Με υποτροφία στο Παρίσι, κι ενώ μαθητεύει δίπλα στον μεγάλο Γάλλο συνθέτη Ολιβιέ Μεσιάν, επιστρέφει στις ρίζες της ελληνικής μουσικής
Το χρονικό της μεταστροφής του διεθνώς αναγνωρίσιμου μουσικού
Ο Μίκης Θεοδωράκης με τους γονείς του και τον αδελφό του Γιάννη, πριν το 1954, στον Γαλατά Χανίων (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Ομως, ήρθε η στιγμή εκτενώς να ασχοληθούμε με την κυρίαρχη μελοποίηση του θρήνου της μάνας πάνω στο σώμα του νεκρού απεργού αυτοκινητιστή γιου της. Ερχεται στα τέλη του '50, συγκεκριμένα το 1958, με ακόμη ορθάνοιχτες τις πληγές του Εμφύλιου, μετά την αισθητική μεταστροφή του Μίκη Θεοδωράκη: Περνάει από τη σπουδή και τη σύνθεση της ονομαζόμενης σοβαρής μουσικής, στο νέο πεδίο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, δηλαδή καμωμένο από συνθέτες, οι οποίοι έχουν περάσει από τα ωδεία.
Ομως, ποιες διαδικασίες μετέρχεται η αλλαγή μουσικής προσέγγισής του; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η σύνθεση του «Επιτάφιου» αποτυπώνεται σε μια οικογενειακή πανσιόν επί της οδού Μιγομνίλ (προβεβλημένος Γάλλος δικαστικός και πολιτικός επί Λουδοβίκου XVI, 1723-1796), που βρίσκεται στο αριστοκρατικό Ογδοο Διαμέρισμα του Παρισιού. Για να καταλαβαίνετε πού ακριβώς ζει ο συνθέτης, αναζητήστε στον χάρτη τον δρόμο που ξεκινά από τα Ηλύσια Πεδία και περατώνεται στην Πλατεία Κονκόρντ (Ομονοίας).
Με την σύζυγό του, την Μυρτώ Αλτίνογλου, τον Οκτώβρη του 1954, στη Λοζάνη (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Ο λόγος στον Μίκη, ο οποίος μεταφέρει την ατμόσφαιρα των σπουδών:
«Περισσότερο από κάθε άλλο μέρος του κόσμου, το Παρίσι (το μουσικό φυσικά) ζούσε τότε υπό τον αστερισμόν της δωδεκάφθογγης μουσικής. Ολοι οι συμφοιτητές μου στο Κονσερβατουάρ γλιστρούσαν ο ένας μετά τον άλλο στη "σειραϊκή" μουσική».
Ωστόσο, δεν είναι απόφαση της στιγμής ο ξενιτεμός, έστω και για παραπέρα δυνάμωμα του βασικού κύκλου μαθητείας. Ας ζωντανέψουμε την εποχή και τη σχέση του ατόμου - καλλιτέχνη με το συλλογικό - στο όνομα του λαού. Διά στόματος του ίδιου του δημιουργού:
«Εγώ, για πρώτη φορά, στα τελευταία δύο χρόνια, μετά την εξορία και στη στρατιωτική θητεία είχα απαλλαγεί από το άγχος το οικονομικό. Με τη Μυρτώ παντρευτήκαμε στα 1953, μόλις εισέπραξα την προκαταβολή (πέντε χιλιάδες δραχμές) από το ελληνοαμερικάνικο φιλμ "Ξυπόλητο τάγμα" (σ.σ. 1953, ταινία του Γκρεγκ Τάλλας, ψευδώνυμο του Γρηγόρη Θαλασσινού, 1909-1993).
Με τον Γκρεγκ Τάλλας της ταινίας «Ξυπόλητο τάγμα» (1953), η οποία είναι η παρθενική εμφάνισή του ως συνθέτη του κινηματογράφου |
Πώς αλλιώς βιοποριζόταν στην αφιλόξενη Αθήνα; «Εκανα αντίγραφα μουσικής (3 δραχμές τη σελίδα)», θυμόταν, «ενορχηστρώσεις, όπως λ.χ. της μουσικής του Χατζιδάκι για το "Ονειρο Θερινής Νύχτας" για το Βασιλικό Θέατρο και μουσικές επενδύσεις για ραδιοφωνικά σκετς. Ο αδελφός μου σπούδαζε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, όπου δίδασκα κι εγώ μία φορά τη βδομάδα».
Ας αφήσουμε τον Μίκη να συνεχίσει, σε πρώτο πρόσωπο, για την, προ του Παρισιού, εποχή:
«Θυμάμαι ότι συχνά μαζί με τον Τσαρούχη, που αυτός δίδασκε σκηνογραφία, παίρναμε προκαταβολικά το εκατοστάρικο (τόση ήταν η αμοιβή μας κατά μάθημα) και μετά σπεύδαμε στα Χαυτεία, για ένα καλό γεύμα, που τόσο είχαμε και οι δυο ανάγκη. Ο Κατσαρός είχε χάσει λόγω καρφώματος τη θέση του στο ραδιόφωνο των Ενόπλων Δυνάμεων (σ.σ. λειτουργεί από το 1941) και έτσι πείνα μεγάλη είχε πέσει στην Κορυζή.
Εν τούτοις δεν χάναμε το κέφι μας. Κάθε πρωί χορεύαμε σε ρυθμό σουίνγκ "Αλαλα τα χείλη των ασεβών", για να μην ξεχνάμε την ένδοξη βυζαντινή μας καταγωγή και μετά βγαίναμε στους δρόμους για κανένα μεροκάματο. Στο τέλος ο αδελφός μου δεν άντεξε. Αφού έφαγε και τα τελευταία ψίχουλα, ακόμα και τις σουλφαμίδες, μας άφησε σημείωμα, ότι πάει στον Γαλατά στην Κρήτη, για να χορτάσει.
Ο δάσκαλός του, σε νεαρή ηλικία, Ολιβιέ Μεσιάν, στη μουσική ανάλυση, στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού |
Με αυτά τα πεδία επιβίωσης στην Αθήνα μιας δύσκολης δεκαετίας, φθάνει, με κρατική υποτροφία, για εγκατάσταση στο Παρίσι. Μα, δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση να στήσεις από το μηδέν νοικοκυριό. Ωστόσο καταφέρνει να το «ενορχηστρώσει» και μάλιστα μας περιγράφει με ποια ακριβώς αντικείμενα:
«Οταν βρέθηκα στο Παρίσι, νοίκιασα ένα πιάνο, αγοράσαμε για δέκα φράγκα ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι από τη Salle Drouot (πλειστηριασμό), μια ιταλική καφετιέρα, μπόλικο χαρτί μουσικής και σινική μελάνη και στρώθηκα στη δουλειά. Καθαρόγραψα την "Πρώτη Συμφωνία" και μετά ξεκινώντας να κάνω το ίδιο με το "Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς", μετά τη δεύτερη σελίδα βαρέθηκα να αντιγράφω τα ίδια και τα ίδια. Αλλωστε οι μουσικές γνώσεις μου είχαν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία δέκα χρόνια και η τεχνική της σύνθεσης είχε κατά πολύ βελτιωθεί...
Εξάλλου στο Παρίσι είχα πολλά και ενδιαφέροντα ακούσματα, τόσο μέσα στο Κονσερβατουάρ, όσο και στις συναυλίες που παρακολουθούσαμε. Ετσι η αντιγραφή εξελίχθηκε σε ανασύνθεση και στη συνέχεια σε καινούρια σύνθεση, που κατέληξε στην "Πρώτη σουίτα για πιάνο και ορχήστρα"».
(Συνεχίζεται)
Στην οδό Μιγομνίλ βρισκόταν η κατοικία του συνθέτη, στο αριστοκρατικό 8ο Διαμέρισμα της γαλλικής πρωτεύουσας |