Eurokinissi |
Την ανάγκη θωράκισης του αστικού πολιτικού συστήματος στις σύγχρονες συνθήκες και ενίσχυσης της θέσης του ΠΑΣΟΚ σε αυτήν τη διαδικασία υπηρετούν οι διάφορες πρωτοβουλίες του Ευ. Βενιζέλου |
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε χτες το απόγευμα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευ. Βενιζέλος, λέγοντας καταρχάς ότι από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ενισχύθηκε το «ειδικό βάρος» της παράταξής του, εξέφρασε το στόχο του να υπάρχει μια αντιπολίτευση που «να μετέχει στην εθνική συλλογική ευθύνη», «να φύγουμε από την ένταση», «να πάρουμε πρωτοβουλίες για συναίνεση και συνεννόηση».
Αναφερόμενος στις εξελίξεις στη ΔΗΜΑΡ, διέψευσε παρασκηνιακές επαφές με βουλευτές της, και μάλιστα έβαλε πρόταγμα «να πάει συνολικά καλά» η «Κεντροαριστερά της ευθύνης».
Υπενθύμισε εξάλλου για άλλη μια φορά ότι ήδη από το Μάη του 2012 ζητούσε να συμμετάσχει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Θύμισε επίσης την πρότασή του για συγκρότηση «Εθνικής Ομάδας Διαπραγμάτευσης» για το χρέος και χαρακτήρισε «ευπρόσδεκτη και αναγκαία» τη «βοήθεια» εκεί του Τσίπρα, δεν απέκλεισε μάλιστα να παρθούν υπόψη οι παρατηρήσεις της Κουμουνδούρου για την τοποθέτηση νέου διοικητή στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σε άλλο σημείο των δηλώσεών του, μίλησε για ανάγκη να παρθούν «μεγάλες πρωτοβουλίες» για τη «διεύρυνση της πολιτικής, κοινοβουλευτικής και κοινωνικής βάσης της κυβέρνησης».
Απέφυγε ν' απαντήσει αν χρειάζεται ν' απομακρυνθεί ο Γ. Στουρνάρας από το υπουργείο Οικονομικών, αλλά τάχτηκε σαφώς υπέρ ενός ανασχηματισμού, λέγοντας ότι χρειάζεται «νέα ώθηση», «επανεκκίνηση» και «συστράτευση», προσθέτοντας ότι υπάρχουν δυνάμεις και πρόσωπα στο χώρο της «Κεντροαριστεράς» και της «Αριστεράς» που μπορούν να βοηθήσουν στο κυβερνητικό έργο. Σε αυτό το πλαίσιο τόνισε ότι η κυβέρνηση είναι «πάντα ανοιχτή» στο ενδεχόμενο διεύρυνσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας και με άλλα κόμματα.
Σκιαγραφώντας την ανάγκη θωράκισης του αστικού πολιτικού συστήματος στις σύγχρονες συνθήκες, εξασφαλίζοντας συναινέσεις ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων, προς ενσωμάτωση και πλατύτερων λαϊκών στρωμάτων στην πολιτική του ευρωμονόδρομου, ζήτησε ξανά αλλαγή του εκλογικού νόμου και κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Είπε χαρακτηριστικά ότι το μπόνους είναι κατάλοιπο του προηγούμενου συστήματος και της συγκυρίας προ κρίσης, καθώς και ότι δεν έχει νόημα να συνεχίσει να υπάρχει, δεδομένων των χαμηλών και μεσαίων ποσοστών που παίρνουν σήμερα τα κόμματα.
Ερωτώμενος αν η κατάργηση του μπόνους και μια ενδεχόμενη αδυναμία συγκρότησης κυβέρνησης από τους δύο πόλους του συστήματος χωριστά (βάσει και της καταγραφής της δύναμής τους στις ευρωεκλογές) άνοιξε παράθυρο για συγκρότηση κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού», δεν το απέκλεισε. Εσπευσε βέβαια να υποστηρίξει ότι η Ελλάδα δε λειτουργεί με όρους Γερμανίας, αλλά με όρους «εθνικής ανάγκης» και ότι, αν η κυβέρνηση είχε τη συμβολή της «αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης» τα τελευταία τέσσερα χρόνια, θα τέλειωνε πολύ νωρίτερα με τα μέτρα που είχε να πάρει και τους στόχους που έπρεπε να πιάσει.
Νωρίτερα, ο Ευ. Βενιζέλος είχε επισκεφτεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Παπούλια, στον οποίο περιέγραψε ως στόχους του: Τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων για πολιτική απομόνωση και αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής. Τις συνεργασίες σε επίπεδο Τοπικής Διοίκησης για τη διατήρηση της «κοινωνικής συνοχής» και την αύξηση της απασχόλησης μέσα και από προγράμματα κοινωνικής εργασίας και αυτεπιστασίας. Τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης στο δημοσιονομικό σχεδιασμό, ώστε να διασφαλίζεται η «συνέχεια του κράτους». Τις συναινετικές αλλαγές στον εκλογικό νόμο. Τέλος, την εξασφάλιση συναίνεσης σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας.
Να πάρει θέση στα όσα διαδραματίζονται στο υπό αναμόρφωση αστικό πολιτικό σκηνικό σπεύδει ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος σε συνέντευξή του στην «Deutsche Welle» τάσσεται υπέρ της συνεργασίας των δυνάμεων της «Κεντροαριστεράς» (Ελιά, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ) με το ΣΥΡΙΖΑ.
Λίγες μέρες μετά από την αναφορά του Αλ. Τσίπρα το βράδυ των εκλογών για ανάληψη πρωτοβουλιών για τη συγκρότηση μιας «πλατιάς δημοκρατικής, προοδευτικής και πατριωτικής συμμαχίας», ο Γ. Παπανδρέου αναφέρεται στη «δημοκρατική παράταξη» και δηλώνει πως «είμαι έτοιμος να συμβάλω και να βοηθήσω ώστε αυτός ο χώρος να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί και να έχει έναν πολύ ουσιαστικό ρόλο στις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται ο τόπος». Παρακάτω παρουσιάζει και την «πλατφόρμα» μιας μελλοντικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ: «Το βασικό είναι τι πρέπει να γίνει στη χώρα μας: Μια προοδευτική, δημοκρατική πλατφόρμα των αλλαγών, των συγκρούσεων που πρέπει να γίνουν με νοοτροπίες και πρακτικές, των πολιτικών που θα φέρουν μια σωστή, χρηστή διοίκηση και αναπτυξιακή πορεία. Πάνω σε αυτές τις αρχές και βάσεις ενός σοβαρού προγράμματος να είμαστε ανοιχτοί σε πιθανές συνεργασίες για το μέλλον».
Η ταύτιση με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλωστε πανταχού παρούσα στη συνέντευξή του, με την οποία αναπαράγει φληναφήματα που αθωώνουν τους καπιταλιστές και τη λυκοσυμμαχία τους για τα βάσανα του λαού, όπως ότι τα ελλείμματα και τα χρέη τα προκάλεσε η κακή διαχείριση, το πελατειακό κράτος κ.ά. Οτι δεν είναι από τη φύση της αντιλαϊκή η ΕΕ, αλλά ευθύνεται η λήψη αποφάσεων σε στενό κύκλο, η αδυναμία της Κομισιόν και του ευρωκοινοβουλίου. Βγάζοντας «λάδι» τη λυκοσυμμαχία του κεφαλαίου και κρύβοντας τις αιτίες της αντικειμενικής ανισομετρίας στο εσωτερικό της, αναπαράγει την αντιμερκελική ρητορική, σημειώνοντας ότι ήταν «η Γερμανία και οι φίλοι της που συναντιούνταν πριν το Συμβούλιο και που κατόπιν έρχονταν με έτοιμη την απόφαση, που βέβαια ήταν προσαρμοσμένη στη γερμανική άποψη».
Σχολιάζοντας τις δηλώσεις Παπανδρέου, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευ. Βενιζέλος έσπευσε να σημειώσει ότι «παραβιάζονται ανοιχτές θύρες», καθώς, όπως είπε, ο ίδιος ήδη από το Μάη του 2012 είχε προτείνει συνεργασία και με το ΣΥΡΙΖΑ σε μια συγκυβέρνηση των «δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων». Δεν παρέλειψε ακόμα να θυμίσει, με μπόλικη δόση... χολής, ότι ο Γ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ζητούσε το καλοκαίρι του 2011 συνεργασία με τη ΝΔ και το Νοέμβρη του 2011 κατέληξε σε συμφωνία με ΝΔ και ΛΑ.Ο.Σ...
Γύρω στο 90% ψήφισαν υπέρ του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Αυτό το άθροισμα βγάζουν οι ψήφοι υπέρ των κομμάτων της συγκυβέρνησης, της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όλων των κομμάτων του ευρωμονόδρομου.
Γύρω στο 17% ψήφισαν ακραίο εθνικισμό και «πατριδοκαπηλία», αν δει κανείς το ποσοστό που συγκέντρωσαν τα «δεξιότερα» της ΝΔ πολιτικά σχήματα, με το 10%, μάλιστα, να ψηφίζει ένα καθαρά ναζιστικό κόμμα.
Γύρω στο 40% στήριξαν σχήματα, που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δηλώνουν διαθέσιμα να στηρίξουν τη σημερινή συγκυβέρνηση, επιδιώκοντας ορισμένες αλλαγές στο μείγμα πολιτικής.
Ενώ το 26,6%, που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ, στήριξε ένα κόμμα που έχει κάνει ακόμα περισσότερα βήματα προσαρμογής ως δύναμη αστικής διαχείρισης. Εχει δώσει εξετάσεις στο κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, έχει εγκαταλείψει όποια συνθηματολογία και αν είχε, έχει ξεμασκαρευτεί η στρατηγική του σύμπλευση με τη συγκυβέρνηση, ενώ έχει παίξει ρόλο στην ανάσχεση όποιου ριζοσπαστισμού. Μήπως, άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ με τη στάση του δε βοήθησε, ώστε μια τάση, έστω και θολής αμφισβήτησης της ΕΕ που είχε καταγραφεί πριν από το Μάη του 2012 πάνω από το 50%, σήμερα να έχει περιοριστεί μόλις στο 20%;
Για να υπάρξει πραγματική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού υπέρ του λαού, προϋπόθεση είναι να δυναμώσει μέσα στην εργατική τάξη, στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στη νεολαία η γραμμή της αντεπίθεσης και της ρήξης με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και την ΕΕ. Προϋπόθεση είναι η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και η ενίσχυση της Λαϊκής Συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, η μαζική συμμετοχή των εργαζομένων στο οργανωμένο κίνημα, στην ταξική πάλη. Σε τέτοιες συνθήκες, θα διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την αποδυνάμωση των κομμάτων του ευρωμονόδρομου και την ισχυροποίηση του ΚΚΕ.