ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Αυγούστου 2011
Σελ. /16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Θανατάς

Γρηγοριάδης Κώστας

Μετά την ανακωχή, η Μεραρχία μας πήγε και κατασκήνωσε στις εκβολές του Στρυμώνα, στο Τσάγεζι. Πιάσαμε τα υψώματα γύρω στο Κρούποβο και αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τα χειμωνιάτικα τσαρδάκια μας, με καλαμιές από το ποτάμι και με λαμαρίνες που τις βρίσκαμε σκορπισμένες στον Εγγλέζικο καταυλισμό. Μόλις έδωσε ο Θεός και τελειώσαμε την καινούργια μανούβρα, έπεσε το πρώτο μακεδονίτικο χιόνι, πυκνό, παρθένο, ανέγγιχτο και άσπρισε ο τόπος γύρω, ντυθήκανε νυφιάτικα τα βουνά, οι λόφοι, το Παγγαίο και αντίκρυ το Αγιονόρος, που φάνταζε χιονισμένο σαν ένα κάτασπρο αναποδογυρισμένο χωνί. Δεν κοτούσε να ξεμυτίσει κανείς από το κρύο. Ο Μπουρνελάκης - ο στρατιώτης μου - δος του και άναβε φωτιά με πουρναρόριζες σ' ένα παλιό κράνος, που είχε βρει στον Εγγλέζικο καταυλισμό και το απίθωνε σ' ένα μεγάλο αδειανό τενεκέ από μπισκότα. Εγγλέζικο κι αυτόνε λάφυρο, ανοιγμένο και ψαλιδισμένο στις άκρες για να μην καίγονται τα πλούσια χαλιά στο χώμα, κάτω, - δυο παλιές κουρελιασμένες στρατιωτικές κουβέρτες. Τη μέρα ζεσταινόμαστε γύρω στο αυτοσχέδιο αυτό μαγκάλι και τη νύχτα ακούγαμε τα τσακάλια να ουρλιάζουνε και ν' απλώνονται οι μακρύσυρτες φωνές τους, σαν κλάματα μωρών παιδιών.

Ο Μπουρνελάκης, ένα αγαθότατο Κρητικόπουλο, ήτανε το δεξί μου χέρι σ' όλη την εκστρατεία. Τον είχαμε πάρει ως αγγελιοφόρο στη Μοίρα και μπορώ να πω, πως δεν είχαμε πέσει έξω στην εκλογή μας αυτή. Πάντοτε πρόθυμος, γελαστός, εκτελούσε ό,τι και αν του αναθέταμε κι όταν δεν είχαμε δουλειά στο Γραφείο, σκοτωνότανε να περιποιέται τον κυρ-λοχία του, που τον αγαπούσε σαν τα μάτια του τα δυο, καθώς έλεγε κάθε τόσο. Δεν ξεχνούσε ο καημένος ο Μπουρνελάκης, πως φάγαμε μαζί, τότε που είχαμε χαθεί από το Σώμα, πρωτοπορεία με τις αποσκευές των αξιωματικών, δυο μέρες αντράκλα από τα χαντάκια και χοντρή βρώμικη σταφίδα από τα σακιά των μουλαριών.

-- Θυμάσαι, κυρ-λοχία, την αντράκλα, μου έλεγε γελώντας! Ε! και να την είχαμε τώρα, που μήτε φύλλο πράσινο δεν άφησε η παγωνιά!

Σε λίγο για την καλή μας τύχη, έπεσε μαζί με το βαρύ χειμώνα και μια αρρώστια κακιά, που κομμάτιαζε το Στρατό. Δεν είτανε κρυολόγημα εκείνο το θανατικό, δεν είτανε σαν τη θέρμη που μας έλιωνε στα πόδια το καλοκαίρι. Η καινούργια επιδημία, που μας ήρθε πεσκέσι, από κάτι αδειούχους στρατιώτες, που γυρίζανε από χωριά και πολιτείες μολεμένες, σάρωνε σαν ανεμοστρόφιλας ό,τι εύρισκε στο δρόμο της και φάνταζε στο πέρασμά της σαν το κοκαλιάρικο άλογο στου Στουκ με το Χάροντα καβαλάρη. Στην αρχή, πήγε και χτύπησε τα Πεζικά, που είχανε κατασκηνώσει κοντά στη μεγάλη σκάλα, στο Σταυρό. Και ύστερα από κει απλώθηκε σαν το μικρό συννεφάκι που σιγά - σιγά μεγαλώνει και σκεπάζει όλο τον ουρανό.

Ο Μπουρνελάκης είτανε και σε τούτη την περίσταση ο πικρός μαντατοφόρος, που μας έφερνε τα θλιβερά μαντάτα, μαζί με τα έγγραφα που έπαιρνε κάθε πρωί από το ταχυδρομείο της Μεραρχίας.

-- Απλώνεται ο Θανατάς, κυρ -λοχία μου, και να δούμε πώς θα γλυτώσουμε και μεις!

Και όπως δεν ξέραμε καλά - καλά τι αρρώστια είτανε τούτη που μέσα σε λίγες μέρες έστελνε «συστημένο» το φαντάρο στην άλλη ζωή, έπλαθε ο καθένας στη φαντασία του ό,τι έφτιανε και τήνε βάφτιζε όπως ήθελε, πανούκλα, βλογιά, χτικιό και δεν ξέρω τι άλλο. Ο Μπουρνελάκης μονάχα την έλεγε: Θανατά και με τη λέξη αυτή ζωγράφιζε όλη τη φρίκη που αιστανότανε βαθειά του.

Τέλος, σε λίγες μέρες, που μαζί με τα έγγραφα μας ήρθανε γράμματα και φημερίδες από την Αθήνα, μάθαμε πως ο θανατάς του Μπουρνελάκη είτανε μια καινούργια επιδημία, που τήνε λέγανε γρίπη. Σάρωνε, γράφανε τα φύλλα, όλη την Ελλάδα και ξεκλήριζε σπίτια ολάκαιρα, ερήμωνε μεγάλες πολιτείες και τις έκανε μικρά χωριά σε λίγες μέρες, άπλωνε τις φτερούγες του το μαύρο πουλί του θανάτου παντού. Κανένας δε γλύτωνε όταν πήγαινε και άφηνε το θλιβερό του κρώξιμο στη σκεπή του σπιτιού. Επαιρνε τον αφέντη και το δούλο, τον πλούσιο και το φτωχό, τον κοσμοπολίτη και τον αγρότη. Σε μικρό διάστημα, σε ώρες μέσα, έσβηνε από τον πίνακα της ζωής μια φαμελιά ολόκληρη, που το δέντρο της ρίζωνε και φούντωνε δυο και τρεις αιώνες, με χάρη και νιότη περισσή.

Ο Μπουρνελάκης κουνούσε το κεφάλι του περίλυπα κάθε φορά που του διάβαζα τα δυσάρεστα νέα και στο πρόσωπό του θαρρείς και περνούσε η φρίκη του θανάτου, χτυπημένη με μια κίτρινη κερένια βούλα. Η φωτιά με τη μικρούλα κόκκινη αντιφεγγιά της, δεν έσβηνε τη χλωμάδα της φοβισμένης μορφής. Τα μάτια του, που είχανε πάντοτε μια ουράνια γαλήνη και μοιάζανε σαν τ' απάνεμο γαληνεμένο ακρογιάλι, που δεν το ταράζει πελάγου τρικυμιά, τώρα με κοιτούσανε ανταριασμένα και με βλέμμα, λεπίδι σκληρό. Με πειράζανε στην ψυχή τα μάτια του Μπουρνελάκη, με χτυπούσανε δυνατά, όπως χτυπάει μια πέτρα τα κοιμισμένα της λίμνης νερά. Και όταν άκουγα εκείνο το «δε θα γλυτώσουμε κ' εμείς, κυρ-λοχία» ένιωθα να μ' αγγίζει το φτερό του θανάτου, να περνάει πολύ κοντά μου το μαύρο πουλί.

Πρώτος από τη συντροφιά μας πήγε ένας καλοκάγαθος νησιώτης από τη Νάξο, που τον είχαμε μάγειρο των αξιωματικών στο Επιτελείο. Αυτός ίσαμε την τελευταία στιγμή έπαιζε τριανταένα φανερό με τους άλλους συμπατριώτες του και ζέσταινε στη θράκα τα ξυλιασμένα του χέρια. Είτανε παλικάρια εύρωστο, γεμάτο αφροντισιά και τραγούδι. Και όμως έγειρε μονομιάς, σαν το κεραυνωμένο ελάτι. Και τα χέρια του, που τα ζέσταινε στη θράκα, δεν ξαναχαρήκανε το αρσενικό δεκατεσσάρι του άσου - τρία, στο παιχνίδι που έπαιζε με τους άλλους συμπατριώτες του.

Μετά απ' αυτόν πήγε άλλος κ' ύστερα άλλος, ώσπου ήρθε και η σειρά του δυστυχισμένου μας Μπουρνελάκη, που φοβότανε το Θανατά. Το κακό τόνε βρήκε στο δρόμο καθώς γυρνούσε αξένοιαστος καβαλάρης με το ταχυδρομείο της Μοίρας. Τόνε φέρανε σε άθλια χάλια, καταλασπωμένο και χτυπημένο στις πέτρες. Οταν τον απλώσανε σ' ένα πρόχειρο φορείο για να τον πάνε οι νοσοκόμοι στο Β' ορεινό χειρουργείο, άρχισε να ξερνάει αίμα κατάμαυρο, λεκάνες ολόκληρες. Μόλις που πρόφτασα και τον είδα τη στιγμή που τον παίρνανε. Εριξε τα πονεμένα του μάτια επάνω μου και με κόπο αρκετό αργοκίνησε το χέρι του σ' ένα τελευταίο θλιμμένο χαιρετισμό.

Οι στρατιώτες του μηχανικού σκάβανε από το πρωί ως το σούρουπο το χιονισμένο χώμα και ανοίγανε λάκκους βαθειούς για τους πεθαμένους φαντάρους. Τους θάβανε για ευκολία μαζί σ' έναν τάφο και ο στρατιωτικός ιερέας της Μεραρχίας έψελνε βιαστικά τα νεκρώσιμα τροπάρια, στέλνοντας τις ψυχές εκεί που δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε θλίψη και στεναγμός.

Μέσα σ' έναν τέτοιο τάφο κοινό, μαζί με πόσους δεν ξέρω στρατιώτες, θάφτηκε κι ο φτωχός μου ο Μπουρνελάκης! Τα φοβισμένα από τον ερχομό του θανάτου έξυπνα μάτια του σφαλίσανε για πάντα και μαράθηκε το χείλι που μου θύμιζε πως είχαμε κάποτε συνδεθεί με στενότερους δεσμούς, αχώριστοι φίλοι σε μέρες κοινής δυστυχίας.

Το καλύβι μου, σκεπασμένο με γυμνές λαμαρίνες και με πλεγμένα καλάμια, χωρίς φωτιά τώρα, και με χωνεμένη τη στάχτη στο άχρηστο κράνος, έμοιαζε σα να προσκαλούσε τον κρύο χειμώνα, σύντροφο της ερημιάς που με κύκλωνε. Και το βράδυ, που το χιόνι έπαιρνε κάποιες αντιφεγγιές μέσα στο σκοτάδι κ' είτανε σα να διαβαίνανε στον κατάλευκο τόπο οι ψυχές των αγαπημένων που χάσαμε, άκουγα με το σφύριγμα του βοριά, καθώς τίναζε φτερούγες άσπρες, τις μεγάλες νυφάδες, τα λόγια του φτωχού μου του φίλου - μήνυμα πικρό του θανάτου.

Ολη τη νύχτα ουρλιάζανε, πέρα στις όχτες του ποταμού, τα τσακάλια.

Στις εκβολές του Στρυμώνα

Τσάγεζι - Δ/βρης 1918


Βιογραφικό Του Πάνου Δ. Ταγκόπουλου

(1895 - 1931)

Γεννήθηκε στους Σοφάδες Καρδίτσας, μεγάλωσε όμως στην Αθήνα, στο περιβάλλον του «Νουμά». Σπούδασε και πήρε δίπλωμα της Εμπορικής Ακαδημίας. Εγραφε στίχους που τους βλέπανε και τους επαινούσαν οι συνεργάτες του «Νουμά». Το περιοδικό όμως δεν τους δημοσίευε. Πολύ αργότερα έγινε και αυτό, σηματοδοτώντας την είσοδο του νεαρού Ταγκόπουλου στη Λογοτεχνία. Βοηθούσε τον πατέρα του στην έκδοση του περιοδικού, έζησε τον αγώνα του «Νουμά» και ζυμώθηκε με τις περιπέτειές του. Εγινε και ο ίδιος μαχητής του δημοτικισμού. Από το 1919 είναι τακτικός συνεργάτης και μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την έκδοση του «Νουμά». Το 1917, όταν, λόγω του πολέμου, σταμάτησε η έκδοση του «Νουμά», μαζί με μια ομάδα νέων λογοτεχνών βγάζει ένα νέο περιοδικό τον «Πυρσό» που σταματά την έκδοση με την επιστράτευση του Ταγκόπουλου. Συμμετέχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία και γυρίζει με κλονισμένη υγεία.

Η σκορπισμένη στα περιοδικά εργασία του είναι πολλή, ποικίλη και ενδιαφέρουσα. Εργα του, πεζά ποιήματα: «Πρόζες» 1915 και «Λουλούδια - Ερωτες - ταξίδια» 1924. Ποιήματα: «Δροσοσταλίδες» 1915 με πρόλογο του Κ. Παλαμά, «Λυρικά» 1921, «Γυρίσματα στο ξέφωτο» 1923. Συλλογές διηγημάτων: «Ενα διαμάντι που πέρασε» και «Η ζωή που πέρασε, ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», όπου με μεγάλη επιτυχία παρουσιάζονται λαϊκοί τύποι της Αθήνας.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ