Τρίτη 19 Απρίλη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Ελάχιστο εγγυημένο σωσίβιο...

Το καράβι που δούλευε ήταν τριάντα πέντε χρόνων και βάλε. Σάπιο μέχρι τα ύφαλα. Τα ποντίκια είχαν πληθύνει τόσο, που δε χωρούσαν στ' αμπάρια και τις μηχανές και το βράδυ κρατούσαν συντροφιά στους λαδάδες, στις καμπίνες κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Κάθε που ξεκινούσε για ταξίδι, φορτωμένο μέχρι τα μπούνια, οι πιο θρήσκοι κάνανε το σταυρό τους και ξομολογούνταν πριν μπαρκάρουν. Αλλοι από το πλήρωμα, πιο πρακτικοί στη σκέψη, θύμιζαν δειλά στις γυναίκες τους, τη νύχτα πριν λύσουν οι κάβοι, πού είχαν κρυμμένο το χαρτί της διαθήκης, αν τύχαινε και το σάπιο σκαρί δεν τα κατάφερνε και ξέμενε καταμεσής του ωκεανού. Και το πρωί φιλούσαν στοργικά την οικογένεια μ' ένα «αντίο» που εύκολα μπορούσες να διαβάσεις την πίκρα του.

Τον καπετάνιο δύσκολα μπορούσες να τον ξεχωρίσεις από τον πλοιοκτήτη. Μαζί τρώγανε, μαζί πίνανε, μαζί κανόνιζαν τις δουλιές, ο ένας για τα κέρδη και ο άλλος για τον παχυλό μισθό του. Με την καλοσιδερωμένη στολή του, επέβλεπε το εμπόρευμα στη φόρτωσή του και φρόντιζε με φωνές και μπόλικους καλοθελητές τριγύρω του να κόβει τον αέρα σ' όποιον τύχαινε να διαμαρτυρηθεί για το καράβι, τις σκουριασμένες κουκέτες, τις μηχανές που έτριζαν, τον κίνδυνο να πάει αύτανδρο στον πάτο. Είχε σκληράδα στο βλέμμα του, κι ας μαλάκωνε κάθε που ήταν να διαβουλευτεί μ' εκείνους από το πλήρωμα που του χαϊδεύανε τ' αφτιά και στο τέλος τέλος, κάνανε και τη δουλιά του.

Στο τελευταίο ταξίδι, κάποιο βράδυ, τα αίματα άναψαν στο κατάστρωμα. Καυγάς μεγάλος, όταν το καράβι γλίτωσε στην τρίχα από τη φουρτούνα του Ειρηνικού και έπιασε ρότα για τη Σιγκαπούρη. «Την επόμενη φορά, θα μας καταπιούν τα κύματα μαζί με τη σκουριά του» έλεγε εκείνος, καλώντας σε ανταρσία στο επόμενο λιμάνι, μέχρι το πλοίο να παροπλιστεί και να πάει για παλιοσίδερα. «Και το ψωμί μας;» λέγανε κάποιοι, ξεχνώντας πως πριν από λίγες μόλις ώρες θα μπορούσε να τους είχε λείψει ακόμα και η ανάγκη για ψωμί. Κι εκεί πάνω, όπως και κάθε άλλη φορά, ήρθε ο «δεύτερος» να δώσει τη λύση: «Να πούμε του καπετάνιου στη Σιγκαπούρη να αλλάξει τα σωσίβια, να πάρει ένα για τον καθένα μας. Κι όταν με το καλό φτάσουμε στον Πειραιά, να πούμε στ' αφεντικό ν' αλλάξει τον καπετάνιο. Στο κάτω κάτω, αυτός έριξε το καράβι στην καταιγίδα, κι αν ήταν καλύτερος στα κουμάντα, θα είχαμε γλιτώσει τη λαχτάρα».

Ξεφόρτωσαν στη Σιγκαπούρη. Στο γυρισμό, ένα κύμα τους έπνιξε όλους, μαζί με τα καινούρια σωσίβια που πήγαν στον πάτο. Σε δυο μήνες ο πλοιοκτήτης τσέπωσε την αποζημίωση, αγόρασε καινούριο καράβι, προσέλαβε καπετάνιο και πλήρωμα. Οσο για τις οικογένειες εκείνων που πήγαν άκλαφτοι, έμειναν με το «αντίο», και χωρίς το ψωμί που φοβόνταν μη χάσουν οι ναύτες στο δρόμο για τη Σιγκαπούρη. Πήραν και ένα επίδομα, 247 ολόκληρα ευρώ, ένα για κάθε σωσίβιο που πήγε στον πάτο της θάλασσας...



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ