Και φαντάζουν υποκριτικές διατυπώσεις, όπως: «Τώρα είναι η ώρα της ανατροπής για να ανοίξει ο δρόμος της ανασυγκρότησης του πρωτογενή τομέα και της ανόρθωσης της υπαίθρου σε όφελος των κοινωνικών αναγκών, για να ανοίξει ο δρόμος της ελπίδας, της αξιοπρέπειας, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Για ποια ανατροπή μιλάει ο ΣΥΡΙΖΑ και σε ποια κατεύθυνση; Το πρόβλημα είναι ότι με την πολιτική πρόταση σαν και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή αναζήτηση πορείας μέσα στην ΕΕ, αποδοχή της ΚΑΠ και ανοχή της δράσης των μονοπωλίων, οι μικρομεσαίοι αγροτοκτηνοτρόφοι θα οδηγούνται με ταχύτερους ρυθμούς στη φτώχεια, στην υπερχρέωση και στο ξεκλήρισμα.
Η λύση δεν βρίσκεται στα... ζυγίσματα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να βρεθούν οι δόσεις και οι δοσολογίες, το μείγμα που λένε και η διαχειριστική ισορροπία της εφαρμοζόμενης πολιτικής.
Η λύση είναι στη συνέχιση κοινού αγώνα της αγροτιάς, της εργατιάς, των φτωχών αγροτών, των αυτοπασχολούμενων, για την αλλαγή των συσχετισμών και την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, με αποδέσμευση από την ΕΕ και μονομερή διαγραφή του χρέους, που στο όνομά του γίνεται η κατακρεούργηση των λαϊκών αναγκών και του επιπέδου ζωής της λαϊκής οικογένειας, για να σωθούν τα κέρδη και προνόμια της πλουτοκρατίας.
Πολύτιμες υπηρεσίες στην κυβέρνηση, για να «αποκοιμίσει» το λαό και να περάσει τα βάρβαρα μέτρα με τις μικρότερες αντιδράσεις, προσφέρουν τα αστικά ΜΜΕ που καλλιεργούν με ένταση το σενάριο για τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, καλλιεργώντας κάλπικες ελπίδες ότι τάχα μπορεί βγάλουν τη χώρα από την κρίση και να σώσουν το λαό από τη φτώχεια. Αν και επίσημα, η κυβέρνηση κρατά αποστάσεις από τη σεναριολογία, ωστόσο αυτοί επιμένουν να εμφανίζουν ως βέβαιη την ύπαρξη ανεξάντλητων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων υπολογίζοντας, μάλιστα, τα οφέλη στα 270 δισεκατομμύρια έως και 1,3 τρισ. δολάρια. Μόλις, όμως, την περασμένη Παρασκευή, ο υπουργός Περιβάλλοντος Ευ. Λιβιεράτος δήλωσε ότι οι γεωφυσικές έρευνες του νορβηγικού πλοίου PGS για την ανεύρεση πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο θαλάσσιο χώρο της Ελλάδας αναμένεται να ολοκληρωθούν το Φλεβάρη του 2013, επισημαίνοντας ότι «το 2014 θα μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια τις ποσότητες υδρογονανθράκων που μπορούν να εξορυχτούν», ενώ «η εισροή χρημάτων στο ελληνικό Δημόσιο από την αξιοποίηση των κοιτασμάτων εκτιμάται για μετά από 5-10 χρόνια». Ανεξάρτητα, όμως, από την ακριβή ποσότητα των υδρογονανθράκων και το χρονικό διάστημα που θα αρχίσει η εξόρυξή τους - πάντως όχι νωρίτερα από 7-8 χρόνια - το κυριότερο είναι ότι ο λαός δεν πρόκειται να επωφεληθεί στο ελάχιστο από το «νέο Ελντοράντο». Ολη η «δουλειά» - επένδυση είναι υπόθεση που θα ανατεθεί εξολοκλήρου σε πολυεθνικές που βέβαια θα πάρουν το μερίδιο του λέοντος. Τα όποια έσοδα εισρεύσουν στα κρατικά ταμεία, πιθανότατα θα πάνε κατευθείαν στα ταμεία των ξένων δανειστών για την εξόφληση του χρέους. Το συμπέρασμα είναι ένα. Ο πλούτος της χώρας κατασπαταλιέται και λεηλατείται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης προς όφελος των μονοπωλίων. Για να ωφεληθεί ο λαός απαιτείται να διαλέξει αποφασιστικά τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, όπου η οργάνωση της οικονομίας θα γίνεται με αποκλειστικό γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες από μια λαϊκή εξουσία.
«Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων την τελευταία τριετία "τρέχουν" με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 20%, καθώς ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις αναζητούν διέξοδο στις ξένες αγορές», θριαμβολογεί σε πρωτοσέλιδο θέμα της η «Καθημερινή», η οποία, επικαλούμενη στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), σημειώνει ότι «ο τζίρος από τις εξαγωγές τροφίμων υπερβαίνει ετησίως τα 3 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 23% του συνολικού τζίρου που πραγματοποιούν οι ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων». Αναμενόμενοι οι διθύραμβοι για τα «επιτεύγματα» των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων, πολύ περισσότερο που αυτό ακριβώς είναι το «παραγωγικό μοντέλο» που στηρίζουν οι πάντες ως μονόδρομο για την έξοδο από την κρίση και την ανάπτυξη. «Ανταγωνιστικότητα» και «εξωστρέφεια» είναι οι δύο πυλώνες αυτού του μοντέλου, που το μόνο που διασφαλίζει είναι η «διάσωση» των μονοπωλιακών ομίλων και η θωράκιση της κερδοφορίας τους πατώντας πάνω στα ερείπια των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων και στην εξαθλίωση του λαού. Είναι ολοφάνερο και συνάμα προκλητικό ότι οι επιχειρηματικοί όμιλοι στο χώρο των τροφίμων δεν καθορίζουν την παραγωγή με βάση τις ανάγκες του λαού αλλά με γνώμονα την κερδοφορία τους. Τη στιγμή που μεγάλα τμήματα του λαού βρίσκονται αντιμέτωπα με το φάσμα της πείνας, τα μονοπώλια αξιοποιούν τη φτηνή εργατική δύναμη και τις φοροαπαλλαγές για να παράγουν «ανταγωνιστικά προϊόντα», που φέρνουν δισεκατομμύρια κερδών στα ταμεία τους. Αυτή όμως είναι η φύση του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, όπου το κέρδος είναι αυτοσκοπός. Στον αντίποδα βρίσκεται ο σοσιαλιστικός δρόμος ανάπτυξης, που πάνω απ' όλα βάζει την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του λαού. Ο λαός πρέπει να διαλέξει ποιο δρόμο θα ακολουθήσει.