Αν ήταν γυμνάσια ή λύκεια είχαν διαβάσει λίγο ή περισσότερο από τα λογοτεχνικά μου.
Και στις πιο «λαϊκές» συνοικίες ή απομακρυσμένα χωριά, έβλεπα τους μαθητές ντυμένους με καθαρά ρούχα και αθλητικά παπούτσια, πολύχρωμα σακίδια, λουσμένα όμορφα μαλλιά και βουρτσισμένα δόντια.
Χαιρόμουν αυτή την καινούρια γενιά που ήθελε να μάθει περισσότερα από αυτά που διάβαζε στα σχολικά της βιβλία.
Είχε ήδη καταλάβει ότι οι γνώσεις είναι τα εφόδιά της, όχι πως θα μάθαινε από μένα μέσα σε 45 λεπτά της ώρας που θα κουβεντιάζαμε, είναι αυτά έξω από τις σχολικές τάξεις και την πύλη εξόδου τους.
Οταν καθόμουν κι εγώ στα ίδια θρανία που κάθονταν αυτοί οι μαθητές, το όνομα της πατρίδας μας ήταν ονοματεπώνυμο: Πρώτο όνομα, Ελλάς, Επώνυμο Ψωροκώσταινα.
Με αυτόν τον ψεύτικο μύθο μάς μεγάλωναν στην οικογένεια, στο σχολείο, στη γειτονιά και δεν ήταν παρά μόνο ένα ψέμα, μια εκφοβιστική επιχείρηση, οι περισσότεροι δεν ξέραμε από πού εκπορευόταν, αλλά ήταν τόσο καλά σχεδιασμένη, που έκανε ένα μεγάλο μέρος του λαού μας όχι μόνο να την πιστεύει, αλλά να γέρνει προς τα κάτω τις πλάτες του.
Ταξίδευα από το βορρά στο νότο της Ελλάδας, την ενδοχώρα και τα νησιά και αναρωτιόμουν πώς μια τέτοια πατρίδα με βουνά, ποτάμια, λίμνες, που τη βρέχει από παντού η θάλασσα, που παράγει ελιές και λάδι, σιτάρι και καλαμπόκι, σταφύλια και σύκα, τομάτες και αγγούρια, άνηθο και βασιλικό, παράγει μπαμπάκι, μπανάνες, ροδάκινα, μήλα, πορτοκάλια και μανταρίνια, βερίκοκα, ρόδια, ακτινίδια, εκτρέφει κότες και γαλόπουλα, στα κλαριά του κάνουν φωλιές τα πουλιά, ικανοποιεί ψαράδες και κυνηγούς, ε, καλά, δεν ήξερα και όλα τα λαχανικά και φρούτα της γης μας, να είναι φτωχή, που έβρεχε και χιόνιζε και απολάμβανε τις τέσσερις εποχές του χρόνου να καταδέχεται να την αποκαλούν Ψωροκώσταινα.
Κάποιοι έλεγαν το επάγγελμα του πατέρα τους ή τις καλλιέργειές τους ή πως είχα ξεχάσει τις μητέρες τους που έραβαν ρούχα, τους πατέρες τους που έχτιζαν πολυκατοικίες.
Στις μεγαλύτερες τάξεις με ρωτούσαν πού τα είχα δει όλα αυτά, και παίζοντας με τα μαλλιά μου, έλεγα στον κάμπο της Βέροιας, στον κάμπο της Μεσσηνίας, στο Νομό Ηλείας, στη Μυτιλήνη, στις πεδιάδες της Θεσσαλίας, στην Κρήτη από τη μια άκρη στην άλλη, ε, ας ήμουν και λίγο πιο ταπεινή και ρωτούσα κι εγώ με τη σειρά μου να μου πουν και αυτοί τι έχουν δει στην πατρίδα.
Ενα κοριτσάκι είχε σηκώσει δηλαδή το χεράκι του και είχε πει, ξεχάσατε τα ραπανάκια.
Ε, καλά δεν ήμουν και μαϊντανός να βρίσκομαι παντού.