Το υπουργείο Εργασίας ανέθεσε στο ΚΕΠΕ τη σχετική μελέτη, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Ιούλη
Από κινητοποίηση της ΠΑΣΕΒΕ για τα ασφαλιστικά δικαιώματα των αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ |
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει τις νέες ενοποιήσεις Ταμείων, κλάδων και λογαριασμών, απλά ως μέτρα «λειτουργικού και διοικητικού εκσυγχρονισμού», δεν πείθουν κανέναν. Οι νέες ενοποιήσεις είναι ένα ακόμα βήμα πρακτικής εφαρμογής των αντιασφαλιστικών νόμων που ψηφίστηκαν την περασμένη κυρίως τετραετία, ώστε να επιτευχθεί ο τελικός στόχος για τρία ταμεία (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΟΑΕΕ) με ελάχιστες παροχές και με μοναδική «εγγύηση», εκ μέρους του κράτους, τη σύνταξη των 360 ευρώ.
Παράλληλα, οι όποιες ομάδες ασφαλισμένων είχαν προσωρινά εξαιρεθεί από τη λαίλαπα που προηγήθηκε, οδηγούνται και αυτοί στο σφαγείο των «αναδιαρθρώσεων». Αλλωστε, στο ίδιο το κείμενο της σύμβασης του υπουργείου Εργασίας με το ΚΕΠΕ για το ρόλο της μελέτης, προκλητικά εγκωμιάζονται όλες οι αντιασφαλιστικές ανατροπές των προηγούμενων χρόνων, φωτογραφίζοντας ταυτόχρονα και το χαρακτήρα των «μεταρρυθμίσεων» που θα επέλθουν.
Γράφουν χαρακτηριστικά στη σύμβαση: «Το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα μετεξελίσσεται σταδιακά από ένα μωσαϊκό ειδικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων (...) σε ένα από τα πλέον σύγχρονα ευρωπαϊκά ασφαλιστικά συστήματα, καλύπτοντας υστερήσεις πολλών ετών και αντιμετωπίζοντας συστηματικά δυσλειτουργίες και παθογένειες. Προς αυτήν την κατεύθυνση, την τελευταία περίπου διετία, έχουν προωθηθεί και υλοποιηθεί επιτυχώς μία σειρά από σημαντικές, καινοτόμες διαρθρωτικές αλλαγές σε δομικό, διοικητικό και λειτουργικό επίπεδο».
Γι' αυτό το υπουργείο Εργασίας ζητά από το ΚΕΠΕ στη μελέτη να γίνονται - μεταξύ άλλων - και «προτάσεις με στόχο τη διευκόλυνση της κινητικότητας μεταξύ θέσεων εργασίας, επαγγελμάτων και τομέων» καθώς και «αξιολόγηση της ανταποδοτικότητας των εισφορών».
Ομως, η αξιολόγηση της ανταποδοτικότητας των εισφορών ανοίγει από την πίσω πόρτα και πάλι ζήτημα για το ύψος των συντάξεων, όπως ακριβώς έγινε στο παρελθόν για τις κύριες και πιο πρόσφατα για τις επικουρικές και τα εφάπαξ, για τα οποία η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι είναι «δυσανάλογα υψηλά» σε σχέση με τις εισφορές των ασφαλισμένων.
Εξίσου επικίνδυνος είναι ο στόχος της «διευκόλυνσης της κινητικότητας», αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει για τους ασφαλισμένους μια «ισότητα ασφαλιστικών δικαιωμάτων» στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Δηλαδή, σε ασφαλιστικά «δικαιώματα», τα οποία θα είναι τόσο λίγα, ώστε να μη στέκονται εμπόδιο σε κάποιον εργαζόμενο να μετακινηθεί από τη μια εργασία στην άλλη και από επάγγελμα σε επάγγελμα, «απαλλαγμένος» από οποιαδήποτε «ασφαλιστική προίκα».
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι η σύμβαση, αφού επικαλείται την «κρίσιμη δημοσιονομική φάση που βρίσκεται η χώρα», θεωρεί «επιτακτική την αντιμετώπιση των προαναφερθέντων προβλημάτων» και βάζει ως στόχο τη «βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος (...) διασφαλίζοντας τα τρέχοντα επίπεδα συνταξιοδοτικών αποδοχών».
Η γενική διατύπωση περί «τρεχόντων επιπέδων συνταξιοδοτικών αποδοχών» ανοίγει και αυτή παράθυρο για παραπέρα μείωση των συντάξεων και των παροχών. Πολύ περισσότερο που ο στόχος της βιωσιμότητας, με δεδομένη τη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των Ταμείων, την απαλλαγή των εργοδοτών από τις εισφορές με τελευταία μείωση κατά 3,9 μονάδες προς το ΙΚΑ, τη σταθερά υψηλή ανεργία και την υπόθαλψη της αιώνιας «μαύρης» - ανασφάλιστης εργασίας, αλλά και την αδυναμία εκατοντάδων χιλιάδων αγροτών και αυτοαπασχολούμενων να καταβάλλουν εισφορές, προδιαγράφουν νέο οικονομικό αδιέξοδο για τα Ταμεία, το οποίο θα γίνει το πρόσχημα της κυβέρνησης για νέες περικοπές.
Εν κατακλείδι, με τη μελέτη του ΚΕΠΕ, πέραν των όσων ανατροπών έχουν μέχρι τώρα νομοθετηθεί και βρίσκονται ήδη σε διαδικασία εφαρμογής, η κυβέρνηση ανοίγει και πάλι ζήτημα για τα όρια ηλικίας σε όσα Ταμεία και ομάδες εργαζομένων μπορούν να συνταξιοδοτούνται με όρους ευνοϊκότερους από τα ισχύοντα ανώτερα γενικά όρια, αλλά και για το ύψος των συντάξεων που αποδίδονται μέχρι τώρα.
Η ανακούφιση των ανέργων και το Ασφαλιστικό ανάμεσα στα κεντρικά μέτωπα πάλης
Τις εξελίξεις μετά τις εκλογές και τον προγραμματισμό δράσης συζήτησε η Διοίκηση του Εργατικού Κέντρου Λάρισας. Στη συνεδρίαση έγινε ανασκόπηση των βασικών μέτρων που έχουν ψηφιστεί και μπαίνουν άμεσα σε εφαρμογή, κύρια σε Ασφαλιστικό και Εργασιακά, όπως και των μέτρων που προγραμματίζεται να συζητηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα.
Εκτιμήθηκε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα και ο συσχετισμός δύναμης που έχει διαμορφωθεί δεν προμηνύει τίποτα θετικό για τη ζωή της εργατικής τάξης και ότι είναι επιτακτική ανάγκη με την πάλη του να καθορίσει ο λαός τις εξελίξεις. Στη βάση αυτή, αποφασίστηκε η δράση του ΕΚΛ να εστιάσει στα εξής μέτωπα:
Μέσα απ' αυτή τη δράση, τονίστηκε, σταθερή επιδίωξη θα είναι το δυνάμωμα των σωματείων, η οργάνωση των εργαζομένων, η ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος και το βάθεμα της συμμαχίας με τους μικρούς ΕΒΕ και τους αγρότες.
Κλειστές είναι σχεδόν μια στις τρεις επιχειρήσεις στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), το οποίο ξεκίνησε να καταγράφει τις κλειστές επιχειρήσεις από τον Αύγουστο του 2011. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, σε δείγμα 6.377 επιχειρήσεων, το Μάρτη του 2014 ήταν κλειστές οι 1.986 (31,2%), το Μάρτη του 2013 ήταν κλειστές 1.908 (28,8%) και το Σεπτέμβρη του 2012 ήταν κλειστές 1.850 (28,3%). Το υψηλότερο ποσοστό κλειστών επιχειρήσεων σημειώθηκε το Σεπτέμβρη του 2013, όταν δε λειτουργούσαν 2.072 επιχειρήσεις (32,4%). Ακόμα χειρότερα είναι τα ποσοστά στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της Αθήνας.
Πέραν όλων των άλλων, κλειστά μαγαζιά σημαίνει χιλιάδες ΕΒΕ και εργαζόμενοι στην ανεργία, με πολλούς από αυτούς να μην έχουν ούτε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αυτό ισχύει για όσους αυτοαπασχολούμενους και ΕΒΕ αδυνατούν να καταβάλουν τις εισφορές τους στον ΟΑΕΕ, αλλά και για όσους έχουν διακόψει την άσκηση του επαγγέλματός τους, σε περίπτωση που δεν έχουν εξοφλήσει τις εισφορές τους στον ΟΑΕΕ ή έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους, αλλά δεν τηρούν τους όρους της ρύθμισης. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΕΕ, το 2012, από τους 774.000 ασφαλισμένους, οι 380.000 (το 50%) δεν μπόρεσαν να πληρώσουν εισφορές και δεν έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.