ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Φλεβάρη 2009
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Διαδρομές του βλέμματος

Την πορεία της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, Βούλας Παπαϊωάννου, φωτίζει η έκθεση «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου 1898-1990», που φιλοξενείται στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο Κρήτης

«Πορτρέτο κοριτσιού»
«Πορτρέτο κοριτσιού»
Την πορεία της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου Βούλας Παπαϊωάννου (1898-1990) φωτίζει η έκθεση «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου 1898-1990 από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη», που φιλοξενείται στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο Κρήτης. Μέσα από 200 θέματα, επιλεγμένα με φωτογραφικά και ιστορικά κριτήρια και χωρισμένα σε ενότητες, διαγράφεται η διαδρομή της φωτογράφου από το 1935 έως το 1960. Είναι η δεύτερη φορά που παρουσιάζεται το σύνολο του έργου της, το οποίο προσέφερε η Β. Παπαϊωάννου το 1978 στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.

Η έκθεση χωρίζεται σε έξι ενότητες: α) Τα πρώτα βήματα στη φωτογραφία (1935-1940). β) Η ζωή στην Αθήνα μετά την κήρυξη του πολέμου (1940-1942). γ) Η Πείνα (1941-1942). δ) Κατοχή - Απελευθέρωση - Δεκεμβριανά (1941-1944). ε) Η ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρος. Η προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας (1945-1950). στ) Η μεταπολεμική φωτογραφική απεικόνιση της Ελλάδας (1950-1960). Οι φωτογραφίες κάθε ενότητας έχουν επιλεγεί με θεματικά, αλλά και φωτογραφικά κριτήρια, ώστε πέρα από τη λειτουργία τους ως «ντοκουμέντα» να παραπέμπουν και στην προσωπική γραφή της φωτογράφου.

Η Βούλα Παπαϊωάννου κατέχει μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στους εκπροσώπους της ανθρωπιστικής φωτογραφίας. Την κρίσιμη για την Ελλάδα δεκαετία του '40 έστρεψε το φακό της προς τον απλό άνθρωπο που σιωπηρά έφερε στους ώμους του το βάρος των ιστορικών γεγονότων. Η απόδοση από την ευαίσθητη ματιά της του γενναίου αγώνα που έδωσε ο άμαχος πληθυσμός της χώρας της «καταχωρίζεται», όπως αναφέρει ο Αγγελος Δεληβορριάς, «στα όχι καλά μελετημένα κεφάλαια μιας υποβαθμισμένης αλλά μεγαλόπνοης ιστορίας: της περιπέτειας του Ανθρώπου που δεν παύει ποτέ να διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στα δρώμενα των εκάστοτε περιστάσεων».

«Μάνα με παιδιά», 1945-1947
«Μάνα με παιδιά», 1945-1947
Σημαντική στιγμή της δημιουργίας αυτών των χρόνων αποτελεί η έκδοση του «Μαύρου Λευκώματος» της Κατοχής. Το χειμώνα του '41-'42, η Β. Παπαϊωάννου φωτογράφισε παιδιά και ενήλικους που η ασιτία είχε οδηγήσει στα πρόθυρα του θανάτου. Το 1943 η φωτογράφος ζήτησε από τον χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνό να αναλάβει το σχεδιασμό ενός χειροποίητου λευκώματος με το συγκλονιστικό αυτό υλικό. Το «Μαύρο Λεύκωμα», όπως η ίδια το αποκάλεσε, περιλαμβάνει 83 φωτογραφίες με πορτρέτα σκελετωμένων παιδιών και ενηλίκων, επικολλημένες σε 56 φύλλα από μαύρο χαρτόνι. Το σκληρό εξώφυλλο επίσης είναι κατάμαυρο, χωρίς τίτλο.

«Το σύνολο του έργου της», τονίζει η Φανή Κωνσταντίνου (μαζί με την Ολγα Χαρδαλιά επιμελήθηκαν την έκθεση), «αποτελεί ένα σημαντικό ντοκουμέντο ιστορικής αξίας, μολονότι δεν απαθανατίζει σημαντικά γεγονότα, προσωπικότητες της δημόσιας ζωής ή πολεμικές συγκρούσεις. Με διακριτικότητα, σεβασμό και συγκρατημένη συναισθηματική συμμετοχή ...κατορθώνει να συλλάβει βλέμματα, εκφράσεις και χειρονομίες, που υπαινίσσονται μάλλον παρά καταγράφουν, που δονούν τις αισθήσεις παρά αφηγούνται. Χάρη μάλιστα στις φωτογραφικές της αρετές, τη λιτότητα στην έκφραση και την αφαίρεση περιγραφικών λεπτομερειών, συχνά τα θέματά της αποκτούν διαχρονικότητα και αντανακλούν την πίστη στην ανθρώπινη δύναμη, αλλά και την αισιοδοξία που πηγάζει μέσα από ανατρεπτικές καταστάσεις».

Σελίδα από το «Μαύρο Λεύκωμα»
Σελίδα από το «Μαύρο Λεύκωμα»
Αργότερα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1950, η Β. Παπαϊωάννου έδωσε την προσωπική της φωτογραφική εκδοχή για το ελληνικό τοπίο, σε σχέση με τους ανθρώπους της υπαίθρου και με τα απομεινάρια της ιστορίας του. Αποτυπώνει φωτογραφικά την ελληνική ύπαιθρο, συχνά συμμετέχοντας σε εξορμήσεις της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας, της οποίας υπήρξε σημαντικό μέλος. Η τραχιά γη, οι ηλιόλουστες παραλίες, τα κάτασπρα γεωμετρικά σπίτια, το άπλωμα των διχτυών από τους ψαράδες, γίνονται συχνά φωτογραφικά στερεότυπα που αποδίδονται με γραφικότητα.

Κατά τη διάρκεια της έκθεσης, θα προβάλλεται η εκπομπή «Παρασκήνιο» (παραγωγή ΕΡΤ) με τον τίτλο «Η Ελλάδα μέσα από το φακό της Βούλας Παπαϊωάννου», σε σκηνοθεσία Καλλιόπης Λεγάκη, σενάριο Καλλιόπης Λεγάκη και Μαρούλας Γεντέκου. Παράλληλα, θα διατίθεται η μονογραφία «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη» (έκδοση του Μουσείου Μπενάκη και της «Αγρα»).


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Γράμμα του Σπετσιώτη για το μελό

Επειδή τον τελευταίο καιρό είχαμε για λίγο χαθεί με τον Τάκη Σπετσιώτη και δεν κάναμε τις συνηθισμένες μας συζητήσεις, μου έστειλε το παρακάτω γράμμα

Αγαπητέ Γιώργο,

Τα νέα μου είναι καλά. Και... κλειστά. Σπίτι και πάλι σπίτι. Το ξέρεις από το καλοκαίρι ότι συλλέγω παλιά μελό του ελληνικού κινηματογράφου του '60. Περνάω ωραία μ' εκείνους τους ασπρόμαυρους νταλκάδες, που μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια, τότε που τα 'βλεπα καθισμένος μπροστά σε κουρελούδες στο θερινό της Ερμιόνης, μιας και δεν υπήρχε θέση για μας την πιτσιρικαρία στον συνωστισμένο κινηματογράφο - θα 'χεις φαντάζομαι παρόμοιες εμπειρίες από την Καισαριανή. Συχνά τα αποζητούσα έκτοτε, και τώρα που κυκλοφορούν μαζί με κάποια περιοδικά ...αφηνίασα.

Ξέρεις, βρίσκω υπερεκτιμημένη την άποψη ότι οι κωμωδίες εκείνης της εποχής είναι τα αριστουργήματα, ενώ τα μελό για πέταμα... Τα μελό είναι πιο κοντά στην κοινωνική πραγματικότητα εκείνων των χρόνων, στη φτώχεια, την ταξική ανισότητα, την ανεργία, τη μετανάστευση που χώριζαν τους ανθρώπους. Εχει ενδιαφέρον πως όλες αυτές οι διαφορές παραποιούνταν με τα χάπι εντ και τα... τοιαύτα κόλπα της συνταγής του θεάματος, κι έτσι η πλούσια παντρευόταν το φτωχό λεβέντη της καρδιάς της, ενώ η στείρα γυναίκα ξεπερνούσε το δράμα της κι έπιανε στο τέλος παιδί. (Μάρθα Βούρτση στο Αυτή που δε λύγισε), όσο κι αν όλα αυτά δίνονταν βέβαια μέσα από τη διαστρέβλωση της αλήθειας, σύμφωνα με την ιδεολογία του θεάματος, και κατέληγαν, στην προκειμένη περίπτωση, να κάνουν προπαγάνδα υπέρ της ...αταξικής κοινωνίας ή της ...τεκνοποιίας και κατά των εκτρώσεων!

Εκεί βρίσκεται και το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον αυτών των ταινιών με τις λιγοστές κινηματογραφικές αρετές: στο ραντεβού της Αλήθειας με το Κίβδηλο, πάνω στο οποίο κεντράρουν. Και βέβαια στα ωραία λαϊκά τραγούδια: τι Καλδάρας, τι Τσιτσάνης, τι επιτυχίες! Επίσης, στα κωμικά διαλείμματα μέσα στο δράμα - θυμήσου εκείνες τις ανεπανάληπτες σκηνές με τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη στο Αγάπησα και πόνεσα λ.χ. του Τεγόπουλου με τον Ξανθόπουλο, που είναι πιο εγκρατείς κωμικά κι από ό,τι μια ολόκληρη κωμωδία στηριγμένη στους παλιούς κωμικούς μας!

Από τα dvd εφημερίδων, έπεσα και σε δύο ταινίες του πρόσφατα χαμένου Κώστα Μανουσάκη, λαμπρού διάττοντα στιλίστα σκηνοθέτη της ίδιας εποχής, που εγκατέλειψε οριστικά τη μεγάλη του αγάπη, το σινεμά, στα 1966, κιόλας απ' τα τριάντα τρία του (από την ...καλοπέραση ως φαίνεται), μην επιστρέφοντας ποτέ, δημοσιεύοντας έκτοτε μόνο τρία σπάνια κι εξαντλημένα σήμερα βιβλία, κι αφήνοντάς μας... χρόνους, το 2005.

Το βρίσκω σκανδαλώδες να μην κυκλοφορούν οι τρεις ταινίες του: Ερωτας στους αμμόλοφους (1958), ένα στιλιστικό ερωτικό δράμα με τη νεαρή Βουγιουκλάκη, τον Μπάρκουλη και τον Γιάννη Αργύρη. Ή, πάλι, η επιτυχημένη Προδοσία (1964), μια περιπέτεια ανάμεσα σ' έναν ναζί αξιωματικό που ερωτεύεται μια νεαρή Εβραία, στην κατοχική Αθήνα, την καταγγέλλει, εκείνη καταδικάζεται σε θάνατο, κι εκείνος τρελαίνεται και αυτοκτονεί. Ταινία που μετέβαλε την ιστορική περιπέτεια της γενοκτονίας και της γερμανικής κατοχής σε μια περιπέτεια της ψυχής - ό,τι την κάνει δηλαδή ενδιαφέρουσα σαν γραφή ακόμη και σήμερα.

Την τρίτη και τελευταία του ταινία, τον υποβλητικό και καταραμένο Φόβο (1966) - με τον Ανέστη Βλάχο, τη Χρονοπούλου, τη Ναθαναήλ και τον μετέπειτα ενδιαφέροντα, αν και υπερεκτιμημένο, σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό - έχω καιρό να τον δω, μιας και δεν κυκλοφορεί. Πάντως, με το καταραμένο του θέμα - το φόνο πάνω σε στιγμή ερωτικού παροξυσμού κωφάλαλης υπηρέτριας από γιο πλούσιου τσιφλικά - και την προωθημένη του κινηματογράφηση, ο Φόβος είναι ακόμα ...ταινιάρα! Ο Κώστας Μανουσάκης, που δεν τον άφησαν ούτε οι «εμπορικοί» του '60 ούτε οι «ποιοτικοί» που ακολούθησαν να ανασάνει, γνώριζε κινηματογράφο, δεν κατέφευγε σε νεορεαλισμούς, μπρεχτικούς ρεαλισμούς και λογής λογής -ισμούς και φορμαλισμούς της μόδας, η δε εναλλακτική σκηνοθεσία του - ανθρωποκεντρική και ταυτοχρόνως προηγμένη γλωσσικά - απευθυνόταν από τη μια στους λίγους, από την άλλη γνώριζε, παράλληλα, στο ευρύ κοινό τον ποιοτικό κινηματογράφο, κάτι που ελάχιστα έως καθόλου πέτυχε ο «νέος» ελληνικός κινηματογράφος, που ήδη είναι «σκονισμένος παππούς», δεν πα' να εξοπλίζει τη «διανομή» του μ' όλους τους διεθνείς ηθοποιούς που υπάρχουν! Αυτά τα ολίγα, φίλτατε, εις το επανιδείν. Φιλιά στη Λητώ.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ