Σάββατο 17 Οχτώβρη 2020 - Κυριακή 18 Οχτώβρη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης για την εκρηκτική κατάσταση στα νοσοκομεία

Πείρα από τη μετατροπή του υποστελεχωμένου ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς» σε νοσοκομείο αναφοράς χωρίς καμιά ουσιαστική ενίσχυση

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Εδώ και 3 περίπου βδομάδες το Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας «Γ. Γεννηματάς» (Γενικό Κρατικό) μετατράπηκε σε νοσοκομείο αναφοράς για τον κορονοϊό.

Η απόφαση αυτή πάρθηκε εν μία νυκτί με εντολή του υπουργείου Υγείας, χωρίς φυσικά να γίνει καμία προετοιμασία για να μπορέσει να ανταποκριθεί ένα ήδη βαριά υποστελεχωμένο νοσοκομείο σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, που είναι και από τα μεγαλύτερα του Λεκανοπεδίου.

Τα υποστελεχωμένα νοσοκομεία μετατρέπονται ξανά σε νοσοκομεία μιας νόσου

Με απόφαση της διοίκησης η μία Παθολογική Κλινική μετατράπηκε σε κλινική νοσηλείας επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, αφήνοντας τις άλλες δύο Παθολογικές να επωμιστούν την υπόλοιπη λειτουργία, εφημερεύοντας κάθε 8 αντί για κάθε 12 μέρες.

Η κατάσταση για τις τρεις Παθολογικές Κλινικές ήταν ήδη από πριν τραγική, αν όχι επικίνδυνη. Γιατί όταν μια κλινική έχει κατά μέσο όρο 25 κλίνες, ενώ νοσηλεύει 70 και 80 ασθενείς, οι οποίοι φιλοξενούνται είτε σε ράντζα είτε σε οποιαδήποτε άλλη κλινική οποιουδήποτε κτιρίου του νοσοκομείου, είναι λογικό η ασφάλεια των ασθενών να πηγαίνει περίπατο, καθώς η πλειοψηφία των νοσηλευομένων βρίσκεται μακριά από τους θεράποντες ιατρούς.

Το γεγονός επομένως ότι πάνε και συγχωνεύουν τις τρεις κλινικές σε δύο, γιατί επί της ουσίας για συγχώνευση μιλάμε, γνωρίζοντας τις ελλείψεις και την επικινδυνότητα για ασθενείς και προσωπικό, είναι από τη μεριά της κυβέρνησης, του υπουργείου Υγείας και της διοίκησης έγκλημα προδιαγεγραμμένο.

Και ενώ μετράμε λίγες μόνο μέρες ως νοσοκομείο αναφοράς, το πράγμα φαίνεται ξεκάθαρα πού πάει. Μέσα σε λίγες μέρες οι 31 κλίνες που είχαν σχεδιαστεί για τα επιβεβαιωμένα κρούσματα σχεδόν γέμισαν. Μέσα σε 24 ώρες η ΜΕΘ του «Γ. Γεννηματάς», με 13 κρεβάτια, μετατράπηκε σε ΜΕΘ COVID και τα άλλα περιστατικά εκδιώχτηκαν άρον άρον σε διάφορες ΜΕΘ του ιδιωτικού κυρίως τομέα, με το «αζημίωτο» φυσικά.

Ζούμε δηλαδή και σε αυτό το νοσοκομείο τη μετατροπή του συστήματος Υγείας σε σύστημα μιας νόσου, όπως έγινε και κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, όπου ασθενείς που αντιμετώπιζαν άλλα προβλήματα υγείας έμειναν ξεκρέμαστοι εξαιτίας της αναστολής μιας σειράς λειτουργιών του νοσοκομείου, όπως τα εξωτερικά ιατρεία και τα τακτικά χειρουργεία.

Επιπλέον, λόγω της μεγάλης έλλειψης σε παθολόγους, τις εφημερίες καλούνται να καλύψουν συνάδελφοι από άλλες ειδικότητες, όπως ρευματολόγοι και ενδοκρινολόγοι. Ενώ, παράλληλα, το αδιανόητο και εξευτελιστικό καθεστώς των ράντζων συνεχίζεται και τα μέσα προστασίας εξακολουθούν να δίνονται με το σταγονόμετρο. Καλούμαστε να βγάλουμε εικοσιτετράωρη εφημερία με μία χειρουργική μάσκα...

Υπό το βάρος των τεράστιων ελλείψεων, υγειονομικοί και ασθενείς μένουν εκτεθειμένοι

Κάτω από το βάρος των τραγικών ελλείψεων, η κυβέρνηση με τις πράξεις της έρχεται να ακυρώσει τα ίδια τα λεγόμενά της. Η κυβέρνηση, που διατυμπάνιζε πως το δημόσιο σύστημα Υγείας έχει τάχα θωρακιστεί με τις αναγκαίες προσλήψεις (γιατί οι 402 επικουρικοί ιατροί που προσλήφθηκαν είναι για την κυβέρνηση αρκετοί, κι ας μετράμε αυτήν τη στιγμή 6.500 κενές οργανικές θέσεις ιατρών), που διά στόματος υφυπουργού Κοντοζαμάνη διαμήνυε πως κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας προσλήφθηκαν παραπάνω ιατροί από αυτούς που χρειάστηκαν, αρνείται και σε αυτό το νοσοκομείο να βγάλει σε καραντίνα το υγειονομικό προσωπικό, γιατί θα καταρρεύσουν οι κλινικές!

Νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, στην Καρδιολογική Κλινική, στις Παθολογικές, στη Νευρολογική, τραυματιοφορείς ήρθαν σε επαφή με κρούσματα, ωστόσο ελάχιστοι τέθηκαν σε καραντίνα, έως κανένας. Κανείς δεν γνωρίζει πότε μια κλινική αναστέλλει το έργο της, ποιοι συνάδελφοι πρέπει να βγουν σε καραντίνα, πότε και αν απολυμαίνεται ο χώρος.

Ηδη σε προσωπικό μετράμε 5 επιβεβαιωμένα κρούσματα στο δεύτερο κύμα. Η κυβέρνηση, που όλο το προηγούμενο διάστημα κουνούσε στο λαό το δάχτυλο, κλίνοντας την «ατομική ευθύνη» σε όλες τις πτώσεις, που συκοφαντούσε τη νεολαία ως βασικό υπαίτιο της διασποράς του ιού, κάνει και στα νοσοκομεία τα υγειονομικά πρωτόκολλα «λάστιχο», όπως τα έκανε και στα σχολεία, όπου στοίβαξε τους μαθητές σε 25άδες και παραπάνω ανά τάξη, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και στους χώρους δουλειάς που στοιβάζονται οι εργαζόμενοι και ο λαός κατά δεκάδες και εκατοντάδες.

Και αναρωτιόμαστε: Οταν σε ένα χώρο λίγων τετραγωνικών μέτρων υποδέχεσαι όλα τα ύποπτα κρούσματα και τα αναγκάζεις να περιμένουν το αποτέλεσμα του τεστ για 2 ώρες και τελικά θετικοί ασθενείς συγχρωτίζονται με αρνητικούς, δεν μετατρέπεις το νοσοκομείο σε υγειονομική βόμβα; Οταν τα επιβεβαιωμένα κρούσματα περνούν από τους κοινούς διαδρόμους για να κάνουν ακτινογραφία, δεν θέτεις σε κίνδυνο τη ζωή των υπόλοιπων ασθενών και των εργαζομένων; Και επειδή το βαρέλι τους δεν έχει πάτο, επειδή αντιμετωπίζουν τους υγειονομικούς ως αριθμούς που απλά γεμίζουν βάρδιες και εφημερίες και την υγεία των ασθενών ως «κόστος», έχουν το θράσος και μετακινούν το προσωπικό που... «περισσεύει» στο «Σωτηρία».

Στις παραπάνω εξελίξεις έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι μια σειρά από νοσοκομεία που συνεφημέρευαν με το «Γεννηματά» εξαιρέθηκαν από το σύστημα εφημέρευσης ως νοσοκομεία αναφοράς.

Και πώς αντιμετωπίζεται η παραπάνω κατάσταση; Κρύβοντας τη σκόνη κάτω από το χαλί και προσπαθώντας να «καλυφθούν» κενά και ανεπάρκειες μετακινώντας προσωπικό από κλινική σε κλινική, χωρίς να ελέγχεται το προσωπικό με τακτικά τεστ και χωρίς να βγαίνει σε καραντίνα όταν εκτίθεται σε επαφή με κρούσματα; Εξαναγκάζοντας τους ιατρούς σε υπερεφημέρευση και το νοσηλευτικό προσωπικό σε παραπάνω βάρδιες καθιστώντας τα ρεπό είδος πολυτελείας; Εδώ και ένα μήνα, για παράδειγμα, οι ειδικευόμενοι της Β' Παθολογικής μετράνε έκαστος 0 ρεπό!

Ας αφήσουν τα τιτιβίσματα και να ικανοποιήσουν τα κρίσιμα αιτήματα των υγειονομικών

Μας προκαλούν αγανάκτηση και ανησυχία η ανεπαρκέστατη προετοιμασία του δημόσιου συστήματος Υγείας από την κυβέρνηση για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, η σπατάλη του χρόνου που κερδήθηκε από το πρώτο κύμα με την πειθαρχία και τις θυσίες όλου του λαού.

Από την έναρξη της πανδημίας, τουλάχιστον δηλαδή εδώ και 7 μήνες, οι υγειονομικοί που είναι στην πρώτη γραμμή φωνάζουν πως οι κατεπείγουσες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, η μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, η επίταξη του ιδιωτικού τομέα τώρα, τα επαρκή μέτρα προστασίας, είναι τα μόνα επαρκή όπλα για να δώσουμε τη μάχη αυτή με αξιοπρέπεια και ασφάλεια για εμάς και τους ασθενείς. Ιατροί, νοσηλευτές και λοιποί υγειονομικοί, που αγωνίζονται διεκδικώντας ένα σύστημα Υγείας που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του λαού και τις δυνατότητες που προσφέρουν η επιστήμη και η τεχνολογία τον 21ο αιώνα, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της δουλειάς και του αγώνα, αυτό απαιτούν μέσα από αποφάσεις δεκάδων σωματείων εργαζομένων στα νοσοκομεία και της Ομοσπονδίας Νοσοκομειακών Γιατρών.

Ας αφήσει λοιπόν η κυβέρνηση τα τιτιβίσματα περί «ετοιμότητας», τις εικονικές προσλήψεις, τη δήθεν ανάπτυξη κλινών ΜΕΘ και ας μας ακούσει μία φορά.


Γεωργία ΦΙΛΙΠΠΑ
Επικουρική παθολόγος, μέλος του ΔΣ του Σωματείου Εργαζομένων ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς»

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Η επιχειρηματική λειτουργία κρατά κλειστά τα πανεπιστήμια

Πολλοί αναρωτιούνται γιατί, ενώ υπήρχε ικανό χρονικό διάστημα - και υπάρχει ακόμα χρόνος - για να γίνουν όσα πρέπει ώστε τα μαθήματα το ακαδημαϊκό έτος 2020-21 να διεξάγονται κανονικά, διά ζώσης, και με όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την προστασία της υγείας φοιτητών, διδασκόντων και άλλων εργαζομένων, η κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να κρατήσει κλειστά τα πανεπιστήμια (συχνά με την αγαστή συνεργασία των διοικήσεων των ιδρυμάτων);

Οποιος αναζητά απάντηση στην ευαισθησία της κυβέρνησης μπροστά στον κίνδυνο μετατροπής των πανεπιστημίων σε εστίες υπερμετάδοσης της πανδημίας, είναι προφανές ότι ζει σε συννεφάκια. Αλλωστε, τα πεπραγμένα της σε σχολεία, Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ακόμα και στον ίδιο τον κλάδο της Υγείας, τα όσα καταγγέλλουν τα ταξικά σωματεία στους διάφορους κλάδους, τα όσα αποκαλύπτονται καθημερινά από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» μιλάνε από μόνα τους.

Γιατί δεν ανοίγουν τα πανεπιστήμια;

Αυτό είναι και το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τη στάση της κυβέρνησης σε σχέση με τη λειτουργία των πανεπιστημίων. Γιατί είναι δεδομένο ότι π.χ. σε σχέση με τα σχολεία το βασικό διακύβευμα ήταν το πώς θα μπορούσε να λυθεί προς όφελος των μεγαλοεπιχειρηματιών το εμπόδιο που έθετε στην «ομαλή» λειτουργία των επιχειρήσεών τους η διαχείριση από τους εργαζόμενους γονείς της αναγκαστικής παραμονής των παιδιών μικρών ηλικιών στο σπίτι (ιδίως στους κλάδους και τα αντικείμενα εργασίας όπου η τηλεργασία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να εφαρμοστεί εκτεταμένα).


Τα πανεπιστήμια, αντίθετα, δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Ισα ίσα, η επιχειρηματική διάσταση της λειτουργίας τους δεν επηρεάζεται με τρόπο δισεπίλυτο από το καθεστώς της περισταλμένης λειτουργίας τους με κανονικούς όρους (διά ζώσης διδασκαλία στις αίθουσες και τα αμφιθέατρα κ.λπ.). Ολα τα υπόλοιπα, έστω και με προσαρμογές, μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά, ενώ η πανδημία αποδεικνύεται - όπως δείχνει τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής πείρα - «χρυσή ευκαιρία» για να αναπτυχθεί περαιτέρω ο τομέας της εμπορίας εκπαιδευτικών υπηρεσιών τύπου εξ αποστάσεως. Η ανάπτυξη, δηλαδή, μιας αγοράς που στην Ελλάδα, τουλάχιστον, δεν έχει τις διαστάσεις που έχει σε άλλες χώρες, ενώ εδώ και χρόνια αποτελεί διακηρυγμένο στόχο η αναστροφή αυτής της κατάστασης. Οι σαν έτοιμες από καιρό σχετικές τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών, γραφιάδων της αστικής τάξης αλλά και διοικήσεων ιδρυμάτων και άλλων που προσβλέπουν στα έσοδα από τέτοιου είδους μπίζνες ήδη από τις πρώτες μέρες μετά την - τότε - δικαιολογημένη απόφαση για αναστολή της διά ζώσης εκπαίδευσης στα πανεπιστήμια αν μη τι άλλο δείχνουν ότι τέτοια οξυμένα αντανακλαστικά έχουν καλλιεργηθεί από καιρό.

Θα μπορούσαν να ανοίξουν τα πανεπιστήμια και πώς;

Για την οικονομία της συζήτησης, ας δεχτούμε ότι οι οδηγίες βάσει των οποίων - υποτίθεται ότι - θεσπίζονται οι προϋποθέσεις για τις περιπτώσεις διά ζώσης διδασκαλίας που επιτρέπει η κυβέρνηση (δηλαδή τμήματα με 50 φοιτητές το πολύ, σε χώρους διδασκαλίας όπου είναι εφικτό να διατηρούνται οι απαιτούμενες αποστάσεις, με παράθυρα που να ανοίγουν και κλιματισμό που να μην ανακυκλώνει τον αέρα) είναι οι πρέπουσες και θα παραμένουν σε ισχύ για όσο είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με την πανδημία.


INTIME NEWS

Προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Δεν ήταν ήδη από νωρίς το καλοκαίρι, αν όχι από την άνοιξη ακόμα, αναμενόμενο ότι το φθινόπωρο θα έπρεπε να δοθεί λύση στο ζήτημα της λειτουργίας των πανεπιστημίων; Πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που είναι γνωστό ότι οι σχετικές συζητήσεις μεταξύ των αρμοδίων π.χ. για τα σχολεία είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς (ας αφήσουμε ασχολίαστο το αποτέλεσμά τους και τους όρους με τους οποίους τελικά άνοιξαν τα σχολεία...). Δεν ήταν προδιαγεγραμμένο εδώ και μήνες ότι το νέο ακαδημαϊκό έτος θα μας έφερνε αντιμέτωπους με το γνωστό εδώ και χρόνια πρόβλημα των ακατάλληλων και ελλιπών κτιριακών υποδομών στα πανεπιστήμια;

Αρα, είναι δεδομένο ότι υπήρχε επαρκής χρόνος για να δρομολογηθούν όλες οι απαιτούμενες ενέργειες ώστε τα πανεπιστήμια να μπορούν να λειτουργήσουν, λαμβάνοντας υπόψη την έγκαιρη επιστημονική προειδοποίηση για δεύτερο κύμα πανδημίας κατά τη διάρκεια του χειμερινού εξαμήνου.

Αρα, είναι δεδομένο ότι θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί έγκαιρα μέτρα με σκοπό τα πανεπιστήμια να ανοίξουν και να λειτουργήσουν κανονικά, με όλες τις προϋποθέσεις ώστε να μην εκτίθεται σε κίνδυνο η υγεία των φοιτητών, των διδασκόντων και των υπόλοιπων εργαζομένων. Ηταν, όμως, απόφαση της κυβέρνησης, με τη στήριξη ή και ανοχή της πλειοψηφίας - τουλάχιστον - των διοικήσεων να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Το ίδιο πλαίσιο συνεχίζει να ισχύει και σε σχέση με το εαρινό εξάμηνο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δύσκολα βάζει κανείς το χέρι του στη φωτιά ότι θα έχουμε ξεμπερδέψει μέχρι τότε με την COVID-19. Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η συνειδητή και με πολιτική απόφαση αδράνεια δεν αφορά μόνο τους προηγούμενους μήνες. Ο,τι δεν έγινε μέχρι πρότινος για να προλάβουμε το Σεπτέμβρη, ό,τι δεν γίνεται ούτε και σήμερα για να προλάβουμε το Νοέμβρη, δεν δρομολογείται ούτε καν για να προλάβουμε το Φλεβάρη.

Αν αναλύσουμε το πρόβλημα στις επιμέρους διαστάσεις του, θα συμφωνήσουμε λογικά όλοι στο αυτονόητο, ότι δηλαδή για να λειτουργήσουν κανονικά τα πανεπιστήμια, με βάση τις σχετικές οδηγίες που έχουν δοθεί από τις κρατικές υπηρεσίες, χρειάζονται περισσότερα και μικρότερα τμήματα σε κάθε μάθημα, άρα περισσότεροι χώροι διδασκαλίας και περισσότεροι διδάσκοντες.

Ως προς τους χώρους

Θέτουμε, λοιπόν, κάποια απολύτως εύλογα ερωτήματα:

  • Για ποιο λόγο δεν αξιοποιείται κανένα από τα ακίνητα του ΤΑΙΠΕΔ (δηλαδή όσα από αυτά δεν έχουν ακόμα ξεπουληθεί) ώστε να στεγαστούν εκπαιδευτικές λειτουργίες των πανεπιστημίων; Αν περιοριστούμε μόνο στην Αττική, στην ιστοσελίδα του ΤΑΙΠΕΔ υπάρχει αγγελία που διαφημίζει ότι προς πώληση παραμένουν ακόμα, καθώς δεν έχει προχωρήσει ο σχετικός διαγωνισμός:

-- Εκταση 3.300 τ.μ. στον Ταύρο (Κορυζή και Θράκης), δίπλα από την Πειραιώς και τη Χαμοστέρνας, με 5 αυτοτελή κτίρια συνολικού εμβαδού σχεδόν 1.700 τ.μ., το ένα εκ των οποίων μάλιστα είχε αρχική χρήση σχολείου (Σιβατανίδειος)

-- Πενταώροφη πολυκατοικία στην Ιπποκράτους 88, για εταιρική χρήση, σε καλή κατάσταση και λειτουργική, που ελάχιστα διαφέρει ως διαρρύθμιση από πολλούς χώρους που ήδη αξιοποιούνται - σε πολλές περιπτώσεις ως μισθωμένοι χώροι - από τα πανεπιστήμια.

Δεν θα μπορούσαν τέτοια ακίνητα, από το Μάη μέχρι σήμερα (ή και από σήμερα μέχρι το Νοέμβρη), να ετοιμαστούν ώστε να υποδεχτούν φοιτητές;

  • Για ποιο λόγο οι διοικήσεις των ιδρυμάτων δεν προσανατολίστηκαν έγκαιρα στην κατάλληλη διαμόρφωση ακινήτων που έχουν στην περιουσία τους τα πανεπιστήμια, ώστε να αξιοποιούνται για την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών τους αναγκών, αντί να προσβλέπουν σε έσοδα από την επιχειρηματική τους εκμετάλλευση; Είναι γνωστό ότι η ακίνητη περιουσία που έχουν στη διάθεσή τους τα ιδρύματα είναι (αθροιστικά) τεράστια! Γι' αυτό εξάλλου και όλες οι κυβερνήσεις που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να διαμορφώσουν κατάλληλο πλαίσιο για την επιχειρηματική της εκμετάλλευση, στη λογική της «αυτοτέλειας» των ιδρυμάτων μέσα από τις Εταιρείες Αξιοποίησης Περιουσίας ή άλλες αντίστοιχες επιχειρησιακές μονάδες των ιδρυμάτων.
  • Για ποιο λόγο η κυβέρνηση δεν διέθεσε τα όποια κονδύλια θα απαιτούνταν για τις σχετικές εργασίες ώστε οι όποιοι διαθέσιμοι χώροι στην ιδιοκτησία των ιδρυμάτων να είναι έγκαιρα έτοιμοι για αυτόν το σκοπό; Για ποιο λόγο οι διοικήσεις των ιδρυμάτων δεν έθεσαν ποτέ τέτοιο θέμα, αντίθετα πανηγύριζαν κάθε φορά που η εκάστοτε κυβέρνηση διαμόρφωνε πιο ευνοϊκούς όρους για την επιχειρηματική εκμετάλλευση της περιουσίας τους;
  • Για ποιο λόγο δεν διατέθηκαν - και δεν διατίθενται ακόμα και τώρα - επιπλέον κονδύλια, ώστε τα ιδρύματα να μισθώσουν διαθέσιμα κτίρια που να μπορούν να λειτουργήσουν ως εκπαιδευτήρια, τουλάχιστον μέχρις ότου δοθεί πιο μακροπρόθεσμη λύση στο κτιριακό; Περιοριζόμενοι και πάλι στην Αττική, μια βόλτα να κάνει κανείς στις διάφορες περιοχές, ακόμα και κοντά στα διάφορα ιδρύματα, θα δει πάμπολλα πολυώροφα κτίρια που μένουν ανεκμετάλλευτα, με ένα μεγάλο «ενοικιάζεται» στην πρόσοψή τους. Για να μη συζητήσουμε καν τη δυνατότητα αναγκαστικής επίταξης από το κράτος τέτοιων χώρων...

Προκύπτει, λοιπόν, αβίαστα το συμπέρασμα πως το εμπόδιο που υπάρχει λέγεται «επιχειρηματική αξιοποίηση της περιουσίας», τόσο του Δημοσίου (παρά τις άοκνες προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι το «Υπερταμείο», που εποπτεύει την εκποίηση της κρατικής περιουσίας, αποτελεί επίτευγμα της κυβέρνησής του και δυνητικά αναπτυξιακό εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης, πείθοντας, όπως φαίνεται, και την κυβέρνηση της ΝΔ που προχωρά τις εκκρεμούσες ιδιωτικοποιήσεις των «χρυσαφικών» που έχουν περιέλθει στην κατοχή του), όσο και των ιδρυμάτων (που προσβλέπουν στα έσοδα από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στο real-estate για να παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα στις ετήσιες οικονομικές χρήσεις του Πανεπιστημίου ΑΕ).

Ως προς το προσωπικό

Εδώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικά, αφού μια από τις πιο άμεσες συνέπειες της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων, όπως αυτή ενισχύεται με τις διάφορες αναδιαρθρώσεις που έχουν υλοποιηθεί από όλες τις κυβερνήσεις που προωθούν τη διαδικασία της Μπολόνια, είναι ότι η αναλογία μόνιμων/συμβασιούχων διδασκόντων βαίνει συνεχώς μειούμενη, με τον αριθμό των μελών ΔΕΠ να μειώνεται σχετικά αλλά και απόλυτα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 έμειναν κενές λόγω συνταξιοδότησης 373 θέσεις μελών ΔΕΠ, σύμφωνα με την κυβέρνηση. Πρόσφατα κατανεμήθηκαν (χωρίς να έχουν ακόμα προκηρυχθεί) 200 θέσεις και αναμένονται άλλες 200. Με άλλα λόγια, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα επιπρόσθετα κενά που προέκυψαν το 2019 θα καλυφθούν μετά από δύο χρόνια, κι αυτό χωρίς να έχουν ακόμα καλυφθεί τα κενά των προηγούμενων ετών, αλλά ούτε και τα νέα κενά που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του 2020.

Για ποιο λόγο δεν έχουν επισπευσθεί ήδη από την άνοιξη (για να μείνουμε μόνο στο «έκτακτο» της πανδημίας και να μην επεκταθούμε στα διαχρονικά μεγάλα κενά και τις μη αναπληρώσεις αφυπηρετήσεων κ.λπ.) οι διαδικασίες ώστε να προσληφθούν νέα μέλη ΔΕΠ που θα αναλάβουν όσο το δυνατό πιο άμεσα καθήκοντα, χωρίς τις γνωστές καθυστερήσεις;

Συνεχίζοντας στην πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων, οι όποιες νέες θέσεις προκηρύσσονται με το σταγονόμετρο (και δεν επαρκούν ούτε για την κάλυψη των κενών που προκύπτουν ούτε για τις απαιτήσεις που αυξάνονται), κατανέμονται με τρόπο με τον οποίο δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες των ιδρυμάτων, με τις διαδικασίες να τραβάνε επί μακρόν...

Ομως, οι συνέπειες της επιχειρηματικής λειτουργίας και της «οικονομικής αυτοτέλειας» των ιδρυμάτων φαίνονται ακόμα και σε ό,τι αφορά τους συμβασιούχους διδάσκοντες.

Μια από τις κατηγορίες συμβασιούχων διδασκόντων - που θεσμοθετήθηκε το 2013 και η κατοπινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζε για την υποτιθέμενη αναβάθμισή της - είναι αυτή των «ακαδημαϊκών υποτρόφων» (οι οποίοι πληρώνονται από τον προϋπολογισμό των ιδρυμάτων, δηλαδή από την κρατική επιχορήγηση και ίδιους πόρους των ιδρυμάτων). Οι σχετικές προκηρύξεις που βγήκαν την άνοιξη αφορούσαν έως και τριετείς προσλήψεις. Ομως, είναι ήδη αρκετές οι περιπτώσεις όπου, παρότι υπήρξαν κατάλληλοι υποψήφιοι και ολοκληρώθηκε η διαδικασία αξιολόγησής τους, τα πανεπιστήμια αποφασίζουν να μην προχωρήσουν οι προσλήψεις για όλες τις θέσεις που προκηρύχθηκαν, γιατί δεν μπορούν να «σηκώσουν» οικονομικά το κόστος της μισθοδοσίας τους (ή γιατί επιλέγουν να διαθέσουν διαφορετικά τα χρήματα που υπάρχουν στα ταμεία τους). Ετσι, αφενός μειώνονται όσοι μπορούν να αναλάβουν τη διδασκαλία μαθημάτων, αφετέρου οι ώρες που θα έπαιρναν αυτοί οι συμβασιούχοι διδάσκοντες κατανέμονται σε μέλη ΔΕΠ, με αποτέλεσμα να περιορίζεται και η δική τους διαθεσιμότητα ώστε να συμβάλλουν σε περισσότερα τμήματα.

Το ερώτημα, λοιπόν, προκύπτει αβίαστα: Για ποιο λόγο δεν διατίθενται στα ιδρύματα επιπλέον πόροι ώστε όχι μόνο να προκηρυχθούν περισσότερες θέσεις, αλλά και να διασφαλιστεί ότι θα μπορούν να προχωρήσουν τις σχετικές προσλήψεις;

Αντίστοιχα ισχύει και για τα ποσά που διατίθενται για θέσεις διδασκόντων βάσει του ΠΔ 407/80, αλλά και για την πρόσληψη συμβασιούχων διδασκόντων μέσω του προγράμματος «απόκτησης ακαδημαϊκής διδακτικής εμπειρίας σε νέους επιστήμονες κατόχους διδακτορικού», που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ.

Ιδιαίτερα για τη φετινή χρονιά, αξίζει να επισημανθεί ότι οι σχετικές προκηρύξεις για συμβασιούχους διδάσκοντες είχαν βγει ήδη από το καλοκαίρι, άρα κανείς δεν δικαιολογείται να πει ότι πιάστηκε εξαπίνης από την εξέλιξη της πανδημίας. Ηταν αποτέλεσμα απόφασης της κυβέρνησης και των διοικήσεων ότι δεν προκηρύχθηκαν οι θέσεις στον αριθμό που θα απαιτούνταν ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνθήκες με τις οποίες βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπα τα ιδρύματα. Οπως επίσης επ' ουδενί δεν δικαιολογείται ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν έχουν ακόμα υπογραφεί οι συμβάσεις!

Οι πρόσφατες νέες εξαγγελίες της κυβέρνησης για 284 θέσεις διδασκόντων του ΠΔ 407/80 και 2.000 θέσεις ανταποδοτικών υποτροφιών για επικουρικό διδακτικό προσωπικό - τις οποίες μάλιστα χαιρετίζουν και οι πρυτάνεις, θέλοντας να πετάξουν από πάνω τους το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί - δεν είναι ούτε καν σταγόνα στον ωκεανό, αφού ακόμα και αν με κάποιο μαγικό τρόπο ολοκληρωθούν οι προσλήψεις τους πριν από τα μέσα του εξαμήνου, ο συνολικός αριθμός των διδασκόντων που προκύπτει ίσα που φτάνει ώστε πέρυσι (όχι φέτος, στις συνθήκες της πανδημίας και ό,τι αυτές επιβάλλουν για να λειτουργήσουν σωστά τα ιδρύματα) να λειτουργούσαν με ομαλό τρόπο όλα τα θεωρητικά, εργαστηριακά και φροντιστηριακά μαθήματα που περιέχονται στα προγράμματα σπουδών, με ικανοποιητική αναλογία φοιτητών/διδάσκοντος.

Προκύπτει, λοιπόν, αβίαστα το συμπέρασμα πως το εμπόδιο που υπάρχει λέγεται «αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων του διδακτικού προσωπικού, εξαιτίας της επιχειρηματικής λειτουργίας των ιδρυμάτων». Η υποστελέχωση των ιδρυμάτων από μέλη ΔΕΠ συνοδεύεται από την επέκταση της πολυδιάσπασης των εργασιακών σχέσεων στο διδακτικό προσωπικό, με όλο και μεγαλύτερο αριθμό επιστημόνων να εργάζονται με όρους εργασιακής ανασφάλειας και να παραμένει εν αμφιβόλω από τη μια χρονιά στην άλλη αν θα υπάρχει διδάσκων για το τάδε ή το δείνα μάθημα. Οι φετινές συνθήκες απλώς μεγεθύνουν το πρόβλημα και τον αντίκτυπό του.

Η λύση στο πρόβλημα απαιτεί σύγκρουση με την επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι υπάρχουν ρεαλιστικές λύσεις, αλλά η υλοποίησή τους απαιτεί σύγκρουση με τη λογική της επιχειρηματικής λειτουργίας των ιδρυμάτων και τις πολιτικές που την προάγουν.

Σε αντιδιαστολή με τη μόνιμη επωδό κυβερνήσεων και διοικήσεων στις διεκδικήσεις των φοιτητών, των διδασκόντων και των άλλων εργαζομένων στα ιδρύματα για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους, το κόστος ουδέποτε αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για ό,τι σχετίζεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτό επιβεβαιώνεται ακόμα και σήμερα, στις συνθήκες της πανδημίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το καλοκαίρι και μετά προκηρύχθηκαν 3 σχετικά με τέτοιες δράσεις προγράμματα χρηματοδοτούμενα από ΕΣΠΑ, συνολικού ύψους σχεδόν 13 εκατ. ευρώ, με δικαιούχους τους ΕΛΚΕ των πανεπιστημίων. Δηλαδή, αποφασίστηκε να διατεθούν τα χρήματα αυτά όχι για να λειτουργήσουν κανονικά και με ασφάλεια για τους φοιτητές και τους εργαζομένους τους, αλλά στα εξής:

  • Πρόγραμμα για την υποστήριξη των ΜΟΔΙΠ, με στόχο την αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη με βάση τις προτεραιότητες του κεφαλαίου λειτουργία των πανεπιστημίων, ύψους 6.260.000 ευρώ, με περίοδο υποβολής προτάσεων 17/8/2020 - 30/6/2021
  • Πρόγραμμα για την υποστήριξη των Γραφείων Διασύνδεσης των πανεπιστημίων, ύψους 5.331.000 ευρώ, με περίοδο υποβολής προτάσεων 7/9 - 31/12/2020
  • Πρόγραμμα «study in Greece» για την υποστήριξη της εξωστρέφειας και διεθνοποίησης των πανεπιστημίων, ώστε να εμπορεύονται και στην αγορά του εξωτερικού εκπαιδευτικές και ερευνητικές υπηρεσίες, ύψους 1.287.000 ευρώ, με περίοδο υποβολής προτάσεων 17/8 - 31/12/2020.

Είναι, εξάλλου, εύγλωττες και οι εικόνες στο πρόσφατο δελτίο Τύπου του υπουργείου Παιδείας, με τους πελάτες του πρώτου ξενόγλωσσου προπτυχιακού προγράμματος σπουδών με δίδακτρα - ο θεμέλιος λίθος για το οποίο μπήκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - να περιδιαβαίνουν στις αρχές του μήνα, με περιχαρείς τις πρυτανικές αρχές και τους υπευθύνους του προγράμματος ως ξεναγούς, στο κτίριο της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ, που παραμένει κλειστό για τα μαθήματα των προπτυχιακών φοιτητών.

Μέσα και από αυτό το παράδειγμα, αποδεικνύεται ότι στην προώθηση της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων συμπράττουν με τις αστικές κυβερνήσεις και οι διοικήσεις των ιδρυμάτων, λειτουργώντας ως CEO (διευθύνοντες σύμβουλοι) του πανεπιστημίου - επιχείρηση.

Ενα ακόμα παράδειγμα - από τα πολλά που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε - είναι εξίσου εύγλωττο. Η Σύγκλητος του Παντείου Πανεπιστημίου ενέκρινε στις 24/6/2020 τον απολογισμό του Πανεπιστημίου για το οικονομικό έτος 2019, με τη σχετική απόφαση να αναφέρει: «Το συνολικό πλεόνασμα της Χρηματικής Διαχείρισης σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Πανεπιστημίου, το οποίο ανέρχεται σε ποσό ύψους 13.776.373,91 ευρώ (...) μεταφέρεται στο επόμενο έτος 2020 ως διαθέσιμο κεφάλαιο έναρξης της νέας χρήσης. Επίσης το Πανεπιστήμιο διαθέτει Μετοχικό Χαρτοφυλάκιο, η αποτίμηση του οποίου στις 31/12/2019 ήταν 72.829,20 ευρώ». Κι όμως, τα σχέδια για ανέγερση πολυώροφου κτιρίου που θα καλύπτει εκπαιδευτικές ανάγκες σε ιδιόκτητο ακίνητο στο Νέο Κόσμο συνεχίζουν να παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες. Ενώ στον αναθεωρημένο στις 29/7/2020 προϋπολογισμό του Παντείου για το 2020 δεν εγγράφεται υπόλοιπο ή πίστωση για τη σχετική μελέτη που αποφασίστηκε το 2009, η συνεδρίαση της Συγκλήτου στις 18/9 ενέκρινε «την επικαιροποίηση της έγκρισης προκήρυξης Ανοικτού Δημόσιου Πλειοδοτικού Διαγωνισμού, με σφραγισμένες προσφορές, για την εκμίσθωση του ιδιόκτητου οικοπέδου του Πανεπιστημίου επί της οδού Ιωσήφ των Ρώγων 10» για οποιαδήποτε χρήση. Την ίδια στιγμή, φέτος δεν ανανεώθηκε το μισθωτήριο συμβόλαιο που έληγε στις 30/9 για παρακείμενο κτίριο συνολικής ωφέλιμης επιφάνειας 3.613 τ.μ. που νοίκιαζε εδώ και χρόνια, στο οποίο μπορούσαν να φιλοξενηθούν εκπαιδευτικές διαδικασίες. Δηλαδή, η λογική της επιχειρηματικής λειτουργίας ωθεί το πανεπιστήμιο όχι μόνο να μη διαθέτει επαρκείς κτιριακές υποδομές, αλλά φέτος να έχει ακόμα λιγότερους χώρους διαθέσιμους σε σχέση με πέρυσι, την ώρα που οι ανάγκες είναι ακόμα μεγαλύτερες.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από όλα τα παραπάνω είναι σαφές: Ο αντίπαλος στον αγώνα των φοιτητών, των μελών ΔΕΠ, των νέων επιστημόνων και των υπόλοιπων εργαζομένων στα ιδρύματα είναι η επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων. Είναι η πολιτική που υλοποιούν οι αστικές κυβερνήσεις, σε σύμπραξη με τις διοικήσεις των ιδρυμάτων. Είναι η στρατηγική του κεφαλαίου, που συνθλίβει τις προοπτικές, τη ζωή, τους όρους σπουδών και δουλειάς φοιτητών και εργαζομένων. Οι ρεαλιστικές δυνατότητες που υπάρχουν ώστε τα πανεπιστήμια να ανοίξουν και να λειτουργήσουν κανονικά και με ασφάλεια για φοιτητές και εργαζόμενους μπορούν να επιβληθούν από τους αγώνες του κινήματος, όσο δυναμώνει η σύγκρουση με τον πραγματικό αντίπαλο.

Η πρωτοπόρα δράση των δυνάμεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στα πανεπιστήμια ανοίγει δρόμους ώστε ο δίκαιος αγώνας των φοιτητών και των εργαζομένων για το ασφαλές άνοιγμα των πανεπιστημίων, με όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας, να έχει νικηφόρα έκβαση.


Του
Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ*
*Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

Φοβού τους Δαναούς...

H προσπάθεια συρρίκνωσης στον «ερασιτεχνικό» αθλητισμό και η «γαλαντομία» της κυβέρνησης

Πριν από λίγες μέρες, στις 8 - 9 Οκτώβρη, η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υφυπουργός Αθλητισμού Λ. Αυγενάκης κατέθεσαν τροπολογία στη Βουλή με την οποία δίνουν τη δυνατότητα στους δήμους να χρηματοδοτούν τα αθλητικά σωματεία που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού (ΓΓΑ). Κάτι που σφίγγει ακόμα περισσότερο τον κλοιό για την εφαρμογή του πρόσφατα ψηφισμένου νέου αθλητικού νόμου, με την υποχρεωτικότητα εγγραφής των σωματείων στο μητρώο της ΓΓΑ, καθώς θα αποτελεί κριτήριο για την παραχώρηση γυμναστηρίων και δημοτικών αθλητικών χώρων στους ερασιτεχνικούς συλλόγους και από τους δήμους. Μα καλά, θα ισχυριστεί κάποιος, πού βρίσκεται το «ύποπτο» αν τα σωματεία και με τη «βούλα του νόμου» θα βρουν έναν ακόμα συμπαραστάτη στο δύσκολο έργο τους;

Ολα τα προηγούμενα χρόνια οι σταδιακές περικοπές του κρατικού προϋπολογισμού μέσω της ΓΓΑ και η μονομερής προσήλωση στον πρωταθλητισμό, με σύνθημα «Ολα για το ρεκόρ, όλα για το μετάλλιο», οδηγούσαν τα σωματεία στη γειτονιά να στραφούν στο οικογενειακό εισόδημα προκειμένου να λειτουργούν τα τμήματά τους. Τα σωματεία επίσης διεκδικούσαν χρηματοδότηση τόσο από τους δήμους όσο και από την «τοπική κοινωνία» (επιχειρηματίες) προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους, λειτουργώντας και ως πεδίο παραγοντισμού και ψηφοθηρίας.


Τα τελευταία 10 χρόνια οι εκάστοτε κυβερνήσεις των μνημονίων, αξιοποιώντας την καπιταλιστική κρίση, προχώρησαν γρήγορα στην ενίσχυση της επιχειρηματικής δράσης στο χώρο του «ερασιτεχνικού» αθλητισμού. Αξιοποίησαν τόσο την ήδη εδώ και καιρό χτισμένη εξοικείωση της λαϊκής οικογένειας με την ανταποδοτικότητα, όσο και την εφαρμογή των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων στην Τοπική Διοίκηση. Ετσι, μετά από 12 χρόνια η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ έχει το θράσος να κομπάζει για τα 2.000 ευρώ περίπου που θα μοιράσει σε καθένα απ' αυτά τα σωματεία, αφού προηγουμένως εγγραφούν στο αθλητικό μητρώο της ΓΓΑ, ξεπερνώντας την τεράστια γραφειοκρατία που απαιτεί.

Διαίρει και βασίλευε... Δήμος ή αθλητικό σωματείο

Τι έρχεται λοιπόν η συγκεκριμένη τροπολογία να επιβεβαιώσει; Οτι το κεντρικό κράτος μεταφέρει άλλη μια αρμοδιότητά του στους δήμους και κατά συνέπεια στις πλάτες του λαού. Γιατί οι δήμοι από πού θα χρηματοδοτήσουν τα αθλητικά σωματεία; Μα φυσικά από «ίδιους πόρους», δηλαδή από την τοπική φορολογία που επιβάλλουν στους δημότες. Ομως ας εξετάσουμε και την πείρα που έχει δημιουργήσει η μετατροπή των πρώην Εθνικών Αθλητικών Κέντρων (ΕΑΚ) σε Δημοτικά (ΔΑΚ).

Ενα από τα προβλήματα που εντείνεται τα τελευταία 20 χρόνια, με την εφαρμογή του «Καλλικράτη» και με την ανταποδοτική λειτουργία των Αθλητικών Κέντρων, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στα αθλητικά σωματεία και τους δήμους για την αξιοποίηση των γηπέδων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν παλαιότερες περιπτώσεις δήμων (π.χ. Βούλας - Βουλιαγμένης - Βάρης) που πέταξαν τα σωματεία έξω από τα γήπεδα αμέσως μετά την κατάρτιση του προϋπολογισμού. Στα κολυμβητήρια «πλακώνονται» τα τοπικά σωματεία για τις διαδρομές, που οι διοικήσεις των ΕΑΚ και οι δήμοι νοικιάζουν σε τσουχτερές τιμές, ενώ οι ώρες κοινού έχουν μειωθεί, π.χ. πριν από λίγα χρόνια το «Παπαστράτειο» ζητούσε 85.000 ευρώ το χρόνο από τα σωματεία. Πιο πρόσφατα, στην Αμαλιάδα το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου «Ο Ηλείος» ουσιαστικά επέβαλε χαράτσι εισόδου στο Αθλητικό Κέντρο της πόλης, τοποθετώντας ηλεκτρονικές πύλες - τα λεγόμενα τουρνικέ - στις δύο εισόδους του Κέντρου και αναθέτοντας στα σωματεία να εισπράττουν ένα επιπλέον ποσό και να το αποδίδουν στο δήμο.

Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης είναι πολλά σωματεία να αναστείλουν τη δράση τους, άλλα να συγχωνευτούν και να μετακυλούν το κόστος χρήσης στις πλάτες των αθλουμένων και των οικογενειών τους. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει τη στρατηγική κατεύθυνση της συγκέντρωσης της αθλητικής δραστηριότητας σε οργανισμούς των δήμων, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα. Π.χ. η δημοτική αρχή των ΣΥΡΙΖΑ - ΚΙΝΑΛ στη Λάρισα στοχεύει να επανιδρύσει τον Αθλητικό Οργανισμό (ΑΟΔΛ), που η προηγούμενη δημοτική αρχή της ΝΔ κατάργησε και παρέδωσε μέσω ΚΟΙΝΣΕΠ στην ιδιωτική - επιχειρηματική δράση. Το αδιέξοδο που δημιουργείται με την αντίθεση ανάμεσα στα σωματεία και τους δήμους αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξέλιξης ενός σάπιου συστήματος και δεν μπορεί να λυθεί από το ίδιο.

Ετσι, με τη νέα τροπολογία Αυγενάκη επιδιώκεται και η παρέμβαση στις προσεχείς αρχαιρεσίες των αθλητικών ομοσπονδιών, μέσα από τα «κανάλια» των αιρετών της Τοπικής Διοίκησης, καθώς θα οξυνθούν οι εκβιασμοί και οι αντιθέσεις ανάμεσα σε προέδρους - εκπροσώπους αθλητικών σωματείων και δημάρχων για τους όρους εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης.

Η κατεύθυνση συρρίκνωσης στον αθλητισμό

Η κατεύθυνση να μειωθούν τα σωματεία δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο, αλλά στρατηγική της ΕΕ που έχει αναπτυχθεί σε όλα τα κράτη - μέλη μέσω της Λευκής Βίβλου για τον Αθλητισμό. Εχει στόχο τη συγκέντρωση της «πίτας» μικρών σωματείων, κυρίως της γειτονιάς, από μεγάλους αθλητικούς οργανισμούς με επιχειρηματική δράση. Αξιοποιεί τις χρόνιες παθογένειες - προϊόν του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης και στον αθλητισμό, π.χ. την ύπαρξη «μαϊμού» σωματείων, τις ανύπαρκτες εργασιακές σχέσεις, το «μαύρο χρήμα» κ.ά. Ετσι λοιπόν το τελευταίο αθλητικό νομοσχέδιο Αυγενάκη ήρθε για να πατήσει πάνω στην ήδη διαμορφωμένη κατάσταση και να επισπεύσει τη διαδικασία συγκεντροποίησης στο χώρο, με στόχο να διαμορφώσει πιο ευδιάκριτα το «πεδίο» για τους επιχειρηματίες που ενδιαφέρονται γι' αυτήν την τεράστια «πίτα» που είναι ο αθλητισμός - εμπόρευμα.

Η προσπάθεια αυτή βρίσκει υποστηρικτές σε όλα τα κόμματα πλην ΚΚΕ, αλλά και σε εκπροσώπους τους στις διοικήσεις των αθλητικών σωματείων και των Δημοτικών Συμβουλίων. Γι' αυτό εξάλλου υπάρχουν οι «πρόνοιες» από πλευράς αθλητικού νόμου Αυγενάκη για δημόσια ανάρτηση του αθλητικού μητρώου, κατά συνέπεια πληροφοριών για τη σύνθεση των ΔΣ των αθλητικών συλλόγων, των μελών τους και τον αριθμό των αθλουμένων τους, που συμπληρώνονται βέβαια με τις απαραίτητες προσθήκες για αφορολόγητο 20% σε δωρεές και χορηγίες.

Ο δρόμος αυτός χαράχτηκε χρόνια πριν

Ο αθλητισμός πουλιέται και αγοράζεται εδώ και χρόνια, τόσο από τους δήμους όσο και από τα αθλητικά σωματεία, αφού δεν υπάρχουν πόροι. Η κατεύθυνση που έδινε το 2011 το υπουργείο Πολιτισμού στις διοικήσεις των δήμων και των ΕΑΚ αποδίδεται στα λόγια του τότε υφυπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, Γιώργου Νικητιάδη, στη Βουλή: «Γήπεδα, στάδια, κολυμβητήρια; Να μάθουν να παράγουν και χρήμα. Μπορούν να το παράξουνε. Εμείς πρέπει να δώσουμε τις κατευθύνσεις, και σε κάθε περίπτωση αυτή είναι η κατεύθυνση που δίνει και η ΕΕ». Με λίγα λόγια, ο αθλητισμός είναι εμπόρευμα και είναι προσβάσιμο σε όποιον έχει την οικονομική ευχέρεια.

Αντιμέτωποι με τις αντιφάσεις

Επομένως, ανεξάρτητα από προθέσεις και χωρίς καμία διάθεση να τσουβαλιαστούν οι χιλιάδες τίμιοι παράγοντες των αθλητικών σωματείων, που προσφέρουν ανιδιοτελώς και με τεράστιο προσωπικό κόστος όλα αυτά τα χρόνια, με παραγοντισμούς και επιχειρηματίες, η αντικειμενική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί τους έχει φέρει μπροστά σε αδιέξοδο. Από τη μία να μην μπορούν να λειτουργήσουν το αθλητικό σωματείο, και από την άλλη οι χιλιάδες λαϊκές οικογένειες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στο δυσβάσταχτο κόστος της συμμετοχής σε ένα αθλητικό πρόγραμμα.

Η εξέλιξη αυτή καταρρίπτει σαν χάρτινο πύργο την άποψη που καλλιεργούσαν χρόνια οι ηγεσίες της ΓΓΑ, ότι ο «ερασιτεχνικός» αθλητισμός μπορεί να συνυπάρχει πλάι στον επαγγελματικό και να λειτουργεί εξίσου καλά, χωρίς κέρδος. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ούτε μπορεί να υπάρξει ερασιτεχνικός αθλητισμός όσο υπάρχει η επιχειρηματική δράση. O διαχωρισμός του αθλητισμού σε επαγγελματικό και ερασιτεχνικό ή «μαζικό λαϊκό» λειτούργησε τελικά υπέρ του πρώτου, δημιουργώντας αυταπάτες για την ισομερή συνύπαρξή τους. Αν και η πίεση των κατακτήσεων του σοσιαλισμού αλλά και του λαϊκού κινήματος αρχικά έδωσε κάποιες παροχές (δεκαετία '80), στη συνέχεια έπαιξε το ρόλο του «προθάλαμου», αφού με βάση τα κριτήρια της αγοράς τροφοδοτούσε με αθλητές τον επαγγελματικό και αυτό σε ορισμένα μόνο αθλήματα, που αποτελούσαν τη βιομηχανία θεάματος, με τεράστια κέρδη.

Κίνημα για δωρεάν άσκηση για όλο το λαό

Οι επιπτώσεις στην υγεία των νέων παιδιών στην ψυχοσωματική τους ανάπτυξη θα είναι τραγικές. Η ενασχόληση με ένα άθλημα θα είναι το τελευταίο που θα απασχολεί τους γονείς, αφού τους πνίγουν τα χαράτσια της κυβέρνησης. Η χώρα μας, κάτοχος πανευρωπαϊκού ρεκόρ στην παιδική παχυσαρκία, θα κρατάει τα πρωτεία για πολλά χρόνια.

Το βήμα πρέπει να γίνει τώρα, γοργό και σταθερό. Από τους γονείς και τους εργαζόμενους των εργατικών σωματείων, τους χιλιάδες τίμιους παράγοντες των αθλητικών συλλόγων, σε συντονισμό με τα μαθητικά συμβούλια, τους συλλόγων γονέων και γυναικών στη γειτονιά.

Να οργανωθούν η πάλη και η διεκδίκηση για δωρεάν σωματική άσκηση, με σύγχρονες υποδομές και επιστημονική στήριξη για όλους. Ολοι οι χώροι του δήμου και της ΓΓΑ να παραχωρηθούν στο λαό και τη νεολαία δωρεάν.

Το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει όλες τις προϋποθέσεις για μια ουσιαστική δραστηριότητα του αθλητικού σωματείου. Να καλύπτονται τα έξοδά του με θεσμοθετημένο κονδύλι από τον κρατικό προϋπολογισμό, να μειωθούν στο ελάχιστο οι δεσμοί με τους χορηγούς.

Επίσης, στις διεκδικήσεις επιβάλλεται να προστεθούν:

  • Η αύξηση των τακτικών επιχορηγήσεων των αθλητικών ομοσπονδιών, με βάση τις πραγματικές ανάγκες για την ανάπτυξη του κάθε αθλήματος. Κατάργηση της κατηγοριοποίησης της ΓΓΑ.
  • Η αύξηση των τακτικών επιχορηγήσεων των αθλητικών σωματείων, με σταθερή και άμεση καταβολή τους κάθε έτος.
  • Η συμμετοχή όλων στα αθλητικά σωματεία να είναι ελεύθερη, η συνδρομή των μελών συμβολική και η προπόνηση δωρεάν. Να στηριχθούν τα παιδιά των ανέργων και να μην υπάρχουν αποκλεισμοί από την άθληση λόγω αδυναμίας κάλυψης εξόδων.
  • Η κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στον αθλητισμό.

Πέτρος ΚΡΙΚΗΣ
Μέλος του Τμήματος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ