ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Φλεβάρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Σε τι πιστεύω

Πιστεύω στο σύντροφο που, αν κι η πραγματικότητα έχει δεμένα τα χέρια του, αυτός ακόμα και τότε γεμίζει τα δικά μου.

Πιστεύω στους δρόμους, γιατί μόνο αυτοί παρέχουν παιδεία και όχι πτυχία. Δεν είναι τυχαίο ότι τρεις κορυφές - Βούδας, Σωκράτης και Ιησούς - έζησαν και δίδαξαν στο δρόμο. Οποιος ήθελε, οποιαδήποτε στιγμή, τους συναντούσε. Κατά την υπεράσπιση του δασκάλου του, ποιητή Αρχία, είχε πει κάποτε ο Κικέρων για τους μεγάλους άντρες: «Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος: "Νομίζεις πως αυτοί οι μέγιστοι άντρες, των οποίων οι αρετές μάς παραδόθηκαν στα γραπτά κείμενα, μ' αυτή την παιδεία που εγκωμιάζεις μορφώθηκαν;". Δύσκολο είναι, για όλους, να το παραδεχτούμε, αλλά είναι βέβαιο αυτό που θ' απαντήσω. Ομολογώ πως πολλοί άνθρωποι, με υπέροχη ψυχή και αρετή, έζησαν χωρίς παιδεία, και από μια διάθεση της ίδιας τους της φύσης, σχεδόν θεία, με τις δικές τους δυνάμεις διακρίθηκαν για την κοσμιότητά τους. Και τις περισσότερες φορές, όσον αφορά τον έπαινο και την αρετή, η φύση χωρίς παιδεία ήταν αυτή που ίσχυσε και όχι η παιδεία χωρίς τη φύση».

Πιστεύω στην επανάσταση που δε θα λυπηθεί τίποτα και κανέναν. Ο οίκτος είναι η σημαδεμένη τράπουλα των αστών.

Πιστεύω στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στον παιδικό τρόπο που έδεσε τη γραβάτα του για να φωτογραφηθεί τη μία και μοναδική φορά πριν ακολουθήσει τους Διακόσιους της Καισαριανής.

Πιστεύω στον Τολστόι όταν μιλά για τις γυναίκες: «Χωρίς μητέρες, συμπαραστάτριες, φίλες, παρηγορήτριες, που αγαπούν ό,τι είναι καλύτερο στον άνθρωπο - χωρίς τέτοιες γυναίκες θα ήταν δύσκολο να ζήσουμε στον κόσμο. Ο Χριστός δε θα είχε τη Μαρία ή τη Μαγδαληνή, ο Φραγκίσκος της Ασίζης δε θα είχε την Κλάρα, δε θα υπήρχαν οι γυναίκες των Δεκεμβριστών στην εξορία τους, ούτε οι Ντουχομπόρτσοι θα είχαν τις γυναίκες τους, που δεν εμπόδισαν τους άντρες τους, αλλά τους στήριξαν στο μαρτύριό τους για την αλήθεια. Δε θα υπήρχαν εκείνες οι χιλιάδες χιλιάδων άγνωστες γυναίκες - οι καλύτερες απ' όλες (όπως συμβαίνει γενικά με τους αγνώστους) - παρηγορήτριες των μέθυσων, των αδύναμων και των άσωτων, οι οποίοι περισσότερο από κάθε άλλον χρειάζονται την παρηγοριά της αγάπης. Σ' αυτήν την αγάπη, είτε απευθύνεται στον Κούκιν είτε στο Χριστό, βρίσκεται η ουσία, το μεγαλείο της δύναμης των γυναικών, που με τίποτε άλλο δεν μπορεί να αντικατασταθεί».

Πιστεύω στις γαλάζιες τίγρεις του Μπόρχες: «Μες στον ύπνο μου με διασκεδάζει κάποιο όνειρο και αμέσως καταλαβαίνω πως πρόκειται για όνειρο. Κάθομαι λοιπόν και σκέφτομαι: αυτό είναι ένα όνειρο, ένας απλός περισπασμός της βούλησής μου, κι εφόσον έχω απεριόριστη δύναμη, θα δημιουργήσω μια τίγρη».

Πιστεύω στον Εμπεδοκλή: «Αυτόν το δρόμο βαδίζω κι εγώ τώρα, φυγάς θεόθεν και αλήτης, στη μανιασμένη διαμάχη υπακούοντας».

Πιστεύω στον Διονύσιο Σολωμό όταν σαν Ιερομόναχος πικραίνεται: «Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δικαίους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί και, κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού, είπα: "Τάχα να είναι πολλά;". Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα και, βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε, ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολλή ώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση. Εμνέσκανε το λοιπόν αποκάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό, για να βοηθήσω το νου μου να έβρει κάνε τρεις δίκαιους. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ, ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου. Επειτα, θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον, πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Συναισθανόταν όσους «άναβαν τις φωτιές»

Ενας χρόνος απουσίας του Γιώργου Χειμωνά

Εκείνος «στράφηκε στο σκοτάδι», το έργο του, όμως, θα στρέφει πάντα προς το φως. Ο μεγάλος «ποιητής» της συναισθανόμενης ψυχής, ο Γιώργος Χειμωνάς, εξακολουθεί, ένα χρόνο μετά τη μεγάλη και απροσδόκητη «φυγή» του, να διατηρεί την ομορφιά της μελαγχολίας του. Εφθασε στο «τελευταίο σύνορο του χρόνου», στις 27 Φλεβάρη του περασμένου χρόνου, εγείροντας ερωτηματικά για τη θνητή φύση μας, που συλλαβίζει γέφυρες για να πορεύεται. Μπορεί να μην υπάρχει τίποτα ύστερα από έναν αναγκαίο αποχωρισμό, ωστόσο, η επώδυνη - για όλους όσοι τον αγάπησαν, τον θαύμασαν - απουσία του Γ. Χειμωνά, διάχυτη ακόμη, σαρώνει τις σκέψεις που προκαλεί το έργο του και η στάση ζωής του. Ο ποιητής ακτινοβολεί ακόμη και μετά το θάνατό του.

«Στραμμένος συνέχεια προς το σκοτάδι της νύχτας», ταξίδευε συχνά «ένα μεγάλο ταξίδι μέσα στη νύχτα υποφέροντας». «Το τέλος του χρόνου» - γράφει στα «Ταξίδια μου» - «υπάρχει μονάχα τη νύχτα. Εκεί το αγγίζεις και τότε σε πιάνει μια λυπημένη μανία».

Ο «επίλογος» του ποιητή άνοιξε και ενώθηκε με τον ακατάλυτο δεσμό του θανάτου, απελευθερωμένος από το κοινόχρηστο νόημα της ζωής. Ο «εκ γενετής θυμός» σιώπησε. «Η ψυχή του ανθρώπου» - έγραφε - «στο τέλος ξεκαθαρίζει τι είναι και τι ήταν από την αρχή ένας εκ γενετής θυμός».

Βέβαιο είναι ότι το έργο του κι εκείνος θα «φέγγουν με μιαν ευγένεια μέσα από το αιώνιο σκοτάδι του σκοταδιού». Ο σπουδαίος πεζογράφος, ο μεγάλος «ποιητής» της σύγχρονης πεζογραφίας μας, ο έξοχος μεταφραστής τραγωδιών αρχαίων και σαιξπηρικών δραμάτων, υπήρξε παράλληλα διακεκριμένος καθηγητής της Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ηταν ο ιδρυτής του Νευροψυχολογικού Εργαστηρίου στην πανεπιστημιακή κλινική του «Αιγινήτειου». Αυτός ο εξαιρετικά ευαίσθητος θεράπων της γλώσσας και της ψυχής, έλεγε: «οι ποιητές με θεωρούν πεζογράφο και οι πεζογράφοι ποιητή. Ας αποφασίσουν τι τελικά είμαι». Ηταν ο Γιώργος Χειμωνάς, ο τόσο διακριτικά ξεχωριστός, ο τόσο ταπεινά μοναδικός, ο τόσο γοητευτικός άνθρωπος και ποιητής της πεζογραφίας μας.


Γεννήθηκε το 1939 στην Καβάλα. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί σπούδασε Ιατρική στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Αθήνας και Παρισιού. Το 1960 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το μικρό, προφητικό, πεζογράφημα «Πεισίστρατος», όπου έγραφε: «Τον θάνατο τον φοβάμαι, σε παρακαλώ ας μην πεθάνω, πώς μπορώ να γίνω αθάνατος;»... Οπως γράφει στο οπισθόφυλλο του «Πεισίστρατου», ήταν έφηβος όταν το πρωτοέγραψε, γύρω στα 1957. Ο ίδιος, όμως, πίστευε πως η διαδρομή του άρχισε με το δεύτερο βιβλίο του, την «Εκδρομή». «Αλλά αυτή η άξεστη γραφή θα συνεχιστεί και στα επόμενα βιβλία μου - και δίνω μια απόλυτα θετική έννοια σ' αυτή τη λέξη άξεστος. Σημαίνει τον θαρραλέο, όσο και δύσκολο τρόπο, γεμάτο πέτρες και κινδύνους να χαθείς, να μιλάς για το πρόσωπο του ανθρώπου, τις αιματηρές σχέσεις του με τον άλλον και με το άλλο, για τα ανθρωποβόρα οράματα, τις "κατακόρυφες" θανάσιμες πράξεις».

«Επρόβαλλαν οι οραματισμένοι»

Ο Χειμωνάς αδιάκοπα μάς «σπούδαζε» τη γλώσσα και αδιάκοπα «παιδευόταν» με τη θυμωμένη του ψυχή. Με τα μεγάλου λογοτεχνικού μεγέθους έργα του, απέσπασε τον έπαινο των κριτικών και των μελετητών της λογοτεχνίας: «Πεισίστρατος» (1960). «Η εκδρομή» (1964). «Μυθιστόρημα» (1966). «Ο γιατρός Ινεότης» (1971). «Ο γάμος» (1974). «Ο αδελφός» (1975). «Οι χτίστες» (1979). «Τα ταξίδια μου» (1984). «Ο εχθρός του ποιητή» (1990). Τα δοκίμια: «Εξι μαθήματα για το Λόγο» (1984). «Εβδομο μάθημα για το Λόγο: ο Χρόνος και το Σύμβολο» (1985). «Ογδοο μάθημα για το Λόγο: η Δύσθυμη Αναγέννηση» (1987). «Τα όνειρα της αϋπνίας» - Το ιερατείο του ύπνου και διά των ονείρων καύσις των αιρετικών της νύχτας (1994). Μεταφράσεις: (οι μεταφράσεις του έχουν παιχτεί): «Ηλέκτρα» Σοφοκλή, «Βάκχες» και «Μήδεια» Ευριπίδη, «Αμλετ» και «Μάκβεθ» Σαίξπηρ. Ανέκδοτα: «Προμηθέας Λυόμενος», «Το σπίτι της Γερτρούδης», «Το ημερολόγιο ενός τυράννου», «Περί ονείρων» (δοκίμιο - Ενατο μάθημα για το Λόγο).


«Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ. Αρχίζει μία Αναγέννηση. Μια απροσδόκητη Αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Σαν εξουσία δόξας θα παρουσιαστεί. θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή. Εκεί όπου όλα τελειώναν των ανθρώπων. Προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Αλλά οι άνθρωποι αποστρέφονται αυτή την τελευταία Αναγέννηση. Σφαδάζουν και δοξάζονται υποφέροντας. Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σαν στέψη λογχισμένων... Η φύση τους συντρίβεται και έτσι ρημαγμένη υψώνεται... Σταματημένοι άνθρωποι και υπαίθριοι κι η Αναγέννηση έμοιαζε με Ιταλική. Αφθονα περιτυλιγμένοι με πολυτελή υφάσματα. Αλλά ανάμεσα στα υφάσματα εκείνα έχαινε η πιο βαθιά φτώχεια... Μέσα στον όγκο εκείνον του πανιού μοναχά τα πρόσωπα εφαίνονταν. Ωχρά και χαρακωμένα από πολλές μικρές ρυτίδες σαν αποτυπώματα ποδιών από μικρά πουλιά... Προπάντων οι άρρωστοι και οι ηλικιωμένοι είχαν τον περισσότερο πλούτο φορεσιάς. Τα ανάπηρα παιδιά και σαν ιαματικά έβλεπες τα υφάσματα να περιβάλλουν αγκυλωμένα μέλη κι όψεις χλωρές... Κρύπτες αθέατου λαού έβγαινε μια βοή. Θολές φωνές από τραγούδια βαφτισιών αλλά σα να βαφτίζονταν νεκροί αντί παιδιά. Κι εκεί ανάμεσα εκατοικούσε ένα κλάμα και γυάλιζαν μεγάλα μάτια γυναικών που ξαφνικά βουβάθηκαν καθώς σκοτώναν... Αδιαπέραστος εκείνος ο χώρος ανάμεσα στους ανθρώπους και στοιβαγμένος. Από το βάθος αυτών των ανθρώπων επρόβαλλαν οι οραματισμένοι. Πιο θαρραλέοι πλησίαζαν την άκρη του νερού, το ψηλαφάν ευλαβικά με τις παλάμες. Το μελετούν με εκείνα τα αρχαία μάτια των τρελών κι απάγγελναν ορισμούς για το νερό».

Και πάλι στους «Χτίστες» θα τον «συναισθανθούμε»: «Αλλά εγώ μ' έναν κρύο τρόμο συναισθάνομαι τα αισθήματα εκείνων που άναβαν τις φωτιές. Με τι αισθήματα ανάβαν; Προπαντός οι πιο κοντινοί από βορρά και μ' έναν αισθηματικό θυμό συγγενικό τους συνερίζομαι. Γιατί εγώ κατάγομαι από τη Θεσσαλία»...



Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ