Ταινία - διδαχή για την εργατιά
«Το αλάτι της γης» |
Τολμηρή πολιτική ταινία, «Το αλάτι της γης» βασίστηκε σε μια πραγματική απεργία σε ορυχείο του Σίλβερ Σίτι (Νέο Μεξικό). Η πλειοψηφία των «ηθοποιών» της ταινίας ήταν εργάτες του ίδιου ορυχείου. Η πολιτικο-κοινωνικού ρεαλισμού ταινία, αποκάλυψε την άγρια εκμετάλλευση των Μεξικανών κατοίκων από τους Αγγλο-Αμερικάνους βιομήχανους, δηλαδή την Εταιρεία Ψευδαργύρου, η οποία ξαφνικά εμφανίστηκε στη γενέθλια γη των Μεξικανών, ως «ιδιοκτήτρια» του ορυχείου κι απαίτησε από τους αυτόχθονες: ή να φύγουν ή να εργαστούν με άθλιους μισθούς κι άθλιες συνθήκες. Οσοι κάτοικοι έμειναν, δούλευαν σαν εργάτες και ζούσαν σε άθλιες καλύβες - «σπίτια» που «ανήκαν» στην εταιρεία και καταχρεώνονταν αγοράζοντας τα τρόφιμα που πανάκριβα πουλούσαν τα καταστήματα της εταιρείας, τα μόνα στην περιοχή. Οι Μεξικανοί δεν μπορούσαν να δουλεύουν σε ζευγάρια, όπως οι λευκοί εργάτες. Εξαναγκάζονταν να κάνουν τις πιο επικίνδυνες εργασίες. Κι όποτε διαμαρτύρονταν απειλούνταν με απόλυση.
Οταν οι εργάτες κατάφεραν να οργανώσουν μια απεργία, η αστυνομία - όργανο της εταιρείας - προσπάθησε να σπάσει την απεργία, με ρατσιστικές βρισιές, με βία, με σύλληψη ενός εργάτη και τραυματισμό ενός άλλου. Καθώς οι απεργοί επέμεναν στον αγώνα τους, διώχθηκαν από τα καλύβια τους. Τα λιγοστά υπάρχοντά τους και η γη τους καταστράφηκε.
Η ταινία, όμως, δεν περιορίστηκε στο να αποκαλύψει μόνο την άγρια εκμετάλλευση των αντρών εργατών. Αποκάλυψε και την ακόμη σκληρότερη πραγματικότητα στη ζωή των γυναικών, αλλά και τον αγώνα των γυναικών για ίσα δικαιώματα, όχι μόνο στη δουλειά αλλά και στον αγώνα. Ετσι οι Μεξικάνες γυναίκες, αρνούμενες να γίνουν απεργοσπάστριες, μπήκαν δυναμικά στον αγώνα και ισάξια με τους άντρες τους, πολεμώντας παράλληλα και τις παραδοσιακές προκαταλήψεις περί του «αδύναμου» και «δεύτερης» κατηγορίας φύλου τους.
Η ταινία αρχίζει με την αφήγηση της Εσπεράνζα Κουιντέρο: «Τ' όνομά μου είναι Εσπεράνζα Κουιντέρο. Είμαι η γυναίκα ενός εργάτη στο ορυχείο. Εδώ είναι το σπίτι μας. Το σπίτι δεν είναι δικό μας. Τα λουλούδια, όμως... τα λουλούδια είναι δικά μας. Αυτό είναι το χωριό μου. Οταν ήμουν παιδί, λεγόταν Σαν Μάρκος. Οι Αγγλοαμερικανοί άλλαξαν το όνομα σε Zinc Town. Ζινκ Τάουν, Νιου Μέξικο, ΗΠΑ. Οι ρίζες μας φτάνουν βαθιά σ' αυτόν τον τόπο, πιο βαθιά κι από τα πεύκα, κι απ' το ορυχείο. Σ' αυτούς τους ξεροπόταμους ο προπάππος μου έβοσκε τα βοοειδή του πριν έρθουν οι Αγγλοαμερικανοί. Η γη όπου στέκει τώρα το ορυχείο ανήκε στον παππού του συζύγου μου. Τώρα ανήκει στην εταιρεία. Δεκαοχτώ χρόνια έφαγε ο άντρας μου σ' αυτό το ορυχείο. Ζώντας τη μισή του ζωή με το δυναμίτη και το σκοτάδι. Ποιος μπορεί να πει πού αρχίζει η ιστορία μου; Δεν ξέρω. Εκείνη, όμως, τη μέρα τη θυμάμαι σαν την αρχή του τέλους. Ηταν η μέρα της γιορτής μου. Ημουν τριάντα πέντε χρονώ. Ημέρα γιορτής. Κι ήμουν εφτά μηνών έγκυος στο τρίτο μου παιδί. Κι εκείνη τη μέρα - θυμάμαι έκανα μια ευχή... μια τόσο αμαρτωλή σκέψη... μια τόσο σατανική σκέψη που παρακάλεσα το Θεό να με συγχωρέσει. Ευχήθηκα... ευχήθηκα να μη γεννηθεί ποτέ το παιδί μου. Οχι. Οχι σ' αυτόν τον κόσμο».
Το γύρισμα της ταινίας ήταν μια μεγάλη περιπέτεια, που εκτυλίχθηκε «πίσω απ' την κάμερα». Ο Μπίμπερμαν, ένας από τους «δέκα του Χόλιγουντ», τους οποίους φυλάκισε ο Μακάρθι, για «αντιαμερικανικές ενέργειες», μόλις αποφυλακίστηκε το 1947, βάλθηκε να γυρίσει, μαζί με τους ομοϊδεάτες συνεργάτες του, ένα «σκηνοθετημένο ντοκιμαντέρ», με άξονα την απεργία των μεξικάνικης καταγωγής μεταλλωρύχων στο Σίλβερ Σίτι.
Το γύρισμα άρχισε το 1951. Το συνεργείο είχε να αντιμετωπίσει τους ένοπλους «εθνικόφρονες» - μέλη της «Κου Κλουξ Κλαν» και άλλα παρόμοια παράσιτα. Τεχνικοί και καλλιτέχνες έκαναν βάρδιες γύρω απ' το χώρο του γυρίσματος. Χρειάστηκε ακόμα και με τα όπλα τους να απομακρύνουν τους πιστολέρο της «Κου Κλουξ Κλαν». Δύο χρόνια αργότερα, τα γυρίσματα τέλειωσαν. Κανένα, όμως, εργαστήριο δε δεχόταν να επεξεργαστεί την ταινία. Ετσι ο δημιουργός της και οι συνεργάτες τους, αναγκάστηκαν να την τεμαχίσουν και να τη δουλέψουν, κατά δόσεις, σε πολλά εργαστήρια. Τελικά, η «πανηγυρική» πρεμιέρα δόθηκε παράνομα, σ' έναν απόμερο συνοικιακό κινηματογράφο όγδοης κατηγορίας της Νέας Υόρκης.
2. Αφού τα κατάφεραν να δέσουν τον πολίτη στον τροχό του φόβου, τώρα για να τον λύσουν του προτείνουν ένα ατέλειωτο μενού από συμβιβασμούς αν θέλει να τη βγάλει καθαρή.
3. «Ο Θεός υπάρχει, εμείς δεν υπάρχουμε» μου ψιθύρισε ο Αλφόνσο Ράγιες.
4. Οταν ο κ. Παπαθανασίου, υπουργός Οικονομίας, δηλώνει ότι επιθυμεί κοινωνική συναίνεση, εννοεί: ο μισθωτός να περάσει στην κατάσταση του ναυαγίου, να χάσει κάθε πίστη στον εαυτό του, να παρατείνει το μαρτύριό του σαν συνεπής μαζοχιστής, να ξεριζώσει από την καρδιά του κάθε δικαίωμα απόλαυσης της ζωής, να γίνει ένας αριθμός χωρίς καμιά αξία, να αισθανθεί ένοχος ακόμα και για μελλοντικά δεινά, να βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία.
5. Αλλη μια Νέα Δημοκρατία απεβίωσε. Αυτό που ζούμε είναι ένα παρατεταμένο μνημόσυνο, όπου ο ιερέας πρωθυπουργός ψάλλει συνοδεία βαθιών χασμουρητών το τυπικό με συνέπεια.
6. Η ψυχική ένδεια της κ. Μπακογιάννη είναι δύσκολο, ακόμα και με τόσους κόλακες γύρω της, να κρυφτεί. Οταν τελειώνουν τα ψέματα, με όση ραφιναρισμένη αρχαιοπρέπεια κι αν στήνεσαι ανάμεσά μας, η μόνη αρετή που σου απομένει είναι η ελαφρότητα.
7. Διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του στρατηγού Ουίλλιαμ Μάντσεστερ για τις πολεμικές συγκρούσεις στον Ειρηνικό κατά τη διάρκεια του β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο νους μου πήγε στις σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους, στις διακυμάνσεις της αλληλεγγύης τους σε ομαλούς καιρούς και πώς μεταβάλλονται στα δύσκολα: «Οι άντρες αυτοί στη γραμμή του μετώπου ήταν η οικογένειά μου, το σπίτι μου. Ηταν πιο κοντά μου απ' όσο μπορώ να το εκφράσω με λόγια, πιο κοντά απ' όσο είχαν υπάρξει ή θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν οι οποιοιδήποτε φίλοι. Ποτέ δεν μ' απογοήτευσαν και ούτε κι εγώ μπορούσα να τους απογοητεύσω. Επρεπε να είμαι μαζί τους, να μην τους αφήσω να πεθάνουν και να μείνω με την επίγνωση ότι ίσως θα μπορούσα να τους είχα σώσει. Τώρα πια το ξέρω: Οι άνθρωποι δεν πολεμούν για την πατρίδα ή για το σώμα των πεζοναυτών ή για τη δόξα ή για όποια άλλη αφηρημένη έννοια. Πολεμούν ο ένας για τον άλλον».
8. Παρατηρώντας τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην τηλεόραση: Από τη στιγμή που ο θεσμός είναι ζήτημα αποκλειστικά της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ, είναι τελειωμένος. Πρέπει να περιφρονείς βαθιά κάθε υποψήφιο θύμα που προτείνουν οι δύο, αν συμμετέχεις στην ψηφοφορία. Γνωρίζοντας ότι δεν έχει δύναμη ούτε νόημα η παρουσία του, τον μετατρέπεις σε γραμματέα ικανό μόνο για υπογραφές της αρεσκείας σου. Την απάθειά του τη βαφτίζεις σοφία, την αποχαύνωσή του μπροστά στη πραγματικότητα σεμνότητα, την ομηρία του εξύψωση και τη δυσπιστία του αντίσταση. Τι σου φταίει; Τι μου φταίει;