«Καμιά δικαιολογία για την ανομία», «Να αποκατασταθεί η ασφάλεια στην περιοχή», «Στα χαρτιά το ΑΤ Μενιδίου» και άλλα παρόμοια ήταν μερικοί από τους τίτλους των χτεσινών εφημερίδων στις αναφορές τους για τα γεγονότα στο Μενίδι. Η «Καθημερινή» μάλιστα έφτασε στο σημείο να γράφει ότι μια κυβέρνηση που ανέχεται τη βια στα πανεπιστήμια, στα Εξάρχεια και στα γήπεδα, θα τη βρει μπροστά της στο Μενίδι. Στο ίδιο ακριβώς θέμα, αυτό της ανομίας, εστιάζεται και η αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη ΝΔ, που λογομαχούν για το ποιος μπορεί αποτελεσματικότερα να εγγυηθεί την ασφάλεια στην Αττική και ευρύτερα, με την ένταση της αστυνόμευσης να παρουσιάζεται περίπου ως το ελιξήριο για κάθε «ασθένεια». Κι αν υπάρχει κάποιος που με ευχαρίστηση τροφοδοτεί μια τόσο αποπροσανατολιστική συζήτηση, αυτός δεν είναι άλλος από την κυβέρνηση, κρίνοντας από τη χτεσινή προκλητική δήλωση του υφυπουργού Μετανάστευσης Γ. Μπαλάφα, ότι ο θάνατος του 10χρονου μαθητή στο Μενίδι ήταν «μια στραβή»...
Στη μεταξύ τους αντιπαράθεσή βέβαια, δεν λένε κουβέντα για τη συνειδητή υποβάθμιση και γκετοποίηση ολόκληρων περιοχών στη Δυτική Αττική, όπου κατοικούν κατά βάση λαϊκά στρώματα, χτυπημένα διπλά και τρίδιπλα από την κρίση. Δεν βρίσκουν μια λέξη να πουν για το οργανωμένο έγκλημα, που έχει μεταφέρει εκεί την «έδρα» του, για τις διασυνδέσεις του με τον κρατικό μηχανισμό και τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που κρύβονται από πίσω. Δεν βγάζουν «κιχ» για την άναρχη εγκατάσταση και λειτουργία χιλιάδων μεγάλων επιχειρήσεων σε γειτονικές περιοχές (π.χ. Ασπρόπυργος), χωρίς καμιά μέριμνα για το περιβάλλον και τη υγεία των κατοίκων, όπου επίσης δρουν ανεξέλεγκτα μεγάλα και ανταγωνιστικά συμφέροντα. Ούτε συζήτηση για το ρόλο της αστυνομίας στο αστικό κράτος, που βασική της αποστολή είναι να καταστέλλει το κίνημα και τους λαϊκούς αγώνες, ενώ εμφανίζεται προκλητικά «δυσκίνητη» όταν πρόκειται να χτυπήσει το οργανωμένο έγκλημα. Αυτά τα πραγματικά και ουσιαστικά ζητήματα απουσιάζουν από τη σφαίρα της αντιπαράθεσης, γιατί αναδύουν τη μπόχα ενός συστήματος που σάπισε και το οποίο όλοι τους υπερασπίζονται με σθένος.
Οι επιδόσεις του νέου Γάλλου Προέδρου Μακρόν και του κόμματός του «Republique en Marche!» (REM) παρουσιάστηκαν από τα πρωτοσέλιδα των αστικών εφημερίδων ως λίγο - πολύ κοσμοϊστορική αλλαγή, για την οποία ο λαός έχει κάθε λόγο να τρέφει ελπίδες. Υποδεχόμενη την πρωτιά του REM στις πρόσφατες και στις βουλευτικές εκλογές, η «Λιμπερασιόν» έκανε λόγο για «ξεσκόνισμα» και έγραφε για έναν «αρχάριο στην πολιτική», του οποίου το «κίνημα αναμένεται να πλημμυρίσει το κοινοβούλιο με ένα κύμα νεοφώτιστων κατακτητών». Διαπίστωνε «μια καταδρομική επιχείρηση» που ολοκληρώθηκε «σωριάζοντας τις σάπιες υποδομές» και πανηγύριζε ότι «μια σελίδα εντελώς καινούργια ανοίγει για τη χώρα». Η δε «Φιγκαρό» έγραφε για «ανατίναξη με δυναμίτη» και συμπλήρωνε: «Ποιος να το έλεγε ότι ένα πολιτικό κίνημα που δεν υπήρχε πριν από δύο χρόνια, θα ήταν ικανό να αρπάξει μια θρασεία πλειοψηφία στη Βουλή, αναστατώνοντας συγχρόνως ένα πολιτικό τοπίο που για χρόνια το βλέπαμε ως αμετάβλητο». Είναι δικαιολογημένα τα πανηγύρια της αστικής τάξης στη Γαλλία για το νέο της «πουλέν», τον Μακρόν και το κόμμα του, που θα προωθήσει με αποφασιστικότητα τις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η κερδοφορία των γαλλικών μονοπωλίων και θα παίξει ρόλο καταλύτη συνολικά στην αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Και επειδή το γοργόν και χάριν έχει, η «εντελώς καινούρια σελίδα για τη χώρα» ξεκινάει με την αντεργατική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Μακρόν, που σωριάζει πραγματικά σαν ...δυναμίτης ότι δεν πρόλαβαν να αποτελειώσουν οι προηγούμενοι.