Το άρθρο θα προσπαθήσει να παρουσιάσει μια λιγότερο γνωστή πλευρά, την αντίδραση της αστικής τάξης μετά την ήττα της Κομμούνας, μέσα και από νέο υλικό, σε μια προσπάθεια να φωτιστούν το πραγματικό περιεχόμενο της δικτατορίας του κεφαλαίου και ειδικότερα σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, η αξιοποίηση διαχρονικά του αστικού κατασταλτικού νομοθετικού πλαισίου και της αστικής Δικαιοσύνης απέναντι στο εργατικό - λαϊκό κίνημα. Και από την άλλη πλευρά, να αναδειχθούν η σημασία της αλληλεγγύης από τους «προλετάριους όλων των χωρών», ο ηρωισμός της εργατικής τάξης ακόμα και σε συνθήκες ήττας, η δύναμη που πηγάζει μέσα από τη συνειδητοποίηση της ιστορικής της αποστολής, μέσα από την επαναστατική χειραφέτησή της.
«Το τουφέκι δεν σκότωνε πια αρκετά γρήγορα, γι' αυτό οι νικημένοι εκτελούνταν μαζικά, κατά εκατοντάδες, με τα πολυβόλα»1.
Ομως η Κομμούνα συνέχιζε να αντιστέκεται, στήνονταν οδοφράγματα, μοιράζονταν όπλα, οι γυναίκες βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή με τους άντρες, από κοντά και τα παιδιά. Χρειάστηκαν 130.000 στρατιώτες και οκτώ μέρες, τη Ματωμένη Βδομάδα, 21 με 28 Μάη, για να κάμψουν την αντίσταση των Κομμουνάρων. Απαράμιλλα ήταν τα δείγματα ηρωισμού των μαχητών και μαχητριών για την υπεράσπιση των οχυρωμάτων, του Παρισιού, δρόμο το δρόμο, σπίτι το σπίτι. Το ίδιο αγέρωχη ήταν και η στάση μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, όπου το «Ζήτω η Κομμούνα!» ακουγόταν τελευταίο πριν τη ριπή των όπλων.
Ολη αυτή τη βδομάδα ειδικό ρόλο έπαιξαν τα έκτακτα δικαστήρια. Οι αιχμάλωτοι σπρώχνονταν στα προαύλια των δημαρχείων, των στρατώνων και των δημοσίων κτιρίων, όπου έδρευαν τα έκτακτα δικαστήρια, και εκτελούνταν μαζικά. Την Κυριακή 28 Μάη έπεσε η τελευταία κανονιά των υπερασπιστών της Κομμούνας. Χιλιάδες αιχμάλωτοι οδηγούνται στις φυλακές Λα Ροκέτ, όπου από την Κυριακή μέχρι τη Δευτέρα εκτελέστηκαν 1.900 άτομα.
Απέναντι στους Κομμουνάρους κατασκευάστηκε ένα κατηγορητήριο που περιλάμβανε κατηγορίες για εμπρησμούς, φόνους, βιασμούς πλούσιων γυναικών, κλοπές, λεηλασία της Τράπεζας και των αρχείων του Δικαστικού Μεγάρου, των εκκλησιών κ.λπ. Τους μήνες Ιούνη και Ιούλη οι συλλήψεις ήταν κατά μέσο όρο 100 κάθε μέρα, ενώ στις συμπληρωματικές εκλογές του Ιούλη του 1871 ψήφισαν 100.000 άνθρωποι λιγότεροι απ' ό,τι στις εκλογές του Φλεβάρη του 1871, δίνοντας μια τάξη μεγέθους των απωλειών.
Η αστική κυβέρνηση και η Εθνοσυνέλευση αδημονούσαν να περάσουν από δίκη τα 17 μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας που κρατούνταν, επιδιώκοντας αυτή η δίκη να αποτελέσει δίκη - πρότυπο, υπόδειγμα στη νομολογία των στρατοδικείων. Φυσικά, η αστική Δικαιοσύνη έδωσε τον καλύτερό της εαυτό: Ο εισαγγελέας Ντυφώρ (και υπουργός Δικαιοσύνης) και ο πρόεδρος του δικαστηρίου παρέπεμψαν τους κατηγορούμενους όχι για πολιτικά αλλά για βαριά ποινικά αδικήματα, αξιοποιώντας όλα τα «εργαλεία» της ποινικής διαδικασίας και κυρίως το γεγονός ότι μπορούσαν έτσι να τους καταδικάσουν με την ποινή του θανάτου. Επίσης, η υπόθεση παραπέμφθηκε στη στρατιωτική Δικαιοσύνη, αξιοποιώντας την «κατάσταση πολιορκίας» στην οποία είχε κηρύξει η γαλλική κυβέρνηση το Παρίσι από το Μάρτη του 1871. Βέβαια, στην έναρξη της δίκης ο στρατηγός Γκαβό ως δημόσιος κατήγορος διάβασε μια πολυσέλιδη έκθεση για τα γεγονότα που οδήγησαν στην Κομμούνα, προσπαθώντας να αποδώσει το σύνολο των ευθυνών στη Διεθνή Ενωση Εργατών.
Για όσους δεν εκτελούνταν, η αστική τάξη και το κράτος της επιφύλασσαν ειδική μεταχείριση: Οι αιχμάλωτοι, που είχαν πλημμυρίσει τις φυλακές και στοιβάζονταν κατά δεκάδες, μεταφέρονταν στα λιμάνια προκειμένου να διοχετευτούν σε «πλωτά κάτεργα», απομονωμένα οχυρά και ωκεάνια νησιά. Στα πλωτά κάτεργα επιτρέπονταν βάσει κανονισμού και τα βασανιστήρια. Δύο χιλιάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν πριν τη μεταγωγή τους στους τόπους εξορίας, χωρίς να μπορέσει να αποδειχτεί ποτέ το πραγματικό μέγεθος της θηριωδίας.
Παρόλο που τον Ιούνη του 1872 το μεγαλύτερο μέρος των δικών είχε ολοκληρωθεί, οι διώξεις δεν σταμάτησαν. Μετά τις εκλογές της 24ης Μάη 1873, οι διώξεις αυξήθηκαν. Τα στρατοδικεία ξανάνοιξαν τους παλιούς φακέλους, επικαλούμενα νέα στοιχεία για εγκλήματα που είχαν ήδη κριθεί από τα τακτικά δικαστήρια!
Η επίθεση ήταν ενιαία από όλα τα τμήματα της γαλλικής αστικής τάξης, από όλα τα αστικά κόμματα (ακόμα κι εκείνα που αυτοπροσδιορίζονταν ως «δημοκρατικά και φιλελεύθερα»).
Στην έκθεση της επιτροπής «για τη διερεύνηση των αιτιών της εξέγερσης της 18ης Μαρτίου και των σχετικών γεγονότων, σύμφωνα με το νόμο της 17ης Ιουνίου 1871», που δημοσιεύτηκε το 1872, δεσπόζει η ανάδειξη της Διεθνούς Ενωσης Εργατών ως της πρωταρχικής αιτίας που οδήγησε στην εξέγερση της 18ης Μάρτη 1871 και στην ανακήρυξη της Κομμούνας του Παρισιού. Συνέχιζε δηλαδή η αστική τάξη, σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, τη γραμμή που είχε χαράξει ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, που μεταχειρίστηκε από την αρχή κιόλας τη Διεθνή σαν επικίνδυνο εχθρό.
Αναδεικνύονται βασικά μέτρα που πρέπει να λάβει άμεσα η αστική τάξη όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τους ίδιους τους Κομμουνάρους, αλλά και για να απαντήσει στην κατακραυγή για τις θηριωδίες της αστικής τάξης και στο τεράστιο κύμα αλληλεγγύης στο επαναστατημένο προλεταριάτο από τις εργατικές τάξεις και τα λαϊκά κινήματα σε διεθνές επίπεδο. Τα μέτρα αποσκοπούσαν τόσο στην άμεση καταστολή και ολοκληρωτική εξόντωση των Κομμουνάρων, όσο και στη συντριπτική ιδεολογική επικράτηση της αστικής τάξης.
Μόλις το Γενάρη του 1879 η αστική κυβέρνηση προχώρησε στην απονομή πολλαπλών χαρών σε Κομμουνάρους, για να σταματήσει τις εκκλήσεις για αμνηστία. Δεν ήταν τυχαία η επιμονή της αστικής τάξης στη Γαλλία για τη μη απονομή αμνηστίας. Η αμνηστία θα σήμαινε ουσιαστικά την αποποινικοποίηση της εξέγερσης της 18ης Μάρτη και της Παρισινής Κομμούνας, στερώντας ένα πολύτιμο εργαλείο από την αστική τάξη για να συνεχίσει τις διώξεις απέναντι στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα.
Η Εθνοσυνέλευση αναγκάστηκε τελικά να προχωρήσει σε καθολική αμνηστία τον Ιούλη του 1880. Πλήθος εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων υποδέχτηκαν τους εξόριστους στα λιμάνια και ένα τεράστιο κύμα αλληλεγγύης ξεδιπλώθηκε για τη στήριξή τους: Συγκεντρώνονταν χρήματα για την ενίσχυση των επαναπατρισθέντων Κομμουνάρων, τους έδιναν ρουχισμό, προσπαθούσαν να τους βρουν δουλειά και προσωρινά καταλύματα.
Μέσα από τη μελέτη των γεγονότων που ακολούθησαν την ήττα της Κομμούνας αποκαλύπτεται ο ταξικός χαρακτήρας του αστικού Δικαίου, της αστικής Δικαιοσύνης γενικά, μέσω της διαχρονικής αξιοποίησής του ιδιαίτερα για την καταστολή του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Γι' αυτό και απέναντι στην Κομμούνα αξιοποιήθηκαν διατάξεις από όλες τις προηγούμενες περιόδους συγκρότησης του γαλλικού αστικού κράτους, είτε σε συνθήκες συνταγματικής δικτατορίας είτε αστικής δημοκρατίας. Είναι ενδεικτικό δε ότι ο νόμος για την κατάσταση πολιορκίας στη Γαλλία, που θεσμοθετήθηκε το 1878, διατηρήθηκε μέχρι το 2004!
Πόσο μάλλον που, όπως αποδείχθηκε, η αστική τάξη, σε συνθήκες που απειλείται πραγματικά η εξουσία της, δεν διστάζει να συμμαχήσει ακόμα και με αστικές τάξεις με τις οποίες μέχρι πρότινος έλυνε τις διαφορές της με τα όπλα. Αποτυπώθηκε έτσι ότι η αστική τάξη, σε όλες τις συνθήκες, δεν χάνει από το στόχο της τον βασικό αντίπαλό της, την εργατική τάξη και την πρωτοπορία της. Η επιμονή της αστικής τάξης της Γαλλίας να αναδειχθεί η Διεθνής Ενωση Εργατών ως ο βασικός υπαίτιος για την Παρισινή Κομμούνα αποτέλεσε τη δικαιολογητική βάση για την προώθηση των μέτρων που είχε ανάγκη προκειμένου όχι μόνο να αποκαταστήσει την εξουσία της που κινδύνευσε, αλλά και για να προχωρήσει γρήγορα η ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Κυρίως όμως, μέσα και από το μέγεθος της επίθεσης που εξαπέλυσε το αστικό κράτος, το σύνολο των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του, ενάντια στην Παρισινή Κομμούνα, αποκαλύφθηκε η σημασία του τσακίσματός του ως απαραίτητου όρου για τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης, η ανάγκη αντικατάστασής του από την εξουσία της εργατικής τάξης, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Εγραψε ο Κ. Μαρξ: «Ο πολιτισμός και η δικαιοσύνη του αστικού καθεστώτος ξεπροβάλλουν στο αληθινό δυσοίωνο φως του κάθε φορά που στο καθεστώς αυτό οι σκλάβοι και οι είλωτες ξεσηκώνονται ενάντια στους αφεντάδες τους. Τότε αυτός ο πολιτισμός και αυτή η δικαιοσύνη φανερώνονται σαν απροκάλυπτη αγριότητα και άνομη εκδίκηση»2.
Σημειώσεις:
1. Κ. Μαρξ, «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ. 17
2. ό.π., σελ. 93.
Μπουμ... Μια κανονιά... Τσιτώνω τ' αυτί... Να ξαναπάρω την πένα.
Γρήγορα! Γρήγορα στην πλατεία Γκρεβ. Κατεβαίνω τρέχοντας την οδό της Μονμάρτης. Στην οδό Ριβολί, όσο παίρνει το μάτι, όλο στολές, σημαίες που κυματίζουν, μπαγιονέτες που λαμποκοπάν. Οι μουσικές ξεκουφαίνουν.
Δέκα, είκοσι, εκατό λόχοι είναι εκεί, στην παρέλαση, και χάνονται στην πολύχρωμη θάλασσα που ξετυλίγεται στην πλατεία του Δημαρχείου.
Τι όμορφοι λόχοι! Οι ίδιοι που τους είχαμε δει άλλοτε, τον καιρό της πολιορκίας, λασπωμένοι, σακατεμένοι, δείχνοντας την καταστροφή.
Πόσο είναι όμορφοι σήμερα, γυαλισμένοι, ξανανιωμένοι!
Πλησιάζουμε αργά. Να μας στη λεωφόρο Βικτόρια.
Την προηγούμενη μέρα είχα πάει στο δημαρχείο. Φαίνεται αλλαγμένο.
Χτες, οδοφράγματα, κανόνια, σκοποί που σε ρωτούν δύσπιστα. Για να περάσεις την πλατεία πρέπει να πάρεις ένα μονάχα μονοπάτι που το φυλάν ζηλότυπα οι σκοποί με γεμάτο το όπλο. Μια σειρά μυδραλιοβόλα υπερασπίζει το χτίριο. Στα παράθυρα πλήθος στρατιώτες. Το δημαρχείο μοιάζει με φρούριο.
Το πλήθος φωνάζει, τραγουδάει, ουρλιάζει, μουγκρίζει. Τι τραγουδάει; Τη Μασσαλιώτιδα. Τι φωνάζει; Ζήτω η Κομμούνα! Ουρλιάζει σαν τη θύελλα και μουγκρίζει σαν τη θάλασσα.
Κι ανάμεσα σ' αυτό το πλήθος που παραληρούσε, μια αδιάκοπη παρέλαση από λόχους με τη μουσική τους μπροστά. Σημαίες κόκκινες και σημαίες τρίχρωμες κοντά κοντά. Πίσω βαδίζουν αυτοί που εκλέχτηκαν από κάθε διαμέρισμα (συνοικία) και που οι εκλογείς τους τούς οδηγούν στο δημαρχείο.
Να οι λόχοι της Μονμάρτης. Σε μια γραμμή πέντε άντρες. Είναι οι πέντε που εκλέχτηκαν στο 18ο. Τρεις είναι φίλοι μου. Τους κάνω σινιάλο. Με χαιρετάν με χαμόγελο. Ο Βερμορέλ, ψηλός, ωχρός, αδύνατος, με εξογκωμένα μήλα. Ο Φερέ κοντός, με γενειάδα. Και οι δυο τους ντυμένοι με στρατιωτικό μανδύα. Ο Β. Κλεμάν με γυρμένη την πλάτη, στους ώμους ένα χιτώνιο, μ' ένα μαλακό γκρίζο καπέλο, στηρίζεται σ' ένα μπαστούνι.
Κάποιος νιώθω να με χτυπάει στον ώμο.
Ο Ριγκό!
Ο Ραούλ Ριγκό με στολή λοχαγού. Δε θα τον ξαναδώ πια μ' αυτό το κοστούμι έως τις 24 του Μάη, λίγη ώρα πριν πέσει με το κεφάλι τρυπημένο, στο οδόφραγμα Ρουαγίν Κολάρ.
- Ανέβα μαζί μας!
- Μα δεν είμαι στην Κομμούνα...
- Οπωσδήποτε έλα...
Τον ακολουθάω ανάμεσα από πλήθος στρατιώτες. Ανεβαίνουμε στο πρώτο πάτωμα. Αίθουσα του θρόνου. Τα όπλα είναι σε δέσμες.
Οι τοίχοι είναι ακόμα τρυπημένοι από τις σφαίρες της 22ης του Γενάρη.
Γύρω από το μεγάλο τραπέζι, οι εκλεγμένοι άρχισαν να μαζεύονται. Ο Αρνού, ο Γκρουσέ, ο Βαλέλ. Πάνω σε μια καρέκλα ο Ντελεκλιούζ. Ο Λουγκέ, ο παλιός μου διοικητής του 248. Ο Τριντόν, σκυμμένος, με το ειρωνικό και πονεμένο του χαμόγελο. Περπατάει με κόπο στηριγμένος στο ραβδί του...
Σφίγγω ολωνών τα χέρια.
Πρέπει να ξανακατέβω στην πλατεία.
Κοντά μου μια ομάδα. Ο άντρας με στολή εθνοφρουράς. Η γυναίκα κρατάει από το χέρι έναν πιτσιρίκο τριών - τεσσάρων χρόνων. Ο άντρας εξηγεί στη συντρόφισσά του το θέαμα αυτό που την τυφλώνει. Ονομάζει αυτούς που ξέρει.
- Κοίτα, βλέπεις κείνον τον ψηλό με το γένι, με τα μεγάλα μάτια και τα γκρίζα πυκνά μαλλιά; Είναι ο Φέλιξ Πιγιά που έχουμε το πορτρέτο σπίτι μας. Ο άλλος με την άσπρη γενειάδα, με το κουρασμένο ύφος, με το αυστηρό πρόσωπο, είναι ο Ντελεκλιούζ. Εκείνος ο ψηλός, όρθιος με το πηλήκιο του λοχαγού είναι ο Προτό, ο υπερασπιστής του Μεζί στη δίκη του Μπλουά. Ο άλλος με τα μουστάκια, ο Κλεμάν, ξέρεις, αυτός που έχει κάνει το τραγούδι «Καιρός για τα κεράσια». Α! Τι όμορφα θα πάνε τα πράματα μ' αυτούς τους διαβολάνθρωπους!
- Σήκωσε λιγάκι το μικρό να δει κι αυτό. Αυτές οι μέρες μαρκάρονται στην ύπαρξή μας.
Και ονόμαζε κι άλλους ακόμα της Διεθνούς που ήτανε ίσως μέλος της. Τον Μαλόν, τον Βαρλέν, τον Αβριάλ. Υστερα τον Φλουράντ, που τον είχε ακούσει σε δημόσιες συγκεντρώσεις, τον Ντιβάλ, τον Φερέ.
- Εκείνος ο άλλος γέρος με το άσπρο γένι είναι ο κ. Μπεσλιέ, ένας πλούσιος που ήρθε μαζί μας, ένας παλιός φίλος του Προυντόν.
Και άξαφνα:
- Να ο καλύτερος. Κοίτα, βλέπεις, καθισμένος, με πρόσωπο σαν λάμα μαχαιριού, με τα βαθουλωμένα του μάτια και τα αδύνατα χείλια. Πώς υπόφερε! Ολη τη ζωή του στη φυλακή. Θα σου δώσω να το διαβάσεις αυτό. Η γυναίκα του πέθανε όταν αυτός ήταν στο Μον Σεν Μισέλ. Ενας αληθινός μάρτυρας, ο πολίτης Μπλανκί.
- Γελιέστε, πολίτη, λέω επεμβαίνοντας. Δεν είναι ο Μπλανκί αυτός που βλέπετε. Ο Μπλανκί πιάστηκε στο σπίτι του ανεψιού του στο Λο. Αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στη φυλακή του Φιζάκ.
- Τον πιάσανε! Αυτόν... Δε θα 'ναι στην Κομμούνα!
Και είδα σαν ένα πέπλο λύπης να σκεπάζει ξαφνικά το χαρούμενο λίγο πριν πρόσωπο. Το ζευγάρι απομακρύνθηκε. Στην εξέδρα ένα μέλος της Κομμούνας μιλούσε, μα τα λόγια του χάνονταν στο θόρυβο που μεγάλωνε.
Οι λόχοι αποχωρούσαν. Τη νύχτα παρέλαυναν ακόμα. Εβλεπε κανένας χέρια να τεντώνονται προς την εξέδρα. Αλλοι να πλησιάζουν. Στόματα φώναζαν ακόμα και πάντα «ζήτω η Κομμούνα», ώσπου να χάνεται η φωνή.
Επιτέλους, η πλατεία άδειασε. Τα παράθυρα του δημαρχείου φωτιστήκανε. Η Κομμούνα εγκαθιδρύθηκε.
Ξαναπήρα το δρόμο Κρουασάν. Στην πόρτα του τυπογραφείου, διασταυρώθηκα με μια ομάδα στρατιώτες, που στη μέση μιλούσε ένας υπολοχαγός του 248. Διηγιότανε τι είδε στην πλατεία του Δημαρχείου. Ηταν ακριβώς κάτω από την εξέδρα. Μπόρεσε, πιο τυχερός από μένα, να ακούσει τους λόγους.
- Ο Ρανβιέ μίλησε.
- Και τι είπε; τον ρώτησα.
- Είπε... είπε... πως ανακηρύχτηκε η Κομμούνα... Δεν είναι αρκετό αυτό; Και ύστερα απαντήσαμε:
- Θα την υπερασπίσουμε ως το θάνατο!
Και ενθουσιασμένος:
- Ναι, ως το θάνατο!
Ξανανέβηκα στο γραφείο μου στον «Μπαρμπα - Ντουσέν».
Από όλες τις ταράτσες, από όλα τα παράθυρα βγαίνανε φωνές:
- Ζήτω η Κομμούνα!
Αγνωστοι αγκαλιάζονταν, συνεπαρμένοι από ένα είδος παραλήρημα.
Οταν ύστερα από εννιά χρόνων απουσία η αμνηστία μού ξανάνοιξε τις πόρτες του Παρισιού, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν γι' αυτό το δημαρχείο, που το είχα μισοϊδεί για τελευταία φορά στη μάχη κόκκινο και αναμμένο σαν καυτό σίδερο.
Στο μάκρος αυτών των τοίχων που είχαν μαυρίσει από την πυρκαγιά, σ' αυτά τα πεσμένα κουφώματα που είχα παρακολουθήσει το αξέχαστο θέαμα της 28 του Μάρτη 1871, ζητούσα με το μάτι τις ανθρώπινες μυρμηγκιές που είχανε στεγάσει τη μέρα της ανακήρυξης της Κομμούνας. Ακουγα ακόμα το φοβερό μούγκρισμα του πλήθους που ζητωκραύγαζε τους εκλεγμένους, την ώρα που το κανόνι βροντούσε και που πάνω από θάλασσα κεφάλια κυμάτιζαν οι κόκκινες σημαίες.
* Ο συγγραφέας Μαξ. Βιγιόμ ήταν συντάχτης της εφημερίδας «Μπαρμπα - Ντουσέν», που έβγαινε πριν και τον καιρό της Κομμούνας