Ο «Ρ» αποκαλύπτει σήμερα τις νέες αντιδραστικές, αντιλαϊκές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης που τέθηκαν σε ισχύ στη χώρα μας στις 4 Ιούνη 2009 και που προβλέπουν την ίδρυση τράπεζας DNA, την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και την εκτεταμένη χρήση των καμερών παρακολούθησης
Και δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η απόφαση της κυβέρνησης να ψηφίσει αυτές τις τροπολογίες. Κι αυτό γιατί όλα αυτά προβλέπονται σε απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την ενίσχυση της Υπηρεσίας που ονομάζεται Eurojust (Γιουροτζάστ), τον εισαγγελικό βραχίονα της ΕΕ.
Ο «Ρ» αποκαλύπτει σήμερα ότι στις 4 Ιούνη 2009, τρεις μέρες πριν τις ευρωεκλογές, τέθηκε σε ισχύ συμφωνία που έχουν υπογράψει όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και που προβλέπει ακριβώς όσα υλοποιεί τώρα η κυβέρνηση της ΝΔ. Μέτρα αντιδραστικά και αντιλαϊκά σε βάρος του λαϊκού κινήματος που έχουν αποφασιστεί στην ΕΕ, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της Υπηρεσίας Eurojust. Επιπλέον, αποκαλύπτει όσα προβλέπουν αυτές οι αποφάσεις της ΕΕ, που στοχεύουν στο να στηθεί ένας τεράστιος ιστός παρακολούθησης ελέγχου και καταστολής, που θα φακελώνει πολίτες, εργαζόμενους, θα επιχειρεί να βάλει φρένο στη συνδικαλιστική δράση, θα περιορίζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Eurokinissi |
Oι αποφάσεις της ΕΕ στοχεύουν στο να στηθεί ένας τεράστιος ιστός παρακολούθησης ελέγχου και καταστολής, που θα φακελώνει πολίτες, εργαζόμενους, θα επιχειρεί να βάλει φρένο στη συνδικαλιστική δράση, θα περιορίζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες |
Στις 16/12/2008 το Συμβούλιο των υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών της ΕΕ ενέκρινε την Απόφαση 2009/426/ΔΕΥ «για την ενίσχυση της Eurojust και την τροποποίηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος». Εχει τη σημασία του το γεγονός ότι η Απόφαση υπογράφτηκε από τους αρμόδιους υπουργούς το Δεκέμβρη 2008, αλλά όπως αναφερόταν στο τελευταίο άρθρο της (με τίτλο «Ενεργοποίηση»), «Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Αυτή η δημοσίευση που εκκρεμούσε έγινε στις 4 Ιούνη 2009, λίγες βδομάδες πριν τις προαναφερόμενες κυβερνητικές τροπολογίες.
Αλλωστε, το κείμενο για το οποίο μιλάμε είναι ακριβώς στο πνεύμα των τροπολογιών αυτών (περί καμερών, παρακολούθησης επικοινωνιών και αποθήκευσης DNA). Διόλου τυχαία το Συμβούλιο των αρμόδιων υπουργών αναφέρει στην Απόφαση που παρουσιάζουμε:
«Η Eurojust θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί για την επεξεργασία ορισμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά την εθνική νομοθεσία των οικείων κρατών μελών, εικάζεται ότι έχουν διαπράξει ή έχουν συμμετάσχει σε αξιόποινη πράξη για την οποία είναι αρμόδια η Eurojust ή τα οποία έχουν καταδικαστεί για τέτοια πράξη. Ο κατάλογος αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να περιλαμβάνει αριθμούς τηλεφώνου, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένα σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων, προφίλ DNA που έχουν καταρτισθεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA, φωτογραφίες και δακτυλικά αποτυπώματα. Ο κατάλογος θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης καθώς και τα συναφή δεδομένα που χρειάζονται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών». Και η κυβέρνηση της ΝΔ υλοποίησε ακριβώς τα παραπάνω.
Σε ό,τι αφορά τα άρθρα της νεότερης Απόφασης, μια αντιπαραβολή με το κείμενο του 2002, αποδεικνύει την παραπέρα αντιδραστικοποίηση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στην απόφαση που τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνη του 2009 δεν αφήνεται κανένα περιθώριο στα κράτη μέλη να «εξετάσουν» αν θα ανταποκριθούν στο όποιο αίτημα της Eurojust. Αυτή πλέον «δύναται να καλεί τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών (...) να προβαίνουν σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις (...) να της παρέχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της». Και «τα κράτη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να ανταποκρίνονται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου». Δεν αφήνεται δηλαδή κανένα περιθώριο σε κάποια απρόθυμη (για τους δικούς της λόγους) εθνική αρχή να μη συμμορφωθεί αμέσως με τις υποδείξεις της ευρω-εισαγγελίας.
Στις «συνήθεις εξουσίες» του περιλαμβάνεται η δυνατότητα πίεσης και στις δικαστικές αρχές: «Σε περιπτώσεις μερικής ή ατελούς εκτέλεσης αιτήσεως δικαστικής συνεργασίας, τα εθνικά μέλη (...) δικαιούνται να ζητήσουν από την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους τους να λάβει συμπληρωματικά μέτρα προκειμένου να εκτελεσθεί πλήρως η αίτηση» της Eurojust. Επαναλαμβάνεται δε ξανά και ξανά ότι «τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε (...) η αίτηση που υποβάλλει το εθνικό μέλος να διεκπεραιώνεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, από την αρμόδια εθνική αρχή».
Ανάμεσα στις «αξιόποινες πράξεις» για τις οποίες ενημερώνονται κατονομάζουν την «απάτη στρεφόμενη κατά των οικονομικών συμφερόντων των οικονομικών κοινοτήτων» ή τη «νομιμοποίηση παρανόμων εσόδων». Επιπλέον, ανταλλάσσουν πληροφορίες για υποθέσεις εφόσον «υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις για την εμπλοκή εγκληματικής οργάνωσης ή υπάρχουν ενδείξεις ότι η υπόθεση ενδέχεται να έχει σοβαρή διασυνοριακή διάσταση ή αντίκτυπο σε επίπεδο ΕΕ ή ότι ενδέχεται να επηρεάσει και άλλα κράτη μέλη εκτός από εκείνα τα οποία αφορά άμεσα».
Οι προβλέψεις αυτές, επίτηδες γενικόλογες, σε συνδυασμό με τους τρομονόμους, οδηγούν στο «φακέλωμα» κάθε απεργιακού αγώνα, κάθε εργάτη που συμμετέχει σε κινητοποιήσεις με τη μορφή της κατάληψης κτιρίου ή οδοστρώματος, ακόμα και καθενός που συνεισφέρει οικονομικά για παράδειγμα υπέρ του δοκιμαζόμενου παλαιστινιακού λαού μέσω οργάνωσης που δεν είναι αρεστή στην ΕΕ.
Παραμένει σε ισχύ ότι επεξεργάζονται: «Επώνυμο, γένος, όνομα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμο ή υποκοριστικό. Ημερομηνία και τόπος γεννήσεως. Ιθαγένεια. Φύλο. Τόπος κατοικίας, επάγγελμα και τόπος άσκησης του επαγγέλματος του προσώπου. Αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, άδειες οδήγησης, έγγραφα ταυτότητας και στοιχεία του διαβατηρίου. Πληροφορίες σχετικά με νομικά πρόσωπα, εφόσον περιλαμβάνουν πληροφορίες για άτομα των οποίων η ταυτότητα είναι ή μπορεί να γίνει γνωστή, για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή κατά των οποίων έχει κινηθεί δικαστική δίωξη. Λογαριασμοί σε τράπεζες και σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η περιγραφή και η φύση των πράξεων που τους καταλογίζονται, η ημερομηνία τέλεσης αυτών, ο ποινικός χαρακτηρισμός τους και η πορεία των ερευνών. Οι πράξεις, βάσει των οποίων προβλέπεται η διεθνής διάσταση της υπόθεσης. Πληροφορίες που σχετίζονται με την εικαζόμενη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση».
Και προσθέτουν ως νέα προσωπικά δεδομένα νόμιμης επεξεργασίας:
Φυσικά παραμένει σε ισχύ η πρόβλεψη ήδη από το 2002 ότι «σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Eurojust μπορεί επίσης να επεξεργάζεται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (...) τα οποία αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και τα δεδομένα σχετικά με την υγεία και τη σεξουαλική ζωή (...) μόνον εφόσον είναι αναγκαία για τις οικείες εθνικές έρευνες και για το συντονισμό στο πλαίσιο της Eurojust». Η προϋπόθεση που επικαλούνται μόνον ως κακόγουστο αστείο ακούγεται. Σημειωτέον ότι τα στοιχεία αυτά μπορούν (βάσει του άρθρου 21) να τα διατηρούν όσο κρίνουν απαραίτητο στα αρχεία τους.
Επιπρόσθετα στο κείμενο τονίζεται ότι η Eurojust «δύναται επίσης να δημιουργεί και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τις ακόλουθες οντότητες: τρίτα κράτη (βλ. ΗΠΑ), διεθνείς οργανισμούς και τους υπαγόμενους σε αυτούς φορείς δημοσίου δικαίου (βλ. ΝΑΤΟ και το «διεθνές δικαστήριο» που εξόντωσε τον Μιλόσεβιτς) και την Interpol. Και σε αυτές τις περιπτώσεις επαναλαμβάνεται χωριστά ότι η Eurojust «δύναται» να συνάπτει συμφωνίες με τους προαναφερόμενους και «οι εν λόγω συμφωνίες μπορούν να αφορούν ιδίως την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (...)».
Η υποκρισία περισσεύει εκεί όπου υποστηρίζουν ότι οι συμφωνίες με τους φορείς αυτούς, περί ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μπορούν να συνάπτονται «μετά από αξιολόγηση που επιβεβαιώνει την ύπαρξη ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των δεδομένων από τον εν λόγω φορέα» (ανάλογη πρόβλεψη υπήρχε και στο κείμενο του 2002).
Ωστόσο ακόμα και χωρίς συμφωνία η Eurojust «δύναται» να διαβιβάζει σε «τρίτους» προσωπικά δεδομένα, «εφόσον τούτο είναι αναγκαίο σε μεμονωμένες περιπτώσεις για την πρόληψη ή την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων (...)».
Μάλιστα (όπως προβλεπόταν και στο κείμενο του 2002) παράδοση προσωπικών δεδομένων γίνεται σε αυτούς τους «τρίτους» ακόμα και από ένα μόνο πρόσωπο, το «εθνικό μέλος» (τον αντιπρόσωπο δηλαδή ενός κράτους μέλους στην Eurojust). Ο οποίος «προκειμένου να ληφθούν επείγοντα μέτρα για την πρόληψη άμεσου και σοβαρού κινδύνου για ένα πρόσωπο ή για τη δημόσια ασφάλεια, δύναται να προβαίνει σε ανταλλαγή πληροφοριών που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το εθνικό μέλος (σ.σ.: επαναλαμβάνουμε, ένας μόνο άνθρωπος) είναι υπεύθυνο να διαπιστώνει εάν είναι νόμιμο να επιτρέψει τη διαβίβαση (...) Τα δεδομένα διαβιβάζονται μόνον εάν ο αποδέκτης αναλάβει τη δέσμευση ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν μόνον για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν». Καλά...
Στα εγκαίνια των γραφείων της, στη Χάγη, 29/4/2003, παραβρέθηκαν υπουργοί Δικαιοσύνης και Εσωτερικών των κρατών μελών της ΕΕ, υψηλόβαθμοι εισαγγελείς, μεγαλοσχήμονες από όλη την Ευρώπη. Χαιρετισμό απεύθυνε και ο Φ. Πετσάλνικος, τότε υπουργός Δικαιοσύνης της Ελλάδας στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και προεδρεύων του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ. Λίγες μέρες αργότερα, στις 18/6/2003, το Συμβούλιο της ΕΕ, υπό την προεδρία του Ελληνα Γ. Δρυ, καθορίζει με νέα απόφαση τα του προϋπολογισμού και εσόδων της Υπηρεσίας. Το ...θεάρεστο έργο τους συνεχίζει σήμερα ο Ν. Δένδιας της ΝΔ.
Η δουλειά της Eurojust; Περιγραφόταν καθαρά στην Εκθεση Πεπραγμένων της για το 2003: «Στην καταπολέμηση των σοβαρών μορφών διασυνοριακών εγκλημάτων δε θα πρέπει να λησμονούμε ότι: Χωρίς συλλογή μυστικών πληροφοριών δε θα υπήρχε πληροφόρηση. Χωρίς πληροφόρηση δε θα υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία. Χωρίς αποδεικτικά στοιχεία δε θα υπήρχε δίωξη. Χωρίς δίωξη δε θα υπήρχε προσαγωγή σε δίκη και βεβαίως χωρίς δίκη δε θα υπήρχε δυνατότητα καταδίκης των εγκληματιών».
Πιο τυπικά το άρθρο 3 της ιδρυτικής Απόφασης για την Eurojust (του 2002) όριζε ως «στόχους» της: