Εξωτερική όψη του μεταξουργείου των αδελφών Ράλλη, που άρχισε να λειτουργεί το 1844 στον Πειραιά |
Αυτοί οι άνθρωποι έρχονται να εργαστούν στις δημόσιες υπηρεσίες, ως υπηρετικό προσωπικό, παραγιοί, πλανόδιοι μικροπωλητές κλπ. ή ως εργάτες στην οικοδόμηση της πόλης και αργότερα στα πρώτα εργοστάσια μεταλλουργίας και κλωστοϋφαντουργίας που αρχίζουν να λειτουργούν στην πόλη και πέριξ αυτής.
Είμαστε στα 1860, μεγαλώνει ο πληθυσμός στα αστικά κέντρα και παρουσιάζεται σημαντική ανάπτυξη της βιοτεχνίας, της ναυτιλίας και του εμπορίου. Ο πληθυσμός της Αθήνας συνεχώς αυξάνεται, υπάρχει αισθητό πλεόνασμα εργατικών χεριών από τη φτωχολογιά που συρρέει, και η πόλη επεκτείνεται, χωρίς συγκεκριμένο σχεδιασμό, αλλά με σαφή ταξικό διαχωρισμό. Εχει φτάσει τις 40.000 περίπου. Τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα μένουν στο νέο κομμάτι της πόλης (το σημερινό κέντρο) και τα κατώτερα στρώματα στο παλιό οθωμανικό τμήμα της πόλης, στο Θησείο, στου Ψυρρή.
1834. Το οίκημα του Κατακουζηνού, που προοριζόταν για εμπορικό κέντρο. Το 1852 μετατράπηκε σε μεταξουργείο (αριστερά του, η οικία Προβελέγγιου). Το οικόπεδο του κτιριακού συγκροτήματος βρίσκεται σήμερα μεταξύ των οδών Μυλλέρου 32-46, Μ. Αλεξάνδρου, Γιατράκου και Λεωνίδου |
Το Γκαζοχώρι ήταν ένας τυπικός εργατικός οικισμός και πήρε το όνομα από το εργοστάσιο φωταερίου που οικοδομήθηκε το 1860. Μικρά οικήματα, μονώροφα, το πολύ διώροφα, που στέγαζαν σε άθλιες συνθήκες πλήθος εργαζομένων στις βιομηχανίες της περιοχής, στο γκάζι, στο μεταξουργείο κ.α. Περιοχή με πολλά τέλματα, υπεύθυνα για τους ελώδεις πυρετούς που μάστιζαν την περιοχή.
«Το εργοστάσιο συνέχισε να επεκτείνεται, με βασικές οικοδομικές φάσεις χρονολογούμενες μεταξύ των ετών 1862-1887, 1896-1914 και (δευτερευόντως) 1952-1960, εξελισσόμενο σε ένα βιομηχανικό συγκρότημα που περιλάμβανε ξυλουργεία, σιδηρουργεία, μηχανουργεία, επισκευαστικά συνεργεία, αεροφυλάκια, φούρνους, κτίρια υπηρεσιών και διοικήσεως, κτλ.».
Η ονομασία της ομώνυμης πλατείας και της συνοικίας οφείλεται στο γνωστό μεταξουργείο της Αθήνας που λειτούργησε στην Αθήνα στα μέσα του 19ου αιώνα. Η περιοχή βρισκόταν έξω από την πόλη της Αθήνας, σε άμεση γειτνίαση με αυτή. Περιοχή με περιβόλια και χωράφια. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, οι πιθανές κατευθύνσεις οικιστικής ανάπτυξης ήταν πολλές. Η πρόταση των Κλεάνθη - Σάουμπερτ και Κλέντσε για την τοποθέτηση των ανακτόρων στις γειτονικές περιοχές της Ομόνοιας και του Δίπυλου, αντίστοιχα, προδιέγραφε την εξέλιξη της περιοχής σε ζώνη αστικών λειτουργιών. Αυτό κινητοποίησε «τις αγορές γης και προσέλκυσε τη σημαντική επένδυση του πρίγκιπα Γεωργίου Κατακουζηνού σε ένα μεγάλο αστικό ακίνητο που θα λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο. Ταυτόχρονα, άρχισαν να χτίζονται και ορισμένες μεγάλες κατοικίες εύπορων επήλυδων». Η τελική απόφαση για την ανέγερση των ανακτόρων στο άλλο άκρο της πόλης ανέτρεψε τα δεδομένα. Η δημιουργία εμπορικού κέντρου σε αυτήν την περιοχή δεν είχε πλέον νόημα. Ετσι, το οίκημα του Κατακουζηνού έμεινε ημιτελές. Το οίκημα το αγόρασε το 1852 η εταιρεία «Αύγουστος Μπράμε και Σία» και το μετέτρεψε σε μεταξουργείο. Αργότερα, όταν η αγγλική εταιρεία πτώχευσε, το κτίριο περιήλθε στη «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Αθανάσιος Δουρούτης & Σία» και λειτούργησε έως το 1875. Το εργοστάσιο λειτούργησε αποτρεπτικά για την ανέγερση κατοικιών. Στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της περιοχής, συνέβαλαν η εγκατάσταση του εργοστασίου παραγωγής φωταερίου και η εγκατάσταση του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, το 1856. Το ορφανοτροφείο ίδρυσε εργαστήρια για την επαγγελματική εκπαίδευση των τροφίμων του: Αρχικά, εργαστήρια ραπτικής και υποδηματοποιίας, και αργότερα σιδηρουργείο. Ετσι, προς τα εκεί κατευθύνθηκαν οι παραγωγικές λειτουργίες. Αμαξοποιεία, ξυλουργεία και εργαστήρια μετάλλου συγκεντρώνονται στην περιοχή. Καθώς ο πληθυσμός της Αθήνας αυξάνεται, μέσα στη δεκαετία 1875-1885, η περιοχή εποικίστηκε από εργάτες (μετανάστες από την επαρχία) και ενσωματώθηκε στην πόλη. Ο εποικισμός όχι μόνο δεν ανέκοψε τις παραγωγικές λειτουργίες, αλλά, αντίθετα, ο χαρακτήρας των νέων εποίκων τη διευκόλυνε. Εκτοτε είναι περιοχή παραγωγικών δραστηριοτήτων και κατοικίας. Πρόσφερε φτηνή στέγη και συγκέντρωνε τους κολασμένους αυτής της χώρας.
Το εργοστάσιο φωταερίου «Γκάζι», όπως διασώζεται σήμερα |
Το υφαντουργείο του Κ. Στεφόπουλου |
Σε μία πρωτότυπη και καλαίσθητη έκδοση με τίτλο «Το βιβλίο των ανεπίδεκτων, των ατίθασων και άλλων ιδιοφυών» των Jean-Bernard Pouy και Anne Blanchard, 27 εξαιρετικές προσωπικότητες από το χώρο της επιστήμης, της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής, της μουσικής και του κινηματογράφου βιογραφούνται με παιχνιδιάρικη ματιά και επίκεντρο την παράξενη παιδική τους ηλικία και το «ανάρμοστο» του χαρακτήρα τους.
Η έκδοση αποτελεί ένα άλμπουμ προσωπογραφιών για παιδιά και όχι μόνο, που προσεγγίζει με χιούμορ και όχι με εγκυκλοπαιδικό τρόπο φωτεινά μυαλά της Ιστορίας. Μέσα από τις περιπέτειες της παιδικής τους ηλικίας, άλλοτε αστείες και άλλοτε συγκινητικές, τις καθοριστικές στιγμές της εφηβείας τους, αλλά και το ιστορικό - κοινωνικό πλαίσιο της δράσης τους, φανερώνεται πώς και γιατί άφησαν το αποτύπωμά τους στην Ιστορία άνθρωποι όπως ο Καρλομάγνος, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Αϊνστάιν, ο Τζακ Λόντον, ο Δαρβίνος, ο Τζον Λένον, η Αγκάθα Κρίστι, ο Φρανσουά Τριφό κ.ά.
Κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Αι Αθήναι, ως το μεγαλύτερον εν Ελλάδι κέντρον πληθυσμού, προσφέρουσιν, υπέρ παν άλλο μέρος του ελληνικού εδάφους, προς εργασίαν ικανάς χείρας απόρων γυναικών επί μετρία αντιμισθία και καθιστά τα πάντα ευχερέστερα, ή αλλαχού, προς τακτικοτέραν εργασίαν του καταστήματος...
Το περί ου ο λόγος μεταξοκλωσίας κατάστημα κείται καταλλήλως εντός μεν του σχεδίου της πόλεως Αθηνών και πλησίον των υπό του λαού κατοικουμένων συνοικιών, μακράν δε του κέντρου, εν τόπω υγιεινώ, επί των οδών Κεραμεικού και Σεπολίων. σύγκειται δε μετά του παρακείμενου κήπου εκ πήχεων τετραγωνικών 24.534 ως έγγιστα, εξ ων 3.460 πήχεις αποτελούσι την οικοδομήν (από το πρόγραμμα της «Ελληνικής Σηρικής Εταιρείας»).