Στο σημερινό τετρασέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
ΕΓΧΩΡΙΟ ΑΕΠ: Ανάκαμψη για το κεφάλαιο με «ελατήριο» την αντιλαϊκή πολιτική
ΕΜΠΟΡΙΟ ΡΥΠΩΝ: «Φιλοπεριβαλλοντική» κερδοφορία που πληρώνουν πανάκριβα τα λαϊκά στρώματα
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Κλείνει το 44% των μαιευτικών κλινικών με όρους «κόστους - οφέλους»
ΡΩΣΙΑ - ΑΙΓΥΠΤΟΣ: Διευρύνουν τη διμερή συνεργασία τους και υπογράφουν συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας
Ενδεικτική είναι και η σχετικά πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία το κρατικό χρέος μέσω της ανάκαμψης του ΑΕΠ θα καταστεί «βιώσιμο» μόνο με το σενάριο της εντατικής εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή μέσω της περαιτέρω κλιμάκωσής τους. Σε αυτήν την περίπτωση, η ανάκαμψη του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε ελαφρά υψηλότερα επίπεδα τα επόμενα χρόνια, συγκεκριμένα στο 2,3% το 2030, στο 1,8% το 2040, στο 1,3% το 2050 και στο 1,2% το 2060. Μάλιστα, στο σενάριο εφαρμογής μόνο των αντιλαϊκών μέτρων που ήδη έχουν συμφωνηθεί με τους «θεσμούς», ο ρυθμός ανάκαμψης, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα επιβραδυνθεί στο 1,8% το 2030 και σε επίπεδα κάτω του 1% στη συνέχεια, στην περίπτωση που δεν επεκταθεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Ολα αυτά βέβαια υπό «ιδανικές» συνθήκες, χωρίς δηλαδή να παίρνονται υπόψη οι όποιες «αναταράξεις» και οι εξελίξεις στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία, όπου τα «σύννεφα» μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης μαζεύονται ξανά.
Εξίσου αποκαλυπτική είναι και η «έκθεση βιωσιμότητας» του ελληνικού κρατικού χρέους, που δημοσιοποίησε τον Ιούνη φέτος η πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ειδικότερα η Κομισιόν προβλέπει:
Μάλιστα, σύμφωνα με το «δυσμενές σενάριο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι ρυθμοί αυτοί υποχωρούν στο 0,8% (σε όρους όγκου) και, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν, «η συνεχιζόμενη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα και των μέτρων για το χρέος από τους πιστωτές θα αποτρέψει την επαλήθευση αυτού του σεναρίου».
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022:
Οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάκαμψης διαμορφώνονται κατά μέσο όρο σε 2,16%, αλλά με τάσεις επιβράδυνσης μετά το 2019. Σύμφωνα με το ΜΠΔΣ, προβλέπονται για το 2018 στο 2%. 2019: 2,4%, 2020: 2,3%, 2021: 2,3%, 2022: 1,8%.
Την ίδια ώρα, ως βασικός πυλώνας της ανάκαμψης, σύμφωνα με το ΜΠΔΣ, εμφανίζεται η τόνωση των νέων επενδύσεων. Οι ετήσιες μεταβολές αναμένονται για το 2019 σε 12,1%, το 2020 9,4%, το 2021 7,7% και το 2022 5,7%, θα έχουν δηλαδή, αν και μειούμενες, ρυθμούς πολλαπλάσιους σε σχέση με την ανάκαμψη του ΑΕΠ, ως αποτέλεσμα των συντελούμενων αναδιαρθρώσεων, καθώς βέβαια και της κρατικής χρηματοδότησης επιχειρηματικών ομίλων μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Χαρακτηριστικό σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι και το γεγονός ότι η - αναιμική - ανάκαμψη για το 2017 στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στη συνεχιζόμενη ενίσχυση των εξαγωγών, που με τη σειρά τους, όπως και η προσέλκυση επενδύσεων, αποτελούν δείκτες της ενισχυμένης «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρήσεων εξαγωγικού προσανατολισμού, στο έδαφος πάντα των αντεργατικών ανατροπών και των υπόλοιπων διευκολύνσεων που παρέχει το αστικό κράτος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η αξία των εξαγωγών για το 2017 αυξήθηκε σε ποσοστό 6,8%. Η περαιτέρω ενίσχυση των εξαγωγών σύμφωνα με το ΜΠΔΣ αναμένεται σε 5,6% το 2018, 4,6% το 2019, 4,4% το 2020, δηλαδή όπως και οι επενδύσεις με ρυθμούς πολλαπλάσιους του ΑΕΠ.
Ολα τα παραπάνω φωτίζουν τις εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις που ήδη με αφετηρία τα μνημόνια έχουν ξεκινήσει στην ελληνική οικονομία, με φόντο τη διαμόρφωση του λεγόμενου νέου «παραγωγικού προτύπου», που αποτελεί τη στρατηγική επιλογή του ΣΕΒ και των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, σε ό,τι αφορά την ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται ετήσιος ρυθμός αύξησης κατά μέσο όρο μόλις στο 1,1%, πολύ χαμηλότερα σε σύγκριση με το ΑΕΠ. Μάλιστα, το ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη πρόβλεψη «φιλόδοξη», επισημαίνοντας ότι «η πίεση που ασκούν στο διαθέσιμο εισόδημα οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών δεν φαίνεται να στηρίζουν μια τέτοια αισιοδοξία».
Εξάλλου, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2019, οι αναμενόμενες «αυξήσεις» στους μέσους ονομαστικούς μισθούς για το 2019 αναμένονται μόλις στο 1,4%. Την ίδια ώρα, (σύμφωνα με το προσχέδιο) ο επίσημος πληθωρισμός για το 2019 θα ανακάμψει, «τρέχοντας» με ρυθμό 1,2%, ροκανίζοντας τις όποιες αυξήσεις - ψίχουλα στους ονομαστικούς μισθούς. Σε αυτήν τη βάση, οι λεγόμενες «πραγματικές αυξήσεις» (μετά την αφαίρεση του επίσημου πληθωρισμού) ελαχιστοποιούνται μόλις στο 0,2% και βέβαια χωρίς να υπολογίζονται επ' αυτών οι διογκωμένοι φόροι, που επέρχονται από την εμφανιζόμενη... «αύξηση» του ονομαστικού εισοδήματος των εργαζομένων, όσο και, πολύ περισσότερο, η συνολική ένταση της απόλυτης και σχετικής εκμετάλλευσης, στην «απογείωση» της οποίας στρώνει το χαλί το αντεργατικό πλαίσιο των τριών μνημονίων που παραμένει άθικτο και ενισχύεται.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το κυβερνητικό «αναπτυξιακό σχέδιο», ένα από τα εργαλεία για την τόνωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι η διόγκωση των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), δηλαδή του πακτωλού που κατευθύνεται προς τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, οι σχετικές δαπάνες από 6,75 δισ. ευρώ το 2018 θα φτάσουν τα 7,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση για την περίοδο 2019 - 2022, συνολικά τα επόμενα 5 χρόνια 45 - 50 δισ. ευρώ από το ΠΔΕ και από τη «συνεργασία της κυβέρνησης με τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα». Το «αναπτυξιακό σχέδιο» κάνει και ειδική αναφορά στα εργαλεία χρηματοδότησης, όπως το λεγόμενο «πακέτο Γιούνκερ», οι χρηματοδοτήσεις από το ΕΣΠΑ, την ΕΤΕΠ, την EBRD κ.ά.
Στο πλαίσιο αυτό, κυβέρνηση και ΔΕΗ ΑΕ επί της ουσίας προετοιμάζουν το έδαφος για να μετακυλίσουν τη ραγδαία αύξηση των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου άνθρακα, που σημειώνεται στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ρύπων, ξανά στα λαϊκά στρώματα, που ήδη βυθίζονται στην ενεργειακή φτώχεια.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος Γ. Σταθάκης με συνεχείς τοποθετήσεις του τις τελευταίες βδομάδες προετοιμάζει την κοινή γνώμη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κάνοντας λόγο για «ανησυχητική αύξηση» των τιμών ρύπων, δίχως να αποκλείει το ενδεχόμενο επιβάρυνσης των οικιακών τιμολογίων. Οπως είπε συγκεκριμένα ο υπουργός, «εάν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα πάνε από τα 9 στα 22 (σ.σ. ευρώ ανά τόνο) θα είναι ανησυχητικό και θα δούμε τι θα κάνουμε», ενώ και ο πρόεδρος της ΔΕΗ, Μ. Παναγιωτάκης, το τελευταίο διάστημα αναφέρεται στο ζήτημα της τιμής των ρύπων και του πρόσθετου κόστους με το οποίο αυτή επιβαρύνει την Επιχείρηση.
Θυμίζουμε ότι το εμπόριο «δικαιωμάτων ρύπανσης» εισήχθη στην ΕΕ από το 2003, με την Οδηγία 2003/87/ΕΚ, η οποία υποτίθεται πως είχε ως στόχο τον έλεγχο και τη σταδιακή μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ως μέτρο αντιμετώπισης της «κλιματικής αλλαγής», στο πλαίσιο που έθεσε το διεθνές «Πρωτόκολλο του Κιότο». Η συμφωνία αυτή ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών και έχει τεράστιες προεκτάσεις στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό, οι οποίες ξεπερνούν το πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου. Αξίζει πάντως εν τάχει να σημειώσουμε ότι η ΕΕ υπήρξε ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της συμφωνίας εκείνης, όπως επίσης και της μετεξέλιξής της, της «Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή», η δε Κίνα - που αρχικά αντιδρούσε - εν τέλει συμφώνησε με τους στόχους της και σήμερα εμφανίζεται βασικός της υποστηρικτής, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι οποίες αποχώρησαν από τη Συμφωνία το καλοκαίρι του 2017.
Σύμφωνα λοιπόν με την παραπάνω Κοινοτική Οδηγία, η βιομηχανία, οι μεταφορές, ο αγροτικός τομέας αλλά και οι οικιακοί καταναλωτές οφείλουν να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Παράλληλα, οι χώρες - μέλη της ΕΕ μπορούν να επενδύουν σε τρίτες χώρες για την επίτευξη των στόχων μείωσης, δημιουργώντας ένα είδος «ισοζυγίου». Για παράδειγμα, η επένδυση σε εγκαταστάσεις ΑΠΕ στην Αφρική «αναπληρώνει» την υστέρηση έναντι των στόχων η οποία μπορεί να εμφανίστηκε στην ευρωπαϊκή χώρα προέλευσης των επενδυτικών κεφαλαίων, αποκαλύπτοντας έτσι την επιδίωξη εξαγωγής κεφαλαίου που κρύβεται πίσω από τις «φιλοπεριβαλλοντικές ευαισθησίες» της ιμπεριαλιστικής ένωσης.
Παράλληλα, για να ενισχύσει το ρυθμό μείωσης των εκπομπών ρύπων, η ΕΕ ξεκίνησε από το Γενάρη του 2005 το λεγόμενο «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών», στο οποίο εντάχθηκαν - και από τότε συμμετέχουν υποχρεωτικά - περίπου 10.500 μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ενεργοβόρες βιομηχανίες της Ευρώπης. Πρόκειται για όλες τις ενεργειακές δραστηριότητες: Διυλιστήρια, μονάδες παραγωγής και επεξεργασίας σιδηρούχων μετάλλων, χαλυβουργεία, εγκαταστάσεις παραγωγής τσιμέντου, υαλουργεία, μονάδες παραγωγής κατασκευαστικών υλικών (κεραμίδια, τούβλα κ.ά.), χαρτοβιομηχανίες κ.λπ. Βάσει καυσίμων και τεχνολογιών που χρησιμοποιούν κατά την παραγωγική διαδικασία, τους προσδίδεται το λεγόμενο «ενεργειακό αποτύπωμα».
Ολες οι παραπάνω μονάδες είχαν ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα για να περάσουν σε νέες «καθαρές» τεχνολογίες, κατά το οποίο γινόταν δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπών. Η χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων θα συνεχιστεί και μετά το 2020 για ορισμένους βιομηχανικούς τομείς, ιδιαίτερα εκείνους που κινδυνεύουν από τη λεγόμενη «διαρροή άνθρακα», κατά την ευρωενωσιακή ορολογία, δηλαδή τον «αθέμιτο ανταγωνισμό» που ασκούν άλλες χώρες, οι οποίες δεν εφαρμόζουν στο εσωτερικό τους συστήματα περιορισμού των ρύπων.
Με απλά λόγια, η ΕΕ θα συνεχίσει να χορηγεί δωρεάν δικαιώματα εκπομπών σε εκείνους τους βιομηχανικούς κλάδους που υπάρχει ο κίνδυνος είτε να χάσουν μερίδια αγοράς του εξωτερικού - αφού το σύστημα εμπορίας αυξάνει το συνολικό κόστος παραγωγής τους - είτε να μεταφέρουν εντελώς τις δραστηριότητές τους εκτός ΕΕ.
Κατά την τρέχουσα περίοδο εμπορίας, η οποία ξεκίνησε το 2013 και λήγει το 2020, το 57% της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων θα κατανεμηθούν μέσω χρηματιστηριακών πράξεων, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό θα κατανεμηθεί δωρεάν, με δεδομένο πάντα ότι τα δωρεάν δικαιώματα μειώνονται κάθε χρόνο. Ετσι, η βιομηχανία που ξεκίνησε να λαμβάνει δωρεάν το 80% των δικαιωμάτων της στις αρχές της τρέχουσας περιόδου, θα πέσει στο 30% το 2020, ωστόσο ο ενεργειακός τομέας οφείλει να αγοράζει το σύνολο των δικαιωμάτων του από το 2013 κι έπειτα. Εξαίρεση αποτελούν μόνο τα κράτη - μέλη της Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία ζήτησαν και τους δόθηκε η δυνατότητα να διατηρήσουν δωρεάν δικαιώματα και για τον ενεργειακό τομέα μέχρι οι μονάδες τους να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους με «περιβαλλοντικά φιλικές» τεχνολογίες. Παρενθετικά να επισημάνουμε ότι η Ελλάδα, αν και θα μπορούσε, δεν αιτήθηκε να ενταχθεί σε καθεστώς εξαίρεσης ο ενεργειακός της τομέας, καθώς τότε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου και υπουργό Περιβάλλοντος την Τ. Μπιρμπίλη, προτίμησε να ενισχύσει την εγκατάσταση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, έχοντας καταρτίσει μάλιστα και το περιβόητο σχέδιο «Ηλιος», που είχε ως στόχο την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από ΑΠΕ. Μπορεί το συγκεκριμένο σχέδιο να μην πρόλαβε να το ολοκληρώσει η τότε κυβέρνηση, ωστόσο μια παραλλαγή του προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Τέλος, οι αεροπορικές εταιρείες λαμβάνουν το σύνολο των δικαιωμάτων τους δωρεάν καθ' όλη την τρέχουσα περίοδο και βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για το τι θα συμβεί μετά το 2020.
Πάνω λοιπόν σε αυτόν το μηχανισμό εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου, κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση της πρώτης σχετικής Κοινοτικής Οδηγίας, έχει στηθεί μια ολόκληρη φάμπρικα χρηματιστηριακών αγοραπωλησιών. Οι μονάδες που εκπέμπουν λιγότερους ρύπους από το επιτρεπόμενο μπορούν να πωλούν τα αναξιοποίητα μερίδια εκπομπών σε άλλα εργοστάσια, που χρειάζονται επιπλέον δικαιώματα και που αν δεν τα προμηθεύονται τους επιβάλλονται υψηλά πρόστιμα.
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε την εξής διάκριση: Οι βιομηχανίες, εκτός από τα δωρεάν δικαιώματα που λαμβάνουν κάθε χρόνο, παίρνουν πίσω κι ένα μέρος των δικαιωμάτων που αγοράζουν ως «αντιστάθμιση», σε συνδυασμό βέβαια με τις υπόλοιπες παροχές μείωσης του ενεργειακού τους κόστους, αντίθετα με τους παραγωγούς Ενέργειας που χρησιμοποιούν συμβατικά καύσιμα και αγοράζουν το σύνολο των δικαιωμάτων ρύπων. Κάτι που ισχύει για την Ελλάδα, όπου ο λιγνίτης διατηρεί μεγάλο ποσοστό στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα και η ΔΕΗ είναι ακόμη βασικός παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας. Στο τέλος του 2017, στη ΔΕΗ ανήκε το 60,6% της συνολικής εγκατεστημένης ενεργειακής ισχύος και το 63% της ετήσιας παραγωγής, η οποία προήλθε κατά 50,3% από λιγνίτη και κατά 14,8% από πετρέλαιο (το ενεργειακό μείγμα της ΔΕΗ συμπληρώνεται από το φυσικό αέριο με 23,5%, τα υδροηλεκτρικά με 10,6% και τις ΑΠΕ με 0,8%). Εχοντας λοιπόν σχεδόν το 65% της παραγωγής της με «βρώμικα» καύσιμα, αλλά και μονάδες παλιάς τεχνολογίας, με υψηλό «ενεργειακό αποτύπωμα», μια μεγάλη αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών θα σημάνει άμεσα νέες επιβαρύνσεις για τα λαϊκά στρώματα, στα οποία αντικειμενικά θα μεταφερθεί το κόστος.
Ηδη η αύξηση των τιμών των ρύπων κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του ΛΑΓΗΕ (Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) τον Οκτώβρη του 2018 βρίσκονται στα 20,22 ευρώ, όταν το Νοέμβρη του 2017 ήταν στα 7,55 ευρώ. Οπως καταγράφεται στα στοιχεία α' εξαμήνου του '18 της ΔΕΗ, μία πολύ μικρότερη αύξηση των τιμών, από τα 5,12 ευρώ στα 9,63 ευρώ ανά τόνο, εκτόξευσε τη δαπάνη της Επιχείρησης για δικαιώματα ρύπων στα 107,2 εκατ. ευρώ, από 60,9 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο εξάμηνο του 2017. Που σημαίνει ότι αν οι τιμές διατηρηθούν στα σημερινά επίπεδα ή - ακόμη χειρότερα - φτάσουν στα 30 ευρώ ανά τόνο, όπως προβλέπουν τα χειρότερα σενάρια, η επιβάρυνση θα είναι πολύ μεγαλύτερη και... μπορούμε να μαντέψουμε ποιος θα την επωμιστεί στο τέλος.
Φυσικά και η κυβέρνηση, όπως και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, έχοντας αποδεχτεί πλήρως τη «φιλοπεριβαλλοντική» πολιτική της ΕΕ με στόχο το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας, έχει την απόλυτη ευθύνη για οποιαδήποτε αύξηση στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, την ίδια στιγμή μάλιστα που παρέχει όλες τις διαβεβαιώσεις προς τους εκπροσώπους της εγχώριας βαριάς βιομηχανίας ότι θα «απορροφηθούν» οι επικείμενες αυξήσεις. Αυτό το διάστημα η ΔΕΗ ΑΕ βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τη βαριά βιομηχανία για υπογραφή νέων συμβάσεων, και παρότι από τη διοίκηση της Επιχείρησης υπήρξε τοποθέτηση περί κάποιας αύξησης που θα αποτυπώνει εν μέρει το κόστος των ρύπων, ήρθε αμέσως μετά ο αναπληρωτής υπουργός Βιομηχανίας Στ. Πιτσιόρλας να δεσμευτεί για λογαριασμό της κυβέρνησης ότι θα υπάρξει παράταση των υφιστάμενων βιομηχανικών τιμολογίων, τα οποία έχουν κριθεί «ικανοποιητικότατα» από τους βιομηχάνους.
Με δεδομένο λοιπόν το ότι το σύστημα εμπορίας ρύπων εξαρχής έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να προστατεύει την ανταγωνιστικότητα της ενεργοβόρου ευρωπαϊκής βιομηχανίας αλλά και να ανοίγει και νέες «προοπτικές» στην κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, καταλαβαίνουμε ότι η διατήρηση των τιμών στα σημερινά επίπεδα θα επιβαρύνει περαιτέρω τα εργατικά - λαϊκά στρώματα. Τα οποία βέβαια έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια επωμίζονται το συντριπτικά μεγαλύτερο βάρος των επιδοτήσεων που λαμβάνουν οι επιχειρηματίες των ΑΠΕ, είτε έμμεσα, από τα έσοδα του εμπορίου ρύπων, είτε άμεσα, από το ειδικό τέλος υπέρ ανανεώσιμων πηγών που πληρώνουν σε κάθε λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος.
Φαίνεται έτσι από μια ακόμα σκοπιά το πόσο «κοντά ποδάρια» έχει το ψέμα της κυβέρνησης και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων ότι η λεγόμενη «απελευθέρωση» μπορεί να ωφελήσει τάχα τα λαϊκά στρώματα, μεταξύ άλλων και με φτηνότερο ρεύμα.
Παράλληλα αυξήθηκαν πρόσφατα οι ασφαλιστικές εισφορές για όσους χρειάζονται μακροχρόνια περίθαλψη
Η λειτουργία των νοσοκομείων στη Γερμανία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με βάση τη σχέση «κόστους - οφέλους», η «αυτοχρηματοδότηση» των νοσοκομείων με έμμεσες και άμεσες πληρωμές από τους ασθενείς, που έχει ως αποτέλεσμα μια κλινική να αξιολογείται με κριτήριο αν «βγάζει» τα έξοδά της, όλα αυτά έχουν οδηγήσει εκατοντάδες μαιευτικές κλινικές να θεωρηθούν «ασύμφορες» και άλλες να κλείσουν τελείως, άλλες να συγχωνευτούν μειώνοντας τον αριθμό των γυναικών που παρακολουθούνται. Την ίδια στιγμή, αυξάνονται οι εξαγορές νοσοκομείων, με το 30% πλέον να ελέγχονται από επιχειρηματικούς ομίλους.
Ενας άλλος παράγοντας για το κλείσιμο ή τη συγχώνευση μαιευτικών κλινικών είναι και η έλλειψη υγειονομικού προσωπικού - κυρίως μαιών. Για ποιο λόγο, όμως, σε ένα από τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, εν έτει 2018, με αυτήν την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, να λείπουν μαίες και γιατροί; Η απάντηση βρίσκεται τόσο στους έντονους ταξικούς διαχωρισμούς και φραγμούς του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος από πολύ μικρή ηλικία, αλλά και στο ότι στις καπιταλιστικές οικονομίες δεν υπάρχει σχεδιασμός της οικονομίας και της εκπαίδευσης με κριτήριο την κάλυψη των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, αλλά με κριτήριο την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Επίσης οι χαμηλοί μισθοί, η ελλιπής ασφάλιση (για οικονομικούς λόγους) των μαιών και οι άσχημες συνθήκες εργασίας εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού, δεν καθιστούν το επάγγελμα της μαίας ελκυστικό. Από την άλλη, τα νοσοκομεία για να εξοικονομήσουν χρήματα δεν προσλαμβάνουν επαρκή αριθμό γυναικολόγων, καθώς αυτοί ...κοστίζουν περισσότερο.
Με αφορμή τα απανωτά «λουκέτα» τα τελευταία δυο χρόνια, ο γερμανικός Τύπος («Deutsche Welle», «Sueddeutsche Zeitung» κ.ά.) υπογραμμίζει: Εδώ και χρόνια το ποσοστό γεννήσεων στη Γερμανία αυξάνεται. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των νοσοκομείων μειώνεται. Αυτό αφορά όλες τις περιοχές της χώρας.
Το 1991 λειτουργούσαν στη Γερμανία 1.186 μαιευτικές κλινικές, το 2014 είχαν μειωθεί στις 725 και το 2017 έχουν απομείνει μόλις 672 κλινικές. Αυτό σημαίνει ότι τα περασμένα 26 χρόνια ο αριθμός των «δημόσιων» μαιευτηρίων μειώθηκε κατά 44%. Σήμερα, λειτουργούν μαιευτικές κλινικές σε λιγότερο από το 35% όλων των νοσοκομείων. Σύμφωνα με τη Γερμανική Ενωση Μαιών, «σχεδόν κάθε μήνα κλείνει τις πόρτες της μια αίθουσα τοκετού, είτε προσωρινά, είτε οριστικά». Ενας από τους βασικούς λόγους για αυτήν την εξέλιξη είναι οικονομικός. Τα λειτουργικά έξοδα είναι πολλά και καλύπτονται μόνο όταν οι ετήσιες γέννες φτάνουν τις 800 - 1.000.
Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στο κρατίδιο του Ζάαρ, όπου έχουν κλείσει περισσότερα από τα μισά μαιευτήρια. Ακολουθούν τα ομόσπονδα κρατίδια Βάδη - Βυρτεμβέργη, Ρηνανία - Παλατινάτο, Μεκλεμβούργο - Δυτική Πομερανία, Βαυαρία, Σλέσβιχ - Χολστάιν και Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία, με ποσοστό κλεισίματος άνω του 40%.
Ταυτόχρονα, ο αριθμός γεννήσεων στη Γερμανία αυξήθηκε σημαντικά από το 2010 έως το 2016. Το 2010 γεννήθηκαν 678.000 παιδιά, έναντι 792.000 το 2016. Το 2017 οι γεννήσεις ανήλθαν σε 785.000, ελαφρώς λιγότερες από το προηγούμενο έτος, αλλά εξακολουθούν να είναι σημαντικά περισσότερες σε σχέση με πριν.
Ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο κίνδυνος για τις μέλλουσες μητέρες στις αγροτικές περιοχές, όπου η πρόσβαση σε κάποιο μαιευτήριο των αστικών κέντρων είναι ακόμη πιο δύσκολη. Στην επαρχία το κλείσιμο ενός μαιευτηρίου δημιουργεί ιδιαίτερη ανασφάλεια και δυνητικό κίνδυνο για την υγεία των επιτόκων, καθώς δεν εξασφαλίζεται ότι οι γυναίκες θα βρίσκονται εντός 45 λεπτών το πολύ στο μαιευτήριο.
Αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα, το κλείσιμο μαιευτικών κλινικών αυξάνει τον συνωστισμό στα υπόλοιπα εναπομείναντα μαιευτήρια. Ενδεικτικά στη Στουτγκάρδη, το νοσοκομείο «Charlottenhaus» ανακοίνωσε πρόσφατα πως κλείνει το μαιευτήριο μέχρι τα τέλη του χρόνου, δηλαδή οι γεννήσεις που πραγματοποιούνταν εκεί θα προστεθούν στις όμορες μαιευτικές κλινικές. «Αυτό είναι πρόβλημα για όλα τα νοσοκομεία, όλα έχουν περιορισμένες δυνατότητες από άποψη χώρου και προσωπικού», λέει ο διευθυντής της Κλινικής Γυναικολογίας και Μαιευτικής του «Marienhospital», Μάνφρεντ Χόφμαν.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη «κινημάτων» και αντιλήψεων που υποστηρίζουν τη «γέννα στο σπίτι», μια βολική και συμφέρουσα λύση για το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία, που όμως ενέχει κινδύνους για την υγεία της μητέρας και του βρέφους. Επίσης, έχει οδηγήσει στη δημιουργία «συνεταιρισμών μαιών», όπου σε διάφορους χώρους αναλαμβάνουν τοκετούς χωρίς την παρουσία γιατρού και χωρίς τον απαραίτητο νοσοκομειακό εξοπλισμό. Αυτή την ...τύχη επιφυλάσσει στο λαό το γερμανικό κράτος, που θεωρείται πρωτοπόρο στην «καινοτομία», εντείνει τη χρηματοδότηση της ψηφιοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης και των υψηλών τεχνολογιών, στο βαθμό που αξιοποιούνται για την αύξηση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, η απόφαση του γερμανικού υπουργικού συμβουλίου την προηγούμενη βδομάδα να αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο της μακροχρόνιας περίθαλψης (άνω των 6 μηνών) αναδεικνύει πως όσο η Υγεία είναι εμπόρευμα και δεν χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το κράτος, οι ασθενείς θα πληρώνουν διαρκώς και οι υπηρεσίες θα λειτουργούν ολοένα και περισσότερο σαν «μαγαζιά».
Συγκεκριμένα, η εισφορά για την ασφάλιση της μακροχρόνιας περίθαλψης (τη μοιράζονται εργαζόμενοι και εργοδότες) θα αυξηθεί από το 2019 κατά 0,5% και θα ανέλθει στο 3,05% και για όσους δεν έχουν παιδιά στο 3,3% του μεικτού μισθού.
Πέρυσι επεκτάθηκαν οι κατηγορίες των ασθενών που δικαιούνται μακροχρόνια περίθαλψη και τα χρήματα για τις επιπλέον δαπάνες που απαιτούνται δεν θα προέλθουν από την κυβέρνηση - που σημειωτέον χαρατσώνει με υψηλή φορολογία τον γερμανικό λαό - αλλά από τις τσέπες των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Συγκεκριμένα, η αύξηση της εισφοράς θα φέρει επιπρόσθετα έσοδα ύψους 7,6 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ το γερμανικό υπουργείο Υγείας προεξοφλεί ότι θα υπάρξει και νέα αύξηση στις αντίστοιχες εισφορές, μετά το 2022.
Εξαιτίας της δημογραφικής αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων και των ατόμων που χρειάζονται ιατρική φροντίδα και περίθαλψη για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. άνοια), οι δαπάνες για ασφάλιση της μακροχρόνιας περίθαλψης αυξήθηκαν κατά σχεδόν 17% το 2017 (στα 35,5 δισ. ευρώ) και ο αριθμός των δικαιούχων κατά 553.000 (κατά 20%) και ανήλθε σε 3,3 εκατ. Ετσι, προέκυψε έλλειμμα άνω των 3 δισ. ευρώ.
«Η καλύτερη περίθαλψη κοστίζει», δήλωσε κυνικά ο υπουργός Υγείας, Γενς Σπαν, ανακοινώνοντας πως το κόστος μετακυλίεται στους ασφαλισμένους εργαζόμενους και συνταξιούχους, προκειμένου να τηρείται η δημοσιονομική σταθερότητα και τα τεράστια πλεονάσματα του γερμανικού προϋπολογισμού να κατευθύνονται στην ενίσχυση, επιδότηση, φοροαπαλλαγή μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων για να είναι ανταγωνιστικοί διεθνώς.
Πάντως, ενώσεις συνταξιούχων και ατόμων που χρειάζονται περίθαλψη, αποκατάσταση κ.λπ., υπογραμμίζουν στην κυβέρνηση πως το κόστος των όποιων βελτιώσεων στο σύστημα Περίθαλψης δεν θα πρέπει να επιβαρύνει τους δικαιούχους και τις οικογένειές τους. «Η ανάγκη για περίθαλψη και μακροχρόνια νοσηλεία αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο σε παράγοντα φτώχειας», αφού με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα έξοδα προέρχονται από «τις τσέπες» των αρρώστων. Ζητούν οι δαπάνες για τις υπηρεσίες και για τις δομές νοσηλείας να προέρχονται από τη γενική φορολογία, από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Δεδομένου ότι η ασφάλιση μακροχρόνιας περίθαλψης καλύπτει μόνο ένα μέρος του συνολικού κόστους της Περίθαλψης, όλο και περισσότεροι άνθρωποι που χρειάζονται φροντίδα πρέπει να πληρώνουν και επιπλέον από την τσέπη τους. Ιδιαίτερα για συνεχή, μόνιμη νοσηλεία σε κάποια δομή, οι ασφαλιστικές παροχές και το προσωπικό εισόδημα του ασθενούς τις περισσότερες φορές δεν επαρκούν, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι είναι συνταξιούχοι και οι συντάξεις έχουν πάρει την «κάτω βόλτα». Συχνά οι πάσχοντες και οι οικογένειές τους πρέπει να καταφύγουν στα «προνοιακά επιδόματα» για να ζήσουν. Δηλαδή το γεγονός ότι υπάρχει άνθρωπος στην οικογένεια με σοβαρό πρόβλημα υγείας, τους καθιστά φτωχούς ή στα όρια της φτώχειας.
Η επίσκεψη Σίσι στη Ρωσία διεύρυνε τις οικονομικοπολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις
Η συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων Αιγύπτου και Ρωσίας προχώρησε σε ανώτερο στάδιο όταν ο στρατηγός Σίσι τον Ιούνη του 2014 ανέλαβε την προεδρία της χώρας με εκλογές (αφού πρώτα ως αρχηγός Αμυνας ανέτρεψε τον Μ. Μόρσι, πρόεδρο των «Αδελφών Μουσουλμάνων», που με τη στήριξη των ΗΠΑ είχε ανατρέψει τον Χ. Μουμπάρακ την περίοδο της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης» και τώρα βρίσκεται στη φυλακή). Από τότε ξεκίνησε η στενότερη συνεργασία με τη Ρωσία, αρχικά σε στρατιωτικό επίπεδο. Η κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου με τουρίστες, στην περιοχή της Χερσονήσου του Σινά τον Οκτώβρη του 2015, από βόμβα ισλαμιστών, με 224 νεκρούς, προκάλεσε αρκετή ένταση στη σχέση των δύο χωρών και σταμάτημα των πτήσεων τσάρτερ απευθείας στα τουριστικά θέρετρα, κάτι που επιχειρείται να αποκατασταθεί. Ταυτόχρονα, προχωρά η κατασκευή πυρηνικού σταθμού για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (συμφωνία ήδη από το 2015) και της ρωσικής βιομηχανικής ζώνης στην περιοχή κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ. Προφανώς και αυτή η σύσφιξη σχέσεων της Ρωσίας και της Αιγύπτου ανησυχεί τις ΗΠΑ, με τις οποίες η Αίγυπτος επίσης διατηρεί παραδοσιακά στενές σχέσεις. Ακόμη, στη «μεγάλη εικόνα» του ανταγωνισμού μπαίνουν και η ΕΕ αλλά και η Κίνα, καθώς η Διώρυγα είναι βασικό στοιχείο στους κινεζικούς «δρόμους του μεταξιού» (το σχέδιο «Μια ζώνη - ένας δρόμος») για το πέρασμα προς τη Μεσόγειο, ενώ και οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν συμφωνήσει για επενδύσεις 4 δισ. στη βιομηχανική ζώνη που αναπτύσσεται κοντά στη Διώρυγα.
Η λεγόμενη «Συμφωνία Συνολικής Εταιρικής Σχέσης και Στρατηγικής Συνεργασίας», που υπογράφτηκε την Τετάρτη από τους Προέδρους Ρωσίας - Αιγύπτου, στο θέρετρο της Μαύρης Θάλασσας του Σότσι, δεν δόθηκε στη δημοσιότητα, αλλά σκιαγραφήθηκε με δημοσιεύματα του Τύπου και τις δηλώσεις των δύο ηγετών.
Βασικοί στόχοι της συνολικής αυτής συμφωνίας είναι να βαθύνουν οι δεσμοί, πολιτικοί και οικονομικοί, και να γνωρίσει νέα αύξηση το διμερές εμπόριο που συνεχώς διευρύνεται. Το 2017 έφτασε τα 6,7 δισ. δολάρια, αύξηση κατά 67% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ και τη χρονιά που «τρέχει», σημειώθηκε και άλλη αύξηση της τάξης του 28%.
Η Αίγυπτος εισήγαγε ρωσικό σιτάρι (το 23% των συνολικών ρωσικών εξαγωγών) και μέταλλα (11% των συνολικών ρωσικών εξαγωγών) αξίας 1,4 δισ. και 703 εκατ. δολαρίων αντίστοιχα. Η Ρωσία εισήγαγε φρούτα αξίας 209 εκατ. δολαρίων από την Αίγυπτο, που αποτελούν το 41% των συνολικών αιγυπτιακών εξαγωγών στη Ρωσία, και λαχανικά αξίας 180 εκατ. δολαρίων, αντιπροσωπεύοντας το 36% των αιγυπτιακών εξαγωγών προς τη Ρωσία. Οι συνολικές επενδύσεις της Ρωσίας στην Αίγυπτο ανήλθαν στα 4,6 δισ. δολάρια μέχρι τα τέλη Δεκέμβρη 2017, εκ των οποίων το 60% αφορούσε τομείς πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ταυτόχρονα, υπογραμμίζεται ότι η Ρωσία υποστηρίζει την επιθυμία της Αιγύπτου να συνάψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρασιατική Οικονομική Ενωση, τη διακρατική συμμαχία όπου πρωταγωνιστεί η Ρωσία με άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, όπως η Λευκορωσία, η Αρμενία, το Καζακστάν και το Κιργιστάν, που έχουν συνάψει εμπορικές συμφωνίες με το Ιράν, την Κίνα και άλλες δυνάμεις της περιοχής.
Μεγάλο, όπως αναμενόταν, μέρος της συμφωνίας αναφέρεται στη διμερή συνεργασία στον ενεργειακό τομέα. Η κατασκευή του πυρηνικού σταθμού για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τη ρωσική «Rosatom» στο Ελ Ντάμπα (130 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Κάιρο στα μεσογειακά παράλια) είναι ένα σημαντικό έργο, που εκτιμάται ότι θα αλλάξει τον ενεργειακό χάρτη της ευρύτερης περιοχής. Βεβαίως, παρότι η συμφωνία έχει κλείσει το 2015, οι εργασίες πάνε σχετικά αργά, αλλά αποφασίστηκε να επισπευσθεί το κλείσιμο των συμφωνιών των εργολαβιών από αιγυπτιακές εταιρείες. Ο πυρηνικός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής θα αποτελείται από τέσσερις μονάδες ισχύος 1,2 GW με βάση τον αντιδραστήρα VVER-1200 MW (αντιδραστήρας συμπιεσμένου νερού). Η ρωσική πλευρά θα παράσχει ρωσικό πυρηνικό καύσιμο για ολόκληρο τον κύκλο ζωής του σταθμού, θα κατασκευάσει ειδική εγκατάσταση αποθήκευσης αναλωμένου πυρηνικού καυσίμου και θα υποστηρίξει τη λειτουργία και τη συντήρηση του πυρηνικού σταθμού κατά τα πρώτα δέκα χρόνια λειτουργίας του. Η πρώτη μονάδα αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2026. Το όλο σχέδιο έχει προϋπολογιστεί να κοστίσει κάπου 28,7 δισ. δολάρια, από τα οποία τα 25 δισ. (85%) είναι με τη μορφή κρατικού δανείου της Ρωσίας με αποπληρωμή σε 13 χρόνια και το 15% με αιγυπτιακά κονδύλια.
Επίσης, το άλλο μεγα-σχέδιο είναι η ρωσική βιομηχανική ζώνη και ο σταθμός διαμετακόμισης και αποθήκευσης προϊόντων (logistics) κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ στην περιοχή Πορτ Σάιντ, που συμφωνήθηκε το Μάη του 2018, μια επένδυση που υπολογίζεται στα 7 δισ. δολάρια και εκτείνεται έως την τελική ολοκλήρωσή της το 2031. Πρόκειται για μια περιοχή που καταλαμβάνει έκταση 5,25 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων γης. Τα βιομηχανικά έργα και τα κτίρια θα κατασκευαστούν σε ένα χώρο 2,8 εκατ. τ.μ., ενώ το υπόλοιπο της γης θα χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή οικιστικών μονάδων καθώς και εμπορικών εγκαταστάσεων. Σχεδιάζεται να χτιστούν εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων, κλιματιστικών, κινητήρων, κατασκευαστικού εξοπλισμού, γυαλιού, κεραμικών, πλαστικού. Για τη Ρωσία θεωρείται και «πύλη» για την προώθηση των προϊόντων των μονοπωλίων της προς τη μεγάλη αγορά της Αφρικής. Τα έργα αυτά θα εποπτεύονται από τις δύο κυβερνήσεις, θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Αμεσων Επενδύσεων της Ρωσίας και από ορισμένες αιγυπτιακές τράπεζες και έχει συμφωνηθεί το 90% του εργατικού δυναμικού στην κατασκευή και τη λειτουργία να είναι στην ευθύνη της Αιγύπτου.
Οι «μεγάλες προοπτικές της στρατιωτικο-τεχνικής συνεργασίας» απασχόλησαν τις κυβερνήσεις των δύο χωρών, ενώ συνεχίζονται οι τακτικές κοινές στρατιωτικές ασκήσεις. Προφανώς και η Ρωσία ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για να πετύχει πώληση οπλικών συστημάτων της στην Αίγυπτο και γίνονται συζητήσεις για την πώληση επιθετικών ελικοπτέρων «Κa-52», που θα εξοπλίσουν τα πλοία τύπου «Μystral» που μεταφέρουν ελικόπτερα, τα όποια πουλήθηκαν από τη Γαλλία στην Αίγυπτο. Πρόκειται για την ίδια παραγγελία που είχε κλειστεί με τη Ρωσία, αλλά το 2015, μετά από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η γαλλική κυβέρνηση την ακύρωσε. Είναι γεγονός ωστόσο ότι η Αίγυπτος εξετάζει για την αγορά των ελικοπτέρων και αμερικανικές και ευρωπαϊκές προτάσεις.
Πάντως οι κοινές ρωσο-αιγυπτιακές ασκήσεις συνεχίζονται και η επόμενη με την επωνυμία «Υπερασπιστές Φιλίας-2018» πραγματοποιείται στις 24-26 Οκτώβρη στην Αίγυπτο για τη λεγόμενη «αντιτρομοκρατική συνεργασία», όπου θα πάρουν μέρος πάνω από 400 αλεξιπτωτιστές με 15 ελικόπτερα και αεροσκάφη από τις αεροπορίες των δύο χώρων. Επίσης, η Αίγυπτος έχει προσκαλέσει να παρακολουθήσουν την άσκηση επιτελείς από τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Ομάν, το Σουδάν, την Ιορδανία, την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Σερβία, τη Λευκορωσία, την Αρμενία και το Καζακστάν.
Ταυτόχρονα, οι δύο κυβερνήσεις, σύμφωνα με τις δηλώσεις των δύο ηγετών Πούτιν και Σίσι, συντονίζουν τις κινήσεις σε μια σειρά από διεθνή και περιφερειακά ζητήματα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Για τη Συρία σημειώθηκε ότι πρέπει να προχωρήσει η συμφωνία για την επαρχία του Ιντλίμπ αποχώρησης των τζιχαντιστικών οργανώσεων, όπως έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν. Υποστηρίζεται η ανάγκη να προχωρήσει η διαδικασία της συγκρότησης της συνταγματικής επιτροπής στο πλαίσιο της «διαδικασίας της Γενεύης», καθώς και η επιστροφή των χιλιάδων προσφύγων και η ανοικοδόμηση της Συρίας, πεδίο φυσικά όπου διεξάγεται σφοδρός ανταγωνισμός για το ποιος θα πάρει ποιο συμβόλαιο. Το ζήτημα επίσης της Παλαιστίνης απασχόλησε τις συζητήσεις, όπου δηλώθηκε ότι απαιτείται η αυστηρή τήρηση των αρχών μιας παλαιστινιακής - ισραηλινής διευθέτησης, όπως ορίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Αραβικής Ειρηνευτικής Πρωτοβουλίας. Και οι δύο Πρόεδροι εμφανίστηκαν να στηρίζουν μια «ολοκληρωμένη και δίκαιη λύση στο ζήτημα της Παλαιστίνης με βάση τη λύση δύο κρατών, για δύο έθνη εντός των συνόρων του 1967». Τονίστηκε ιδιαίτερα ο ρόλος που μπορεί να παίξει η Αίγυπτος το 2019, όταν θα έχει και την προεδρία της Αφρικανικής Ενωσης.
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση στη Λιβύη, δηλώνεται ότι στηρίζεται ο «διάλογος όλων των εμπλεκόμενων μερών για πολιτική λύση» (πρόκειται ουσιαστικά για τμήματα της αστικής τάξης που έχουν τη στήριξη κάποιων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με στόχο τον έλεγχο του τεράστιου πλούτου της χώρας που διαλύθηκε μετά την αμερικανοΝΑΤΟική επέμβαση του 2011). Ετσι, τα περί «εγγύησης της ασφάλειας» και «πρωτοβουλιών της Αιγύπτου» εντάσσονται σε αυτό το παιχνίδι των γεωστρατηγικών σφαιρών επιρροής. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι βαρύγδουπες διακηρύξεις περί «κοινής αντιμετώπισης της διεθνούς τρομοκρατίας».