Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Το βδελυρό μάτι του ασφαλίτη - χαφιέ

Γρηγοριάδης Κώστας

Ηταν Σεπτέμβρης του 1957. Τη χρονιά εκείνη υπηρετούσα φαντάρος στις Σέρρες. Κάθε τόσο μου 'ρχονταν στη θύμηση οι όμορφες χινοπωρινές μέρες που περνούσα πολίτης στη γενέτειρά μου, το Σουφλί. Η συχνή ανάμνηση ευχάριστων γεγονότων ήταν απόρροια της νοσταλγίας των αγαπημένων προσώπων και των εκπληκτικών εθίμων. Και η επιθυμία μου να πάω με άδεια, ειδικά το Σεπτέμβρη, στην πατρίδα μου και να πάρω, πώς και πώς, μέρος στου τρυγητού το πανηγύρι, που ήτανε ξακουστό σε ολόκληρο το νομό, ήταν έντονη.

Κάθε Σεπτέμβρη μήνα τα ξεφαντώματα των τρυγητάδων - των ξωμάχων της μητέρας γης - τα χάχανα και τα σκωπτικά πειράγματα έδιναν και έπαιρναν. Τα σουφλιώτικα τραγούδια, μεταξύ αυτών και το «...γεια χαρά Σουφλιωτοπούλες / πιάστε το χορό / και στου Εβρου τη δροσούλα χαϊδεμένες / αχ! πώς σας λαχταρώ» του Κώστα Βογιατζή, που τα γλυκοτραγουδούσαν με τα κοφίνια στον ώμο λυγερόκορμες κοπέλες, μαζί δε με το αρμονικό κελάηδημα των διαβατάρικων πουλιών, έδιναν έναν ξεχωριστό τόνο στου γλεντιού την ομορφιά. Δυστυχώς, πριν αρκετά χρόνια, έσβησε κείνο το πανηγύρι, δεν υπάρχουν αμπέλια, παρά ελάχιστα! Ο «εκσυγχρονισμός» έκανε τις λεγόμενες αναδιαρθρώσεις.

Μα πώς θα μπορούσα να εξασφαλίσω και τη δεύτερη δεκαπενταήμερη άδεια, που δικαιούμουν, από το διοικητή μου; Οι επιφυλάξεις μου για το αν θα την έπαιρνα ήτανε πολλές. Οχι γιατί δεν ήμουνα εντάξει απέναντι στους στρατιωτικούς κανονισμούς, αλλά να, είτε γιατί δεν υπάκουα στις εντολές του επιλοχία να τραγουδώ με το στανιό δυνατά τα «εθνικά» εμβατήρια, «Σόφια, Μόσχα είναι το όνειρό μου (...) έξω βουλγαριά, ουστ!» και το «Εχω μια αδερφή / κουκλίτσα αληθινή / τη λένε βόρειο Ηπειρο / την αγαπώ πολύ», είτε επίσης γιατί δεν είχα μια μέρα κουμπωμένο το πάνω (στο λαιμό) κουμπί του μπουφάν (τυχαία ατημελησιά, πες) τη στιγμή της παρουσίασής μου «ενώπιον» του διοικητή, που με είχε καλέσει να με γνωρίσει ίσως από ...κοντά, όπου με ύφος βλοσυρό μου είπε, «Πώς είσαι, ρε, έτσι ξεκούμπωτος;», αφού στο μεταξύ είχε πιάσει το πέτο, τραβώντας το προς το κάτω, με αποτέλεσμα να ξεκουμπωθούν και τα υπόλοιπα κουμπιά (τρία, αν θυμάμαι καλά) δημιουργώντας εικόνα ...πλήρους ανυπακοής. Ο φόβος να μου ρίξει καμιά «εικοσαριά» ήτανε διάχυτος σε όλη την ψυχολογική μου κατάσταση.

Ωστόσο, με καθυστέρηση μιας βδομάδας πήρα τελικά την πολυπόθητη άδεια. Δεν μπορούσε, άλλωστε, να κάνει διαφορετικά μπροστά στο δίκιο της χορήγησής της. Τέτοια «παραπτώματα» δε συνιστούσαν πειθαρχική ποινή. Αλλιώς, θα ερχόταν ο ίδιος σε αντίθεση με το κάπως ανεκτικό κλίμα της στρατιωτικής ζωής, που άρχισε να διαμορφώνεται τον καιρό εκείνο στο στρατό, δίχως να υπάρχουν βέβαια σημάδια πλήρους εξάλειψης των φαινομένων κατάχρησης εξουσίας.

Η χαρά μου να ξανανταμώσω με τους δικούς μου, με τους φίλους και τις φίλες μου, είχε ανέβει κατακόρυφα στα ύψη. Στο Σουφλί είχα φτάσει, με το τρένο, το μούχρωμα. Με το σακίδιο στον ώμο πήρα τον κεντρικό δρόμο, που είναι δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό, για να πάω στο σπίτι μου. Εκείνη τη μέρα ήτανε Κυριακή και γινότανε, όπως και κάθε Σαββατοκύριακο, η συνηθισμένη βόλτα, το λεγόμενο νυφοπάζαρο.

Με πολλή συγκίνηση ξανάβλεπα, ύστερα από τόσο καιρό, τους αγαπημένους φίλους μου που έκαναν βόλτα στον κεντρικό δρόμο. Οι αγκαλιές και τα φιλιά σταματημό δεν είχανε. «Βρε το Μένιο, μου λέγανε, τι κάνεις, πώς άλλαξες, ψήλωσες (οι αρβύλες μού 'δωσαν μπόι!) πού υπηρετείς;» κ.ά.

Λίγο πιο πέρα με είχε καλωσορίσει ένας παλιός συμμαθητής και γείτονας. Ανταλλάξαμε στα γρήγορα μερικές κουβέντες και του είπα να έρθει στο σπίτι μου να πούμε περισσότερα, γιατί ήμουνα κουρασμένος απ' το ταξίδι. Στο μεταξύ, είδαμε και οι δυο να περνάει από δίπλα μας, και μάλιστα πολύ κοντά, με τα πολιτικά, ο γνωστός ασφαλίτης-χαφιές του Σουφλίου. Μας κοίταξε άγρια και μετά από λίγο προχώρησε στο δρόμο για να πάει στη «δουλιά» του. Σε λίγη ώρα ήρθε ο συμμαθητής μου στο σπίτι.

Θυμούμαι, υπήρχε μια ονειρεμένη και φεγγαρόλουστη βραδιά. Είπα στο φίλο μου να καθίσουμε έξω στον κήπο, άλλωστε η στιγμή ήτανε ρομαντική.

Και τι δεν είπαμε!.. Αναπολήσαμε την όμορφη και τραγική, ωστόσο, λόγω εμφυλίου πολέμου μαθητική ζωή του γυμνασίου, τη θαυμάσια και ξακουστή μεικτή χορωδία, τις νεανικές ερωτικές κατακτήσεις, τις γλυκές καντάδες - εγώ με το βιολί κι εκείνος με την κιθάρα και τραγούδι από τον υπέροχο υψίφωνο Στέφανο που μόλις είχε γυρίσει απ' την εξορία στην Κεφαλονιά και απ' τον καταπληκτικό μπάσο Αριστείδη, γειτόνοι επίσης - και άλλα πολλά.

Στο μεταξύ, το ολόγιομο φεγγάρι πήγαινε να κρυφτεί πίσω απ' το μαγευτικό λόφο του Αϊ-Λιά και το βαθύ σκοτάδι σιγά σιγά έπαιρνε «συνωμοτικά» τη θέση του στη γλυκιά βραδιά. Ομως, παράξενα μας φανέρωσε το αγριωπό πρόσωπό της. Είχαμε δει στο βάθος του δρόμου να ξεπροβάλλει ξαφνικά μια κοντή μορμολύκεια σιλουέτα, ήταν ο γνωστός ασφαλίτης. Φαίνεται πως άκουσε το τι είπαμε προηγούμενα στο «νυφοπάζαρο» και έσπευσε λαχανιασμένος - λόγω και της ανηφόρας του δρόμου - να έρθει στο σπίτι μου και να βάλει κρυφά αυτί. Ακουσε ό,τι άκουσε και πλησιάζοντάς μας στα δυο-τρία μέτρα άρχισε ωρυόμενος να απειλεί: «Τι κάνετε εσείς εδώ, ρε, κομμούνια; Τι συζητάτε; Αντε, διαλυθείτε και τσακιστείτε να πάτε στο διάολο, γιατί θα σας κλείσω μέσα». Και έφυγε δίχως να πετύχει το σκοπό του. Βέβαια, ο άνθρωπος τη δουλιά του έκανε, υπηρετούσε τα συμφέροντα των αφεντικών του και της μεγαλοαστικής τάξης. Την ικανότητά του ως χαφιέ την έδειχνε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την πλουτοκρατία. Ηταν ολόψυχα αφοσιωμένος στο «καθήκον» του να κυνηγάει προοδευτικούς ανθρώπους, τα «μιάσματα» του κομμουνισμού. Πέρα απ' αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις ήταν και ανήθικο στοιχείο. Διατηρούσε επί χρόνια ερωτικό δεσμό με μια κοπέλα που τελικά την παράτησε. Με ενέργειες πολλών Σουφλιωτών, και κύρια του Γιάννη Στεφάνου, γραμματέα των «Λαμπράκηδων» στο Νομό Εβρου, που τον ενοχλούσε ασταμάτητα και απειλητικά (είχε στην πλάτη του 10 χρόνια φυλακή), πήρε «φύσημα» για το βόρειο άκρο του νομού.

Στην ...αποστολή του είχε συνεργάτη και τον ψηλό, έναν άλλο ασφαλίτη. Από φανατικός ΕΡΕτζής που ήταν έγινε ΠΑΣΟΚτζής. Το γνωστό δίδυμο της Ασφάλειας, ο κοντός και ο ψηλός, αποτελούσε για δυο δεκαετίες περίπου τον πιο αποκρουστικό μηχανισμό φόβου και τρόμου για τους αριστερούς και άλλους δημοκρατικούς πολίτες.

Μια μέρα, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '50 - είχα απολυθεί απ' το στρατό - ο ψηλός παρακολουθούσε επίμονα, έξω απ' την τζαμαρία της αίθουσας της Φιλαρμονικής, τις πρόβες της χορωδίας μας στην πλατεία της Γελαδαριάς. Ηταν, νομίζω, μια νοικιασμένη απ' το Δήμο Σουφλίου αίθουσα, δίπλα στο παλιό καφενείο του Μαργαζή, όπου ο μαέστρος και δάσκαλος στο επάγγελμα Κώστας Βογιατζής (αυτή τη στιγμή που γράφω το διήγημα ένιωσα μεγάλη λύπη, όταν πληροφορήθηκα απρόσμενα ότι έχει φύγει απ' τη ζωή. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στη γυναίκα του Μαρίκα και στα δυο τους παιδιά) συγκέντρωνε τα μέλη της χορωδίας, περίπου 30 τον αριθμό, και κάναμε πρόβες προκειμένου να πάρουμε μέρος, μαζί με το χορευτικό συγκρότημα, στις ετήσιες εκδηλώσεις της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Για μια στιγμή τον είδαμε να κάνει νόημα στο μαέστρο, καλώντας τον να βγει έξω, για να του πει προφανώς κάτι. Βγήκε έξω ο δάσκαλος, αφού νωρίτερα δεν ανταποκρίθηκε στα δυο του επίμονα καλέσματα. Είδαμε πως είχαν έντονη λογομαχία. Μετά από λίγο ο μαέστρος, έξαλλος όπως ήταν, τον πρόγκιξε κυριολεκτικά και, «μην είδατε τον Παναγή», χάθηκε στα στενά της Γελαδαριάς. Ο μπασκίνας θεώρησε πως κάτι το ύποπτο συμβαίνει μες στην αίθουσα και πως οι πρόβες αποτελούσαν πρόσχημα.

Ο μαέστρος στα χρόνια της γερμανικής κατοχής ήταν φαντάρος στη Μέση Ανατολή με το ελληνικό στράτευμα που έφυγε στην Αίγυπτο μετά την εισβολή των Γερμανών στη χώρα. Δε γνωρίζω αν πήρε μέρος στα γεγονότα της «στάσης», έτσι χαρακτηρίστηκε η ενέργεια των Ελλήνων φαντάρων, όταν απαίτησαν από το αρχηγείο να έρθουν στην Ελλάδα και να πολεμήσουν στα ελεύθερα βουνά, πλάι στον ΕΛΑΣ, το Γερμανό καταχτητή, αλλά τελικά κλείστηκαν στο «σύρμα» της αφρικανικής ερήμου. Είχε πάντως προοδευτικές απόψεις. Εγραψε μουσική σε ΕΑΜικούς στίχους του ΕΠΟΝίτη Τάκη Καψαλίδη. Ο μεγαλύτερος αδελφός του πολέμησε στο Ρίμινι και μετά τη λήξη του πολέμου ήταν σημαντικός πολιτικός παράγοντας στο Σουφλί. Απεναντίας ο μαέστρος έπρεπε να παρακολουθείται, μπας και στήσει με τα μέλη της χορωδίας, πολλά απ' τα οποία ήταν αριστερών πεποιθήσεων, καμιά «γιάφκα». Αλλά κάτι τέτοια ασφαλίτικα τερτίπια δεν τα λογάριαζε ο δάσκαλος. Ηταν απ' τη φύση του τολμηρός και ακέραιος. Ισως θα έλεγε κανείς ότι είχε τις πλάτες του αδελφού του. Οχι, θα έλεγα.

Στα χρόνια της χούντας ο ίδιος ασφαλίτης με παρακολουθούσε ασφυκτικά. Μέρα-νύχτα με έπαιρνε καταπόδι. Μια μέρα τον είδα να με παρακολουθεί έξω απ' το σπίτι του Γιάννη του Μουρίκα, όταν είχα πάει ν' αρχίσω να κάνω προγυμνάσεις στο παιδί του. Το καθεστώς των συνταγματαρχών με είχε απολύσει απ' τη δουλιά μου και έπρεπε να δουλεύω για να συντηρώ τον εαυτό μου και να βοηθάω οικονομικά το μικρότερο αδερφό μου, που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη. Ο Γιάννης ο Μουρίκας ήτανε παλιά ποδοσφαιριστής, και μάλιστα πολύ καλός, στην ομάδα «ΕΛΠΙΔΑ». Η ομάδα αυτή ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50. Η άλλη ποδοσφαιρική ομάδα, «ΕΒΡΟΣ», ήταν πιο παλιά. Η «ΕΛΠΙΔΑ», ως γνωστόν, υποστηριζότανε κατά το πλείστον από φιλάθλους αριστερούς. Ο χαφιές με τις διαστροφές του έκαμνε αυθαίρετους συσχετισμούς και νόμιζε ότι παρακολουθώντας και τους δυο θα πετύχαινε το σκοπό του, αλλά οι προγυμνάσεις συνεχίστηκαν κανονικά, παραιτούμενος του «θεάρεστου» έργου του. Σήμερα όταν ανταμώνουμε με τον Γιάννη τον Μουρίκα έρχονται στη θύμησή μας εκείνες οι δυσάρεστες στιγμές που πέρασα από οικονομικής πλευράς, στα χρόνια της χούντας.

Το παρακράτος είχε (και έχει) κάτω απ' τον έλεγχό του την πολιτική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων πολιτών. Σε κάθε γωνιά του δρόμου κι ένας χαφιές, σε κάθε περπατησιά κομμουνιστή από πίσω κι ένας ασφαλίτης.


Μενέλαος ΓΟΥΒΕΤΑΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΟΥΒΕΤΑ

Γεννήθηκε στο Σουφλί το 1934. Μεγάλωσε με πολλές στερήσεις σε μια πολυμελή οικογένεια, εφτά άτομα. Ο πατέρα του, εξαιτίας των διωγμών που υπέστη, ως παλαιός πολεμιστής του μικρασιατικού πολέμου (η οργάνωσή τους χαρακτηρίστηκε «αντεθνική») στον οποίο έλαβε μέρος, διακόπτοντας τις σπουδές του στη Γαλλία, δεν μπόρεσε να έχει μια μόνιμη δουλιά.

Ο Μ.Γ. είναι πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης. Μέχρι να διοριστεί - περίμενε 6 χρόνια περίπου - δούλευε στα κτήματα και σε άλλες χειρωνακτικές ιδιωτικές εργασίες. Είναι επίσης πτυχιούχος της ΣΕΛΔΕ και φοίτησε στην Πάντειο, χωρίς να πάρει πτυχίο. Ελαβε μέρος σε πολυήμερα επιμορφωτικά παιδαγωγικά και της Ελληνικής Ολυμπιακής Ακαδημίας σεμινάρια.

Πολλές επιστολές του με κοινωνικοπολιτικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο έχουν δημοσιευτεί στο «Ριζοσπάστη». Αρθρα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο «Δημοκρατικό Εβρο», όργανο της τοπικής οργάνωσης του ΚΚΕ. Οταν εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο. στις αρχές της δεκαετίας του '60 συνεργάστηκε με τουριστικό περιοδικό σε θέματα ενημέρωσης και περιήγησης στα αξιοθέατα του νομού Εβρου.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ