Χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, αλλά με έντονο το στοιχείο της παραπέρα διεύρυνσης του αντιλαϊκού χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής, κατατέθηκε χτες στη Βουλή ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2001. Πρόκειται για ένα ακόμα προϋπολογισμό, μέσω του οποίου οι κυβερνώντες προχωρούν σε νέα ανακατανομή των εισοδημάτων σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων της χώρας. Επιπρόσθετα, ο προϋπολογισμός αποτελεί τα διαπιστευτήρια της κυβέρνησης προς τις πολυεθνικές και την ΕΕ στις «μεταΟΝΕ» συνθήκες, συνθήκες που απαιτούν όχι μόνο τη διατηρησιμότητα, αλλά και τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες.
Για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους άλλους εργαζόμενους πρόκειται για προϋπολογισμό λιτότητας. Οι εισοδηματικές αναπροσαρμογές που προβλέπονται από το περιεχόμενό του, κινούνται για το 2001 στο 2,2% για τους δημόσιους υπαλλήλους, ενώ απροσδιόριστο μέχρι στιγμής είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους συνταξιούχους.
Παράλληλα, είναι ένας προϋπολογισμός που αυξάνει τη φορολεηλασία όλων εκείνων που αποτελούν τα μόνιμα υποζύγια των κρατικών εσόδων, δηλαδή μισθωτών και συνταξιούχων. Είναι ενδεικτικό ότι με εκτιμώμενο για το 2001 πληθωρισμό 2,3%, οι φόροι που θα κληθούμε να πληρώσουμε θα αυξηθούν με τετραπλάσιο ρυθμό.
Στον τομέα των δαπανών αποκαλύπτεται με ιδιαίτερη ένταση ο χαρακτήρας της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 16,4 τρισεκατομμύρια των συνολικών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού, πάνω από τα 9 τρισεκατομμύρια αφορούν είτε ποσά που θα εισπράξουν οι τραπεζίτες - δανειστές του ελληνικού δημοσίου, είτε ποσά που συνδέονται με τις στρατιωτικές δαπάνες και τις δαπάνες για τους μηχανισμούς καταστολής.
Την ίδια στιγμή και σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονται οι κυβερνώντες, σε εφιαλτικά χαμηλά επίπεδα κινούνται όλες οι δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα, ενώ μικρότερες θα είναι ουσιαστικά οι χρηματοδοτήσεις προς τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων.
Στην επιτάχυνση των ρυθμών «Ανάπτυξης» (αύξηση του ΑΕΠ 5% το 2001) τις «παροχές» -κοροϊδία στα λαϊκά νοικοκυριά, αλλά και την «ιστορικότητα» του νέου προϋπολογισμού, επειδή δε θα καταρτίζεται στο εξής σε δραχμές, έριξε χτες το βάρος ο υπουργός
Με βαρύγδουπες φράσεις- όπως «ιστορικός» επειδή στους επόμενους εξαφανίζεται το εθνικό μας νόμισμα (η δραχμή) και θα καταρτίζεται μόνο σε Ευρώ- παρουσίασε χτες ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου, τον νέο κρατικό προϋπολογισμό του 2001, που το απόγευμα κατατέθηκε και στη Βουλή. Ο υπουργός, δεν απέφυγε ούτε αυτή τη φορά, να εξωραΐσει την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, εμφανίζοντας και αυτό τον προϋπολογισμό, σαν «φιλολαϊκό».
Στα πλαίσια αυτά, ο υπουργός, αφού υποστήριξε πως «τα τελευταία 2 με 3 χρόνια υπήρξε ανακατανομή εισοδήματος (υπέρ των χαμηλόμισθων) μέσω της φορολογίας» και ότι «αυτά είναι οι πράξεις του ΠΑΣΟΚ» (!) στη συνέχεια μοίρασε υποσχέσεις για «δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών» το 2001 και προσπαθώντας να αποδείξει τη φροντίδα της κυβέρνησης στους οικονομικά ασθενέστερους, επανέλαβε τις κυβερνητικές αποφάσεις για τα επιδόματα που θα δοθούν στους χαμηλόμισθους (ΕΚΑΣ, επίδομα θέρμανσης κλπ.).
Εφόσον η αποτίμηση των πεπραγμένων της αντιλαϊκής πολιτικής βρίσκει τέτοια λεκτικά σχήματα, εύκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τη γλοιώδη προσπάθεια εξωραϊσμού και συσκότισης που επιχειρήθηκε για την οικονομική πολιτική που θα εφαρμοστεί στην «εντός ΟΝΕ εποχή». Η κυβερνητική προπαγάνδα επιχειρεί να επικαλύψει τα πάντα στο όνομα της «ιστορικότητας» του νέου προϋπολογισμού μιας και σύμφωνα με τον υπουργό θα είναι «ο πρώτος σε ευρώ και ο τελευταίος σε δραχμές, ενώ ταυτόχρονα θα είναι και ο πρώτος πλεονασματικός των τελευταίων 35 χρόνων». Με αυτό το ερμηνευτικό περίβλημα ο Παπαντωνίου προχώρησε στη σχετική ατάκα αναφωνώντας «ζούμε χωρίς δανεικά» (!), αποσιωπώντας βέβαια την τεράστια διόγκωση του δημοσίου χρέους που σημειώθηκε στα περασμένα χρόνια.
Σκιαγραφώντας τους στόχους του νέου προϋπολογισμού και κάνοντας επιλεκτικό απολογισμό για την εκτέλεση του φετινού, ο υπουργός είπε ότι:
Ο υπουργός δήλωσε αισιόδοξος ότι το 2001 θα επιταχυνθεί ο ρυθμούς «ανάπτυξής» της και η αύξηση του ΑΕΠ θα φτάσει στο 5%. «Ανάπτυξη» που βέβαια δεν αφορά τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της λαϊκής οικονομίας. Το ζήτημα όμως είναι ο κατευνασμός των αναμενόμενων αντιδράσεων και το λόγο εδώ έχουν τα ιδεολογήματα της δήθεν σταθερότητας, του δήθεν χαμηλού πληθωρισμού και των άλλων εφευρετημάτων της πλουτοκρατίας. Ετσι η εμπέδωση της «οικονομικής σταθερότητας» και η... «ισχυρή κοινωνική διάσταση» αποτελούν για την κυβέρνηση Σημίτη τους βασικούς άξονες της οικονομικής πολιτικής για το 2001. Ο υπουργός απέφυγε να πει έστω και μια λέξη για τη μεγάλη υποχώρηση του Ευρώ, την έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωζώνη, την ισοτιμία του δολαρίου και τη μεταφορά πλούτου μέσω της διακύμανσης των νομισμάτων...
«Ισχυρή κοινωνική διάσταση» για την κυβέρνηση σημαίνει «παροχές» 450 δισ. δραχμών, με τον Γ. Παπαντωνίου να δηλώνει: «Προκαλώ οποιονδήποτε να διαψεύσει ότι υπήρξε άλλο τέτοιο πακέτο για την ενίσχυση των χαμηλόμισθων». Πρόκειται για τις παροχές - κοροϊδία του φορολογικού νομοσχεδίου και για κάποια ψήγματα επιστροφής χρημάτων σε κοινωνικές κατηγορίες, μετά τη ληστρική μεταφορά πλούτου στις τσέπες του κράτους και της πλουτοκρατίας.
Η αύξηση του ΕΚΑΣ κατά 30% σημαίνει αυξήσεις από 1.569 δρχ, ως 6.265 δρχ. το πολύ. Χρειάζεται βέβαια αρκετό θράσος για να ισχυριστεί κανείς ότι η «εισοδηματική πολιτική του 2001 καλύπτει τον πληθωρισμό και εξασφαλίζει για τους εργαζόμενους ουσιαστική συμμετοχή στην αύξηση του ΑΕΠ». Κι όμως, ο επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης Σημίτη το αποτόλμησε, παρά το γεγονός ότι από τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο ίδιος η αύξηση στους μισθούς θα είναι 2,2%, ο μέσος πληθωρισμός επίσης 2,2% και ο ρυθμός «ανάπτυξης» 5%. Την ίδια στιγμή ο ίδιος και τα οικονομικά υπουργεία επαίρονται για αύξηση το 2001 των εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού σε ποσοστό 8,2%, δηλαδή στα 12,6 τρισ. δρχ. με τα φορολογικά έσοδα να αυξάνουν κατά 8,1%.
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος γίνεται λόγος για μείωσή του στο 98,9% του ΑΕΠ, ενώ το ύψος των τόκων υποτίθεται ότι θα υποχωρήσει στο 7,5% του ΑΕΠ από 8,3% φέτος. Αυτά και ούτε κουβέντα για τη μεγάλη χρονική επιμήκυνση του χρέους με τις υπερδεκαετείς εκδόσεις ομολόγων που έγιναν και που θα αρχίσουν να πληρώνονται μετά το έτος 2008...
Μεγάλη αύξηση 10,3% προβλέπεται για τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, όπως κατ' ευφημισμόν ονομάζονται τα έργα που ενδιαφέρουν τις πολυεθνικές εταιρίες της ΕΕ. Οι δαπάνες του «εθνικού σκέλους» του ΠΔΕ θα αυξηθούν κατά 150 δισ. δραχμές και αυτές αφορούν την Ολυμπιάδα του 2004...
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξωραΐσει την κατάσταση και οι θριαμβολογίες της για τον προϋπολογισμό, συγκρούονται με την πραγματικότητα
Με αφορμή την κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού, το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ έδωσε στη δημοσιότητα την παρακάτω ανακοίνωση:
«Ο νέος κρατικός προϋπολογισμός, όπως ήταν επόμενο, αντανακλά και εκφράζει την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης που υπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο και στρέφεται κατά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Ο νέος προϋπολογισμός διευρύνει τη φορολογία των μισθωτών και συνταξιούχων, τη λιτότητα για τα λαϊκά στρώματα, κρατά καθηλωμένες τις λεγόμενες κοινωνικές δαπάνες, ενώ μόνο ως εμπαιγμός μπορεί να εκληφθεί η παροχή του επιδόματος πετρελαίου σε ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού.
Από την άλλη πλευρά εκφράζει την επιτάχυνση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση, καθώς και την αύξηση των κερδών της πλουτοκρατίας. Μεγάλο σκάνδαλο αποτελούν οι προβλεπόμενες στρατιωτικές δαπάνες, που είναι γνωστό ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους θα καλύψουν πολεμικούς νατοϊκούς σχεδιασμούς και μηχανισμούς καταστολής που στρέφονται κατά του λαού.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξωραΐσει την κατάσταση και οι θριαμβολογίες της για τον προϋπολογισμό συγκρούονται με την πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει άλλη λύση από τη συσπείρωση των δυνάμεων, την οργάνωση της πάλης και της σύγκρουσης με αυτή την πολιτική. Πρωταρχική σημασία αποκτά εδώ η ανάγκη να παλέψει ενωμένη η εργατική τάξη, να προωθήσει την κοινή δράση με τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού».