Ο Φώτης Αγγουλές αποφυλακίστηκε το 1956 μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια. Ηρθε στη Χίο, που τη θεωρούσε του ξενιτεμού του πατρίδα. Με την υγεία του σοβαρά κλονισμένη από τις κακουχίες της φυλακής, κατατρεγμένος, περιφρονημένος και βαθιά πληγωμένος, έβρισκε στέκι στο λιμάνι σε κάτι απόμερα ταβερνάκια και παρηγοριά στο πιοτό. Φίλοι παλιοί τού συμπαραστάθηκαν, σύντροφοι στον αγώνα και τη ζωή. Ο εκδότης της εφημερίδας «Χιακός Λόγος» τον πήρε στο τυπογραφείο, εκεί με τα ίδια του τα χέρια στοιχειοθέτησε μια επιλογή από παλιά δημοσιευμένα και νέα ποιήματα. Τα μετέφερε μετά και τα τύπωσε στο Τυπογραφείο του Ζήσιμου, όπου λίγα λίγα τα έδενε σε τόμους. Αλλα τα μοίραζε σε γνωστούς και φίλους και άλλα τα πούλαγε για χαρτζιλίκι. Ηταν η τελευταία ποιητική συλλογή που μας άφησε.
Ο Φώτης πέθανε το Μάρτη του 1964, και τα οχτασέλιδα, στοίβες ολόκληρες, περίπου 1.000 τόμοι, μείνανε ξεχασμένα 39 ολόκληρα χρόνια στη σκοτεινή και υγρή φυλακή της ύλης. Από κει τα μαζέψαμε κι εμείς με ευλάβεια που αρμόζει στο πνεύμα και το στίχο του Φώτη, τα βάλαμε σε τάξη και αποτελειώσαμε το έργο των χεριών του. (...)
Ο ίδιος ο Αγγουλές έγραφε στον πρόλογο του βιβλίου του: «(...)Δεν το κάνω για να σας δείξω την τέχνη μου. Και μονάχοι σας θα δείτε πως μερικά απ' αυτά τα ποιήματα δεν αντέχουν. Σας βεβαιώνω όμως πως περισσότερο από την τέχνη τους αγαπώ τις στιγμές που τα δημιούργησαν, τη ζωή που υφάνθηκε μέσα τους, με τις χαρές και τις λύπες της, τις συμφορές της και τις ελπίδες. Η ζωή αυτή πέρασε. Η εποχή μας ήταν ταραγμένη. Σήμερα, συμμαζεύοντας τα ποιήματά μου, μου φαίνεται πως γυρίζω ανάμεσα σε χαλάσματα κάποιας έρημης χώρας και συμμαζεύω τα τελευταία απομεινάρια».
ΘΑ 'ΡΤΩ: «Στον ύπνο μου κάθε βραδιά / νιώθω σαν χάδι στην καρδιά / το στοργικό φιλί σου. / Αχ, του θανάτου την πληγή / ποιος θα τη γειάνει; Μαύρη γη / σκεπάζει το κορμί σου. / Θα 'ρτω μια νύχτα να σε βρω / κάτω απ' τον ξέθωρο σταυρό / Μάνα, που ζεις ακόμα / στη μνήμη μου, για να μου πεις / τον πόνο σου, με της σιωπής / τ' ασώπαστο το στόμα».