Γερμανική υπόθεση ήταν ο περσινός τελικός, μεταξύ Μπάγερν Μονάχου - Ντόρτμουντ |
Ωστόσο, εάν αυτό συμβαίνει πρώτη φορά, από την άλλη, μάλλον σε κανόνα της διοργάνωσης τείνει να εξελιχθεί το γεγονός ότι για το τρόπαιο θα κοντραριστούν αντίπαλοι από την ίδια χώρα, αφού αυτό θα συμβεί για 5η φορά την τελευταία 15ετία. Μάλιστα, φέτος θα συμβεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, αφού ο περσινός ...γερμανικός τελικός Μπάγερν - Ντόρτμουντ δίνει τη σκυτάλη στη φετινή ...ταυρομαχία. Επίσης, για δεύτερη φορά, ο τελικός αποκτάει ισπανικό χρώμα μετά την αναμέτρηση της Ρεάλ Μαδρίτης με τη Βαλένθια το 2000, ενώ από τότε μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει και ένας... ιταλικός τελικός (Μίλαν - Γιουβέντους 2003) καθώς και ένας αγγλικός (Μάντεστερ Γ - Τσέλσι 2008).
Οι δύο ομάδες της Μαδρίτης Ατλέτικο και Ρεάλ μετά τις μονομαχίες για το πρωτάθλημα θα τα πουν και στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ |
Είναι προφανές ότι το σημερινό εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο γέννημα - θρέμμα των λογικών που επιτάσσει το καπιταλιστικό σύστημα και στον αθλητισμό, με το κυνήγι των κερδών να είναι ο αυτοσκοπός, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά ένα πεδίο ανταγωνισμού αθλητικών πολυεθνικών επιχειρήσεων. Και όπως καθορίζουν οι νόμοι της καπιταλιστικής αγοράς, επιβιώνει μόνο το... μεγάλο ψάρι.
Από το σχεδιασμό της ίδιας της διοργάνωσης εξ αρχής όπου το άλλοτε Κύπελλο Πρωταθλητριών μετατράπηκε σε Τσάμπιονς Λιγκ, προκειμένου να αποτελέσει την εμπορική ...ναυαρχίδα της ΟΥΕΦΑ μέχρι και τις όποιες αλλαγές που έχουν συμβεί στον τρόπο διεξαγωγής (κατάταξη χωρών που συμμετέχουν, καθιέρωση προκριματικών γύρων με διαφορετικές συμμετοχές κ.τ.λ.) είναι σίγουρο ότι μιλάμε για ένα ακριβό προϊόν με πακτωλό κερδών, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ισχυρών.
Τις επενδύσεις της Τσέλσι του Ρομάν Αμπράμοβιτς ή των Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα, Μπάγερν Μονάχου μόνο για παράδειγμα στον τομέα του έμψυχου δυναμικού, δεν είναι δυνατόν να τις ακολουθήσουν μικρότερες ομάδες που το μπάτζετ τους είναι όσο η αξία ενός παίκτη μιας ομάδας. Η βοήθεια των χορηγών (με ό,τι αυτή συνεπάγεται) που προσφέρεται στη μερίδα των λεγόμενων ισχυρών συλλόγων, αυξάνει τις δυνατότητες σε σχέση με τους αντιπάλους τους. Οι τελευταίοι απλά συμπληρώνουν το παζλ, βολεύονται με το ό,τι περισσεύει από τους ισχυρούς (π.χ. μπόνους ΟΥΕΦΑ), ενώ η ψευδαίσθηση του δικαιώματος στο όνειρο προσφέρει την καλύτερη ευκαιρία για κάποιους άλλους, μικρότερου βεληνεκούς επιχειρηματίες, να... κερδίσουν και αυτοί κάτι από την ιστορία αυτή!
Μάλιστα, το γεγονός ότι βάσει της ειδικής βαθμολογίας της ΟΥΕΦΑ υπάρχει μια ανισομετρία στις συμμετοχές, με κάποιες χώρες να εκπροσωπούνται με 4 ομάδες (Ισπανία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία), κάποιες με 3, τότε είναι προφανές ότι το σκηνικό που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα χρόνια που υπάρχει Τσάμπιονς Λιγκ, από το 1992, εάν εξαιρέσει κανείς τρεις περιπτώσεις, τη γαλλική Μαρσέιγ (πρώτη διοργάνωση), τον Αγιαξ (1994-95) και την Πόρτο (2004), οι υπόλοιποι πρωταθλητές Ευρώπης προέρχονταν από τέσσερις χώρες (Αγγλία, Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία). Κάτι που πρακτικά σημαίνει πως η αλλαγή της διοργάνωσης από Κύπελλο Πρωταθλητριών σε Τσάμπιονς Λιγκ σχεδόν εξαφάνισε την περίπτωση εκπλήξεων στο θεσμό όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα (κατάκτηση του τροπαίου), που βλέπαμε στο σαφώς λιγότερο εμπορικό και σίγουρα πιο ανοιχτό σε προγνωστικά Κύπελλο Πρωταθλητριών. Οπως για παράδειγμα έγινε με τον Ερυθρό Αστέρα (1991) ή τη Στεάουα Βουκουρεστίου (1986) ή ακόμα και την Αστον Βίλα (1981), στην πρώτη της χρονιά στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, ή τη Φέγενορντ (1970).
Πλέον, η κυριαρχία της ελίτ των ομάδων αρχίζει να φαίνεται από τη φάση των προημιτελικών, όπου μετά το ξεκαθάρισμα στους «16», την παρέα της οκτάδας την τελευταία δεκαετία αποτελούν ομάδες προερχόμενες από συγκεκριμένες χώρες. Ωστόσο, εκεί που τα πράγματα αποτελούν υπόθεση μιας χούφτας (του ενός χεριού μάλιστα) ομάδων από συγκεκριμένες χώρες είναι τα ημιτελικά. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο δυο φορές την τελευταία δεκαετία υπήρξε πλουραλισμός, όπου οι ομάδες της τετράδας προέρχονταν και από 4 διαφορετικές χώρες, και αυτό έγινε το 2004 και το 2010. Ουσιαστικά, η μόνη διαφοροποίηση που υπάρχει είναι στις χώρες που έχουν τα πρωτεία, με την Αγγλία να κυριαρχεί σε συμμετοχές από το 2005 έως το 2009, ενώ το σκηνικό αλλάζει μετά το 2010 όπου τα πρωτεία ανήκουν στην Ισπανία, ενώ η Γερμανία έχει κάνει το δικό της μπάσιμο την τελευταία τριετία.
Ενδεικτικά, όπως δείχνουν τα στοιχεία, από το 2005 έως σήμερα, η εικόνα της προημιτελικής φάσης με βάση τις χώρες απ' όπου προέρχονται οι ομάδες έχει ως εξής:
2004: Γαλλία (1), Αγγλία (1), Πορτογαλία (1), Ισπανία (1). 2005: Αγγλία (2), Ιταλία (1), Ολλανδία (1). 2006: Ιταλία (1), Ισπανία (2), Αγγλία (1). 2007: Αγγλία (3), Ιταλία (1). 2008: Αγγλία (3), Ισπανία (1). 2009: Αγγλία (3), Ισπανία (1). 2010: Γερμανία (1), Ιταλία (1), Ισπανία (1), Γαλλία (1). 2011: Ισπανία (2), Γερμανία (1), Αγγλία (1). 2012: Ισπανία (2), Γερμανία (1), Αγγλία (1). 2013: Ισπανία (2), Γερμανία (2). 2014: Ισπανία (2) Γερμανία (1) , Αγγλία (1).