ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Φλεβάρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Εγκόλπιο ενός λησμονημένου

Ποιοι εκπροσωπούν σήμερα τη μέσα Ελλάδα του Ζήσιμου Λορεντζάτου και του Λάκη Αποστολόπουλου, στο χώρο της λογοτεχνίας; Δεν πρέπει να βρούμε όλους τους σεμνούς δημιουργούς που, αν και αποτραβήχτηκαν, παίζουν με τα κείμενά τους στο κέντρο μας, για να μας θυμίζουν ότι η λογοτεχνία είναι μόνο τρόπος ζωής;

Ενας από αυτούς είναι ο Αντώνης Γκάντζης. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1952. Σε ηλικία δέκα ετών μετοίκησε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Εχει εκδώσει ποιητικές συλλογές, διηγήματα και κριτικά άρθρα για τη λογοτεχνία. Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει η ποιητική του συλλογή «Το εγκόλπιο ενός λησμονημένου» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

Κάθε εποχή, μου είπε ο Αντώνης Γκάντζης, έχει τα δικά της πρότυπα και φυσικά τους δικούς της κλασικούς. Ετσι ο Ιούλιος Βερν, με τις περιπέτειές του, ο σερ Τόμας Μάλορι, με τον Βασιλιά Αρθούρο και τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, ο Μαρκ Τουέν, με τον ΤομΣόγερ, ο «Γερο-Στάθης» του Λέοντος Μελά, τα «Ψηλάβουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, δεκάδες λαϊκά παραμύθια και βεβαίως τα νεοελληνικά κείμενα στα αναγνωστικά του σχολείου, ήταν τα πρώτα μου αναγνώσματα. Σε μια Ελλάδα φτωχική, χωρίς τηλεόραση, που τα οικονομικά της μέσης οικογένειας δεν επέτρεπαν πολλές εξόδους και διασκεδάσεις, τα βιβλία, κατά κύριο λόγο, και το ραδιόφωνο αποτελούσαν την καταφυγή μας, την απόλαυση. Θα θυμίσω στους πιο παλιούς την περίφημη «Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη», που μας κράτησε συντροφιά τόσα χρόνια με τα καλύτερα κείμενα της ελληνικής Γραμματείας. Παράπονο δεν έχω: χάρη στη μάνα μου, τα βιβλία δεν έλειψαν από το σπίτι. Κι εκείνη, αργότερα, όταν τέλειωσα το Δημοτικό, ήρθε μια μέρα κρατώντας για μένα ένα βαρύ χαρτονένιο κουτί. Από τη στιγμή που το άνοιξα, άρχισε επισήμως η μακρόχρονη περιπέτειά μου στη γλώσσα. Ηταν μπροστά μου, σε έξι σκληρόδετους τόμους, τα Απαντα του Παπαδιαμάντη!

Ο πατέρας μου ήταν ο Ιταλός πιανίστας Τζόρτζιο Φραντσέσκο Γκάντζι. Στη δεκαετία του '50 είχε δική του οκταμελή ορχήστρα, την οποία διηύθυνε με το πιάνο του. Ανοιξη, καλοκαίρι έπαιζαν στην Αλεξάνδρεια, στου «Αθηναίου», ή στη Μοντάζα το φθινόπωρο, και μισό χειμώνα στα τουριστικά ποταμόπλοια του Νείλου, Κάιρο, Λούξορ, Ασουάν... Ετσι γνώρισα τη σαγηνευτική πρωτεύουσα της ερήμου με τις πυραμίδες, τη Σφίγκα, τα γεράκια στον κίτρινο ουρανό της. Με το αιώνιο ποτάμι της ζωής να τη διασχίζει. Δε θα ξεχάσω εκείνα τα χρόνια τον παππού μου, που μ' έπαιρνε βόλτα στην άκρη της θάλασσας, στην Αλεξάνδρεια, και μου έδειχνε τον ορίζοντα λέγοντας: «Να, εκεί κάπου είναι κρυμμένη η Ελλάδα!».

Ευτυχώς η οικογένειά μου δεν ήταν πλούσια, ούτε φτωχή ακριβώς... Ετσι διδάχτηκα στη ζωή κι έμαθα ν' απλώνω τα πόδια ως εκεί που φτάνει η κουβέρτα μου. Το ακολουθώ μέχρι σήμερα και είμαι ικανοποιημένος που τα περιττά δε με θέλγουν. Στο κάτω κάτω από νωρίς διάλεξα το δρόμο των γραμμάτων και δε θα μου ταίριαζε τίποτε άλλο. Οφείλουμε να σκεφτόμαστε με τον τρόπο των κατατρεγμένων... Κάθε διαφορετική στάση αποτελεί φιλολογία των σαλονιών και ύβριν στο πρόσωπο της δικαιοσύνης.

Στη ζωή ενός ανθρώπου που πασχίζει να κατακτήσει τον τίτλο του δημιουργού, πιστεύω ότι έρχεται κάποτε η στιγμή μιας σχετικής απομόνωσης. Τότε άλλοι αποσύρονται στο μοναχικό τους δωμάτιο και άλλοι διαλέγουν να κάνουν οικογένεια. Επέλεξα το δεύτερο. Η οικογένεια μού εξασφαλίζει την κατ' οίκον παραμονή, όχι από υποχρεώσεις, αλλά από το γαλήνιο αίσθημα μιας πληρότητας τόσο απαραίτητης για την απρόσκοπτη δημιουργία. Κοντά στα παιδιά μένεις μακριά από το θάνατο.

Η λογοτεχνία αποτελεί τη μεγαλύτερη έκθεση της ψυχής μας. Είναι σαν να δημοσιοποιούμε μια ακτινογραφία της, χώρια που το να κάνουμε ποίηση μοιάζει με απαίτησή μας να διοριστούμε κηπουροί στους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας! Χρειάζονται πολλές προϋποθέσεις... Τώρα θα δώσω τα γεννήματά μου, τα αγαπημένα μου παιδιά που με βασάνισαν τόσο στην ανατροφή τους... Κι ύστερα θα σταθώ στη μέση ενός λιβαδιού και θα ξεκουραστώ έχοντας σώσει την ψυχή μου!

Αυτά μου είπε μια νύχτα μέσα στον κήπο του ο Αντώνης Γκάντζης. Και τότε κατάλαβα: το Εγκόλπιο το έγραψε από αγάπη για τον λησμονημένο που έχουμε μέσα μας και που προσπαθεί να βρει την πολυπόθητη έξοδο.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Πηγαίος και σαρκαστικός

Πρωτότυπα έργα του Μίνου Αργυράκη παρουσιάζονται στην έκθεση που οργανώνει αυτές τις μέρες στην «Ελληνογερμανική Αγωγή» στην Παλλήνη, η γκαλερί «Βουρκαριανή»

«Υπαινικτικός και ποιητικός, πηγαίος και σαρκαστικός, ο τρόπος που έβλεπε την καθημερινότητα μέσα από τα ονειρικά και τα ευτράπελα στοιχεία της ζωής. Η ζωγραφική και τα σκίτσα του όπως και τα σκηνικά του έχουν τις ρίζες τους στη λαϊκή και την απλοϊκή (νάιφ) τέχνη. Μέσα από τις γραμμές και τα χρώματά τους αναδύεται πηγαίο το χιούμορ, το οποίο συνδυάζεται με το σαρκασμό που εκδηλώνεται με διάφορους τύπους», σημειώνουν χαρακτηριστικά οι μελετητές του έργου του Μίνου Αργυράκη (1920-1998).

Εκθεση έργων του σημαντικού ζωγράφου, σκιτσογράφου και σκηνογράφου οργανώνει και παρουσιάζει αυτές τις μέρες στην «Ελληνογερμανική Αγωγή» στην Παλλήνη, η γκαλερί «Βουρκαριανή». Πρόκειται για πρωτότυπα έργα του καλλιτέχνη, διαφόρων εποχών, που προέρχονται κυρίως από τη συλλογή του Ν. Δαλαρέτου.

Ο Μίνως Αργυράκης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1920, από πατέρα εύπορο τραπεζίτη, που σφαγιάστηκε από τους Τούρκους. Σε ηλικία ενός έτους ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα με τη μητέρα του Γαλάτεια, τη γιαγιά και τον αδελφό του. Η Πηνελόπη Δέλτα θα φροντίσει να φοιτήσει στο Κολέγιο του Ψυχικού. Αργότερα απορρίπτεται δύο φορές από τη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά γίνεται δεκτός στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή... Φίλος του Γιάννη Τσαρούχη, θα μαθητεύσει κοντά του, ενώ δηλώνει ότι δάσκαλοί του ήταν οι: Κόντογλου, Θεόφιλος και Παρθένης. Συμμετέχει στην παρέα των: Μαυροειδή, Μόραλη, Χατζηκυριάκου - Γκίκα, Χατζιδάκι, Γκάτσου, σκιτσάρει, ζωγραφίζει, γράφει, δημοσιογραφεί, σκηνογραφεί.

Το 1940 «σκοτώνει» Ιταλούς με το πενάκι του, στον Εμφύλιο συνεχίζει ως ΕΠΟΝίτης στην Ευρυτανία, με την ελπίδα να αλλάξει τον κόσμο. Επιστρατεύει πάντα τα εικαστικά του σύνεργα ενάντια στην ασχήμια, στην καταπίεση και την υποκρισία.

Το 1957 εκδίδει το πρώτο άλμπουμ με τον τίτλο «Οδός Ονείρων». Μια αιχμηρή, καυστική, κοινωνική σάτιρα της Ελλάδας του '50, που περιέχει πολλά μυθολογικά στοιχεία, αλλά αποπνέει και έναν έντονο λυρισμό. Η «Οδός Ονείρων» θα γοητεύσει τον φίλο του Μ. Χατζιδάκι, που θα τη μεταπλάσει σε μουσική επιθεώρηση και θα παρουσιαστεί στο θέατρο «Μετροπόλιταν» το 1962. Η θεατρική μορφή της «Οδού Ονείρων» ήταν μια συνεργασία Μ. Αργυράκη (σκηνικά, κοστούμια, στίχοι ενός τραγουδιού), Μ. Χατζιδάκι, Αλέξη Σολωμού και Δημήτρη Χορν. Θα ακολουθήσει «Ο γύρος του κόσμου» (1965). Ταυτόχρονα κάνει εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συμμετέχει σε σημαντικές διοργανώσεις - πανελλήνιες του '48 και '51, στο Διεθνές Φεστιβάλ Νεότητας της Μόσχας το 1957, στην Μπιενάλε Σχεδίου στο Ταλεντίνο της Ιταλίας - ενώ παράλληλα δουλεύει σε εφημερίδες και περιοδικά.

Οπως σημειώνει το 1963 στην «Επιθεώρηση Τέχνης» ο Γ. Πετρής, με αφορμή την έκθεση του καλλιτέχνη στην γκαλερί «Ζυγός», «... ο Μ. Αργυράκης μας αποκαλύπτει μια σειρά από περίεργα τέρατα (...). Είναι τέρατα κοινά, σχεδόν καθημερινά, που τα βλέπουμε στο δρόμο μας, που μπορούμε να τα συναντήσουμε σε κάθε βήμα, φτάνει να προεκτείνουμε έστω κι ελάχιστα τις παραστάσεις που μας δίνουν αντικειμενικά οι αισθήσεις μας. Στόχος του είναι οι ξένοι, τα ξένα πράγματα που έρχονται στην Ελλάδα. Από τους ποικιλόμορφους τουρίστες ως την απειλή του πολέμου και την ξένη βοήθεια. Στην πραγματικότητα τα τέρατα τούτα είναι η προσωπική του εντύπωση από τους ξένους και τα ξενόφερτα στον τόπο μας. Και βρήκε ένα δικό του τρόπο να μας εκφράσει αυτές του τις εντυπώσεις».

Λίγο πριν τη δικτατορία, ο Μ. Αργυράκης δημιουργεί με τη σύντροφό του, τον Γ. Τσαρούχη και τον Ευγένιο Σπαθάρη, την «Κιβωτό της Αμυ», ένα πρωτοποριακό χώρο καλλιτεχνικού πειραματισμού, στην Πλάκα, όπου γίνονται και τα πρώτα χάπενινγκ (λόγος, μουσική, χορός). Η χούντα θα κλείσει το χώρο, γιατί δεν είχε άδεια «μετά μουσικών οργάνων...». Ολα αυτά θα τον οδηγήσουν στην Ισπανία, στο Λονδίνο, στην Κοπεγχάγη, όπου κατά τη διάρκεια της επταετίας θα ζήσει φιλοξενούμενος του γλύπτη Τάκη. Στην Κοπεγχάγη θα εκδώσει και τη δεύτερη σατιρική συλλογή σκίτσων του - με κείμενό του αυτή τη φορά - «Η πολιτεία έπλεε εις την Μελανόλευκον».

Μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει τις πολύπλευρες δραστηριότητές του. Το 1981 ξανασυνεργάζεται με τον Μ. Χατζιδάκι και δημιουργούν την «Πορνογραφία» (σκηνικά - κοστούμια), που είναι και η τελευταία ολοκληρωμένη δουλιά του.

Η Ελένη Βακαλό αναφέρει χαρακτηριστικά για τη δουλιά του Μ. Αργυράκη: «Μέσα στα πλαίσια της ελληνικότητας, την πρώτη χρήση ειρωνείας, από τη δεκαετία του '40, την έχουμε στα σκίτσα του Μ. Αργυράκη. Ο Μ. Αργυράκης λειτουργεί βέβαια ως γελοιογράφος. Το ρεπερτόριό του, όμως, αγγίζει όλα τα σύμβολα της ελληνικότητας. Τα απομυθοποιεί γελοιογραφικά από το κύρος τους, αλλά συγχρόνως τα μεταφέρει στο χώρο ονείρων, στην "Οδό Ονείρων" του Νεοέλληνα (...). Με την παρεμβολή του Μ. Αργυράκη τοποθετείται το σημείο που έγινε η στροφή, για να περάσουμε σ' ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα, από το βίωμα στη μνήμη».

Από το 1990 παρουσιάζει τα πρώτα προβλήματα υγείας. Αυτό του στερεί τη δυνατότητα να ζωγραφίζει και να συμμετέχει ενεργά στη ζωή. Ηταν κλεισμένος στο σπίτι του. Δεν έκανε εκθέσεις. Μόνο λιγοστούς φίλους έβλεπε. Μετά το θάνατο του φίλου του Μ. Χατζιδάκι, κλείστηκε στο γηροκομείο. Πέθανε το 1998, πριν προλάβει να δει αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ