Τετάρτη 12 Δεκέμβρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Η συζήτηση γύρω από το άρθρο 16

Το ΚΚΕ αρνείται κάθε κουβέντα για αλλαγή του εδαφίου εκείνου στο άρθρο 16 που απαγορεύει την ίδρυση ανώτατων σχολών από ιδιώτες. Στην επικείμενη συζήτηση στη Βουλή, μάλιστα, προτείνει να προστεθεί η ακόλουθη διατύπωση: «Η μόρφωση δεν είναι εμπόρευμα. Πλήρης διασφάλιση του ενιαίου και δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας με απαγόρευση στη λειτουργία ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στην Εκπαίδευση και Κατάρτιση. Πλήρης κατοχύρωση στη δωρεάν παροχή Παιδείας για όσους βρίσκονται στη χώρα». Παράλληλα, αναδεικνύουμε ότι η συνταγματική ρύθμιση δεν αρκεί όχι μόνο για να ικανοποιήσει τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες στη μόρφωση, αλλά ούτε καν για να τις «προστατεύσει» από τη βασική επιδίωξη του κεφαλαίου, την οποία άλλωστε περιφρουρεί το κάθε αστικό Σύνταγμα: Την καπιταλιστική κερδοφορία.

Εχοντας αυτά στο μυαλό μας, αξίζει να παρακολουθήσουμε τη συζήτηση γύρω από την αναθεώρηση του άρθρου 16.

Με μια πρώτη επιφανειακή ανάγνωση, τα πράγματα είναι απλά: Υπάρχουν αυτοί που υπερασπίζονται το άρθρο 16 και αυτοί που θέλουν να αλλάξει προκειμένου να επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών ή μη κρατικών - "μη κερδοσκοπικών" - ΑΕΙ.

Αρθρα επί άρθρων, αφιερώματα, παρεμβάσεις των ενώσεων του κεφαλαίου, φυσικά τοποθετήσεις κομμάτων, δίνουν και παίρνουν. Τα επιχειρήματα ανταλλάσσονται με οξύτητα. Βρισκόμαστε όμως πράγματι μπροστά σε μια μάχη ανάμεσα στους υπέρμαχους της ιδιωτικοποίησης από τη μία και τους προστάτες του δημόσιου πανεπιστημίου από την άλλη;

Από τις διαμαρτυρίες του 2007
Από τις διαμαρτυρίες του 2007
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Πότε και γιατί διατυπώθηκε το άρθρο 16;

Ας κάνουμε λοιπόν μια σύντομη ιστορική αναδρομή στις συνθήκες εκείνες μέσα στις οποίες διατυπώνεται στο Σύνταγμα της Ελλάδας το άρθρο 16 και ιδιαίτερα εκείνο το εδάφιο που ορίζει αυστηρά ότι «η ίδρυση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Το άρθρο 16 διατυπώνεται κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975. Είναι η περίοδος της λεγόμενης μεταπολίτευσης, που σηματοδοτεί την προσπάθεια της αστικής τάξης να δημιουργήσει ένα πιο ομαλό κλίμα εδραίωσης της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της, παίρνοντας ταυτόχρονα τα αναγκαία διαρθρωτικά μέτρα για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης που είχε ανάγκη το κεφάλαιο εκείνη την εποχή, με στόχο πάντα να ενισχύει την κερδοφορία του. Ταυτόχρονα, είναι μια ιστορική συγκυρία κατά την οποία το λαϊκό κίνημα είναι ενισχυμένο, κάτω και από την επίδραση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.

Ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες εντάσσονται και μια σειρά κρατικοποιήσεις - Ολυμπιακή, αστικές συγκοινωνίες (ΕΑΣ), ηλεκτρικός σιδηρόδρομος (ΗΣΑΠ), Εταιρεία Υδρευσης/Αποχέτευσης (ΕΥΔΑΠ) - που έκανε η κυβέρνηση Καραμανλή την περίοδο 1975-1977 και οι οποίες συνάντησαν την αντίδραση ισχυρών κύκλων της άρχουσας τάξης. Μάλιστα, η τότε ηγεσία του ΣΕΒ κατηγόρησε την κυβέρνηση για «σοσιαλμανία».


Από αυτήν την οπτική, μήπως το άρθρο 16 σηματοδοτεί μια «σοσιαλιστική νησίδα» στον ελληνικό εκπαιδευτικό χάρτη σήμερα;

Σαφώς και δεν είναι έτσι. Γι' αυτό δεν θα κουραστούμε να λέμε ότι το άρθρο 16 δεν είναι η ασπίδα προστασίας από την επέλαση των ιδιωτικών συμφερόντων στα ΑΕΙ, αλλά ένα εμπόδιο, το οποίο, όπως μαρτυρούν και οι ίδιοι οι αστοί αναλυτές, δεν είναι ανυπέρβλητο.

Τι κατοχυρώθηκε με το άρθρο 16 και ποιων παραγόντων ήταν συνέπεια;

Ο δημόσιος χαρακτήρας της Εκπαίδευσης είναι χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής διαχείρισης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η οποία όπως είναι γνωστό ταυτίζεται συμβολικά με τη σοσιαλδημοκρατική παραλλαγή διαχείρισης του συστήματος - αν και ακολουθήθηκε και από φιλελεύθερες κυβερνήσεις - και οδήγησε σε αυτό που αστοί πολιτικοί και στοχαστές ονομάζουν «κράτος πρόνοιας» και «κράτος δικαίου». Το κεφάλαιο εκείνης της εποχής είχε ανάγκη από μια εργατική δύναμη που θα μπορούσε να χειριστεί τα νέα μέσα παραγωγής και θα είχε μια ορισμένη γνώση των επιστημονικών επιτευγμάτων που είχαν ενσωματωθεί σε αυτά. Εχοντας βγει λοιπόν από μια μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση ('29 - '33, Β' ΠΠ, γέννηση Λαϊκών Δημοκρατιών στην Ευρώπη), το κεφάλαιο απαιτεί από το κράτος του να αναλάβει πιο αποφασιστικά πρωτοβουλία για να μπορέσει να αναπαράγει την κερδοφορία του. Ομως το ρίσκο ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, το αμφιλεγόμενο της άμεσης απόσβεσης της επένδυσης, οδήγησε για εκείνη την περίοδο στην πιο «φρόνιμη» επιλογή των δημόσιων πανεπιστημίων. Αλλωστε αυτό το επιχείρημα, περί ρίσκου και σημαντικών δαπανών από την πλευρά του ιδιώτη, επαναλήφθηκε από τον σημερινό πρωθυπουργό, Αλ. Τσίπρα, στη Βουλή.

Από αυτήν την οπτική γωνία μπορούμε μάλιστα να κατανοήσουμε και τη θέση του Δ. Νιάνια (εισηγητή της κυβερνητικής πλειοψηφίας της ΝΔ) στη συζήτηση για το άρθρο 16 το 1975, όπου μεταξύ άλλων υποστήριζε:

«Το κράτος οφείλει να προστατεύση την ελευθερίαν του πνεύματος απολύτως και την ελευθερίαν των Ανωτάτων Ιδρυμάτων, όταν μάλιστα καθώς θα προτείνω η Ανώτατη Παιδεία είναι και οφείλει να είναι μόνον κρατική διά τον φόβον των μπίζνες...».

Η συζήτηση σήμερα θυμίζει αρκετά εκείνη του 2007...

Να θυμίσουμε ότι και το 2007 είχε ανοίξει η συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 16, με πρωτοβουλία της τότε κυβέρνησης της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ αρχικά συμφώνησε, όμως λόγω εσωκομματικών πιέσεων, ιδιαίτερα από τον Ευ. Βενιζέλο, αλλά και των φοιτητικών κινητοποιήσεων, απέσυρε τη στήριξή του στην επιχειρούμενη αλλαγή και η συζήτηση αυτή πάγωσε.

Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι η συζήτηση γύρω από το άρθρο 16 εκείνη την περίοδο συντέλεσε στην προώθηση εναλλακτικών πολιτικών σεναρίων για τον πιο αποτελεσματικό εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων στα αστικά κόμματα. Προετοίμαζε σιγά - σιγά και αθόρυβα την ανέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα - στυλοβάτη της αστικής πολιτικής εξουσίας. Χαρακτηριστικά, η σημερινή υφυπουργός Παιδείας, Μ. Τζούφη, δήλωνε σε συνέντευξή της (2/11/2018): «...Το θέμα του άρθρου 16 είναι ένα εμβληματικό άρθρο, που αποτέλεσε αντικείμενο διαπάλης πολλών χρόνων στα πανεπιστήμια, και μάλιστα θα έλεγα συμβολικά ότι ήταν εκείνο που οδήγησε, με τους αγώνες των παιδιών εκείνης της εποχής, τον ΣΥΡΙΖΑ να φτάσει στην κυβερνητική εξουσία, βέβαια με τη διαμεσολάβηση των μνημονίων»...

Στις μέρες μας, τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναδειχθεί σε κυβέρνηση, η συζήτηση για το άρθρο 16 εντάσσεται στην προσπάθεια τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΝΔ να δημιουργηθεί το νέο δικομματικό τοπίο. Για τον ΣΥΡΙΖΑ μεταφράζεται στο δίπολο «πρόοδος - συντήρηση» και για τη ΝΔ στο δίπολο «κρατισμός - ιδιωτική πρωτοβουλία».

Χαρακτηριστικό της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ να οικειοποιηθεί τη σοσιαλδημοκρατική κριτική ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 είναι το άρθρο της Ράνιας Σβίγκου, εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, που με νόημα κλείνει ως εξής: «Οι δημόσιες τοποθετήσεις του πρώην υπουργού Ευ. Βενιζέλου για την αναθεώρηση του 2007 απαντούν, με πολιτική και ακαδημαϊκή επάρκεια, σε όσα σήμερα υποστηρίζει η ΝΔ αλλά και το ΚΙΝΑΛ. Ιδιαίτερα οι σύντροφοί του θα πρέπει να τον διαβάσουν προσεκτικά»! («Εθνος», 19/11/2018)

Τι υποστήριζε λοιπόν ο Ευ. Βενιζέλος το 2007; Στη συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής στις 10/1/2007, έκανε λόγο για «ευέλικτα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) ως εναλλακτική λύση στην πρόταση για μη κρατικά - μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ», δηλαδή σε ΑΕΙ κρατικά αλλά με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας και απόδοσης!

Αν, στη σημερινή συγκυρία, ο Βενιζέλος βάζει τρικλοποδιές στην επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή το άρθρο 16, αυτό όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά αντίθετα επιβεβαιώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί το οπλοστάσιο του «παλιού καλού ΠΑΣΟΚ». Αν σήμερα ο Βενιζέλος υποστηρίζει ότι το άρθρο 16 πρέπει να αλλάξει, το κάνει έχοντας την ίδια επιχειρηματολογία με αυτή του 2007, αφού υποστήριξε την αναγκαιότητα για «μη κρατικά ΝΠΔΔ, ιδρυματικού - μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με βάση το ισχύον Σύνταγμα» (Βουλή, 5/12/2018).

Αρα η ουσία είναι, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς, για ποιον λειτουργεί το πανεπιστήμιο, ποιοι όροι και ποια κριτήρια θεσμοθετούνται για να διασφαλίσουν μια τέτοια κατεύθυνση. Αλλωστε και ο πρωθυπουργός το είπε ξεκάθαρα στη Βουλή, απαντώντας στον πρόεδρο της ΝΔ: «Κι εμείς με τη σύνδεση με την αγορά είμαστε, αλλά όχι με την υποταγή των ΑΕΙ στην αγορά». Λες και θα μπορούσε οποιοσδήποτε κρατικός μηχανισμός, όπως και τα ΑΕΙ, να μην υποτάσσεται στις απαιτήσεις της αγοράς. Αλλωστε, αυτό επιβεβαιώνεται από όλες τις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων για τα πανεπιστήμια, από το ίδιο το περιεχόμενο αυτών των νόμων, όπου πάντα γίνεται λόγος για «πιο στενή σύνδεση με την αγορά».

Είναι τόσο ξεκάθαρη η οικειοποίηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ της παλιάς, κλασικής σοσιαλδημοκρατικής επιχειρηματολογίας, που κυριολεκτικά δυσκολεύεται κανείς να βρει τις διαφορές στην επιχειρηματολογία ανάμεσα στην ομιλία του Ευ. Βενιζέλου στην ΠΑΣΠ Νομικής Θεσσαλονίκης, το Δεκέμβρη του 2006, και σε άρθρο δημοσιευμένο στην κυβερνητική «Αυγή» (2/12/2018) από τον πανεπιστημιακό Στέφανο Δημητρίου. Αυτό που και οι δυο υποστηρίζουν είναι ότι στην καπιταλιστική Ελλάδα τη δουλειά της σύνδεσης με την αγορά μπορεί να την κάνει ένα δημόσιο πανεπιστήμιο. Μάλιστα, ο αρθρογράφος της «Αυγής» ανοίγει το δρόμο στην ύπαρξη «κοινωφελών» και «μη κερδοσκοπικών» ΑΕΙ που όμως «θα υπάγονται στο ίδιο σύστημα με το δημόσιο πανεπιστήμιο, δηλαδή θα τυγχάνουν δημόσιας εποπτείας»!

Ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας, σε τοποθέτησή του σε ημερίδα του Ινστιτούτου Πουλαντζά (3/12/2018), έδωσε το στίγμα για τα «πλεονεκτήματα» των δημόσιων πανεπιστημίων στην Ελλάδα:

«Εχουν ένα μοναδικό προνόμιο: Να μπορούν να διαχειριστούν δημόσιο χρήμα αλλά και κονδύλια από ευρωπαϊκούς κοινωφελείς οργανισμούς, ακόμη και από ιδιώτες. Επιπλέον, τα μεγάλα Πανεπιστήμια στη χώρα μας έχουν δική τους περιουσία και έσοδα από κληροδοτήματα. Δηλαδή, διαχειρίζονται έσοδα από θεσμούς που δεν λογίζονται ως δημόσιοι. Οι Επιτροπές Ερευνών που λειτουργούν σε κάθε ΑΕΙ, υπό την εποπτεία της Συγκλήτου έχουν το δικό τους ΑΦΜ,άρα δεν ισχύει το επιχείρημα ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι πιο ευέλικτα στη διαχείριση κονδυλίων (υπογράμμιση δική μας)».

Με λίγα λόγια, ο υπουργός παιδείας υποστηρίζει ότι τα κρατικά πανεπιστήμια σήμερα είναι όσο «ευέλικτα» χρειάζεται για να κάνουν τη δουλειά που θα έκαναν και τα ιδιωτικά. Αρα, οι όρκοι πίστης στο δημόσιο πανεπιστήμιο, οι δεσμεύσεις περί αναβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου, δεν έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα για τη μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας και του λαού μας. Ενα δημόσιο πανεπιστήμιο που δουλεύει για τις επιχειρήσεις, πιο «ευέλικτο» σε σχέση με το παρελθόν, λιγότερο «ακαδημαϊκό», και κυρίως ένα δημόσιο πανεπιστήμιο που πολλές λειτουργίες του μετατρέπονται σε επιχειρηματικές δράσεις.

Προωθούν την αποσύνδεση των πτυχίων από το επάγγελμα με το πρόσχημα της αυταξίας της γνώσης...

Ο ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκοντας να απαντήσει στην επικίνδυνη θέση της ΝΔ για τον ορισμό του αριθμού των εισαχθέντων από τα πανεπιστήμια, επαναφέρει την άποψη περί «αυταξίας της γνώσης». Πρόκειται για θέση βγαλμένη από το οπορτουνιστικό παρελθόν του, αλλά με πολύ πιο επικίνδυνες προεκτάσεις, γιατί βγάζει λάδι την αγορά, ουσιαστικά δουλεύοντας ενεργητικά γι' αυτήν.

Υποστήριξε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός στη Βουλή (23/11/2018): «Η γνώση είναι αυταξία, ανεξαρτήτως του αν αυτός που θα πάρει ένα δίπλωμα από το πανεπιστήμιο θα έχει τη δυνατότητα να βρει μετά εργασία, γιατί αυτό είναι μια άλλη ιστορία (...) Αυτό, όμως, είναι ένα ζήτημα που αφορά την αγορά». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρόεδρος του ΙΕΠ, Γ. Κουζέλης («Εποχή», 2/1/2018), υποστηρίζει ότι ορθώς η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση παράγει περισσότερους απόφοιτους από όσους έχει ανάγκη η οικονομία, γιατί έτσι επιλέγονται οι καλύτεροι...

Ουσιαστικά, η επιχείρηση παραπέρα αποσύνδεσης των πτυχίων από το επάγγελμα ντύνεται από την κυβέρνηση με τον μανδύα της «αυταξίας της γνώσης», ανοίγοντας την πόρτα στην αγορά των πτυχίων! Που ακριβώς αυτό θέλει: Μια ανταγωνιστική διαδικασία απόκτησης προσόντων, αφού τα πτυχία δεν δίνουν πρόσβαση στο επάγγελμα, ανάμεσα στους απόφοιτους. Επί της ουσίας λένε ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές δεν είναι Επαγγελματική Εκπαίδευση, ότι οι νέοι πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι δεν θα δουλέψουν στο αντικείμενο που θα σπουδάσουν. Ομως, Επαγγελματική Εκπαίδευση συνιστά και η Ανώτατη Εκπαίδευση, γιατί η επιστήμη δεν αποτελεί «αυταξία», δεν σπουδάζουμε γενικά για να γίνουμε επιστήμονες αλλά εργαζόμενοι που συμβάλλουν σε αυτό που έγραφε και ο Μπρεχτ, στην ελάφρυνση του μόχθου της ανθρώπινης ύπαρξης. Και από αυτήν τη διαπίστωση προκύπτει η σύγχρονη ανάγκη να μπορούν οι απόφοιτοι, οι σημερινοί επιστήμονες, με το πτυχίο τους να εργάζονται στο αντικείμενο που σπούδασαν. Και γι' αυτόν το λόγο παλεύουμε σήμερα για να μην προστεθούν νέα και να ανατραπούν τα υπάρχοντα εμπόδια με τις διάφορου τύπου πιστοποιήσεις που αλυσιδωτά και διαχρονικά υλοποιούν οι κυβερνήσεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.

Συσκοτίζουν το πραγματικό πρόβλημα

Τα έργα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ αποδεικνύουν ότι πίσω από τα παχιά λόγια περί στήριξης του δημόσιου πανεπιστημίου κρύβεται η πιο στενή σύνδεσή τους με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Η αναβάθμιση των δημόσιων ΑΕΙ γίνεται με όρους ανταγωνισμού μεταξύ τους, με βάση την «αξιολόγηση» που η κυβέρνηση προωθεί, συμφωνώντας στην ευρωενωσιακή πολιτική για τη δημιουργία του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Γι' αυτό επιμένουμε ότι αν δεν βρούμε το οδηγητικό νήμα που θα μας βοηθήσει στην απάντηση για το πανεπιστήμιο και γενικότερα την Παιδεία που έχουμε ανάγκη, θα ανακυκλώνουμε το μοτίβο μιας θολής υποστήριξης του δημόσιου χαρακτήρα της Εκπαίδευσης μέσα στον καπιταλισμό.

Το κρίσιμο ζήτημα είναι το εξής: Εφόσον η επιστήμη γίνεται ολοένα και πιο έντονα παραγωγική δύναμη, απαιτείται να ξεκαθαρίσουμε ότι το κεφάλαιο κατέχει και ελέγχει τη διαδικασία παραγωγής, αναπαραγωγής, ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης και του επιστημονικού δυναμικού.

Η ιστορική πείρα σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο έχει αποδείξει ότι το κράτος αναλαμβάνει - ως συλλογικός καπιταλιστής - ορισμένες λειτουργίες προκειμένου να διευκολύνει την αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής. Αρα, ανεξάρτητα αν ακόμα κι ένα «μη κερδοσκοπικό» πανεπιστήμιο λειτουργεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, είναι ίδρυμα που εντάσσεται αντικειμενικά στους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα: Κρατικά ή ιδιωτικά, τα ΑΕΙ που θέλει το κεφάλαιο πρέπει να είναι ανταγωνιστικά και κερδοφόρα, για να μπορούν να ανταποκρίνονται στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, που δεν είναι άλλος από τον καπιταλιστή.

Γι' αυτόν το λόγο, η αυτονόητη υπεράσπιση της δημόσιας Παιδείας συνδέεται αντικειμενικά με τον αγώνα για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των νέων για πλήρη επιστημονική μόρφωση και εργασία με βάση αποκλειστικά το πτυχίο, για να τεθεί η επιστήμη στην υπηρεσία των πολλών. Αυτός ο δρόμος ανοίγει από σήμερα μέσα από τους καθημερινούς αγώνες, τις μαζικές διαδικασίες στο χώρο των ΑΕΙ.

Και είναι αναγκαιότητα του σήμερα. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να ικανοποιηθούν αυτά τα αιτήματα. Πλούτος υπάρχει, γνώση υπάρχει. Αναξιοποίητο επιστημονικό δυναμικό υπάρχει και πάει χαμένο. Υπάρχει όμως και το κίνητρο του κέρδους. Εμπόδιο είναι η σημερινή εκμεταλλευτική κοινωνία, όπου άλλοι παράγουν τον πλούτο και τη γνώση και άλλοι αποφασίζουν για τους σκοπούς της παραγωγής και της επιστήμης. Εδώ βρίσκεται και η λύση. Να φύγουν οι καπιταλιστές από τη μέση και έτσι να πάψει το κέρδος να είναι ο σκοπός της παραγωγής και τον πλούτο να τον χαίρονται οι δημιουργοί του, που είναι και η πιο σημαντική παραγωγική δύναμη.


Του
Κυριάκου ΙΩΑΝΝΙΔΗ*
*Ο Κυριάκος Ιωαννίδης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ