Η επικεφαλής του ΔΝΤ με το Νιγηριανό Πρόεδρο |
Η Λαγκάρντ πραγματοποίησε πληθώρα επαφών όχι μόνο με τον Πρόεδρο της Νιγηρίας, Μουχαμάντου Μπουχάρι και τους αξιωματούχους της κυβέρνησής του, αλλά και εκπροσώπους της νιγηριανής αστικής τάξης, μοιράζοντας «φορο-βόμβες» και συμβουλές για αύξηση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου και «τόνωση» των δημοσίων εσόδων στη Νιγηρία, που πλήττεται επίσης (όπως και άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες π.χ. η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία) από τη σημαντική μείωση των διεθνών τιμών πώλησης του «μαύρου χρυσού».
Στη διάρκεια κεντρικής ομιλίας της στη νιγηριανή εθνοσυνέλευση στην πρωτεύουσα, Αμπούτζα, η Λαγκάρντ προέβλεψε ότι η μεγαλύτερη οικονομία της υποσαχάρειας Αφρικής θα ανακάμψει εντός του 2016, έστω και ελαφρά, παρά την κατιούσα που έχουν πάρει και θα συνεχίσουν να παίρνουν ενδεχομένως για αρκετούς μήνες οι διεθνείς τιμές πώλησης πετρελαίου, έχοντας ως κεντρικό επιχείρημα τη «διαφοροποίηση» των πόρων της νιγηριανής οικονομίας. Οπως σημείωσε, η νιγηριανή οικονομία δεν κυριαρχείται πλέον μόνον από την αγροτική παραγωγή και το πετρέλαιο, αφού η παροχή υπηρεσιών (τομέας στον οποίο συμπεριλαμβάνεται η νιγηριανή κινηματογραφική βιομηχανία και η παραγωγή ετοίμων ενδυμάτων, καθώς και η ανάπτυξη λογισμικού για υπολογιστές και έξυπνα τηλέφωνα) αποτελεί ήδη το 50% του ΑΕΠ. Η Νιγηρία, σημείωσε η Λαγκάρντ, εδώ και μία δεκαετία απολάμβανε υψηλό δείκτη ανάπτυξης, που κυμαινόταν ετησίως στο 6,8%, αλλά που την τελευταία διετία γνωρίζει σαφή μείωση. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά, ο μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης το 2014 κυμάνθηκε στο 5% και το 2015 έπεσε κι άλλο, φτάνοντας στο 3,8%...
Κάνοντας ανακεφαλαίωση των αποτελεσμάτων της επίσκεψής της στη Νιγηρία, η επικεφαλής του ΔΝΤ υπογράμμισε ότι συζήτησε εκτενώς με τους Νιγηριανούς αξιωματούχους τρόπους «ισχυροποίησης της ανάπτυξης», αλλά και δήθεν τρόπους για την αντιμετώπιση της τεράστιας ανισότητας (μια υπαρκτή πραγματικότητα ανάμεσα σε μια χούφτα καπιταλιστών και της φτωχολογιάς), της ανέχειας, της ανεργίας, αλλά και της πρόκλησης που συνιστά, όπως τόνισε, για την ασφάλεια η συνεχιζόμενη δράση των ισλαμιστών μισθοφόρων της «Μπόκο Χαράμ» (δηλαδή και αξιοποίηση εγκληματιών που στήριξαν μερίδες του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου).
Το κεντρικό σύνθημα της Λαγκάρντ για ενίσχυση της νιγηριανής οικονομίας στηρίχτηκε στο ακόλουθο τρίπτυχο: «Αποφασιστικότητα, αντοχή, αυτοσυγκράτηση».
Είναι προφανές οτι η Λαγκάρντ επισκέφθηκε τη χωρα για λογαριασμό των συμφερόντων καπιταλισιτκών κρατών της «δύσης» που έχουν προνομιακά συμφέροντα στη περιοχή με δεδομένα οτι η Νιγηριανή οικονομία απ'τις μεγαλύτερες στη περιοχή . Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας η Νιγηρία κατατάσεται στην 20η θέση (ανάμεσα σε 178 χώρες) σε σχέση με το μέγεθος του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της (ΑΕΠ). Η Κίνα θεωρείται ο υπαριθμόν ένας επενδυτής στη Νιγηρία συγκεντρώνοντας το 22% των επενδύσεων και ακολουθούν οι ΗΠΑ με 9.6%, η Ινδία με 7%, η το Βέλγιο 5,6% και η Ολλανδία με 5,4% . Δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι το πετρέλαιο της Νιγηρίας εκμεταλλεύονται Αμερικάνικα, Βρετανικά , Γαλλικά, Ολλανδικά και Ιταλικά μονοπώλια . Οπως είναι κατανοητό ο ανταγωνισμός στη χώρα ανάμεσα σε μονοπωλιακά ξένα και ντόπια συμφέροντα είναι οξυμένος.
«Η Νιγηρία, είπε η Λαγκάρντ, πρέπει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες από τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών πετρελαίου, τη μείωση της ζήτησης στις αγορές αναδυόμενων οικονομιών (π.χ. Κίνα), που προκαλούν αύξηση της πτώσης των κερδών από τις εξαγωγές και μείωση των κρατικών εσόδων». Η ίδια εξήγησε πως έδωσε διάφορες «συμβουλές» και «συστάσεις» σε θέματα βελτίωσης της «ανταγωνιστικότητας» της νιγηριανής οικονομίας, σημειώνοντας την αύξηση της δημιουργίας υποδομών, όπου υπάρχει δυνατότητα, την «ανάγκη προσεκτικού δανεισμού» και «δημοσιονομικής πειθαρχίας» στις δημόσιες δαπάνες και «διαχείριση» του κόστους της κρατικής επιδότησης στα καύσιμα, ώστε να περιοριστεί μόνο στα πιο ασθενή κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Πρότεινε, ακόμη, νομισματική πολιτική που θα είναι πιο φιλική στα ξένα και ντόπια μονοπώλια (δίχως να αποκλείει μία πιθανή νέα υποτίμηση του νιγηριανού νομίσματος, νάιρα) και εφαρμογή «μεταρρυθμίσεων», που θα θωρακίσουν και θα βαθύνουν τη βαριά εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το μεγάλο κεφάλαιο.
Πρότεινε, ακόμη, την αύξηση του ΦΠΑ και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, σημειώνοντας πως ο νιγηριανός ΦΠΑ είναι από τους χαμηλότερους στον κόσμο και δη κάτω από το μέσο όρο των χωρών της Δυτικοαφρικανικής Οικονομικής Κοινότητας, ECOWAS, καθώς κυμαίνεται στο 5% για αγαθά και υπηρεσίες.
Αν και παρατήρησε πως το χρέος της Νιγηρίας φτάνει μόλις το 12% του ΑΕΠ, άσκησε πιέσεις στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να διευρύνει τη φορολογική βάση και να μειώσει τις «διαρροές» κρατικών εσόδων ενισχύοντας τη φοροεισπρακτική μηχανή. Απέρριψε κατηγορηματικά ότι συζήτησε ένα νέο δάνειο του ΔΝΤ στη Νιγηρία, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο «δεν είναι απαραίτητο». Απαίτησε νέες μειώσεις έως και κατάργηση της κρατικής επιδότησης στα καύσιμα (που συρρικνώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, μολονότι απαραίτητη, γιατί η Νιγηρία μπορεί να παράγει άφθονο πετρέλαιο αλλά στη συνέχεια το εισάγει διυλισμένο). Ισχυρίστηκε ότι «το καθεστώς επιδότησης δεν είναι μόνον επιβλαβές στον πλανήτη αλλά και για τα συμφέροντα των φτωχών» (!). Επικαλέστηκε, μάλιστα, μελέτη του ΔΝΤ που υποστήριζε ότι το πλαίσιο κρατικών επιδοτήσεων στα καύσιμα σε αναπτυσσόμενες χώρες ευνοεί το 20% των πλουσιότερων νοικοκυριών και μόλις το 7% του φτωχότερου 20% των δικαιούχων.
Ομως, η Λαγκάρντ δεν αρκέστηκε μόνο σε συμβουλές. Προχώρησε και σε εκστρατεία προπαγάνδας με στόχο την ωραιοποίηση της εικόνας του ΔΝΤ στη Νιγηρία, φροντίζοντας να επισκεφτεί το ορφανοτροφείο της Αγίας Τερέζας στην περιοχή Γκουαρίμπα, παραδίδοντας επιταγή 7.500 δολαρίων (!) για λογαριασμό του ΔΝΤ και δηλώνοντας ότι το ΔΝΤ τάχα «νοιάζεται για τη νεολαία και τη φτωχολογιά, όπως και για τα ορφανά» και δίνει «μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, ώστε να έχουν τα παιδιά ένα καλύτερο μέλλον».
Η επικεφαλής του ΔΝΤ δεν περιόρισε τις επαφές της στη Νιγηρία. Το βράδυ της Πέμπτης, ξεκίνησε τριήμερη επίσημη επίσκεψη και στο Καμερούν, με αφορμή τη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών των χωρών - μελών της «Οικονομικής και Νομισματικής Κοινότητας Κεντροαφρικανικών Χωρών» (CEMAC) που απαρτίζεται από το Καμερούν, το Κονγκό (με πρωτεύουσα το Μπραζαβίλ), την Γκαμπόν, τη Γουινέα Ισημερινού και το Τσαντ. Η Λαγκάρντ, φθάνοντας στην πρωτεύουσα Γιαουντέ, όπου έγινε δεκτή με θέρμη από τον πρωθυπουργό Φιλεμόν Γιανγκ και τον υπουργό Οικονομικών Αλεμίν Ουσμάν Μέι, σημείωσε δύο εκ των βασικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες χωρών της περιοχής: α) Τις συνέπειες από τη συνεχή πτώση στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, β) τη συνεχιζόμενη δράση των Νιγηριανών τζιχαντιστών της «Μπόκο Χαράμ», που, παρά τη συγκρότηση πολυεθνικής αφρικανικής δύναμης, συνεχίζει τις τρομοκρατικές επιθέσεις, σε καθημερινή βάση, όχι μόνον στη βορειοανατολική Νιγηρία, αλλά και στο βόρειο Καμερούν πέριξ της μεγάλης Λίμνης Τσαντ.
Η Λαγκάρντ, λίγο πριν συναντήσει τον Καμερουνέζο Πρόεδρο, Πολ Μπιγιά, άσκησε και εκεί πιέσεις για «οικονομικές μεταρρυθμίσεις» υπέρ των μονοπωλίων που δρουν ιδιαίτερα σε τομείς όπως η κατασκευή υποδομών, συγκοινωνιών και διανομής Ενέργειας, προειδοποιώντας ότι οι συνέπειες από την πτώση των διεθνών τιμών πώλησης πετρελαίου θα συνεχιστούν «τουλάχιστον έως το 2019, οπότε αναμένεται ήπια ανάκαμψη της τιμής μαύρου χρυσού με τιμή, ωστόσο, που δεν αναμένεται να ξεπεράσει τα 60 δολάρια το βαρέλι»...
Πρότεινε έτσι, να δοθεί προτεραιότητα στις επενδύσεις σε υποδομές, σε μεταρρυθμίσεις που θα λειτουργήσουν ακόμη πιο ευνοϊκά υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ εμμέσως πλην σαφώς υποστήριξε περιφερειακές στρατιωτικές δράσεις που θα σταματήσουν δήθεν την τρομοκρατική δράση των τζιχαντιστών της «Μπόκο Χαράμ».
Γεγονός είναι, πάντως, πως και στις χώρες - μέλη της ζώνης του CEMAC είναι πολύ αισθητές οι συνέπειες από τη διεθνή πτώση στις τιμές πώλησης πετρελαίου, που και εκείνες παράγουν (άλλες λιγότερο - άλλες περισσότερο). Στοιχεία από τις Κεντρικές Τράπεζες χωρών - μελών του CEMAC που δόθηκαν στη δημοσιότητα κατά την επίσκεψη της Λαγκάρντ στο Καμερούν αναφέρουν ότι κατά μέσο όρο η ανάπτυξη το 2015 κυμάνθηκε στο 2,5%, από 4,9% που ήταν το 2014. Παράλληλα, σε έκθεση του ΔΝΤ για το Καμερούν, που δημοσιοποιήθηκε στις 3 Δεκέμβρη οι εμπειρογνώμονες του διεθνούς καπιταλιστικού οργανισμού εκφράζουν ανησυχίες για τους δείκτες της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, με αφορμή την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στον τομέα των υποδομών και την αύξηση του δημόσιου δανεισμού, λόγω της μείωσης κρατικών εσόδων.
Σε κάθε περίπτωση, η Λαγκάρντ μοίρασε και εκεί «συμβουλές» ανάπτυξης, προτείνοντας στους υπουργούς Οικονομικών των χωρών του CEMAC να δώσουν προτεραιότητα στους ακόλουθους τρεις τομείς: α) Στην πραγματοποίηση «έξυπνων» καλύτερων δημόσιων δαπανών (π.χ. σε αναπτυξιακές υποδομές ή εκπαίδευση), β) στη συλλογή φόρων, γ) στην αύξηση του εμπορίου μεταξύ των χωρών - μελών του CEMAC, που προς το παρόν αποτελεί μόλις το 5% των εμπορικών συναλλαγών.
Είναι προφανές πως η παρουσία της Λαγκάρντ στη Δυτική Αφρική γίνεται στο φόντο του οξυμένου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για νέες αγορές, πηγές και δρόμους μεταφοράς Ενέργειας που παρατηρείται και στην υποσαχάρεια Αφρική, στο πλαίσιο της αδυσώπητης κόντρας μονοπωλίων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και μεταξύ ΗΠΑ, χωρών της ΕΕ και της Ασίας. Από την όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων και αστικών τάξεων η εργατική τάξη των αφρικανικών χωρών, παρά τα παραμύθια των αστών περί νέων θέσεων εργασίας και ευημερίας δεν πρόκειται να δουν καλύτερες μέρες, αντίθετα στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας θα δέχονται νέα χτυπήματα στα δικαιώματά τους. Ειδικά στην ήπειρο, αυτή η πολύ χαμηλή συνδικαλιστική οργάνωση, η ανυπαρξία στις περισσότερες χώρες ισχυρού οργανωμένου ταξικού κινήματος δυσκολεύει τη θέση των εργαζομένων στην πάλη τους ενάντια στο κεφάλαιο ντόπιο και ξένο. Μονόδρομος και για τους Αφρικανούς εργάτες είναι η σύγκρουση με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, ώστε οι λαοί να είναι κυρίαρχοι του πλούτου που παράγουν, για να μπουν τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και ο τεράστιος φυσικός πλούτος στην υπηρεσία της λαϊκής ευημερίας.