετσι, η παρούσα έκδοση φιλοδοξεί να συμβάλει στην κινητοποίηση οποιουδήποτε γνωρίζει, ώστε να εντοπιστούν και άλλα αρχειακά υλικά, καθώς και τα ίδια τα φιλμ του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ.