Κυριακή 5 Ιούλη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Του Γιώργου Φαρσακίδη

Ο Γιώργος Φαρσακίδης γεννήθηκε το 1926 στην Οδησσό της Σοβιετικής Ενωσης. ΑνταρτοΕΠΟΝίτης, δεκαοχτώ χρόνων, τραυματίστηκε δύο φορές σε μάχη με Γερμανούς και Βούλγαρους και έμεινε ανάπηρος στα δύο του χέρια. Κατά διαστήματα έχει κάνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλους τόπους κράτησης - Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης, Γυάρος, Λέρος - δεκαεξίμισι χρόνια. Αυτοδίδακτος, στους τόπους της κράτησής του, ζωγραφίζει θέματα με περιεχόμενο από τη ζωή των συγκρατούμενων συναγωνιστών του κι αργότερα από τους αγώνες του ελληνικού λαού. Μετά την πτώση της χούντας, ο Γ. Φαρσακίδης δημοσιεύει εργασίες του σ' εφημερίδες, εκθέτει και κυκλοφορεί τα έργα του. Μέχρι τώρα έχει εκδώσει 17 βιβλία και λευκώματα και αρκετά ακόμη είναι υπό έκδοση. Τιμήθηκε για την αγωνιστική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα με το Ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης.

Το χαρακτικό είναι του ιδίου.

Σοφία

...Ο Λευτέρης ήρθε και κούρνιασε πλάι μου. Το λαδολίχναρο αχνοφωτάει το σκαμμένο του πρόσωπο και τα μάτια του κουρασμένα κι ανήσυχα. Ο Λευτέρης ιστοράει αργά και στη φωνή του μια βραχνάδα παράξενη. Ανυπομονώ να τ' ακούσω και ξέρω ότι θα πονέσω πολύ. «Καρφωτούς» λέει ο Λευτέρης «μας κύκλωσαν ξημερώματα, άοπλους μέσα στη λούφα κι άρχισαν να γαζούνουν με τα αυτόματα. Πρώτο σκοτώσαν τον Λιβαδιώτη τον σύνδεσμο. Πήγε να τους ξεφύγει και του ρίξανε με όπλο από απόσταση. Μετά λαβώσαν τον Κομνηνό και τον Φωκίωνα στα ποδάρια. Τους έσυραν έξω, τους χτύπαγανε βρίζοντας και τους αποτελείωσαν με πιστόλι».

Ο Λευτέρης σταμάτησε για λίγο σαν να πνιγόνταν. Σφίγγομαι, καταπίνω κι εγώ το λυγμό μην ξεσπάσω. «Εμείς οι άλλοι» συνέχισε ο Λευτέρης «τραβηχθήκαμε πίσω από κάτι πουρνάρια. Μαζί μας και η Τουμπιώτισσα η Σοφία, την ξέρεις. Την πήρε ριπή και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Εβγαλε το περίστροφο, το μόνο όπλο που είχαμε. "Δε θέλω" μας είπε "να πέσω στα χέρια τους ζωντανή". Με φώναξε και πήγα κοντά της. "Λευτέρη" ψιθύρισε, "μόλις ρίξω κατηφορίστε τη ρεματιά κι αν γλιτώσετε και δεις τα παιδιά πέσ' τους πώς έγινε". Μας χαιρέτησε έναν έναν κι έτοιμοι εμείς ακούγαμε το κλικ της σκανδάλης, μια, δυο, σαν να μας κάρφωνε, όσο που πήρε φωτιά με την τρίτη. Σκιάχτηκαν οι μπασκίνες, ξαφνιάστηκαν, βρήκαμε κι εμείς ευκαιρία και ξεγλιστρήσαμε. Βλέπεις ο καριόλης που μας είχε καρφώσει τους είχε πει πως δεν είχαμε όπλο.

Αργησε εκείνο το βράδυ να με πάρει ο ύπνος. Ο Λευτέρης όλη νύχτα στριφογύριζε και βογκούσε. Αφουγκράζομαι τους θορύβους της νύχτας και ύστερα την καρδιά μου που λαχταρά. Κλείνω τα μάτια μου και να τοι πάλι μπροστά μου. Ο Φωκίων και ο Σπύρος! λασπωμένοι, αιμόφυρτοι, να σφαδάζουν με τις τελευταίες βολές. Ο Παπατσώρης ανάβει τσιγάρο. Τους κλωτσούν, τους πατάν με τις αρβύλες στο πρώσοπο μήπως και σαλέψει κανένας.

Βρεθήκαμε πριν λίγους μήνες Σοφία, νυχτιάτικα, σε μια σύναξη της Στενής Αυτοάμυνας στου «Καλού τον Μπαξέ». Κοριτσάκι ακόμα σε κοιτούσα που έβγαλες το πιστόλι, το σκούπισες και το ξανάκρυψες μέσα στον κόρφο σου... «Το καινούριο παιχνίδι της» σκέφτηκα και θυμήθηκα πόσο καμάρωνα όταν είχα πρωτοπιάσει όπλο στ' Αντάρτικο! Αραγες τι να σκεφτόσουν Σοφία τα τελευταία λεπτά κρατώντας το «παιχνίδι» εκείνο; Βιαζόσουνα μην παραλύσουν τα χέρια και σε προλάβουνε ζωντανή; Τρεις φορές τη σκανδάλη! Ναι... Να μπορείς τρεις φορές να «πεθάνεις», για να ζήσουνε άλλοι!

Τα καινούρια παπούτσια

...Καλοκαίρι του 1947. Λιγοστοί απομείναμε από την παλιά μας παρέα. Αλλοι νεκροί κι άλλοι στις φυλακές, εξο­ρίες, παράνομοι ή και λουφάξανε μπροστά στην απειλή του θανάτου.

Τη μέρα τα μηχανοκίνητα και τη νύχτα οι περίπολοι οργώνουν τις γειτονιές σκορπώντας τον τρόμο. Και το κροτάλισμα του αυτόματου κι οι σκόρπιοι πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα, σπάζοντας τη σιωπή, γεμίζουν τα σκοτάδια φαντάσματα.

Τον Αύγουστο μας βρόντηξαν την πόρτα και πάλι νυχτιάτικα κι, όπως και την προηγούμενη φορά, με ξύπνησε η μάνα: «Ηρθανε, σήκω...».

Μόνο που τώρα οι χωροφύλακες είναι λιγότεροι και περιμένουν τουλάχιστο να βάλω τα ρούχα μου. Είμαι ο τελευταίος, στο φορτηγάκι τρεις γειτονοπούλες μας ΕΠΟΝίτισσες, η Αλίκη της κυρα-δασκάλας, η Αννούλα του κου­ρέα του Γιάννη και η Σούλα η «Γαλατσάνα», η ωραία της γειτονιάς. Μαζί κι ο μπαρμπα-Σταύρος κι ο Κώστας. Νιώθω περήφανος για τις κοπέλες μας, ντρέπομαι που δεν είμαι το ίδιο κεφάτος με κείνες και έχω σκεπάσει με το σακάκι, μη δούνε το τρεμούλιασμα των χεριών.

Στο Τμήμα μας περίμεναν δύο νεαροί της ΕΣΑ, που υποδέχονται τις κοπέλες με οικειότητα. Πρώτες φωνάξανε εκείνες και τους δύο νεαρούς να περάσουν στο γραφείο του Παπατσώρη. Ο χωροφύλακας ήρθε ξοπίσω τους να κλείσει την πόρτα κι ένιωσα μέσα μου να αναδεύει η ζήλια. Σε λίγο κάλεσαν να περάσουν ο Κώστας κι ο μπαρμπα-Σταύρος. Ο Κώστας βγήκε σε λίγο κρατώντας ένα χαρτί. «Για τον Αϊ - Στράτη», μου κάνει αδιάφορα. Ο μπαρμπα-Σταύρος καθυστερεί κι όταν φώναξαν κι εμένα να μου κοινοποιήσουν την απόφαση της εκτόπισης, ο μπαρμπα- Σταύρος πρέπει να βγήκε από την άλλη πόρτα.

Ο Κουλούρης, βλοσυρός όπως πάντα, ήρθε να μας κατεβάσει στο κρατητήριο. Κατεβαίνοντας πρόλαβα να δω τα κορίτσια, καθώς βγαίνανε από την πύλη του Τμήματος και την «ωραία μας Γαλατσάνα» να την κρατάει αγκαζέ ο νεαρός με τη φιγουράτη στολή της ΕΣΑ.

Ο Κώστας αμίλητος ζάρωσε καθιστός στη γωνιά κι έκρυψε μες στις παλάμες το πρόσωπό του. «Δε βαριέσαι...», του είπα, έτσι να σπάσω τη σιωπή. «Ο καθένας το δρόμο του». Ομως, η αλήθεια είναι πως από τον μπαρμπα-Σταύρο δεν το περίμενα. Ο Κώστας ανασήκωσε το κεφάλι. «Χτες ρίξανε τον Νίκο», μου είπε. Εβγαλε από την τσέπη του και μου έδειξε ένα τσαλακωμένο σημείωμα: «... φίλησε τη μάνα και την Αννούλα μας. Φρόντισέ τες και πες στα παιδιά πως στάθηκα εντάξει...». Ακούμπησα το χέρι στον ώμο του. Με κοίταξε για λίγο επίμονα, σκέφτηκα το πόσο έμοιαζαν τα μάτια του με τα μάτια του Νίκου κι ένιωσα έναν κόμπο να μου κλείνει το λαιμό.

Εκανε ώρα πολλή εκείνο το βράδυ να με πάρει ο ύπνος... Να σκέφτομαι τον μπαρμπα-Σταύρο, τις κοπέλες, τη σύντομη γνωριμία μου με τον Νίκο. Δεν είμαι σίγουρος για το πώς νιώθουν ετούτη τη νύχτα οι κοπελιές. Ας είναι κι ας παν στο καλό. Ομως ο μπαρμπα-Σταύρος, ο «παλιός», ο «παλαίμαχος», πρέπει κι αυτός να έχει περάσει μια άσχημη νύχτα.

Με τον Νίκο είχαμε βρεθεί για κάποια δουλειά της οργάνωσης σ' ένα πατάρι της αγοράς, στο Καπάνι. Του είχα παραγγείλει και μου μαστόρεψε ένα ζευγάρι παπούτσια κι όταν μου τα έδινε κάποιες μέρες αργότερα, αστειευόμε­νος είπε: «Οσο για γερά μη σε νοιάζει, θα τα βρει ακόμα καινούρια η λευτεριά»!

Το πρωί ο πατέρας μου είχε φέρει μαζί με τα ρούχα και τα καινούρια παπούτσια. Του είπα να τα φυλάξει, να τα φορέσω, όταν γυρίσω. Τώρα κάπου θα βρίσκονται στο πατάρι προσμένοντας μια «λευτεριά που δεν ήρθε». Αλλωστε, με τα χρόνια που πέρασαν δε θα είναι πια και της μόδας.

Από το βιβλίο του Γ. Φαρσακίδη «Το κράτος του τρόμου»



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ