Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς ο κορονοϊός αξιοποιεί κάθε χαραμάδα για να διασπείρεται μέσα από τους χώρους δουλειάς, όπου τα μέτρα προστασίας είναι τις περισσότερες φορές ανύπαρκτα, έρχεται από τα ορυχεία της ΔΕΗ ΑΕ στη Δυτική Μακεδονία. Σύμφωνα με καταγγελίες εργαζομένων, η διοίκηση καθυστέρησε πολύ να βάλει σε καραντίνα συνεργεία όπου εντοπίστηκαν κρούσματα, εκθέτοντας για μέρες σε κίνδυνο την υγεία όλων των εργαζομένων. Ακόμα και η απολύμανση των χώρων, όπως στο ορυχείο Μαυροπηγής, έγινε μετά από πέντε μέρες! Αλλες καταγγελίες αναφέρουν ότι από τους τρεις γιατρούς Εργασίας που υπήρχαν στα ορυχεία και στο διοικητήριο, στην ΠΕ Κοζάνης, πλέον είναι διαθέσιμος μόνο ένας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων και για την έγκαιρη και σωστή αντιμετώπιση τυχόν κρουσμάτων. Οι μαρτυρίες που πληθαίνουν για χώρους δουλειάς της περιοχής εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την έξαρση των κρουσμάτων και εκθέτουν όσους συνεχίζουν να κουνούν το δάχτυλο σε εργαζόμενους και κατοίκους, ότι «η χαλάρωση της ατομικής ευθύνης» είναι αυτή που αναζωπύρωσε την πανδημία. Και δεν είναι μόνο τα κυβερνητικά στελέχη που το κάνουν αυτό, όπως ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, που έλεγε τις προάλλες ότι «όπου υπάρχει αυξημένος αριθμός κρουσμάτων η εξήγηση είναι μία: Δεν τηρούμε τα μέτρα όπως πρέπει», αλλά και οι εκπρόσωποι του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού στη ΔΕΗ ΑΕ, όπως η ηγεσία του «Σπάρτακου», που αναπαράγει τα ίδια. Ο ...συγχρωτισμός τους αυτός είναι τελικά το καλύτερο άλλοθι για να παραμένουν εστίες υπερμετάδοσης οι μεγάλοι χώροι δουλειάς και να κρύβονται οι εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης και της εργοδοσίας.
«Η πανδημία και το πώς συμπεριφερόμαστε μέσα σ' αυτή είναι θέμα το οποίο αφορά όλους και πρέπει να ενωθούμε σε αυτήν την εθνική προσπάθεια», δήλωσε πρόσφατα η γενική διευθύντρια του Συνδέσμου Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών. Ομως, τα 113 νομοσχέδια που ψήφισε η κυβέρνηση μέσα στην πανδημία, άλλο πράγμα δείχνουν: Οτι τα βάρη της πανδημίας και της κρίσης τα φορτώνεται ο λαός, την ώρα που το σινάφι των μεγαλοεργοδοτών απολαμβάνει ολοένα και περισσότερα προνόμια, για να περάσουν με τις μικρότερες απώλειες την κρίση. Ούτε και πριν από την πανδημία ήμασταν «όλοι μαζί», εργοδότες και εργαζόμενοι. Προς απόδειξη, να ένα παράδειγμα από μια μεγάλη βιομηχανία γάλακτος της Θεσσαλίας, που φιγουράρει στις 50 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις της χώρας. Τα καθαρά κέρδη της το 2019 έφτασαν τα 15.817.317 ευρώ και οι δαπάνες για μισθοδοσία τα 25.097.627 ευρώ. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι με τη δουλειά τους κάλυψαν τους μισθούς, την αγορά πρώτων υλών, το κόστος λειτουργίας και συντήρησης της εταιρείας, όλα τα πάγια έξοδα, τη φορολογία κι άφησαν καθαρό κέρδος 16 εκατ. ευρώ! Στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου, που γνωρίζει μέρες δόξας μέσα στην πανδημία, η εντατικοποίηση της δουλειάς «πάει τρένο», ενώ ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων αμείβεται με μισθούς γύρω από τον βασικό, δουλεύοντας μέσα σε άθλιες συνθήκες. Είναι κι αυτός ένας λόγος για τον οποίο ο κλάδος περιλαμβάνεται σ' εκείνους με τη μεγαλύτερη διασπορά του κορονοϊού, που δεν απειλεί βέβαια «όλους μαζί», εργαζόμενους και εργοδότες, αλλά κάνει θραύση στους μεροκαματιάρηδες και τις οικογένειές τους.
Ερευνητές υποστηρίζουν πως η ελονοσία μπορεί να εξαλειφθεί μέσα στα επόμενα 50 χρόνια, εφόσον δαπανηθούν ανά έτος 2,7 δισ. δολάρια στην πρόληψή της, ποσό που, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του «Economist», «δύσκολα θα βρεθεί λόγω της πανδημίας του κορονοϊού». Αντίστοιχα, μια ομάδα επιδημιολόγων, βιολόγων και άλλων ειδικών υποστηρίζουν σε άρθρο τους στο περιοδικό «Science» πως μια ετήσια «επένδυση» της τάξης των 30 δισ. δολαρίων στον έλεγχο του εμπορίου άγριων ζώων και στη μείωση του ρυθμού καταστροφής των τροπικών δασών θα μπορούσε να περιορίσει δραστικά τον κίνδυνο από τις τέσσερις μεγαλύτερες επιδημίες των τελευταίων 50 χρόνων (Covid, Ebola, SARS και HIV). Ούτε η ελονοσία, επομένως, ούτε οι ιοί που μεταφέρονται στον άνθρωπο από τα ζώα είναι κάτι το καινούργιο. Η εξέλιξη της επιστήμης και της έρευνας παρέχει σήμερα τα εργαλεία για μια πιο ολοκληρωμένη πρόληψη, ενώ αποδεικνύεται ότι και στη θεραπεία οι δυνατότητες είναι τεράστιες. Τα πάντα όμως σκοντάφτουν στο κριτήριο του «κόστους - οφέλους» για το κεφάλαιο, είτε μιλάμε για τα αναγκαία μέτρα πρόληψης αυτών των μολυσματικών ασθενειών, είτε για την αντιμετώπισή τους με όλα τα διαθέσιμα μέσα της επιστήμης και της τεχνολογίας, που στα χέρια των επιχειρηματικών ομίλων γίνονται «φάρμακο» για τα κέρδη τους και όχι για τον λαό που υποφέρει.