ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Απρίλη 2010
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το φιλιάτικο

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η συνεστίαση θα γινόταν σ' ένα υπόγειο κουτούκι της Κυψέλης. Παρ' όλες τις επιφυλάξεις μας, για την οικονομική κρίση προπαντός, οι προσπάθειες, όπως λέμε, στέφθηκαν με επιτυχία, οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν και το Σαββατόβραδο η αίθουσα γέμισε γρήγορα - γρήγορα προς μεγάλη ικανοποίηση των διοργανωτών συντρόφων.

Το φαγητό ήταν αρκετά καλό για τέτοιες περιπτώσεις και το κρασί πολύ καλύτερο.

Δυο κιθαρίτσες, οι ίδιοι και τραγουδιστές και κάποια πάντα αγαπημένα παλιά «λαϊκά» φτάνανε για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα και κέφι, που έτσι κι αλλιώς το είχαμε όλοι έτοιμο εκ των προτέρων, αποφασισμένοι τόσο για την επιτυχία της εκδήλωσης, όσο και για τη χαρά να βρεθούμε όλοι μαζί φέρνοντας και την παρέα μας, και να διασκεδάσουμε λιγάκι.

Αλλωστε, ο κύριος σκοπός της συνεστίασης δεν ήταν βέβαια αυτός, αλλά η ενίσχυση της οικονομικής εξόρμησης.

Το βράδυ μας περνούσε ευχάριστα με την επιλογή των τραγουδιών που κάποιοι τα σιγοντάριζαν ή τα χόρευαν, με κουβεντούλα, με το πούλημα των λαχνών και την κλήρωση των δώρων, όπως συνήθως.

Μόνο που σ' αυτήν τη συνεστίαση κάτι ξεχωριστό υπήρχε στη διάθεσή μας σα να το 'χαμε πολύ ανάγκη να ξεσκάσουμε, τουλάχιστον στη δική μας παρέα.

Κάθε φορά που πίναμε, τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας, όσο μπορούσαμε πιο θορυβώδικα και γελούσαμε σαν παιδιά, που κάνουν ευχάριστη φασαρία.

Κάποια στιγμή εκεί κοντά στα μεσάνυχτα στο τραπέζι μας το κρασί τελείωσε, αν και μέχρι εκείνη την ώρα το 'χαμε «τσούξει» για τα καλά.

-- Δε φέρνουμε ένα ακόμα, ένα τελευταίο, πρότεινε ο κυρ Γιώργης, περισσότερο για να παρατείνει την παραμονή μας επειδή έβλεπε ότι κάποιοι ετοιμαζόμαστε να φύγουμε.

Μια θύμηση ξεπήδησε ξαφνικά στο μυαλό μου στο άκουσμα της λέξης τελευταίο. Μια θύμηση παλιά και ξεχασμένη.

-- Ναι, ναι φώναξα ενθουσιασμένη.

-- Το..; Το πώς το λένε, βρε παιδιά; ρωτούσα προσπαθώντας να θυμηθώ.

-- Το τελευταίο, το λιγάκι, που πίνουμε πριν διαλυθεί η παρέα που το μοιραζόμαστε από κάνα δυο γουλιές και το πίνουμε σαν αποχαιρετιστήριο, σαν καληνύχτισμα. Κανείς, ακόμα και στα γύρω τραπέζια δε βρέθηκε να το ξέρει. Με κοιτούσαν απορημένοι, μην καταλαβαίνοντας τι θέλω να πω, τι μου συμβαίνει.

Και ξαφνικά ένα έντονο συναίσθημα, μια συγκίνηση και μια ανατριχίλα με πλημμύρισαν και μια εικόνα έλαμψε στο μυαλό μου σαν κρυστάλλινο άσβηστο καντήλι κι η λέξη που έψαχνα έφτασε με δόνηση στα χείλη μου.

-- Το φιλιάτικο, φώναξα, το φιλιάτικο.

Πήρε τη λέξη η παρέα, και φέραμε και πρώτο και δεύτερο και τελευταίο φιλιάτικο.

Γύρισα σπίτι αργά. Δε μου κόλλαγε ύπνος, δε μπορούσα να το χωνέψω πως κανείς δεν είχε ξανακούσει αυτή τη λέξη, αυτό το χαρακτηριστικό για το κρασί και την παρέα επίθετο.

Καθώς δεν έλεγα να κοιμηθώ, ήρθε και θρονιάστηκε για τα καλά στη μνήμη μου η εικόνα σαν να 'ταν χτεσινή. Σαν να μην είχαν περάσει από τότε όλα αυτά τα δύσκολα, αλλά και τόσο σημαντικά σε γεγονότα χρόνια.

Μπροστά μου η ταβερνούλα του κυρ Μήτσου, τα καλοκαιρινά βραδάκια. Με τα μικρά τετράγωνα τραπεζάκια στρωμένα έξω στον ποτισμένο από το απόγευμα χωματόδρομο, με τα καρό τραπεζομαντιλάκια τους, τη γυάλινη αλατιέρα και τα αναποδογυρισμένα ποτηράκια του κρασιού έτοιμα να δεχτούν τις ίδιες παρέες κάθε βράδυ, των γειτόνων που έρχονταν να περάσουν λίγο την ώρα τους κουβεντιάζοντας φιλικά μεταξύ τους για ό,τι έπεφτε στην αντίληψή τους όλη μέρα στο μεροκάματο.

Επιναν κάνα δυό κατοσταράκια και τσίμπαγαν πάντα τον ίδιο μεζέ σαρδελίτσες ξιδάτες, φετούλα, ελίτσες, ψωμάκι. Και μόνο τα Σαββατόβραδα κανένα κεφτεδάκι ή μαριδάκι τηγανητό, ενώ διασκέδαζαν με το γραμμόφωνο, όπως κι όλη η γειτονιά, που ο κυρ Μήτσος το άνοιγε το απόγευμα και το έκλεινε τα μεσάνυχτα που έκλεινε και το μαγαζί του.

Ο δρόμος μας ήταν αδιέξοδος, γιατί τον έκλεινε ένα ρέμα που ξεκίναγε από τα Τουρκοβούνια κι έφτανε κάτω μέχρι τα προσφυγικά της Σχολής Ευελπίδων: Μια μακριά σειρά παράγκες, μερικές διώροφες με μικρά ξύλινα μπαλκονάκια που μου φαίνονταν σα ζωγραφιές σε σχολικό τετράδιο ιχνογραφίας.

Κατεβαίναμε εκεί και παίζαμε με τα προσφυγόπουλα στην αλάνα μπροστά στη Σχολή Ευελπίδων και το πίσω μέρος του πάρκου του Πεδίου του Αρεως.

Αλάνα, όμως, γινόταν και ο δρόμος μας για μας τα παιδιά κι αυλή για τους μεγάλους, επειδή δεν περνούσε ποτέ από κει κανένα τροχοφόρο, παρά μόνο κάθε πρωί το κάρο του μανάβη και το κάρο του σκουπιδιάρη.

Ετσι, τα Σαββατόβραδα στηνόταν χορός πάνω στον ποτισμένο χωματόδρομο γιατί έρχονταν από τις γύρω γειτονιές και κάποιοι νεαροί φίλοι του θείου μου. Αυτοί έπιναν λίγο και συζητούσαν μεταξύ τους σοβαρά και χαμηλόφωνα, και κάποια στιγμή σηκώνονταν και χόρευαν χασάπικο πολύ ωραία και μεις τους θαυμάζαμε.

Προς το τέλος της βραδιάς παίρνανε τις καρέκλες τους κι έρχονταν και κάθονταν μαζί με τους γείτονες. Τους κερνούσαν ένα κατοσταράκι, το φιλιάτικο, όπως το έλεγαν κι έπιαναν την κουβέντα.

Μιλούσαν για τα νέα που δε φτάνανε στη γειτονιά μας και που, όμως, συμβαίνανε στον κόσμο. Για καινούριες ιδέες, πολιτικές θεωρίες, κόμματα και συστήματα που θα άλλαζαν το σημερινό σάπιο κι άδικο σύστημα της εκμετάλλευσης των εργατών. Πως σ' όλο τον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα πολλοί εργάτες, αλλά και μορφωμένοι άνθρωποι, μάθαιναν για όλα αυτά, οργανώνονταν και αγωνίζονταν. Οι γείτονες τους άκουγαν προσεκτικά συλλογισμένοι και δείχνοντας ενδιαφέρον και συμπάθεια, αλλά μένανε δύσπιστοι για το ότι είναι δυνατό ν' αλλάξουν τόσο τα πράγματα στον κόσμο και στη δική τους ζωή, όπως μας εξηγούσε ο θείος μας.

Πριν τα μεσάνυχτα, ο κυρ Μήτσος άρχιζε να μαζεύει για να κλείσει. Οι παρέες πίνανε και την τελευταία γουλιά από το φιλιάτικο, καληνύχτιζαν κι έφευγαν για τα σπίτια τους. Ο κυρ Μήτσος κατέβαζε τα πάντα σηκωμένα ως τους αγκώνες μανίκια του, έβγαζε την ποδιά που του 'ρχόταν ως τα γόνατα, τους καληνύχτιζε κι αυτός και φώναζε στον κυρ Θόδωρο, τον εργένη, που έπινε λίγο περισσότερο και παραπατούσε:

- Ισωμα, Θόδωρε, ίσωμα.

Εσβηνε η λάμπα στα σπίτια της γειτονιάς, τα παντζούρια κλείνανε και όλα βυθίζονταν σε μια καταθλιπτική ησυχία και μόνο απόμακρα χάνονταν σιγά σιγά οι φωνές των νεαρών που τραγουδούσαν φεύγοντας:

«Χαράματα η ώρα τρεις, θα 'ρθω να σε ξυπνήσω, κρυφά από τη μάνα σου, να σε χαρώ, να βγεις να σου μιλήσω».


Βιογραφικό της Μαρίας Κούρκουλου - Μπάβα

Γεννήθηκα στην Αθήνα στη συνοικία Γκύζη, σε μια μεγάλη φτωχική οικογένεια εργατοτεχνιτών. Είχα την τύχη, στα μεταπολεμικά χρόνια, να τελειώσω δημοτικό και γυμνάσιο με ιδιαίτερα προοδευτικούς δασκάλους και καθηγητές. Από το σπίτι μου κι από κείνους δεν έμαθα μόνο γράμματα, αλλά πήρα και κατευθύνσεις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές, που διαμόρφωσαν την όποια προσωπικότητά μου. Τα μετεμφυλιακά χρόνια, προσπάθησαν και προσπάθησα να μπω στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλολογική Σχολή, αλλά «απέτυχα» προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση όλων των καθηγητών μου, που με είχαν για φαβορί και προπαντός των δύο εξαιρετικών και σπουδαίων, για μένα, φιλολόγων (Σκοπετέας Σταύρος, Μαρία Οικονόμου), που μου έκαναν χώρια από το γυμνάσιο μαθήματα λογοτεχνίας, πιστεύοντας ότι ήμουν «λογοτεχνικό ταλέντο». Δεν ξαναεπιχείρησα να δώσω εξετάσεις για λόγους οικογενειακούς, οικονομικούς και πολιτικούς. Αρχισα να γράφω από το γυμνάσιο ακόμα, και το πρώτο αξιόλογο, που έγραψα τότε, ήταν ένα ποίημα για τον Αρη Βελουχιώτη. Κατόπιν και κατά καιρούς έγραψα διάφορα πράγματα, πάντοτε, σχεδόν, σε πεζό λόγο. Μερικά τα έκρυβα και μερικά άλλα, μετά από καιρό, τα έσκιζα. Αποφάσισα να γράψω το βιβλίο «Οι "άθλοι" της Αννας» μετά το θάνατο της αδελφής μου κι αφού είχαν συσσωρευτεί μέσα μου καταστάσεις και συναισθήματα, που με πίεζαν ασφυκτικά.

Εκτός από τα παραπάνω, δεν έχω τίποτα άλλο να παραθέσω ή να επιδείξω, που να παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρά μόνο όσα λίγα έχω προσφέρει στην οικογένειά μου και στο Κόμμα μας, του οποίου είμαι μέλος.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ