Σύμφωνα με όσα μετέδιδαν χτες τα οικονομικά δελτία, έκθεση της Goldman Sachs αναφέρει πως «θα χρειαστούν πολλά περισσότερα από μια σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) προκειμένου η Wall Street να ξυπνήσει», επισημαίνοντας ότι για κάτι τέτοιο απαιτείται συνήθως «ένα μεγάλο σοκ, όπως μια ύφεση ή ένας πόλεμος». Αν στα παραπάνω προστεθεί το γεγονός ότι η μελέτη του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος «στοιχειοθετεί» την άποψη αυτή και με παραδείγματα, για το πώς έχουν ξεπεραστεί παρόμοιες καταστάσεις από τη δεκαετία του '30 έως και σήμερα, τότε μιλάμε για μια κυνική ομολογία για το πώς λειτουργεί το σύστημα της εκμετάλλευσης και για τους νόμους που το διέπουν. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, όσα «γιατροσόφια» κι αν χρησιμοποιήσουν οι αστοί διαχειριστές, όσους εύθραυστους συμβιβασμούς κι αν κάνουν, τα μεγάλα ζόρια για την ανάκαμψη της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, ο τεράστιος όγκος υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων που η απαξίωσή τους ξεσηκώνει θύελλα ανταγωνισμών, οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που οξύνονται, φέρνουν όλο και πιο κοντά τους λαούς σε «μεγάλα σοκ», που θα πληρώσουν με το αίμα τους, για τα συμφέροντα των καπιταλιστών.
Είναι το σχολείο «ρημαδιό» επειδή το κράτος δεν έχει λεφτά να το συντηρήσει; Καμιά στενοχώρια δεν πρέπει να έχουν μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς, επειδή τώρα, μεγάλη πολυεθνική εταιρεία αναλαμβάνει να το συντηρήσει και να το ανακαινίσει εξολοκλήρου, αν το σχολείο πάρει μέρος στο πρόγραμμα που σπονσοράρει και συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους. Φέτος μάλιστα, όπως πανηγυρίζει η εταιρεία, στο πρόγραμμα «Το Σχολείο που θέλεις» συμμετέχουν περισσότερα σχολεία από κάθε άλλη χρονιά, υπό την αιγίδα μάλιστα των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων και των δημοτικών αρχών. Η πολυεθνική δαπανά ένα απειροελάχιστο ποσό από τα κέρδη της για να έχει τζάμπα προβολή και διαφήμιση, ενώ σε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς το πρόγραμμα εντυπώνεται ως ανιδιοτελής τάχα προσφορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για το «κοινό καλό». Κι όλα αυτά επειδή το κράτος δεν μπορεί να συνεισφέρει, αφού έχει άλλες προτεραιότητες: Τη διασφάλιση - μέσα από την ένταση της εργασιακής εκμετάλλευσης - της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, που στη συνέχεια θα ανακαινίσουν και ένα - δυο σχολεία, για να αυξήσουν τις μετοχές τους στο χρηματιστήριο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Ενα «πανόραμα» των ανταγωνισμών που κλιμακώνονται ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ, κατά βάση με τη Γερμανία και τη Γαλλία, έδιναν οι χτεσινές «σομόν» σελίδες των εφημερίδων. Πιο συγκεκριμένα, παρουσίαζαν την εμπορική συμφωνία ΕΕ - Ιαπωνίας που βρίσκεται «στα σκαριά» ως «προσέγγιση μεγάλης σημασίας», ελέω της πολιτικής Τραμπ, κατέγραφαν τη συμφωνία της γαλλικής «Total» (από κοινού με την κινέζικη «China National Petroleum») με το Ιράν για επενδύσεις 1 δισ. στο κοίτασμα «South Pars» ως «γαλλικό απογαλακτισμό» από την πολιτική και την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή, αναπαρήγαγαν δηλώσεις όπως της Επιτρόπου Ανταγωνισμού της ΕΕ, Μ. Βεστάγκερ, πως η Κομισιόν εξετάζει τρόπους για ακόμα πιο άμεσες παρεμβάσεις σε υποθέσεις όπως αυτή της «Google», του «άτυπου» δηλαδή εμπορικού πολέμου ανάμεσα σε ΗΠΑ - ΕΕ, και παρέθεταν αρθρογραφία του πρώην πρωθυπουργού του Βελγίου και σημερινού προέδρου της ομάδας «Συμμαχία Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη στο Ευρωκοινοβούλιο», Γκι Φερχόφστατ, στην οποία ζητά από την ΕΕ να δημιουργήσει «μια πραγματική ενεργειακή ένωση» και να αναπτύξει «μια αξιόπιστη ευρωπαϊκή αμυντική ένωση εντός ΝΑΤΟ», για να αναχαιτίσει «την απειλή του Τραμπ στην Ευρώπη». Ολα αυτά, αν μη τι άλλο, είναι ενδεικτικά για το βάθος των ανταγωνισμών ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα και κράτη, που εκφράζονται σε διάφορα μέτωπα και με διάφορους τρόπους, πάντα όμως σε βάρος των λαών, τους οποίους φέρνουν αντιμέτωπους με ολοένα μεγαλύτερους κινδύνους.