Η έκθεση του ΔΝΤ αξιοποιεί το Brexit και τις «προκλήσεις» στις τράπεζες για να ζητήσει επιτάχυνση των αντιλαϊκών - αντεργατικών μεταρρυθμίσεων
Από την τελευταία Σύνοδο του ΔΝΤ στις ΗΠΑ |
Το γενικό κάδρο των αντιλαϊκών διεργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη στην ΕΕ, στο φόντο και του Brexit, προστίθενται και νέες παράμετροι, όπως οι κόντρες και τα παζάρια γύρω από τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, με ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής προστίμων και άλλων κυρώσεων από την πλευρά της Κομισιόν.
Αλλά και οι αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ιταλίας, που φέρνει εκ νέου στην επιφάνεια την ενδοαστική διαπάλη γύρω από τους τρόπους διάσωσης των τραπεζών της Ευρωζώνης, ζήτημα που με τη σειρά του συνδέεται με την «επιλεκτική» εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας για την «τραπεζική ένωση».
«H αβεβαιότητα του Brexit δημιουργεί προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό τομέα, κυρίως στις χώρες που θεωρούνται "αδύναμοι κρίκοι"», τόνισε τις προάλλες υψηλόβαθμος παράγοντας της Ευρωζώνης, ενόψει της συνεδρίασης του Γιούρογκρουπ, καθώς και του συμβουλίου ΕΚΟΦΙΝ την Τρίτη, «δείχνοντας» βέβαια και προς την κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας.
Χαρακτηριστική για όλα τα παραπάνω είναι η έκθεση που δημοσιοποίησε χτες το ΔΝΤ για την Ευρωζώνη, στην οποία εμπεριέχονται αναφορές για την Ελλάδα, με αιχμή τα Εργασιακά και τις αναδιαρθρώσεις που κρίνονται απαραίτητες στην προοπτική της ανάκαμψης του κεφαλαίου. Ειδικότερα, η έκθεση του ιμπεριαλιστικού οργανισμού, ανάμεσα σε άλλα, εστιάζει στα παρακάτω:
«Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ευρώπη αγωνίζεται να προσαρμοστεί στην παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης», τονίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση και σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται σε Ελλάδα, Κύπρο, Ιρλανδία, Ιταλία και Πορτογαλία. Επιπλέον, αναφέρει πως μεγάλες τράπεζες στη Γαλλία και τη Γερμανία αντιμετωπίζουν «προκλήσεις».
Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην Ευρωζώνη καταγράφονται, επίσης, μειωμένες από την περίοδο της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης κατά 15% και συνεχίζουν να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Στην ετήσια αξιολόγηση πολιτικής για την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ ανέφερε ότι η περαιτέρω επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης θα μπορούσε να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της Ευρωζώνης, ενώ οι δευτερογενείς επιπτώσεις του Brexit, η αύξηση των προσφύγων, οι κλιμακούμενες ανησυχίες για την ασφάλεια και η αδυναμία των τραπεζών, επίσης, θα μπορούσαν να επηρεάσουν καθοδικά τους ρυθμούς ανάκαμψης.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του αναπληρωτή διευθυντή του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, Μ. Πραντάν, σύμφωνα με τον οποίο, το «καλό σενάριο» για ρυθμό ανάπτυξης 1,4% το 2017 προϋποθέτει μια σχετικά γρήγορη διαπραγμάτευση με τη Βρετανία, καθώς επίσης και ότι η τελική συμφωνία θα διατηρεί πλήρη αδασμολόγητη πρόσβαση για τη Βρετανία στην κοινή αγορά.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, αν δεν επιλυθούν τα «συλλογικά προβλήματα», η Ευρωζώνη θα βρεθεί αντιμέτωπη με πολλαπλά προβλήματα «οικονομικής και πολιτικής αστάθειας», τα οποία με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε «πισωγυρίσματα». Σε αυτό το φόντο και προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της στασιμότητας, το ΔΝΤ προτείνει την κλιμάκωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, επισημαίνοντας πως οι «ατελείς μεταρρυθμίσεις» εμποδίζουν τις επενδύσεις και τις προοπτικές ανάκαμψης.
Την ίδια ώρα, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας, Ι. Βίσκο, δήλωσε ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κρατικά κεφάλαια για να στηριχθούν οι προβληματικές τράπεζες της Ιταλίας, σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που «είναι γεμάτο κινδύνους» ύστερα από την απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την ΕΕ».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι τρέχουσες συνθήκες «είναι γεμάτες από κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», προσθέτοντας ότι ένας κρατικός μηχανισμός ασφαλείας είναι απαραίτητος και ακόμη ότι «δεν απαγορεύεται από τους ευρωπαϊκούς κανόνες». Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας, Πιερ Κάρλο Παντοάν, δήλωσε ότι οι κανόνες της ΕΕ προβλέπουν ευελιξία για την κρατική ενίσχυση των τραπεζών και ότι αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε όλη του την έκταση στις τρέχουσες συνθήκες.
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται, εν μέσω οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξασφαλίσει νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο, από την παραχώρηση της έρευνας και της εκμετάλλευσης των εγχώριων αποθεμάτων υδρογονανθράκων, όπως δείχνει το νομοσχέδιο, το οποίο από χτες βρίσκεται στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής.
Με το νομοσχέδιο, που έχει τίτλο «Πλαίσιο για την ασφάλεια στις υπεράκτιες εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, ενσωμάτωση της οδηγίας 2013/30/ΕΕ, τροποποίηση του π.δ. 148/2009 και άλλες διατάξεις», η κυβέρνηση, διαμορφώνει το ρυθμιστικό πλαίσιο, όπως αυτό προβλέπεται από την ΕΕ, που θα επιτρέψει τη χορήγηση αδειών σε «υπεράκτιες» (offshore) εταιρείες.
Μία από τις προϋποθέσεις που τίθενται για να χορηγηθεί η σχετική άδεια, αφορά το θέμα της ασφάλειας (πρόληψη σοβαρού ατυχήματος, αντιμετώπιση και πρόστιμα), πλαίσιο που καθορίζεται από τη σχετική κοινοτική Οδηγία και τώρα ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία. Πρόκειται για μέτρα που «μπάζουν» από παντού, αν σκεφτεί κανείς ότι αρμόδια για την κατάρτιση των σχεδίων είναι αποκλειστικά τα ίδια τα μονοπώλια, ενώ το κράτος απλά θα τα εγκρίνει ή θα κάνει παρατηρήσεις, μέσω μιας ανεξάρτητης αρχής. Επιπλέον, σε ρόλο «κριτή» αυτών των σχεδίων, τίθενται μέχρι και οι ΜΚΟ!
Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο άρθρο 5 ότι «δεν ξεκινά» καμία εργασία «μέχρι να διασφαλιστεί ότι το κοινό έχει συμμετάσχει σε αρχικό στάδιο και με ουσιαστικό τρόπο στην εξέταση των πιθανών συνεπειών», που θα προκύψουν και αν τηρούνται οι προβλεπόμενες προδιαγραφές, ενώ διευκρινίζεται ότι στο «ενδιαφερόμενο κοινό» συμπεριλαμβάνονται οι ΜΚΟ «όπως εκείνες που προωθούν την προστασία του περιβάλλοντος»!
Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ επικρότησαν το νομοσχέδιο, με τους εισηγητές και ειδικούς τους αγορητές να λένε ότι επιτέλους, παρά τις καθυστερήσεις «μπαίνει το νερό στο αυλάκι». Πιο χαρακτηριστικός ήταν ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ Γ. Μανιάτης. Οπως ανέφερε, όταν η προηγούμενη κυβέρνηση προωθούσε τις διαγωνιστικές διαδικασίες για την «αξιοποίηση των υδρογονανθράκων», «η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία, μας κατηγορούσε ότι λειτουργούμε σε βάρος των εθνικών συμφερόντων», ενώ τώρα έρχεται και τα υιοθετεί απόλυτα. Ωστόσο, ζήτησε εξηγήσεις για την «αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον τρίτο και μεγάλο διαγωνισμό των 20 off-shore οικοπέδων στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης».
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Π. Σκουρλέτης, απάντησε πως «δεν είναι αλήθεια ότι τα πράγματα πριν τρέχανε και τώρα έχουν καθυστερήσει». Για τον τρίτο διαγωνισμό είπε ότι «πηγαίνει με αρκετά καλό ρυθμό και μάλλον θα ολοκληρωθεί σε συντομότερο διάστημα από ό,τι ο αμέσως προηγούμενος των 9,5 μηνών», επικρίνοντας ταυτόχρονα την προηγούμενη κυβέρνηση ότι για το διαγωνισμό που αφορούσε τα οικόπεδα του Πατραϊκού, του Κατάκολου και των Ιωαννίνων η καθυστέρηση για την «αξιολόγηση των προσφορών ήταν ενάμισης χρόνος».