Οπως είναι βέβαιο ότι η «γλώσσα» της καλής ζωγραφικής παράγει το δικό της ποιητικό «λόγο», έτσι και η καλή ποίηση και πεζογραφία παράγει τις δικές της «εικαστικές» εικόνες. Οταν, μάλιστα, ο συγγραφέας τυχαίνει να ξέρει και τη «γλώσσα» της ποίησης, της ζωγραφικής και του κινηματογράφου, τότε προκύπτουν βιβλία, όπως οι «Χρωματιστοί κύκλοι» που με τη μορφή και δομή του λόγου τους, παράγουν ποιητικών αποχρώσεων ζωγραφικούς «πίνακες» και ευέλικτα χωροχρονικά, γοργών ρυθμών, μακρινά και κοντινά κινηματογραφικά πλάνα. Η γραφή του Α. Λάμπρου, σε γλώσσα άμεση, ρεαλιστική αλλά και ελλειπτική, υπονοηματική, υπαινικτική, κάποτε και τολμηρή λεκτικά, παρουσιάζει μια ολότελα δική της μορφολογική πρωτοτυπία, καθώς ο λόγος από την αφηγηματική πρόζα, που «ζωγραφίζει» εικόνες, ψυχογραφεί και χαρακτηρολογεί τα πρόσωπα, με απρόσμενες και αλλεπάλληλες τομές, με άλματα, περνά σε ένα λόγο είτε καθαρά ποιητικό, είτε προζάτο αλλά σκόπιμα στιχοποιητικά διαταγμένο. Ενδιαφέρον, όμως, δεν έχει μόνο η μορφή αυτού του μυθιστορήματος, αλλά και το πρωτότυπο, επικαιρότατο θέμα του. Κεντρικός «ήρωάς» του είναι ένας πανεπιστημιακός καθηγητής, ο Νίκος Ανδρόνικος. Μέσω της ερωτικής περιπέτειάς του με μια φοιτήτρια, της άρνησής του να συγκαλύψει με την ψήφο του την κατάχρηση κοινοτικών κονδυλίων από διαπλεκόμενα συμφέροντα πανεπιστημιακών κύκλων, σε βάρος μάλιστα της έρευνας, της ηθικής ακεραιότητάς του απέναντι στα φατριαστικά «παιχνίδια» του καθηγητικού κατεστημένου, σε βάρος όσων δεν υποτάσσονται, αποκαλύπτει ένα υπαρκτό πρόβλημα: Τον ιδεολογικό συμβιβασμό και την ηθική διάβρωση της ακαδημαϊκής κοινότητας.