Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στη σημερινή ενότητα «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:

ΕΥΡΩΖΩΝΗ - ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Χαμηλώνει ο «πήχης», οξύνονται οι ανταγωνισμοί, με νέους «κινδύνους» και αβεβαιότητες

ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΡΩΣΙΑ: Σταθερή επικοινωνία για τα συμφέροντα των μονοπωλίων

ΕΥΡΩΖΩΝΗ - ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Χαμηλώνει ο «πήχης», οξύνονται οι ανταγωνισμοί, με νέους «κινδύνους» και αβεβαιότητες

Ως «ηρεμία πριν την καταιγίδα» περιγράφουν αξιωματούχοι της ΕΕ την κατάσταση στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία
Ως «ηρεμία πριν την καταιγίδα» περιγράφουν αξιωματούχοι της ΕΕ την κατάσταση στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία
Δέκα χρόνια μετά την πυροδότηση του κύκλου της καπιταλιστικής κρίσης στην παγκόσμια οικονομία και βέβαια στην Ευρωζώνη, νέος κύκλος αβεβαιότητας και πολλαπλοί παράγοντες «κινδύνου» εμφανίζονται ξανά στο προσκήνιο, εν μέσω των γεωπολιτικών ανταγωνισμών και της ενδοαστικής διαπάλης, τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και ευρύτερα με άλλα κέντρα και αγορές. Στις 15 Σεπτέμβρη κλείνουν 10 χρόνια από την «εμβληματική» κατάρρευση και πτώχευση της αμερικανικής «επενδυτικής» τράπεζας «Lehman Brothers» και, όπως αναφέρει η ευρωπαϊκή ιστοσελίδα «Euractiv», παρά την «ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος διάσωσης» και το γεγονός ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα στην ΕΕ βρίσκονται κάτω από το 3% του ΑΕΠ, η «Ευρώπη δεν βρίσκεται σε ατμόσφαιρα εορτασμού». Μάλιστα, Ευρωπαίος αξιωματούχος, μιλώντας στο «Euractiv», χαρακτηρίζει την τρέχουσα κατάσταση «ηρεμία πριν την καταιγίδα».

Σε κάθε περίπτωση, όπως εκτιμούν όλοι οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί και τα αστικά επιτελεία, οι ρυθμοί ανάκαμψης στην Ευρωζώνη έχουν ήδη αρχίσει να κοπάζουν και μάλιστα με σαφείς τάσεις περαιτέρω επιβράδυνσης για τα επόμενα χρόνια.

Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο τελευταίο «οικονομικό δελτίο» της επισημαίνει ότι «οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία έχουν επιδεινωθεί». Αναφορικά δε με το ζήτημα των εμπορικών ανταγωνισμών και της επιβολής δασμών, χαρακτηριστικά τονίζει: «Εάν εφαρμοστούν όλα τα απειλούμενα μέτρα, ο μέσος όρος των δασμών στις ΗΠΑ θα ανέλθει σε επίπεδα που δεν παρατηρήθηκαν τα τελευταία 50 χρόνια. Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τις προοπτικές του παγκόσμιου εμπορίου και των δραστηριοτήτων βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα».

Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση με τις «Εαρινές Προβλέψεις 2018» αναφέρει ότι «οι κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων σε σχέση με τις προβλέψεις έχουν αυξηθεί». Σε αυτούς συγκαταλέγονται η εκτός Ευρώπης αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών τους τελευταίους μήνες, που «ενδέχεται να λάβει πιο μόνιμο χαρακτήρα στο μέλλον, γεγονός που θα αυξήσει την αβεβαιότητα». Σε συνδυασμό με αυτό, επισυνάπτονται το ενδεχόμενο ταχύτερης αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου (λόγω «σύσφιξης» της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ) και η κλιμάκωση του προστατευτισμού στο εμπόριο, που κατά την Κομισιόν είναι «σαφώς αρνητικός κίνδυνος για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές». Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται, οι κίνδυνοι αυτοί είναι αλληλένδετοι, ενώ η ζώνη του ευρώ «λόγω του ανοιχτού χαρακτήρα της θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε περίπτωση επέλευσής τους».

Ανταγωνισμοί «εντός των τειχών»

Καθόλου τυχαία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο «οικονομικό δελτίο» σπεύδει να «θυμίσει» τις «υποχρεώσεις» των κρατών - μελών στο πλαίσιο της διαδικασίας των «Ευρωπαϊκών Εξαμήνων», με κατεύθυνση βέβαια την περαιτέρω «εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης» στην Ευρωζώνη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ εστιάζει στη «συνεχιζόμενη ανεπαρκή εφαρμογή» των ειδικών συστάσεων ανά χώρα που απευθύνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και στο «απογοητευτικό ιστορικό» στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι ειδικές συστάσεις ανά χώρα αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της διαδικασίας για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ΕΕ, με στόχο την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών σε κράτη - μέλη, καθώς οι επιμέρους «μακροοικονομικές ανισορροπίες», όπως τονίζει η ΕΚΤ, συνεπάγονται «κινδύνους» συνολικά για την «ομαλή λειτουργία» της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης.

Την ίδια ώρα, οι ενδοαστικές αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί γύρω από το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος που θα εμφανίσει η κυβέρνηση της Ιταλίας στον κρατικό προϋπολογισμό του 2019 τροφοδοτούν τις «αβεβαιότητες» σε σχέση με τις οικονομικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Μάλιστα, το ζήτημα αυτό αναμένεται να βρεθεί ψηλά στην ατζέντα των αντιλαϊκών διεργασιών στο πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» για το 2019, μέσω του οποίου θα «ελέγχεται» στο εξής και η ελληνική οικονομία, παράλληλα και σε συνδυασμό με το «ενισχυμένο εποπτικό πλαίσιο» της αντιλαϊκής πολιτικής.

Βέβαια, στο «κάδρο» των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και των διαιρέσεων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης βρίσκεται και το ζήτημα του μείγματος της νομισματικής πολιτικής που κρίνεται κάθε φορά κατάλληλο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων. Μέσα στους επόμενους μήνες, όπως όλα δείχνουν, η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε περαιτέρω παρεμβάσεις σταδιακής απόσυρσης των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, στην προοπτική αύξησης και των βασικών επιτοκίων του ευρώ, σε αντίστοιχη κατεύθυνση με τις παρεμβάσεις από την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ.

Το ελληνικό κρατικό χρέος

Το γενικότερο πλέγμα των «κινδύνων», της αβεβαιότητας και των ενδοαστικών ανταγωνισμών έχει ισχυρό αντίκτυπο στη δευτερογενή αγορά των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Οι αποδόσεις των 10ετών τίτλων κυμαίνονται στο 4,3%, δηλαδή σε επίπεδο που καθιστά απαγορευτική για την ώρα την έξοδο του ελληνικού κράτους στις χρηματαγορές, σε πείσμα βέβαια της λεγόμενης «καθαρής εξόδου» που διαφημίζει η κυβέρνηση.

Στην ίδια κατεύθυνση συμβάλλουν και οι αναταράξεις στην τουρκική οικονομία, με τους «επενδυτές» και τα funds να στρέφουν το «ενδιαφέρον» τους σε χαμηλότερες αλλά «διασφαλισμένες» αποδόσεις, όπως για παράδειγμα των γερμανικών ομολόγων.

Να σημειωθεί ότι παρά και τις πρόσφατες «αναβαθμίσεις» από τους «οίκους αξιολόγησης», το αξιόχρεο των ελληνικών κρατικών ομολόγων υπολείπεται ακόμη κατά πολλές βαθμίδες προκειμένου να γίνονται αποδεκτά με το «κανονικό» καθεστώς από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και βέβαια από τις διεθνείς χρηματαγορές. Σε κάθε περίπτωση, το καθοριστικό κριτήριο για την περαιτέρω «αναβάθμιση» της πιστοληπτικής αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους, έτσι ώστε να διευκολύνεται και η πρόσβαση στις χρηματαγορές, είναι η περαιτέρω κλιμάκωση των αντιλαϊκών μέτρων.

«Δεδομένων των υψηλών επιπέδων του χρέους προς το ΑΕΠ και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας», επισημαίνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κυρίως για την περίοδο μετά το έτος 2032.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή - σε πλήρη εναρμόνιση με τις προβλέψεις του ΔΝΤ - διαβλέπει τους μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάκαμψης κατά μέσο όρο μόλις στο 1% για την περίοδο 2023 - 2060, σύμφωνα με το «βασικό σενάριο», στο οποίο, όπως λένε, ενσωματώνονται και οι επιπτώσεις από τη «γήρανση του πληθυσμού».


Α. Σ.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΡΩΣΙΑ
Σταθερή επικοινωνία για τα συμφέροντα των μονοπωλίων

Σε Μέση Ανατολή, Ουκρανία, φυσικό αέριο αλλά και στην προοπτική των οικονομικών σχέσεων επικεντρώθηκαν οι Μέρκελ - Πούτιν κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στο Βερολίνο

Η Αγκ. Μέρκελ και ο Βλ. Πούτιν κατά τη συνάντησή τους στο παλάτι Μέζεμπεργκ έξω από το Βερολίνο

Copyright 2018 The Associated

Η Αγκ. Μέρκελ και ο Βλ. Πούτιν κατά τη συνάντησή τους στο παλάτι Μέζεμπεργκ έξω από το Βερολίνο
«Η συχνότητα των διμερών συναντήσεων Μέρκελ - Πούτιν δεν υποδεικνύει αυτόματα την εγγύτητα - πόσο μάλλον τη "θερμότητα" - των γερμανορωσικών σχέσεων. Ωστόσο, η συχνότητα των συνομιλιών είναι ένας δείκτης για το ότι αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον ως σημαντικό και ικανό παράγοντα για την προώθηση των συμφερόντων εξωτερικής πολιτικής», σχολίαζε η γερμανική εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung» (FAZ) ενόψει της συνάντησης της Γερμανίδας καγκελαρίου, Αγκελα Μέρκελ, και του Ρώσου Προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, το περασμένο Σάββατο. Πρόκειται για την 8η επίσημη συνάντηση των δύο ηγετών μέσα σε 5 χρόνια, με την Αγκ. Μέρκελ να επισημαίνει για ακόμη μια φορά τη σημασία του διαλόγου με τη Ρωσία, ακόμη και για τα «αμφιλεγόμενα θέματα».

Πιάνοντας το «νήμα» από το Σότσι, όπου έγινε η προηγούμενη συνάντηση Μέρκελ - Πούτιν τον περασμένο Μάη, οι τρίωρες συνομιλίες των δυο ηγετών επικεντρώθηκαν στη Συρία, στο Ιράν, στην Ουκρανία και βεβαίως στον αγωγό φυσικού αερίου «Nord Stream 2» και στις προοπτικές των οικονομικών σχέσεων των ομίλων των δύο κρατών. «Η συζήτηση ήταν μακρά, πολύ σοβαρή και λεπτομερής», σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου.

Σε μια περίοδο όπου το κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μπλέκεται ολοένα και περισσότερο, οι κόντρες μεταξύ παραδοσιακών «συμμάχων» οξύνονται και αναζητούνται νέες «συμμαχίες» - έστω και πρόσκαιρες ή για να ασκηθεί πίεση στο παζάρι με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα - Γερμανία και Ρωσία παρά τις αντιθέσεις τους διατηρούν σταθερές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, με την προσδοκία μάλιστα να τις βαθύνουν. Ο ρωσικός Τύπος «είδε» και στην πρόσφατη συνάντηση Μέρκελ - Πούτιν, αλλά και στην προγραμματισμένη συνάντηση Μέρκελ - Ερντογάν στα τέλη Σεπτέμβρη, μια προσπάθεια της Γερμανίας να αλλάξει γραμμή στην εξωτερική της πολιτική και να «απαγκιστρωθεί» από τις ΗΠΑ. Ακόμη κι αν είναι απόλυτη μια τέτοια ανάλυση ή ίσως και να επιδιώκει να «ρίξει λάδι στη φωτιά», το βέβαιο είναι πως τα ανοιχτά «μέτωπα» με τις ΗΠΑ είναι πολλά: Εμπορική σύγκρουση, συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, φυσικό αέριο κ.λπ.

Ετσι, και οι δύο πλευρές (Γερμανία - Ρωσία) «εξέφρασαν την αμοιβαία ανησυχία τους για τη μη προβλεψιμότητα των αποφάσεων ορισμένων κρατών, ειδικά για το θέμα των δασμών», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου αναφερόμενος στην πρόσφατη συνάντηση στο Βερολίνο.

«Ψήνονται» «σχήματα» στη Μέση Ανατολή

Ως προς τη Μέση Ανατολή η καγκελάριος εξέφρασε το γερμανικό ενδιαφέρον για τη μέλλουσα πολιτική διευθέτηση στη Συρία μεταπολεμικά και «πάνω απ' όλα για συνταγματική μεταρρύθμιση και τη δυνατότητα εκλογών». Από την πλευρά του, ο Ρώσος Πρόεδρος αναφέρθηκε στην κερδοφόρα ανοικοδόμηση της χώρας από τους μονοπωλιακούς ομίλους ως προϋπόθεση για τον επαναπατρισμό των εκατομμυρίων προσφύγων που βρίσκονται σε καταυλισμούς στην Ιορδανία, στην Τουρκία, αλλά και σε χώρες της Ευρώπης. «Πρέπει να αποκατασταθούν οι κοινοτικές εγκαταστάσεις με τα στοιχειώδη, όπως παροχή νερού και θερμότητας», είπε ο Πούτιν.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα «σχήματα» που συζητιούνται για το πολιτικό και οικονομικό μέλλον της Συρίας. Σύμφωνα με δηλώσεις του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, οι δύο ηγέτες (Μέρκελ - Πούτιν) συμφώνησαν ότι η Ρωσία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Τουρκία θα συνεχίσουν να συζητούν τη συριακή διαδικασία διευθέτησης στο πλαίσιο ενός τετραμερούς σχήματος, που πρότεινε ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. «Το σχήμα αυτό αναφέρθηκε» κατά τη συνάντηση στο Βερολίνο, δήλωσε ο Ντ. Πεσκόφ και «συμφωνήθηκε ότι ο διάλογος θα συνεχιστεί σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, σε επίπεδο βοηθών». Πρόσθεσε ότι το επίπεδο των συνομιλιών μπορεί να «ανέβει» στο μέλλον. Μιλώντας, όμως, για πιθανή Σύνοδο Κορυφής Ρωσίας, Γερμανίας, Γαλλίας και Τουρκίας για το θέμα αυτό, ο Πεσκόφ δήλωσε ότι κάτι τέτοιο «δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί», ωστόσο δεν απέκλεισε τη δυνατότητα διεξαγωγής μιας Συνόδου Κορυφής των τεσσάρων χωρών στο μέλλον.

Φυσικά συζητήθηκε η συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα (JCPoA) από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ τον περασμένο Μάη. Ο Πούτιν χαρακτήρισε πολύ σημαντική τη διατήρηση αυτής της συμφωνίας «προκειμένου να ενισχυθεί η διεθνής και παγκόσμια ασφάλεια». Η Γερμανία επίσης παραμένει στη συμφωνία, καθώς οι επενδύσεις της στο Ιράν είναι εξέχουσας σημασίας, όμως «παρακολουθεί με ανησυχία τις δραστηριότητες του Ιράν στην Υεμένη, στη Συρία, αλλά και αναφορικά με το βαλλιστικό του πρόγραμμα», σημείωσε η Μέρκελ.

Αποφασιστικότητα για την ολοκλήρωση του «Nord Stream 2»

Η ολοκλήρωση του νέου αγωγού «Nord Stream 2» (δίπλα στον ήδη υπάρχοντα «Nord Stream 1») το 2019, που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Βόρεια Γερμανία μέσω Βαλτικής Θάλασσας, είναι αποφασιστικής σημασίας για τα γερμανικά, αυστριακά, ρωσικά και άλλα μονοπώλια και ταυτόχρονα αποτελεί πεδίο σφοδρής κόντρας με τις ΗΠΑ καθώς θα λειτουργεί ανταγωνιστικά με τις εξαγωγές του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προς την Ευρώπη.

Ο Ρώσος Πρόεδρος στάθηκε ιδιαίτερα στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία και την προοπτική τους, όπως και στην αυξανόμενη παροχή ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη συνολικά. Στο πλαίσιο του έντονου ανταγωνισμού με το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο και των απειλών για επιβολή κυρώσεων από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να μπουν εμπόδια στον αγωγό «Nord Stream 2», ο Βλ. Πούτιν τόνισε πως ο αγωγός αυτός θα «εξασφαλίσει τον εφοδιασμό για την αυξανόμενη κατανάλωση στην Ευρώπη» και «είναι ένα αποκλειστικά οικονομικό έργο», χωρίς πολιτικές προεκτάσεις.

Ο Πούτιν αναφέρθηκε ιδιαίτερα στον τομέα της Ενέργειας, υπογραμμίζοντας πως «η Γερμανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές ρωσικών ενεργειακών πόρων. Πέρυσι, παραδώσαμε 53 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου μόνο στη Γερμανία. Η κατανάλωση ρωσικού φυσικού αερίου αυξάνεται από έτος σε έτος. Πέρυσι, είχε αυξηθεί κατά 13%. Επίσης, η Γερμανία είναι μια σημαντική χώρα διέλευσης ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και η Ρωσία ένας σταθερός πάροχος ενεργειακού εφοδιασμού» της Γηραιάς Ηπείρου.

Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, στη συνάντηση των Μέρκελ - Πούτιν υπογραμμίστηκαν «ο καθαρά εμπορικός χαρακτήρας αυτού του έργου και τα ανταγωνιστικά του πλεονεκτήματα. Γι' αυτό πρέπει να ληφθούν μέτρα για την υπεράσπισή του από ενδεχόμενες παράνομες επιθέσεις για λογαριασμό τρίτων κρατών, που θίγουν τον ανταγωνισμό, προκειμένου να εκπληρωθεί αυτό το έργο, το οποίο θα είναι προς όφελος όλων».

Η Αγκ. Μέρκελ συνέδεσε ακόμη μια φορά τον αγωγό με το ζήτημα της Ουκρανίας, λέγοντας πως αυτή πρέπει να παραμείνει χώρα διέλευσης ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και μετά την ολοκλήρωση του «Nord Stream 2». Ο Πούτιν επανέλαβε πως η διέλευση του αερίου μέσω Ουκρανίας θα πρέπει «να πληροί τις οικονομικές απαιτήσεις», δηλαδή να κριθεί οικονομικά συμφέρουσα.

Ανοιχτοί δίαυλοι με γερμανικά μονοπώλια

Τη μεγάλη σημασία που αποδίδει η Ρωσία «στην περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας με τη Γερμανία στον οικονομικό, πολιτικό και άλλους τομείς», όπως και στην «προοπτική των εμπορικών σχέσεων, όπου η Γερμανία είναι ένας από τους κορυφαίους εταίρους μας», υπογράμμισε ο Ρώσος Πρόεδρος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο ίδιος, το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών των δύο χωρών αυξήθηκε πέρυσι κατά 22% φτάνοντας στα 55 δισ. δολάρια και φέτος κατά 25%. Ο όγκος των γερμανικών επενδύσεων στη Ρωσία είναι πάνω από 18 δισ. δολάρια. Υπάρχουν 5.000 γερμανικές εταιρείες στη Ρωσία με συνολικό κύκλο εργασιών 50 δισ. δολαρίων και περίπου 270.000 εργαζόμενους. Στη Γερμανία υπάρχουν περίπου 1.500 επιχειρήσεις της Ρωσίας, που έχουν επενδύσει 8 δισ. δολάρια σε διάφορους κλάδους.

Ακόμη, υπάρχουν καλές προοπτικές για επέκταση της συνεργασίας Ρωσίας - Γερμανίας σε άλλες κατευθύνσεις, όπως π.χ. στη βιομηχανική συνεργασία και σε επιχειρηματικά σχέδια υψηλής τεχνολογίας, ανέφερε ο Πούτιν.

Στο μεταξύ, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, ο Πούτιν δήλωσε στην Γερμανίδα καγκελάριο ότι θα συνεχίσει το διάλογό του με τις γερμανικές εταιρείες. «Ο Πρόεδρος και η καγκελάριος είχαν μια λεπτομερή συζήτηση για τις διμερείς σχέσεις και σημείωσαν με ικανοποίηση ότι το διμερές εμπόριο αυξήθηκε». «Ο Πρόεδρος Πούτιν σημείωσε ότι είχε τακτικές επικοινωνίες με εκπροσώπους μεγάλων γερμανικών εταιρειών και έχει την πρόθεση να συνεχίσει αυτή την πρακτική», πρόσθεσε. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, οι δύο ηγέτες «σημείωσαν συγκεκριμένα επιχειρηματικά σχέδια γερμανικών εταιρειών, με στόχο την αύξηση της παρουσίας τους στις ρωσικές αγορές», κατέληξε.


Ε. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ