Τετάρτη 14 Ιούνη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σχετικά με το νέο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την Ανώτατη Εκπαίδευση

Πριν από λίγες μέρες ο υπουργός Παιδείας έδωσε στη διαβούλευση ένα νέο νομοσχέδιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, πολυσυζητημένο και πολυαναμενόμενο από όλα τα αστικά κόμματα, αλλά και από τις διοικήσεις των πανεπιστημίων και ΤΕΙ.

Το νομοσχέδιο αυτό εντάσσεται σε μια σειρά θεσμικών μέτρων που αφορούν όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης και συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις για τη διοίκηση των δημόσιων ιδρυμάτων Δευτεροβάθμιας και πλέον και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Θέλουν πιο αποτελεσματικές διοικήσεις

Ετσι, και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ ασχολείται - όχι τυχαία - κατά ένα μεγάλο μέρος του με τη διοίκηση και τα όργανα των πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Το ενδιαφέρον και της σημερινής συγκυβέρνησης, που παίρνει τη σκυτάλη από τον περίφημο νόμο - πλαίσιο της Διαμαντοπούλου, ο οποίος θεσμοθέτησε τα Συμβούλια Ιδρύματος, όσον αφορά στα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ είναι μέρος της αστικής στρατηγικής για την εμπορευματοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι στις εκτιμήσεις των επιτελείων για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αναφέρεται ότι πρέπει να δοθεί ιδιάζουσα σημασία στην επιλογή διευθυντών των γυμνασίων και λυκείων - εξ ου και οι αντίστοιχες θεσμικές πρωτοβουλίες. Αντίστοιχα, σε πολλές εξωτερικές αξιολογήσεις Τμημάτων ΑΕΙ, αλλά και στη φαρέτρα της αποκαλούμενης «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ, γίνονται ειδικές αναφορές στην ανάγκη πιο αποτελεσματικής διοίκησης και δομών της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, πάντα στο πλαίσιο των αστικών στοχεύσεων.


Το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ καταργεί τα Συμβούλια Ιδρύματος που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2011 με τις ψήφους και της ΝΔ και επαναφέρει τα Πρυτανικά Συμβούλια. Ιδρύει μάλιστα και νέα διοικητικά όργανα, τα οποία αποκαλούνται πλέον ΑΣΑΕΕ (Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας) και συγκροτούνται στο επίπεδο της περιφέρειας. Πρόκειται για αλλαγές που καμιά πραγματική σχέση δεν έχουν «με την επαναφορά της δημοκρατίας στα ΑΕΙ», όπως διατυμπανίζει μεθοδικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πραγματικότητα που αποκρύπτεται από αυτές τις αλλαγές, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τη ΝΔ, που με πυρήνα αυτό ασκεί την αντιπολιτευτική της κριτική συμφωνώντας σε όλη την ουσία, είναι ότι η κυβέρνηση ψάχνει πιο αποτελεσματικά όργανα διοίκησης με τα κριτήρια και τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, των μεγάλων επιχειρήσεων και στη χώρα μας. Τα Συμβούλια Ιδρύματος, αν και πολυδιαφημισμένα, είναι φανερό ότι δυσκολεύτηκαν να επιτελέσουν το ρόλο τους, την πιο οργανική δηλαδή σύνδεση των ΑΕΙ με τις επιχειρήσεις. Κι αυτό όχι γιατί τους έλειπε η πολιτική προθυμία ή η ικανότητα. Αλλά γιατί πρακτικά αποδείχτηκε δύσκολο να διοικήσουν από απόσταση (τα περισσότερα από τα μέλη τους διέμεναν στο εξωτερικό), ενώ δεν είχαν καλή γνώση της ελληνικής (καπιταλιστικής) πραγματικότητας.

Ο στόχος των νέων οργάνων είναι η πιο στενή σύνδεση των ΑΕΙ με τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, την «παραγωγική ανασυγκρότηση», όπως αρέσκεται να την προπαγανδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, και η εξειδίκευσή τους σε επίπεδο περιφέρειας. Αυτόν τον ρόλο μπορούν κάλλιστα να τον υπηρετήσουν και οι πρυτάνεις και τα πρυτανικά σχήματα, ενώ ουσιαστική θα είναι η συμβολή και των νέων ΑΣΑΑΕ, ως οργάνων ευέλικτων και άμεσα συνδεδεμένων με τις επιχειρήσεις στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο της περιφέρειας.

Πιο στενή σύνδεση με τις ανάγκες του κεφαλαίου

Αυτό που διαπιστώνεται χρόνια από τα αστικά επιτελεία και επιδιώχθηκε με τα διάφορα «σχέδια Αθηνά», ενώ η σημερινή συγκυβέρνηση έρχεται να κάνει ίσως την πιο βαθιά τομή, είναι η ανάγκη «συμμαζέματος» των διάσπαρτων ιδρυμάτων, Σχολών και Τμημάτων που η ίδια η πολιτική τους δημιούργησε το προηγούμενο διάστημα. Τον σχεδιασμό αυτό επιτάσσουν σήμερα τόσο δημοσιονομικές ανάγκες (ακόμα πιο δραστικός περιορισμός του κόστους λειτουργίας των ΑΕΙ), αλλά, κυρίως, η πιο καίρια στοίχιση των ΑΕΙ με την αγορά. Κι αυτό στην πράξη μεταφράζεται ως καλύτερη προσαρμογή του περιεχομένου σπουδών και των προσόντων των αποφοίτων σε αυτούς τους κλάδους (τους πυλώνες της παραγωγικής ανασυγκρότησης: Τουρισμός, Ενέργεια, πολιτισμός, τεχνολογίες) και σε αυτές τις δεξιότητες που απαιτεί το κεφάλαιο.

Θα αναρωτηθεί κανείς: Είναι άραγε κατακριτέο να συνδεθούν πιο οργανικά τα ΑΕΙ με τις δεξιότητες που απαιτεί η «αγορά», πόσο μάλλον να προσαρμοστούν οι διοικήσεις στον στόχο αυτό; Η απάντηση δίνεται από ταξική πάντα σκοπιά και από την πλευρά των εργαζομένων: Η προσαρμογή στις απαιτήσεις του κεφαλαίου γίνεται πάντα με γνώμονα την αύξηση της παραγωγικότητας των αποφοίτων - εργαζομένων, που θυσιάζεται στο βωμό της κερδοφορίας των αφεντικών. Καμιά σχέση δεν έχει ούτε με τις ανάγκες των εργαζομένων ούτε με τις ανάγκες της επιστήμης που σπουδάζουν. Από αυτήν τη σκοπιά, είναι ζήτημα σφοδρής ιδεολογικής αντιπαράθεσης το ζήτημα των δεξιοτήτων που απαιτεί σήμερα το κεφάλαιο από τους αποφοίτους, καθώς και των διοικήσεων, με όποια μορφή, που θα έρθουν να υλοποιήσουν και να ανοίξουν, μάλιστα, δρόμους για το κεφάλαιο προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ακόμα περισσότερο, έχει σημασία να ανοίξουμε την αντιπαράθεση με την επίφαση δημοκρατίας που έντεχνα «πλασάρει» η κυβέρνηση, επαναφέροντας τη ρύθμιση της συμμετοχής των φοιτητών και σπουδαστών στα διοικητικά όργανα των ΑΕΙ. Προφανώς, η συμμετοχή του φοιτητικού και σπουδαστικού κινήματος είναι σημαντική από την πλευρά της αποκάλυψης των μέτρων που περνούν στις συνεδριάσεις των διοικητικών οργάνων, αλλά και της διατύπωσης και πάλης των διεκδικήσεων μέσα και έξω από τις αίθουσες συνεδριάσεων. Ομως, η συζήτηση αυτή σήμερα, καθόλου αθώα, συνοδεύεται από την προώθηση των επιδιώξεων για το νέο χαρακτήρα του φοιτητικού κινήματος, που θα είναι ουσιαστικά χειροκροτητής και μέτοχος στην εφαρμογή της αστικής πολιτικής. Προεξάρχοντα ρόλο παίζει σε αυτό η ΝΔ, μέσα από την παράταξή της στα ΑΕΙ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ και η ΠΑΣΠ αντίστοιχα. Στην ίδια κατεύθυνση συντελεί τελικά και ο ρόλος των ΕΑΑΚ, που, μέσα από την προπαγάνδιση του δήθεν «ακηδεμόνευτου φοιτητικού κινήματος», οδηγούν από άλλο δρόμο στον αποχρωματισμό και στην ενσωμάτωση των φοιτητών και των συλλόγων τους.

Μεγαλύτερη έμφαση στην κινητικότητα και τη Διά Βίου Μάθηση

Η πιο σημαντική πτυχή του νομοσχεδίου αφορά στη συνέχιση και προώθηση περαιτέρω των μορφών και δομών της Διά Βίου Μάθησης εντός των ΑΕΙ. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ίδρυση διετών προγραμμάτων σπουδών που, σε πρώτη φάση, θα αφορούν σε αποφοίτους ΕΠΑΛ. Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η ίδρυση των ΚΕΔΙΒΙΜ (Κέντρα Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης), των δομών δηλαδή εκείνων που θα οργανώσουν και θα συστηματοποιήσουν κάθε είδους σεμινάρια και καταρτίσεις τα οποία θα πουλούν τα τριτοβάθμια ιδρύματα.

Εδώ ακριβώς αποδεικνύεται περίτρανα η συνέχεια του νόμου Διαμαντοπούλου, ο οποίος έδινε κι αυτός μεγάλο βάρος στην οργάνωση της Διά Βίου Μάθησης και στα προσόντα, θεσμοθετώντας μάλιστα διακριτές Σχολές Διά Βίου Μάθησης παράλληλα με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Αυτή η συνέχεια δεν είναι τυχαία. Προκύπτει από το γεγονός ότι ο ίδιος ο ΣΕΒ στη χώρα μας, οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και τα ευρωενωσιακά επιτελεία δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην πιο γρήγορη και αποτελεσματική μετακίνηση και εναλλαγή ενός υψηλά ειδικευμένου δυναμικού σε τομείς με μεγάλα περιθώρια κερδοφορίας, σε τομείς στους οποίους μπορεί να στοιχηθεί η καπιταλιστική ανάκαμψη. Γι' αυτό άλλωστε και η κινητικότητα είναι κομβικός όρος στην επιχειρηματολογία και της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων. Επιπλέον, τα προγράμματα κατάρτισης, τα προγράμματα εξ αποστάσεως μάθησης (e-learning) και τα ξενόγλωσσα προγράμματα αποτελούν ήδη για τα ΑΕΙ μια τεράστια αγορά, από την οποία αποκομίζουν κέρδη και ενισχύουν τη σχέση πωλητή - πελάτη με τους φοιτητές. Αν λάβει κανείς υπόψη την κατάσταση που επικρατεί στους χώρους εργασίας, με την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων και την καταπάτηση κάθε έννοιας εργασιακού δικαιώματος, μπορεί να αντιληφθεί τι ακριβώς σηματοδοτεί αυτή η τεράστια αγορά εκπαιδευτικών προγραμμάτων κατάρτισης. Πέρα από φαινόμενα ακόμα και κερδοσκοπίας καθηγητών που τα οργανώνουν και τα πουλούν, ταυτόχρονα, διαμορφώνουν στρατιές αποφοίτων πολλών βαθμίδων, που ο καθένας διαπραγματεύεται ατομικά τους όρους εργασίας του με το αφεντικό, με γνώμονα πάντα τον ανταγωνιστικό, δηλαδή φτηνό και ευέλικτο εργαζόμενο.

Τελικά κανένας απόφοιτος δεν είναι διασφαλισμένος

Στην παραπάνω εικόνα πρέπει κανείς να δει ενταγμένη και τη ρύθμιση που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο σχετικά με την αναγνώριση των πτυχίων 5ετών σπουδών ως master. Πρόκειται, κατά βάση, για την ικανοποίηση ενός αιτήματος των πολυτεχνικών και γεωτεχνικών σχολών και των αντίστοιχων επιμελητηρίων (ΤΕΕ, ΓΕΩΤΕΕ), που, σε μια συντεχνιακή βάση, επιχειρεί να κατοχυρώσει τα πτυχία των αντίστοιχων σχολών απέναντι σε άλλα «ανταγωνιστικά» πτυχία από ΤΕΙ, κολέγια, ή πτυχία εξωτερικού. Σε αυτήν τη λογική, διαφημίζεται το «ισχυρό πτυχίο - ισοδύναμο με master» ως ασπίδα των αποφοίτων των πενταετών σπουδών απέναντι στην τεράστια ανεργία που μαστίζει τους αντίστοιχους κλάδους, στη δραματική πτώση της δραστηριότητας της οικοδομής, στην αποψίλωση των δημόσιων τεχνικών υπηρεσιών από γεωπόνους και γεωτεχνικούς κ.λπ.

Οι εξελίξεις άλλωστε που προκύπτουν στο επίπεδο του κάθε κλάδου επιδρούν άμεσα στη συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από τα προσόντα των αποφοίτων, τα επαγγελματικά δικαιώματα και την κατάταξη των πτυχίων σε μια κλίμακα προσόντων (εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο προσόντων). Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα προκήρυξης του ΑΣΕΠ για γεωπόνους, όπου δε διευκρινιζόταν αν θα είναι πανεπιστημιακής ή τεχνολογικής κατεύθυνσης. Με αφορμή αυτό το περιστατικό, άνοιξε «ο ασκός του Αιόλου» για κάθε είδους συντεχνιακή αντιπαράθεση, όπου οι απόφοιτοι Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης ζητούσαν να αποκλειστούν οι απόφοιτοι Τεχνολογικής και αντίστροφα.

Αποδεικνύεται έτσι περίτρανα ότι στην κλίμακα των διαφόρων πτυχίων και αποφοίτων, κατάσταση που η ίδια η πολιτική τους έχει δημιουργήσει και ενισχύει, κανένας απόφοιτος τελικά δεν είναι διασφαλισμένος, παρά τις κορόνες και διακηρύξεις τους. Αντίθετα, ο απόφοιτος επιστήμονας είναι συνέχεια και πιο ευάλωτος στις απαιτήσεις των εργοδοτών, συνέχεια αναγκασμένος να αποδέχεται το κουτσούρεμα των εργασιακών και επαγγελματικών του δικαιωμάτων, για να γίνει πιο ανταγωνιστικός σε σχέση με τους απόφοιτους των «παρακάτω» βαθμίδων. Ετσι, είτε έχει πτυχίο master είτε πτυχίο Πανεπιστημιακής είτε Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, αυτό που «στην πιάτσα» μετράει είναι να έχει ο απόφοιτος προσόντα πάνω ακριβώς στο ειδικό που ζητά ο επιχειρηματίας στη δεδομένη φάση και να του τα πουλάει όσο πιο φτηνά γίνεται.

Για τα ΤΕΙ και τα μεταπτυχιακά

Αντίστοιχα, δεν είναι βέβαια τυχαίο που οι μεγάλες υποσχέσεις που δόθηκαν το προηγούμενο διάστημα για επίλυση των προβλημάτων και επαγγελματικών δικαιωμάτων των ΤΕΙ, τελικά δεν προχώρησαν στο παρόν νομοσχέδιο. Το πρόβλημα της διάκρισης Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης δεν είναι στην πρόθεσή τους ούτε μπορεί να λυθεί στο πλαίσιο ενός εκμεταλλευτικού συστήματος. Αντίθετα, μέσα από τους απαράβατους κανόνες της αγοράς και τις νομοθετικές τελικά ρυθμίσεις όλο και περισσότερα ενδιάμεσα στάδια και πτυχία και κατηγορίες αποφοίτων θα προκύπτουν, διαμορφώνοντας ένα μεγάλο φάσμα από εργαζόμενους και διευρύνοντας τις επιλογές και την εκμετάλλευση των εργοδοτών. Αντί, λοιπόν, τα ΤΕΙ να γίνουν πανεπιστήμια, όπως με μισόλογα είχε κατά καιρούς διαρρεύσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, προστίθενται σήμερα και άλλα πτυχία και βαθμίδες προσόντων, πλήθος σεμιναρίων και πιστοποιητικών, δίπλα στα πτυχία πανεπιστημίων και ΤΕΙ, υποβαθμίζοντας για όλους και το αντίκρισμα του πτυχίου και το περιεχόμενο τελικά των σπουδών.

Και δίπλα σε αυτά, ανοίγει περαιτέρω η αγορά των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, απελευθερώνονται περαιτέρω τα δίδακτρά τους, έτσι ώστε το αν ένας νέος θα παρακολουθήσει ένα 2ετές πρόγραμμα κατάρτισης ή αν θα φτάσει να αποκτήσει ένα μεταπτυχιακό τίτλο να είναι μια ξεκάθαρα ταξική επιλογή. Αλλωστε, οι υποτροφίες ή η προσφορά εργασίας από τον φοιτητή προς το ίδρυμα, έναντι του ακριβού αντιτίμου των μεταπτυχιακών, είναι μια σταγόνα στον ωκεανό και, τελικά, με τους όρους που τίθεται - πολύ κάτω από τα επίπεδα ακραίας φτώχειας -, αφορά παιδιά που δε θα καταφέρουν να φτάσουν καν στον κύκλο αυτό. Πρόκειται λοιπόν για κατάφωρη κοροϊδία!

Απαιτείται αποφασιστική αντιπαράθεση με τη λογική του «ανταγωνιστικού αποφοίτου»

Με βάση τα παραπάνω είναι σαφές ότι το ΚΚΕ και ΚΝΕ θα παλέψουν ενάντια στην ψήφιση και την εφαρμογή του νομοσχεδίου αυτού όποτε και αν έρθει στη Βουλή. Η απόρριψη αυτής της νέας νομοθετικής παρέμβασης της κυβέρνησης είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με την αποκάλυψη των συνολικών αστικών σχεδιασμών που δρομολογούνται, όχι μόνο στο επίπεδο των κεντρικών θεσμικών πρωτοβουλιών, αλλά και στο επίπεδο της σχολής ή του τμήματος. Πάνω από όλα απαιτείται αποφασιστική αντιπαράθεση με τη λογική του «ανταγωνιστικού αποφοίτου», που σπρώχνει τους φοιτητές και σπουδαστές στο μύλο των ορέξεων των εργοδοτών. Στον αντίποδα αυτού, πρέπει να τεθεί ο απόφοιτος που έχει όλα τα δικαιώματα για πρόσβαση σε όλο το φάσμα της γνώσης του επιστημονικού του αντικειμένου, που συνδυάζει θεωρία και εφαρμογή μέσα στο ίδιο, ενιαίο και αδιάσπαστο πτυχίο, που έχει κατοχυρωμένη την πρόσβαση στο επάγγελμα με αυτό το πτυχίο και μόνο. Που ζει όμως σε έναν κόσμο και μια οικονομία όπου υπάρχουν δουλειές για όλους, όπου έχει εκμηδενιστεί η ανεργία, όπου η δουλειά του είναι πραγματική προσφορά στην επιστήμη και στην υπηρέτηση των λαϊκών αναγκών.


Της
Κέλλυς ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*
*Η Κέλλυ Παπαϊωάννου είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ