Κυριακή 27 Αυγούστου 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Τα αδέρφια σας από το Αιγαίο!

Και ενώ οι Ρώσοι ναυτικοί ησυχάζουν στο βάθος της θάλασσας, εσύ ανεβαίνεις αργά αργά, κουρασμένος από τις σκέψεις σου, τα σκαλιά της πλατείας και - ανεπάντεχα - έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον ποιητή. Ο νους σου κυριευμένος βαθιά για το άδικο της υπόθεσης και για την απέραντη ησυχία - τώρα, πια - του βυθισμένου υποβρύχιου, βρίσκει - πάνω του - μια διέξοδο. Είσαι ήδη εξαντλημένος από το Αυγουστιάτικο - πολύ - ζεστό μεσημέρι, τον ατέλειωτο ποδαρόδρομο που έκανες και τα - πολλά - ερωτήματα που δε βρίσκεις απάντηση. Κοιτάζεις το άγαλμα. Το βρίσκεις, για μια ακόμα φορά, κατώτερο από τους στίχους του ποιητή!..

Είσαι μόνος στην - άδεια - πλατεία. Και τα παράθυρα γύρω κλειστά. Και οι σκέψεις σου μπερδεμένες: ήταν η σύγκρουση, η απερισκεψία, τα λάθος καύσιμα, ή η καθημερινά αυξανόμενη φθορά μιας μεγάλης χώρας που προκάλεσαν το ατύχημα;.. Πλησιάζεις «αφηρημένος» το χάλκινο άγαλμα. Με το πρόσωπο δεν έχεις - δεν είχες ποτέ διαφωνίες. Ούτε με άλλες, επιμέρους, λεπτομέρειες, όπως οι τσέπες του παντελονιού του, ας πούμε. Είναι αυτές οι κοφτές τσέπες, που συνήθιζε να χώνει τα χέρια του ο ποιητής. Εχει σημασία, λες, για τους πνιγμένους όλος αυτός ο θόρυβος; Μπορεί ένα άγαλμα να είναι «σωστό» σε λεπτομέρειες και να «πάσχει» σαν σύνολο;

Εκανα μερικά βήματα μπροστά, μερικά βήματα πίσω, ύστερα στο πλάι, μετά πάλι μπροστά... (Αυτές τις κινήσεις τις έκανα, σχεδόν, κάθε φορά, που πέρναγα από την πλατεία). Είναι φανερό το άγαλμα - εξωτερικά μοιάζει στον ποιητή, όμως του λείπει η εσωτερική φλόγα του ποιητή. (Αυτή τη διαπίστωση την έκανα κάθε φορά που περιεργαζόμουνα το άγαλμα). Ο ποιητής στη χάλκινη εκδοχή του δεν έχει εκείνη την υγρασία που έχουν οι στίχοι του. Αυτή την αναμονή της ξερής γης για την πρώτη βροχή του φθινοπώρου. Αυτή την απέραντη ησυχία του βυθού. Τη μυρωδιά - στη συνέχεια - του βρεγμένου χώματος. Και της πέτρας. Την ανατριχίλα του έρωτα. Τα σφραγισμένα - και γεμάτα νερό και πνιγμένους ανθρώπους - τμήματα του υποβρυχίου. Τα ορθάνοιχτα μάτια των πνιγμένων. Και η ατέλειωτη απορία τους!..

... Τώρα, πια, τι νόημα έχουν οι τύποι! Το ναυάγιο έχει συντελεστεί. Και εγώ νιώθω βαθιά την ανάγκη να δώσω, επιτέλους, απάντηση στο ερώτημα: γιατί ο χάλκινος ποιητής δεν καίγεται εσωτερικά όπως καιγόταν ο πραγματικός ποιητής; Πλησιάζω το άγαλμα και για πρώτη φορά το ακουμπάω. (Ξέρω πως δεν πρέπει να βάζουμε τα χέρια μας στα αγάλματα, όμως μετά από αυτόν το χαλασμό που συντελείται στον κόσμο, αυτές οι ευγένειες έχουν τόσο μικρή σημασία). Στα θετικά του δημιουργού το γεγονός ότι το «δέρμα» του αγάλματος δεν είναι λείο. Εχει αυτά τα ανεπαίσθητα, ίσως, αλλά τόσο ανθρώπινα «εξογκώματα» που έχει το κορμί μας. Στα θετικά του, επίσης, το ανοιγμένο πουκάμισο του ποιητή... Ομως, παρ' όλα αυτά, δε μεταδίδει συγκίνηση. Το άγαλμα στέκεται άγαλμα στα τεκταινόμενα και, όπως όλοι γνωρίζουμε, ποτέ ένας ποιητής δε στέκεται αδιάφορος σε μεγάλες στιγμές! Δονείται και δονεί!

Για πρώτη φορά - σας είπα, πρέπει οπωσδήποτε να βρω την απάντηση - προχωράω ένα ακόμα βήμα προς την αλήθεια. Κάνω κάτι για πρώτη φορά. Και το κάνω στο όνομα των χαμένων ναυτικών. Αν δεν είχα στο νου μου τα πνιγμένα τους μάτια, ίσως να μην έφτανα σε αυτή την πράξη. Σε αυτή την υπέρβαση. Διαπράττω μια, ας την πούμε, ασέβεια. Ανεβαίνω στο βάθρο και στέκομαι δίπλα στον ποιητή. Στήνομαι στην ίδια στάση που είναι στημένος και εκείνος. Λίγο μπροστά το δεξί πόδι, λίγο πίσω το αριστερό. Και τα χέρια στο πλάι. Μετράω το μπόι μου με το μπόι του! (Νάτη η μεγαλύτερη ασέβεια). Εγώ, ο κανονικός άνθρωπος είμαι μια παλάμη ψηλότερος από το άγαλμα! Αν μας έβλεπε κανείς, έτσι δίπλα δίπλα, το δικό μου παρουσιαστικό, σίγουρα, θα φάνταζε επιβλητικότερο. Το μπόι, λοιπόν, είναι το λάθος στο άγαλμα. Ο ποιητής είναι «μικρότερος» από έναν κανονικό σε ύψος άνθρωπο. Και αυτό δε δείχνει σεμνότητα. Δείχνει τη συντηρητικότητα του γλύπτη. Δείχνει την έλλειψη προοπτικής!

Τα τζιτζίκια γύρω μου, λένε τα ασταμάτητα τραγούδια τους. Η πλατεία είναι πάντα άδεια. Τα παράθυρα κλειστά. Απλώνω το χέρι μου και πιάνω την παλάμη του ποιητή. Σφίγγω το χέρι του ποιητή και - αν θέλετε το πιστεύετε - νιώθω και εκείνος να σφίγγει το δικό μου. Γυρίζω και τον κοιτάζω. Ο ποιητής είναι δίπλα μου ζωντανός. Και είμαστε και οι δυο έτοιμοι για φωτογραφία. Μια φωτογραφία που θα τη στείλουμε στο βάθος της θάλασσας του Μπάρενς. Και πάνω της μια αφιέρωση που θα λέει:

«... Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα./ Και είδα και θαύματα./ Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου: Ιπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή/ και γαλήνιοι αμφορείς/ και λοξές δελφινιών ράχες/ η Ιος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος...».

Υπογραφή: τα αδέρφια σας από το Αιγαίο!».


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ