Από τη συνάντηση Τζινπίνγκ - Πούτιν και την ανταλλαγή των υπογεγραμμένων συμφωνιών |
Οι δηλώσεις και οι συμφωνίες που ακολούθησαν τις διμερείς επαφές, επιβεβαίωσαν ότι παρακολουθώντας τις ευρύτερες εξελίξεις αλλά και τις επιλογές των βασικών τους ανταγωνιστών (ειδικότερα από τη Δύση), οι δυο πλευρές επενδύουν η μία στο (τουλάχιστον) συντονισμό της με την άλλη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι απαλείφονται μεταξύ τους αντιθέσεις.
Ο Πούτιν και ο Κινέζος ομόλογός του, Σι Τζινπίνγκ, ήταν επικεφαλής επίσημων επαφών διαφόρων αντιπροσωπειών των δύο πλευρών, που έγιναν στο φόντο και της συμπλήρωσης 15 χρόνων από την υπογραφή της Συμφωνίας Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας αλλά και 25 χρόνων από τη Σύναψη των «νέων διπλωματικών σχέσεων» (δηλαδή μετά την ανατροπή της ΕΣΣΔ).
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που δόθηκε, ο Πούτιν σημείωσε πως «ο στρατηγικός και εταιρικός χαρακτήρας» των διμερών σχέσεων, λαμβάνοντας υπόψιν τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, «υπηρετεί ως σημαντικός παράγοντας για την παγκόσμια και την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια».
Ο Σι επισήμανε ότι Κίνα και Ρωσία θα πρέπει να δυναμώσουν κι άλλο την αμοιβαία πολιτική στήριξη. «Ως ισχυρές οικονομίες και αναδυόμενες αγορές του πλανήτη, πρέπει να δώσουν ώθηση για πιο διευρυμένη περιφερειακή οικονομική συνεργασία» μεταξύ άλλων και συνδέοντας τους κινεζικούς «Δρόμους του Μεταξιού» και την «Ευρασιατική Οικονομική Ενωση», ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τις προκλήσεις που γεννά η παγκόσμια οικονομική εξέλιξη.
Στη διάρκεια της επίσκεψης Πούτιν, υπογράφτηκαν πάνω από 30 οικονομικές συμφωνίες. Μεταξύ των πιο σημαντικών ξεχωρίζουν οι εξής:
Εκτός των συνεπειών που συμφωνίες όπως οι παραπάνω θα έχουν για τα «ταμεία» των συγκεκριμένων μονοπωλίων, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για σχεδιασμούς που αφορούν την προσπάθεια συνολικότερης προσέλκυσης επενδύσεων, τη διαμόρφωση περιβάλλοντος ευνοϊκού για τη δράση ισχυρών μονοπωλίων, με σύγχρονες μονάδες παραγωγής και μια σειρά υπερσύγχρονες υποδομές, κατάλληλες για το σύγχρονο ξεζούμισμα των εργατών. Εργα όπως τα παραπάνω αναμένεται να «μεταμορφώσουν» τα επόμενα χρόνια ολόκληρες περιοχές, εκτοξεύοντας τα περιθώρια κέρδους διαφόρων πολυεθνικών (ανεξάρτητα από το αν θα έχουν έδρα σε Ρωσία ή Κίνα), σε μια περιφέρεια μάλιστα (Ασία - Ειρηνικός) που αποκτά προτεραιότητα για πολλούς επιχειρηματικούς ομίλους.
Πέρα από την επιχειρηματική τους συνεργασία, Κίνα και Ρωσία άδραξαν την ευκαιρία να διακηρύξουν ακόμα μια φορά τη διάθεση «συντονισμού» τους και στο «μέτωπο» της «διεθνούς ασφάλειας» και «σταθερότητας».
Ανάμεσα στα ντοκουμέντα που υπογράφτηκαν, ήταν και η «Κοινή Δήλωση» για την «Ενίσχυση της παγκόσμιας σταθερότητας».
Σε αυτήν, σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ του κινεζικού κρατικού πρακτορείου «Σινχουά», Μόσχα και Πεκίνο επιλέγουν να εκφράζουν από κοινού την ανησυχία τους για τους «αρνητικούς παράγοντες» που αυξάνονται, επιδρώντας στην παγκόσμια στρατηγική ασφάλεια και εξηγώντας συνεχίζουν: ορισμένες χώρες και στρατιωτικές - πολιτικές συμμαχίες αναζητούν συντριπτικό πλεονέκτημα στη στρατιωτική και άλλη σχετική τεχνολογία, ώστε να υπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα μέσω χρήσης ή απειλής βίας στις διεθνείς σχέσεις. Η πολιτική αυτού του είδους έχει προκαλέσει μια εκτός ελέγχου αύξηση της στρατιωτικής δύναμης (σ.σ. πολλών χωρών και οργανισμών) και ταρακούνησε το παγκόσμιο σύστημα της στρατηγικής σταθερότητας.
Επιπλέον, οι δυο δυνάμεις εκφράζουν την ανησυχία τους και για τη μονομερή ανάπτυξη αντι-πυραυλικών συστημάτων σε όλο τον κόσμο, που χαρακτηρίζεται «μη εποικοδομητική», ενώ επισημαίνεται και ότι έχει επιδράσει αρνητικά στην παγκόσμια και την περιφερειακή στρατηγική ισορροπία, σταθερότητα και ασφάλεια. Μάλιστα, διακηρύσσεται και ρητά η εναντίωσή τους στην ανάπτυξη του βαλλιστικού πυραυλικού συστήματος «Aegis Ashore» στην Ευρώπη, αλλά και την πιθανή ανάπτυξη του συστήματος THAAD στη βορειοανατολική Ασία, που καταπατά - σύμφωνα πάντα με τη Δήλωση - τα συμφέροντα ασφαλείας των χωρών της περιοχής.
Είναι καθαρό, λοιπόν, πως τα δύο συγκεκριμένα κέντρα παρακολουθούν στενά τις κινήσεις όλων των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και κέντρων (ΝΑΤΟ, ΕΕ κ.τ.λ.) και αναλόγως καθορίζουν και τις δικές τους κινήσεις, όπως φυσικά αξιολογούν και προσαρμόζουν και τις δικές τους προτεραιότητες και συμμαχίες (μεταξύ αυτών και τη διμερή τους συνεργασία, φυσικά).
Μάλιστα, πλέον και η Κίνα επιδεικνύει όλο και «ζωηρότερο» ενδιαφέρον να εμπλακεί σε καυτά «μέτωπα» (βλ. το διορισμό ειδικού απεσταλμένου για το Συριακό).
Ακόμα, δε λείπουν οι ευκαιρίες με τις οποίες διαμηνύεται η ετοιμότητα ενίσχυσης και της στρατιωτικής συνεργασίας. Στις αρχές Ιούνη, έγινε στην Κίνα, στο περιθώριο του Φόρουμ για την Ασφάλεια «Σάνγκρι-Λα», συνάντηση υψηλόβαθμων στρατιωτικών αξιωματούχων. Η μεν κινεζική αντιπροσωπεία επισήμανε την υγιή τάση ανάπτυξης της στρατιωτικής συνεργασίας των δύο χωρών, προσθέτοντας ότι είναι αντιμέτωπες με μια πιο σύνθετη κατάσταση στη διεθνή ασφάλεια, αλλά και ότι χρειάζεται μια στενότερη αμοιβαία συνεργασία. Η δε ρωσική επιδοκίμασε την αποτελεσματική συνεργασία ανάμεσα στα δύο υπουργεία Αμυνας, συμπληρώνοντας ότι η Μόσχα επιθυμεί να συνεργαστεί με την Κίνα και στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Δεν παρέλειψε, μάλιστα, να καλέσει και σε περισσότερη στρατιωτική συνεργασία στο πλαίσιο της Οργάνωσης για τη Συνεργασία της Σαγκάης (διακρατική καπιταλιστική ένωση που δίνει σημαντικό «πάτημα» δράσης για την Κεντρική αλλά και όλη την Ασία).