Παρασκευή 30 Ιούλη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΥΝΗΣΙΑ
Σε φάση ανακατατάξεων με γεωπολιτικές διαστάσεις

Πανηγυρισμοί διαδηλωτών μετά την κατάληψη της εκτελεστικής εξουσίας από τον Πρόεδρο της χώρας
Πανηγυρισμοί διαδηλωτών μετά την κατάληψη της εκτελεστικής εξουσίας από τον Πρόεδρο της χώρας
Η απόφαση του Τυνήσιου Προέδρου (και μέχρι πρότινος συνταγματολόγου) Καΐς Σαΐντ την περασμένη Κυριακή 25 Ιούλη να αποπέμψει τον πρωθυπουργό Χισάμ Μασίσι, την κυβέρνηση του ισλαμικού κόμματος «Ενάχντα» και να αναστείλει τη λειτουργία της Βουλής για έναν μήνα, χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο «συνταγματική» και σύννομη με βάση το άρθρο 80 του Συντάγματος. Αρθρο που δίνει δικαίωμα στον Πρόεδρο της χώρας να αναλάβει την εκτελεστική εξουσία σε κατάσταση «έκτακτης εθνικής κρίσης».

Αρχικά οι ισλαμιστές, δείχνοντας και τα άλλα μέτρα που πήρε ο Σαΐντ (άρση βουλευτικής ασυλίας, απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας, μετακινήσεων από πόλη, συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων σε δημόσιους χώρους κ.λπ.), απέρριψαν αυτόν τον ισχυρισμό και έκαναν λόγο για «πραξικόπημα». Στη συνέχεια όμως άλλαξαν στάση και δήλωσαν έτοιμοι για βουλευτικές και προεδρικές εκλογές, ζητώντας να διεξαχθούν το συντομότερο «για χάρη της δημοκρατίας».

Ανεξαρτήτως ερμηνείας και χαρακτηρισμών, είναι βέβαιο ότι η εξέλιξη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία: Εδώ και καιρό μεγάλο μέρος του τυνησιακού λαού έβγαινε στους δρόμους προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τη δραματική επιδείνωση της ζωής τους, ανάμεσά τους ακόμα και υποστηρικτές των ισλαμιστών του «Ενάχντα» (που διατηρούν στενές σχέσεις με τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» και το τουρκικό κυβερνών κόμμα ΑΚΡ του Ρ. Τ. Ερντογάν).

Ετσι, η αποπομπή της κυβέρνησης Μασίσι ήρθε ως επιστέγασμα της γενικότερης επιδείνωσης της οικονομικής - κοινωνικής κατάστασης και της ενδοαστικής διαπάλης που κλιμακώθηκε με τη λεγόμενη «Αραβική Ανοιξη» πριν από μία δεκαετία. Μια διαδικασία που κάθε άλλο παρά ...άνοιξη έφερε στους λαούς, αντίθετα συνέβαλε στην όξυνση του σφοδρού ανταγωνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και την Μέσης Ανατολής, όπως βλέπουμε με τη σφαγή που γίνεται σε πολλές χώρες (Λιβύη, Συρία, Λίβανο κ.α.) για το ποια γεωστρατηγικά συμφέροντα θα προωθηθούν.

Συσωρρευμένα προβλήματα σε πολλούς τομείς

Επιστρέφοντας στην κατάσταση στην Τυνησία που όξυνε τις ενδοαστικές αντιθέσεις, παρατηρούμε την όξυνση των προβλημάτων σε πολλούς τομείς:

  • Την κατάρρευση της δημόσιας Υγείας, που επιταχύνθηκε λίγους μήνες μετά την εκδήλωση της πανδημίας (άνοιξη του 2020). Από τότε μέχρι σήμερα, η Τυνησία κατέληξε να έχει το υψηλότερο (αναλογικά) ποσοστό θνησιμότητας από COVID-19 σε όλη την Αφρική και να θρηνεί πάνω από 17.000 θανάτους, ενώ μόλις το 7% του γενικού πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένο. Η δε Τυνησιακή Ενωση Νέων Γιατρών τον περασμένο Μάη χαρακτήριζε «εμπόλεμη» την κατάσταση στα νοσοκομεία της χώρας!
  • Την κατάρρευση των δημόσιων συγκοινωνιών και μεταφορών και άλλων βασικών υποδομών.
  • Την αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, διαψεύδοντας τις λαϊκές ελπίδες που γέννησαν η χειραγώγηση από τους ισλαμιστές και από τμήμα της αστικής τάξης, που έταζε δήθεν αναδιανομή της «πίτας» υπέρ των λαϊκών στρωμάτων.
  • Την αύξηση της «παράτυπης» μετανάστευσης. Η απελπισία της φτώχειας έκανε πάνω από 13.000 Τυνήσιους (σύμφωνα με στοιχεία της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για το 2020) να παίξουν τη ζωή τους κορόνα - γράμματα και να περάσουν με κάποιο δουλεμπορικό πλοίο στην Ιταλία ή σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα του νότου, με την προσμονή καλύτερης ζωής.
  • Τη δραματική επιδείνωση της κατάστασης της οικονομίας. Το δημόσιο χρέος το 2020 ξεπέρασε το 88% του ΑΕΠ, από 72% που ήταν το 2019. Η συρρίκνωση της οικονομίας το 2020 μετρήθηκε στο 8,6% και στο 11,5% το πρώτο τρίμηνο του έτους που διανύουμε. Η ανεργία επισήμως ξεπερνά το 17,5% και σε ορισμένες περιοχές φτάνει μέχρι και 42%, ιδιαίτερα στον φτωχότερο και λιγότερο ανεπτυγμένο νότο.
  • Τη διασπάθιση δημόσιου χρήματος από μερικές εκατοντάδες «ημέτερους» επιχειρηματίες και εταιρείες. Χτες ο Σαΐντ, αποκαλύπτοντας τα τελευταία ευρήματα της Εθνικής Επιτροπής Πραγματογνωμόνων κατά της Διαφθοράς, τόνισε ότι 460 επιχειρηματίες έβαλαν στο χέρι 4,8 δισ. δολάρια, ποσό σημαντικό για μια φτωχή χώρα όπως η Τυνησία.

Ολα τα παραπάνω ήταν φυσικό και επόμενο να φουντώσουν τη λαϊκή οργή και να ξεσπάσουν μεγάλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, με τη στήριξη και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Οι εκατοντάδες επιθέσεις που σημειώθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο στα γραφεία του κόμματος «Ενάχντα» στο Μοναστήρι, στην Τουζέρ, στο Σφαξ και σε άλλες πόλεις αποτελούν έκφραση αυτής της οργής και αντανάκλαση της απογοήτευσης λαϊκών μαζών που πίστεψαν στις υποσχέσεις των ισλαμιστών για πιο αποτελεσματική και δήθεν φιλολαϊκή διαχείριση. Αυτό που αποδείχθηκε είναι ότι ήταν άλλη μια μορφή αντιλαϊκής διαχείρισης, που είχε από την αρχή τη στήριξη μερίδας του τυνησιακού κεφαλαίου. Η δεκαετία από την έναρξη της «Αραβικής Ανοιξης», που αξιοποίησε και τότε την εύλογη λαϊκή δυσαρέσκεια από το προηγούμενο καθεστώς του Μπεν Αλι (που ήταν και στη σοσιαλδημοκρατική Σοσιαλιστική Διεθνή), απέδειξε περίτρανα ότι η ενδοαστική εναλλαγή επιδείνωσε περαιτέρω τη ζωή των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, και επιβεβαίωσε την ανυπαρξία πραγματικής επαναστατικής δύναμης που θα μπορούσε να οδηγήσει τα πράγματα μπροστά, σε δρόμο σύγκρουσης με την εξουσία του κεφαλαίου.

Η γεωπολιτική διάσταση της σύγκρουσης

Ο Καΐς Σαΐντ, που εξελέγη Πρόεδρος το 2019 ως ανεξάρτητος και με το γόητρο του αδιάφθορου συνταγματολόγου, εμφανίζεται ως αυτός που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την τραγική κατάσταση με τη φτώχεια, την ανεργία και την πανδημία, και να σταθεροποιήσει την οικονομία.

Χαρακτηριστική είναι πάντως η στάση των ΗΠΑ, που μέσω του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αφενός απέφυγαν να μιλήσουν για «πραξικόπημα», αφετέρου δήλωσαν «παρούσες», παρακολουθώντας προσεκτικά τις εξελίξεις. Κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν το βράδυ της Δευτέρας ο Σαΐντ και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, ο τελευταίος επέλεξε να αναφερθεί στις ισχυρές διμερείς «εταιρικές» σχέσεις, προσφέροντας τη συνέχιση της στήριξης από τις ΗΠΑ απέναντι στη «διπλή πρόκληση της πανδημίας και της οικονομικής κατάστασης». Κατά τ' άλλα προέτρεψε τον Τυνήσιο Πρόεδρο να μείνει «σταθερός στις αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και να διατηρήσει «ανοιχτό δίαυλο διαλόγου με όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τον λαό» της χώρας. Η δε εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι, είχε εκφράσει «ανησυχία» για τις εξελίξεις στην Τυνησία, τονίζοντας πως οι ΗΠΑ «δεν έχουν αποσαφηνίσει» αν οι εξελίξεις συνιστούν ή όχι πραξικόπημα.

Από την άλλη, δεν έλειψαν στην Ουάσιγκτον και οι φωνές για επέμβαση στην Τυνησία, στο όνομα της «υπεράσπισης της δημοκρατίας». Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ, μιλώντας στην εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ», εγκάλεσε την κυβέρνηση Μπάιντεν ότι απέτυχε να αντιδράσει γρήγορα στο «πραξικόπημα» του Σαΐντ. Ζήτησε δε στρατιωτική επέμβαση, τάχα για να «σταθεροποιηθεί» η κατάσταση και να ενισχυθεί η θέση των λεγόμενων «μετριοπαθών ισλαμιστών». Αλλος Αμερικανός γερουσιαστής, ο Κρις Μέρφι, ζήτησε από τον Μπάιντεν να ελέγξει τον πιθανό ρόλο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας στις εξελίξεις στην Τυνησία, καθώς τα ΜΜΕ και των δύο αυτών χωρών υποδέχτηκαν θετικά τις αποφάσεις του Σαΐντ.

Αν και δεν είναι εύκολο να αποδειχθούν τα κίνητρα των κινήσεων του Σαΐντ, είναι χαρακτηριστική και η στάση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Ο υπουργός Εξωτερικών, σεΐχης Αμπντάλα μπιν Ζαγιέντ, επικοινωνώντας την Πέμπτη με τον Τυνήσιο ομόλογό του Οθμαν Τζεράντι έσπευσε να χαρακτηρίσει «σύννομη με τη λαϊκή βούληση και το Σύνταγμα» την αποπομπή της κυβέρνησης Μασίσι. Εξέφρασε δε εκ μέρους της χώρας του «πλήρη εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη στις προσπάθειες της Τυνησίας να διαχειριστεί την κατάσταση και να αντιμετωπίσει την πανδημία».

Ενδιαφέρον έχει και η στάση της τουρκικής κυβέρνησης και του ισλαμιστικού κυβερνώντος ΑKP, το οποίο έσπευσε να καταδικάσει ως «πραξικόπημα» τις ενέργειες του Τυνήσιου Προέδρου, αφού η αποδυνάμωση του σύμμαχου κόμματος «Ενάχντα» ερμηνεύεται ως πλήγμα για τις γεωπολιτικές βλέψεις της τουρκικής αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή, όπως καταγράφονται και στη γειτονική Λιβύη.


Δ. Ο.

Διαβάστε σήμερα στο ένθετο «Διεθνή & Οικονομία»:

ΤΥΝΗΣΙΑ: Σε φάση ανακατατάξεων με γεωπολιτικές διαστάσεις

ΡΩΣΙΑ - ΕΕ: Προς «πράσινες» επενδυτικές συμφωνίες με το βλέμμα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό

ΡΩΣΙΑ - ΕΕ
Προς «πράσινες» επενδυτικές συμφωνίες με το βλέμμα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό

Δυνατότητες «συμπράξεων» στο πλαίσιο της Πράσινης Ευρωπαϊκής Συμφωνίας συζητήθηκαν στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ Αγίας Πετρούπολης

Από το πρόσφατο Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, με τη συμμετοχή πλήθους εκπροσώπων μονοπωλιακών ομίλων
Από το πρόσφατο Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, με τη συμμετοχή πλήθους εκπροσώπων μονοπωλιακών ομίλων
Παράλληλα με τις βαθιές, στρατηγικές αντιθέσεις ΕΕ - Ρωσίας, οι δύο πλευρές διατηρούν σημαντικές οικονομικές και επενδυτικές σχέσεις, τις οποίες ευρωπαϊκά και ρωσικά μονοπώλια επιδιώκουν να επεκτείνουν ανάλογα και με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, ενισχύοντας την θέση τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

«Πράσινη» ανάπτυξη, «καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής», νέες τεχνολογίες βρίσκονται πλέον στην κορυφή του σφοδρού παγκόσμιου ανταγωνισμού. Καθόλου τυχαία αυτά τα νέα πεδία κερδοφορίας αναφέρονται συχνά από εκπροσώπους της ΕΕ ως ορισμένα σημεία - ανάμεσα σε άλλα - όπου μπορεί να υπάρξει συνεργασία με τη Ρωσία, «παρά τις διαφορές μας» και την «επιθετικότητα της Ρωσίας».

Από την πλευρά της, η ρωσική κυβέρνηση «δουλεύει» συστηματικά για την προσέλκυση ευρωπαϊκών επενδύσεων και ενίσχυση κοινών επιχειρηματικών σχεδίων, αξιοποιώντας επαφές, συμφωνίες και «προοπτικές», και για να ασκήσει πολιτική πίεση για άρση των ευρωπαϊκών κυρώσεων, την «εξομάλυνση» των οικονομικών - εμπορικών σχέσεων κ.λπ.

Το φετινό, 24ο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης (SPIEF) στις αρχές Ιούνη προσέλκυσε αρκετούς εκπροσώπους και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ενώ ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, τόνισε ότι η Μόσχα θέλει να σφυρηλατήσει στενότερη οικονομική συνεργασία με ξένους εταίρους «σε τομείς, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η ψηφιοποίηση, η κατασκευή βελτιωμένων υποδομών τηλεπικοινωνιών, Ενέργειας και μεταφορών (...) το περιβάλλον και το κλίμα».

Μιλώντας στη συζήτηση της Ολομέλειας με θέμα «Συλλογική εκτίμηση της νέας παγκόσμιας οικονομικής πραγματικότητας», ο Βλ. Πούτιν υπογράμμισε την ενεργειακή συνδεσιμότητα μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης λέγοντας ότι ο ρωσικός κολοσσός «Gazprom» «ετοιμάζεται να γεμίσει τον αγωγό "Nord Stream 2" με φυσικό αέριο», δημιουργώντας «άμεσες συνδέσεις μεταξύ των ρωσικών και γερμανικών συστημάτων».

Ταυτόχρονα υπογράμμισε την ετοιμότητα υλοποίησης έργων υψηλής τεχνολογίας με Ευρωπαίους και άλλους εταίρους στο μέλλον, «παρά τα τεχνητά πολιτικά εμπόδια».

Στη συζήτηση για τις επιχειρηματικές προοπτικές Ρωσίας - Ευρώπης επικεφαλής των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ομίλων σημείωσαν ότι απαιτούνται στρατηγικές για τη βελτίωση των σχέσεων Ρωσίας - ΕΕ, καθώς και την ανάγκη να αναπτυχθεί μια ενοποιημένη απάντηση στις παγκόσμιες «προκλήσεις», δηλαδή για το «κλίμα», τις νέες τεχνολογίες κ.λπ.

Αναφερόμενος στους «καλούς οικονομικούς δείκτες» που επέδειξε η Ρωσία το 2020, παρά την πανδημία, στη μείωση των τιμών του πετρελαίου, στην υποτίμηση του ρουβλιού και τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις, ο πρόεδρος της Ενωσης Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων (AEB) στη Ρωσία και επικεφαλής της «Schneider Electric», Γιόχαν Βαντερπλέτσε, υπογράμμισε πως «οι παγκόσμιες προκλήσεις είναι τόσο αποδιοργανωτικές, που πρέπει να βρούμε μια κοινή προσέγγιση».

Ο πρέσβης της ΕΕ στη Ρωσία, Μάρκους Εντερερ, εκτίμησε πως οι σχέσεις ΕΕ - Ρωσίας βρίσκονται «στο πιο δύσκολο σημείο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου» εξαιτίας «εδαφικών, γεωπολιτικών ζητημάτων και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και «είναι δύσκολο να επιστρέψουμε στην ομαλοποίηση των σχέσεων».

Η «ευκαιρία» για Ρωσία - ΕΕ

Ωστόσο, συνέχισε ο πρέσβης της ΕΕ, «ο πράσινος μετασχηματισμός και η πράσινη οικονομία» προσφέρουν μια «ευκαιρία για την ενίσχυση της σχέσης» που είναι «απαραίτητο να αξιοποιηθεί, καθώς θα είναι ένας νέος τομέας συνεργασίας που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για εκπροσώπους της ευρωπαϊκής επιχειρηματικής κοινότητας». Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, «όσο περισσότερο προσανατολίζεται η πολιτική στην ανάπτυξη μιας πράσινης οικονομίας, τόσο πιο σοβαρά κινείται προς τη σταθεροποίηση των σχέσεων Ρωσίας - Ευρώπης».

Από την πλευρά του, ο Ρώσος υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, Μαξίμ Ρεσέτνικοφ, τόνισε ότι «η υλοποίηση επιχειρηματικών έργων με στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας». Εξήγησε ότι η Ρωσία - ενισχύοντας τη θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό - «κατέταξε την πυρηνική ενέργεια ως πράσινο έργο» αφού «σύμφωνα με τα κριτήρια των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και της τεχνολογικής ουδετερότητας, η πυρηνική ενέργεια πρέπει να θεωρείται καθαρή ενέργεια».

Με τα ευρωπαϊκά μονοπώλια των τηλεπικοινωνιών να κονταροχτυπιούνται με άλλους ανταγωνιστές, κυρίως από την Κίνα («Huawei») για την ανάπτυξη των δικτύων 5ης γενιάς (5G), ο αντιπρόεδρος της «Ericsson», επικεφαλής για την Αγορά Ευρώπης - Λατινικής Αμερικής, Αρούν Μπανσάλ, ισχυρίστηκε πως «η ανάπτυξη των δικτύων 5G μπορεί να γίνει ένα νέο σημείο επαφής Ρωσίας και Ευρώπης» καθώς «καμία χώρα, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε όλα τα καθήκοντα μόνη της». «Επομένως η ΕΕ και η Ρωσία πρέπει να συνεργαστούν για την ανάπτυξη τεχνολογιών 5G», κατέληξε.

Εξάλλου, «η Ρωσία έχει εκπληκτικές τεχνολογικές δυνατότητες και υπάρχουν μεγάλες εταιρείες. Αν τις συνδυάσουμε με τις δυτικές εταιρείες, αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας (για τα δίκτυα 5G), όλοι θα επωφεληθούμε», υπερθεμάτισε ο Γ. Βαντερπλέτσε.

Ευρωπαϊκή «Πράσινη Συμφωνία» και Ρωσία

Με στόχο μια «νέα αναπτυξιακή στρατηγική που θα μετατρέψει την Ενωση σε μια σύγχρονη, οικονομικά αποδοτική και ανταγωνιστική οικονομία», η ΕΕ ανακοίνωσε το 2019 και προωθεί την «Πράσινη Συμφωνία». Με προσχηματικό αφήγημα το υπαρκτό πρόβλημα της «κλιματικής αλλαγής», στην πραγματικότητα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος εξαιτίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η ΕΕ επιδιώκει με τη νέα συμφωνία - ιδιαίτερα σε συνθήκες αναιμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης - να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της στις παγκόσμιες αγορές διοχετεύοντας κεφάλαια σε νέες τεχνολογίες, εναλλακτικές πηγές Ενέργειας κ.λπ.

Ηδη ο περιβαλλοντικός τομέας στην οικονομία της ΕΕ είναι ανταγωνιστικός. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο κλάδος «περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών» αυξήθηκε κατά 2,3% ήδη το 2017, ενώ η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του ανήλθε σε 287 δισ. δολάρια, δηλαδή στο 2,2% του ΑΕΠ της ΕΕ των 27.

Παράλληλος γεωπολιτικός και οικονομικός στόχος είναι η μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από τις εισαγόμενες μορφές Ενέργειας και πρώτες ύλες από μία χώρα, εν προκειμένω από τη Ρωσία. Η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παραδόσεις φυσικών πόρων, εισάγοντας το 87% του πετρελαίου και το 74% του φυσικού αερίου που καταναλώνει. Πάνω από το μισό φυσικό αέριο που εισάγει η ΕΕ προέρχεται από τη Ρωσία και ακολουθεί η Νορβηγία με περίπου 20%. Μέχρι το 2030 οι εισαγωγές άνθρακα σχεδιάζεται να μειωθούν κατά 71 - 77% σε σχέση με το 2015, του πετρελαίου έως και 25% και του φυσικού αερίου έως και 19%. Ακόμη μεγαλύτερη μείωση στις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου προβλέπεται για μετά το 2030 (έως 79% και 67% αντίστοιχα).

Από την άλλη, αυτός ο στόχος της ΕΕ για μια μεγάλης κλίμακας αποανθρακοποίηση της οικονομίας απαιτεί σημαντική επέκταση στις εισαγωγές και την εξασφάλιση μετάλλων και ορυκτών που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ηλιακών συλλεκτών, ανεμογεννητριών, μπαταριών ιόντων λιθίου, κυψελών καυσίμων, ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Σε αυτό το φόντο και ενόψει μείωσης των εσόδων από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, τα ρωσικά μονοπώλια της Ενέργειας αναζητούν νέες διεξόδους επενδύσεων και κερδοφορίας και ήδη εξετάζονται επιχειρηματικές συμφωνίες με ευρωπαϊκούς ομίλους. Εδώ να σημειωθεί ότι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις δεν επηρεάζουν κλάδους σχετικά με το «κλίμα». Στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της Ρωσίας η ΕΕ υπολογίζει τη γεωγραφική εγγύτητα, τα μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου, τις εγκαταστάσεις παραγωγής και την ισχυρή υποδομή.

Σύμφωνα με αναλύσεις, η Ρωσία «αντιμετωπίζει την τρομερή προοπτική απώλειας αγορών, ενώ υστερεί στην αναδιάρθρωση της ενεργειακής βιομηχανίας, του βασικού οικονομικού της τομέα». Ταυτόχρονα, με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία «ανοίγονται νέες ευκαιρίες, όπως η ενίσχυση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας των δύο πλευρών (ΕΕ - Ρωσία) με την είσοδο σε νέες αγορές».

Η παγκόσμια μετάβαση σε μια «πράσινη» οικονομία μπορεί να μειώσει το εξαγωγικό δυναμικό ορισμένων ρωσικών βιομηχανιών, αλλά να αυξήσει άλλων, δήλωσε πρόσφατα ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ρωσίας. «Είναι σημαντικό να μη χάσουμε τη στιγμή στον επαναπροσανατολισμό της οικονομίας και, κατά συνέπεια, την αναπροσαρμογή του χρηματοπιστωτικού τομέα».

Στο μεταξύ, η «πράσινη» επενδυτική συνεργασία μπορεί να απλωθεί σε ένα ευρύτατο φάσμα τομέων, όπως επενδύσεις στην έρευνα, στις κατασκευές και τις υποδομές, αναδιάρθρωση και ψηφιοποίηση της οικονομίας, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενέργεια υδρογόνου, βιοενέργεια τελευταίας τεχνολογίας. Ρωσικές εταιρείες αναζητούν «συμπράξεις» με ευρωπαϊκούς και άλλους ομίλους για την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, τη μείωση των διαρροών μεθανίου, την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, τη διαχείριση αποβλήτων, τη βιώσιμη γεωργία και δασοκομία, την κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων κ.ά.

Σχέδια και επενδύσεις στην ενέργεια υδρογόνου

Ιδιαίτερα οι επενδύσεις στην ενέργεια υδρογόνου θα μπορούσαν να γίνουν μια σημαντική οδός συνεργασίας, σύμφωνα με εκπροσώπους του ρωσικού κεφαλαίου, δεδομένου ότι η αξία της στην παγκόσμια αγορά υπολογίζεται στα 2,28 τρισ. δολάρια έως το 2027. Ο Διεθνής Οργανισμός Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA) προβλέπει ότι το υδρογόνο θα εκπροσωπεί το 12% της παγκόσμιας κατανάλωσης Ενέργειας έως το 2050. Το ποσοστό του υδρογόνου στο ενεργειακό ισοζύγιο της Ευρώπης μπορεί να φτάσει στο 14% έως το 2050. Η «Gazprom» υπολογίζει σε 153 δισ. δολάρια την «αγορά» υδρογόνου της Ευρώπης έως το 2050.

Οπως αναφέρουν εκπρόσωποι ρωσικών ομίλων, οι προμήθειες «μπλε» και «τυρκουάζ» υδρογόνου θα μπορούσαν να αποτελέσουν «πολλά υποσχόμενο πεδίο συνεργασίας ΕΕ - Ρωσίας», καθώς «αυτό το υδρογόνο παράγεται από φυσικό αέριο, θεωρείται κερδοφόρο οικονομικά και έχει τις μικρότερες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις».

Ενας άλλος τομέας με «προοπτική» είναι η προώθηση κοινών επιχειρηματικών έργων «πράσινου» υδρογόνου (με λιγότερη επίπτωση στο περιβάλλον που προς το παρόν είναι πιο ακριβό στην παραγωγή του), που ενδιαφέρει τόσο ευρωπαϊκούς όσο και ρωσικούς ομίλους, όπως «Gazprom», «Rosatom» και «NOVATEK».

Η «Rosnano» και η «Enel Russia» σχεδιάζουν να παράγουν από κοινού «πράσινο» υδρογόνο στο υπό κατασκευή εργοστάσιο αιολικής ενέργειας «Enel Russia» στο Μούρμανσκ, και στη συνέχεια να εξάγουν υδρογόνο αξίας περίπου 55 εκατ. δολαρίων ετησίως στην ΕΕ.

Προθέσεις για από κοινού παραγωγή «μπλε» και «πράσινου» υδρογόνου με τον γερμανικό όμιλο «Uniper» (συμμετέχει και στην κατασκευή του «Νοrd Stream 2») έχει εκφράσει η «NOVATEK».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ