«Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» |
Δραματουργικά αριστουργηματικό, τολμηρής κοινωνικής κριτικής έργο «Ο θάνατος του εμποράκου» (1949), είναι η τρίτη εκδοχή ενός έργου που ο Μίλερ έγραψε με αφορμή το κραχ στις ΗΠΑ, το 1929, το οποίο σημάδεψε δραματικά την οικογένειά του, τον ίδιο, την αριστερή ιδεολογία και το έργο του. Το κραχ, μαζί με πολλές χιλιάδες εμπόρων, ρήμαξε και τον πατέρα του. Μαθητής ακόμα ο Μίλερ βγαίνει στη βιοπάλη. Εικοσιενός ετών γράφει το πρώτο του έργο «Δεν είναι κακός» (1934), με θέμα το κραχ. Το 1937 γράφει τη δεύτερη εκδοχή, και το 1949 την τρίτη, με τίτλο «Ο θάνατος του εμποράκου». Ο Μίλερ επιμένοντας με το θέμα αυτό αποκάλυπτε ότι στον καπιταλισμό, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, το μεγάλο κεφάλαιο εξόντωνε και θα εξοντώνει τους ανίσχυρους εμπόρους. Οτι απαράβατος κανόνας του μεγάλου κεφαλαίου είναι να ξεζουμίζει και έπειτα να ταπεινώνει και ανενδοίαστα να πετά σαν στημένη λεμονόκουπα, πριν καν συνταξιοδοτηθεί, κάθε φουκαρά, όπως ο Γουίλι Λόμαν, που μετά από τριάντα χρόνια δουλειάς σε μια εταιρεία, απολύεται πριν την ώρα της συνταξιοδότησής του, πριν εξοφλήσει την τελευταία δόση του στεγαστικού δανείου του. Αφραγκος, ταπεινωμένος, απελπισμένος και λόγω του άνεργου γιου του, αυτοκτονεί. Ο Μίλερ κραυγάζει: Το «αμερικανικό όνειρο» περί ίσων ευκαιριών στην εργασία και τη ζωή είναι μια τεράστια απάτη του κεφαλαίου, που δυστυχώς «χάφτουν» οι κοινωνικά ασυνειδητοποίητες, εκμεταλλευόμενες λαϊκές μάζες, κρίνοντας έτσι και αυτές.
«Ο θάνατος του εμποράκου» |
Γεννημένος από φτωχή οικογένεια, από έφηβος στη βιοπάλη, επίσης μεγάλος δραματουργός, ο Τενεσί Ουίλιαμς υπήρξε «κατήγορος» του πλαστού «αμερικανικού ονείρου». Με όλα σχεδόν τα έργα του, υπαρξιακά, ψυχολογικά δράματα - ιδιαίτερα ανίσχυρων κοινωνικά, μοναχικών, ανασφαλών, δύστυχων ανθρώπων - έπλασε μια αποκαλυπτική «τοιχογραφία» της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας, μια «τοιχογραφία» άλλοτε με ορατό και άλλοτε με υποδόριο ταξικό υπόβαθρο. Ο Ουίλιαμς βιωματικά ήξερε ότι πάντα τα ανθρώπινα υπόκεινται στις ταξικές διαφορές, διαφορές που μπορεί να καταλήξουν ανθρωποβόρες, συνήθως από τον ταξικά ισχυρό, αλλά κάποτε και από τον ταξικά ανίσχυρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα έργου με απολύτως ορατό ταξικό υπόβαθρο είναι το ψυχολογικό - σε πρώτη ανάγνωση - δράμα του «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι». Μια πάμπλουτη, ηλικιωμένη μεγαλοαστή, καταπιεστική μητέρα ενός άεργου, μελαγχολικού ψευτοποιητή, υποσχόμενη μια μεγάλη χορηγία σε ψυχιατρικό κέντρο που δοκιμάζει τη μέθοδο της λοβοτομής, όχι μόνο κρατά κλεισμένη σε ψυχιατρείο τη φτωχή, νεαρή εξαδέλφη του γιου της (από το σόι του πατέρα του), αλλά και εξαγοράζει τη συνείδηση ενός ψυχιάτρου ζητώντας του να αχρηστεύσει την κοπέλα με λοβοτομή. Με αχαλίνωτη ταξική περιφρόνηση για την αθώα κοπέλα, και από μίσος γιατί ο γιος της διάλεξε την κοπέλα να τον συνοδεύσει στις τελευταίες διακοπές του στο εξωτερικό αντί για εκείνην, όπως του επέβαλε επί χρόνια, και επιδιώκοντας να μη μαθευτεί η αλήθεια για το πώς και γιατί δολοφονήθηκε ο γιος της στις διακοπές του, αλλά να κατηγορηθεί ως φονιάς του η κοπέλα, επιβάλει τη λοβοτομική εξόντωσή της. Πριν, όμως, επιβληθεί το «δίκιο» του ταξικά ισχυρού, η αλήθεια λέγεται. Ο γιος της μεγαλοαστής, αγνοώντας την κοινωνική πραγματικότητα των τριτοκοσμικών χώρων, μπουχτισμένος από τα κοσμοπολίτικα ταξίδια του και την «πατρόνα» μητέρα του, μαζί με την όμορφη εξαδέλφη του, ως «κράχτη» αναζήτησης ευκαιριακού εραστή, ταξιδεύει σε μια τριτοκοσμική χώρα όπου πέφτει θύμα πλήθους εξαθλιωμένων και πεινασμένων παιδιών. Το έργο, με την πάντα ανθεκτική θεατρικά μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, με το εξαιρετικό εικαστικά (ζωγραφικό) με ελάχιστα και λιτά μοντέρνα αντικείμενα σκηνικό και κοστούμια του Γιώργου Πάτσα (κοστούμια που αντιστοιχούν στο χαρακτήρα και την κοινωνική τάξη του κάθε προσώπου) και την υποβλητική μουσική του Γιάννη Αναστασόπουλου, υπηρετείται με λιτή, ψυχολογικού αλλά και κοινωνικού ρεαλισμού, σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου και τις συνολικά αξιόλογες ερμηνείες των Κατερίνας Χέλμη, Θανάση Κουρλαμπά, Πόπης Λυμπεροπούλου, Ζωής Ρηγοπούλου, Λευτέρη Πολυχρόνη, Μαριάνθης Κυρίου, με σημαντικότερη την ερμηνεία της Μαρίνας Ασλάνογλου.
«Ερωτευμένη με τον Βαν Γκογκ» |
Ο συγγραφέας, παραλλάσσοντας πραγματικά βιογραφικά στοιχεία - την ερωτική απογοήτευση του ζωγράφου από μια πόρνη στο Λονδίνο - τον «φαντάζεται» νεαρό ένοικο δωματίου σε μια πανσιόν, η χήρα ιδιοκτήτρια της οποίας, μάνα μιας κόρης που παντρεύεται έναν άλλο ένοικο, επίσης υποψήφιο ζωγράφο, στερημένη τον έρωτα και την αγάπη επί πολλά χρόνια, ερωτεύεται τον αγνό, αγαθό, ταλαντούχο Βαν Γκογκ και την εκτυφλωτικών χρωμάτων ζωγραφική του. Ενας έρωτας, ανεκπλήρωτος, πλατωνικός που άφησε στη μοναξιά και τις δύο διψασμένες για αγάπη ψυχές, με το ζωγράφο να πεθαίνει από αβάσταχτη δυστυχία, πριν χαρεί την καταξίωση του έργου του.
Το έργο σε ρέουσα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου και δραματουργική επεξεργασία της Λείας Βιτάλη, με θαυμάσιο σκηνικό και κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, φωτισμούς του Κώστα Ποταμιάνου, σκηνοθετημένο αισθαντικά, ατμοσφαιρικά, με ψυχογραφικό ρεαλισμό από τον Ανδρέα Θωμόπουλο, προσφέρει μια ελκυστική γνωριμία με το δραματικό βίο και το εκπληκτικής δύναμης έργο του μεγάλου ζωγράφου. Εξαιρετική, με την απλότητα, φυσικότητα, την εσώτατη, σπαρακτική ψυχογραφική αλήθεια της η ερμηνεία του Θανάση Δόβρη (Βαν Γκογκ) - ένας πολύ ελπιδοφόρος νέος ηθοποιός. Λιτή και αισθαντική είναι και η ερμηνεία της Ελένης Ερήμου. Αξιοσημείωτη η ερμηνευτική κατάθεση και των Αλκηστη Βούλγαρη, Ελένη Λιάσκα και Μιχάλη Κοιλάκου.