Κυριακή 6 Απρίλη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ανάκαμψη για το κεφάλαιο και όχι για το λαό

Πριν προλάβει κάποιος να δει τι ψηφίστηκε στη Βουλή με το πολυνομοσχέδιο, την ώρα που ο λαός έπρεπε να καταλάβει τι τον περιμένει την επομένη των εκλογών και να οργανώσει από τώρα την κινητοποίησή του, την ώρα που οι εφοπλιστές αξίωναν και η κυβέρνηση «άνοιγε» το ζήτημα κατάργησης του δικαιώματος στην απεργία, την ώρα που οι βιομήχανοι ενόψει ανάκαμψης προγραμματίζουν επενδύσεις με εργάτες δεσμώτες, την ώρα - δηλαδή - που είναι κρίσιμο με πραγματικά δεδομένα να διαμορφωθεί κριτήριο ψήφου, «έσκασε» η βιντεοσκοπημένη συνομιλία του τέως γγ του Υπουργικού Συμβουλίου Π. Μπαλτάκου με τον χρυσαυγίτη Κασιδιάρη.

Καθένας τους προσπαθεί να αξιοποιήσει την εξέλιξη σε ένα πολιτικό σκηνικό που είναι κινούμενη άμμος και στο οποίο, σε κάθε περίπτωση, επιταχύνονται οι διεργασίες με καταλύτη ή όχι τη Χρυσή Αυγή, ενώ η όλη υπόθεση διευκολύνει την τεχνητή πόλωση ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ σε μια κατεύθυνση εγκλωβισμού της λαϊκής οργής σε ανώδυνους δρόμους. Σε δρόμους όπου θα ξεχνιέται ο εφιάλτης που βιώνει καθημερινά η εργατική τάξη.

Ας μην τους γίνει η χάρη. Η ψήφος και στις τρεις κάλπες πρέπει να είναι λαϊκή τιμωρία όλων των κομμάτων που χρόνια τώρα στηρίζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση, υπόσχονται με παραλλαγές «ευρωπαϊκό παράδεισο» και χτίζουν σύγχρονα κολαστήρια. Ο λαός έχει την πείρα να βγάλει συμπεράσματα και να πάψει να τρέφει αυταπάτες.

Καβγάς στο γυαλί, σύγκλιση στην ουσία

Η αντιπαράθεση κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ όλο και περισσότερο γίνεται με όρους τηλεοπτικού μάρκετινγκ. Αρχίζει και τελειώνει στα δελτία ειδήσεων, καταγράφεται ως πρωτοσέλιδο που ζητά να κερδίσει εφήμερα τις εντυπώσεις, μακριά και σε βάρος της ουσίας των ζητημάτων που γεννά η σκληρή για το λαό πραγματικότητα. Η συζήτηση για το πολυνομοσχέδιο και όσα ακολούθησαν είναι χαρακτηριστικά μιας στημένης κοκορομαχίας. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ με την εκ των προτέρων καταδικασμένη να μην περάσει πρόταση δυσπιστίας βοήθησε αντικειμενικά την κυβέρνηση «να πετάξει στην εξέδρα την μπάλα» για τα μέτρα που τσακίζουν τους εργαζόμενους και να βολευτεί στην αποπροσανατολιστική συζήτηση για το ποιος προασπίζεται καλύτερα τον κανονισμό της Βουλής!

Και οι δύο ένα δεν μπορούν να κρύψουν: Οτι συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό στα ζητήματα της στρατηγικής. Οι διαφορές στο μείγμα της διαχείρισης που προτείνει ο καθένας δεν αναιρούν το γεγονός ότι και οι δύο συμφωνούν στο εξής: Οτι πρέπει να στηριχθεί με πολιτικά μέσα η καπιταλιστική ανάκαμψη, να διασφαλιστούν η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου και η θέση του μέσα στη λυκοσυμμαχία της ΕΕ. Σηκώνουν κουρνιαχτό για το αν η καπιταλιστική ανάπτυξη θα συνοδεύεται από λιτότητα ή όχι, ενώ αυτά τα δύο είναι νύχι - κρέας.

Ματωμένη ανάπτυξη

Το ΚΚΕ έκανε καθαρό και μέσα στη Βουλή ότι το προαναφερόμενο «δίλημμα» δεν είναι δίλημμα. Γιατί και λιτότητα μπορεί να έχεις και ανάπτυξη, και μάλιστα με μεγάλους ρυθμούς. Ανάπτυξη με φτώχεια, μπορεί και ανεργία.

Ο καβγάς για τον «κανονισμό της Βουλής» έβγαλε από το προσκήνιο το γεγονός ότι το πολυνομοσχέδιο που έφερε η κυβέρνηση στη Βουλή είναι ένας κράχτης προς το μεγάλο κεφάλαιο που τους λέει «μπάτε σκύλοι αλέστε». Λέει στους καπιταλιστές ελάτε να επενδύσετε στην Ελλάδα, διότι θα έχετε πάμφθηνη, χειραγωγημένη εργατική δύναμη με μειωμένες απαιτήσεις λόγω σχετικής ή απόλυτης εξαθλίωσης.

Για την εργατική τάξη γίνεται ακόμα πιο κρίσιμο το με ποια γραμμή θα αναπτύξει την πάλη της. Γίνεται καθαρό ότι σήμερα δεν χρειάζεται απλώς να ασκήσει πίεση γύρω από κάποια προβλήματα, σήμερα πρέπει να υπάρχει κίνημα αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και κατεύθυνση αποδέσμευσης από την ΕΕ. Να παλεύει με μια γραμμή που ανοίγει δρόμο στην πάλη για την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, που διεκδικεί την εργατική - λαϊκή εξουσία.

Γιατί, ναι, είναι πιθανόν να υπάρχει ανάκαμψη, αλλά αυτή πλέον θα είναι πάνω στα ερείπια των κατακτήσεων. Αυτήν την ανάκαμψη η εργατική τάξη πρέπει να την απορρίψει.

Δεν διαλέγουμε καπιταλιστή

Αντίθετα, κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ βιάζονται να υπάρχει καπιταλιστική ανάπτυξη. Και οι δύο επιδιώκουν την ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων. Είναι χαρακτηριστική η αντιπαράθεσή τους για τις τράπεζες. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρεται γιατί η κυβέρνηση ενισχύει με κρατικό χρήμα τους τραπεζίτες, και ζητά υπό δημόσιο έλεγχο τράπεζες για να χρηματοδοτούν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση απαντά ότι οι τράπεζες πρέπει να χρηματοδοτηθούν για να συμβάλουν άμεσα αυτές στις επενδύσεις. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται σε σημαντικό βαθμό με αυτή του ΣΕΒ. Αυτή η αντιπαλότητα, ανάμεσα σε «τραπεζίτες» και «βιομηχάνους», υπάρχει σε όλη την περίοδο της κρίσης. Η κόντρα για τις τράπεζες είναι κόντρα για το ποια ιδιωτικά κεφάλαια τοποθετούνται στις τράπεζες, ποιοι επιχειρηματικοί όμιλοι θα δανειοδοτηθούν, σε ποιους τομείς της οικονομίας θα γίνουν επενδύσεις.

Για την εργατική τάξη και το λαό η διαπάλη αυτή είναι ξένη, αφού και οι δύο συνταγές ενισχύουν το κεφάλαιο εις βάρος των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων.

Σ' αυτόν το δρόμο δεν υπάρχει προκοπή

Η κυβέρνηση θριαμβολογεί, επαναλαμβάνοντας το μοτίβο: «Οι θυσίες έπιασαν τόπο, ανοίγει πλέον ο δρόμος για την ανάπτυξη, που σε μια πορεία θα βάλει τέλος και στη λιτότητα». Ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη μεριά του, καταγγέλλει την κυβέρνηση για παρουσίαση ενός σκηνικού «εικονικής πραγματικότητας», για αδυναμία να οδηγήσει την οικονομία σε ανάκαμψη, λόγω της εμμονής της στις πολιτικές της λιτότητας.

Τα διλήμματα που βάζουν στο λαό είναι ψεύτικα. Το νέο πακέτο «διαρθρωτικών» μέτρων του πολυνομοσχεδίου αποδεικνύει ότι η στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης σημαίνει ισοπέδωση των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από το μείγμα διαχείρισης. Η επιστροφή στην καπιταλιστική ανάκαμψη δε θα αναπληρώσει τις τεράστιες απώλειες των εργαζομένων και του λαού, δε θα λύσει το πρόβλημα της τεράστιας ανεργίας, δε θα επαναφέρει μισθούς, συντάξεις και δικαιώματα. Αντικειμενικά, θα πραγματοποιείται σε επώδυνες συνθήκες για τα εργατικά - λαϊκά στρώματα.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά προϋποθέτει τη «λιτότητα» για το λαό. Είτε με το ένα, είτε με το άλλο μείγμα διαχείρισης, ο λαός θα εξακολουθεί να ματώνει. Οι απαιτήσεις του κεφαλαίου δεν θα μειωθούν αλλά θα ενισχύονται όσο υπάρχουν ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης και η ΕΕ, που στηρίζουν όλα τα κόμματα της αστικής διαχείρισης.

Μιλούν την ίδια γλώσσα

Σαμαράς και Τσίπρας μιλούν την ίδια γλώσσα: Ο Αντ. Σαμαράς δήλωσε ότι μέσα στους στόχους του με την επίτευξη ανάκαμψης είναι η νέα προκλητική μείωση του συντελεστή φορολόγησης όλων των επιχειρήσεων στο 15% και, ταυτόχρονα, τόνισε ότι «δε θα θέσουμε σε κίνδυνο τα πλεονάσματα στον Προϋπολογισμό», προαναγγέλλοντας ουσιαστικά την ακόμα μεγαλύτερη φοροληστεία σε βάρος του λαού. Ο Αλ. Τσίπρας από την πλευρά του αποδέχεται τη διατήρηση των ίδιων «πρωτογενών πλεονασμάτων», που δεν μπορεί να προκύπτουν παρά από το ξεζούμισμα του λαού. Προβάλλει, μάλιστα, τα πλεονάσματα ως εργαλείο ανάπτυξης που πρέπει να κατευθυνθεί στα ντόπια μονοπώλια αντί στους δανειστές.

Πίσω από ψεύτικα για το λαό διλήμματα, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν να βάλουν τα λαϊκά στρώματα να βλέπουν τη ζωή τους μέσα από το πόσα κέρδη θα έχουν τα μονοπώλια, επιδιώκουν να κάνουν τους εργαζόμενους να ταυτίσουν τα συμφέροντά τους με αυτά του κεφαλαίου. Η διέξοδος για το λαό, όμως, βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της πολιτικής, αυτής της οικονομίας. Βρίσκεται στην κατάργηση του καπιταλιστικού κέρδους ως κινήτρου της παραγωγής, σε ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, όπου κίνητρο της παραγωγής θα είναι ο εργαζόμενος άνθρωπος και η ικανοποίηση των αναγκών του.

Η «νέα Ελλάδα» του Σαμαρά και η «άλλη Ελλάδα» του Τσίπρα, είναι η Ελλάδα που σήμερα βιώνουμε, της ΕΕ, του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, που μόνο ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση έχει να προσφέρει στο λαό της αν δεν πιστέψει στη δύναμή του και δεν αποφασίσει ο ίδιος να σπάσει τα δεσμά της ΕΕ, των μονοπωλίων.

Ταξική απάντηση

Την ώρα που η κυβέρνηση στρώνει χαλιά για να υποδεχτεί στις 11 του μήνα την Μέρκελ, το ταξικό κίνημα προετοιμάζει τη μεγάλη πανεργατική απεργία στις 9 του Απρίλη. Μια απεργία που ανοιχτά υπονομεύεται από τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό παλιάς και νέας κοπής σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αλλά την έχουν πάρει στην πλάτη τους Σωματεία και Ομοσπονδίες που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, με περιοδείες, εξορμήσεις και συσκέψεις, ανά περιοχή και σε τόπους δουλειάς, ώστε να είναι η απεργία μια δυνατή απάντηση στους αντεργατικούς σχεδιασμούς, μια δυνατή διεκδίκηση του μέλλοντος που ταιριάζει στους παραγωγούς του πλούτου.

Πατριδογνωμόνιο
Το αυτόφωρο της λογικής

Ντοκιμαντέρ: Φώτα - Κάμερες - Πάμε!

Η μεγάλη αλλαγή στην ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή, όχι σκηνή, είναι το ζόρι που τραβάει ετούτη εδώ η άνοιξη του 2014, 10 χρόνια μετά το θάμβος της Ολυμπιάδας του 2004, για ν' αναδείξει ότι της φυλακής τα σίδερα δεν είναι για τους λεβέντες. Είναι μόνον για κάτι απολίτικους κρατούμενους, φονιάδες βαρυποινίτες, που περνάνε από τον οριστικό «θανατηφόρο σωφρονισμό» του κελιού, του και αποκαλούμενου, ψυγείου. Το κελί - ψυγείο, μια καμαρούλα μια σταλιά, χωρίς μια καμερούλα μια σταλιά.

Στα άλλα κελιά, εκεί που ανατέλλει η θαλπωρή του συστήματος χρυσή αυγή, τα γέλια γίναν γλέντια, ανάψανε και πούρα, άνοιξαν και σαμπάνιες που τόσο εύκολα και απλά ήρθαν όλα τόσο δεξιά, που ο Ηλίας έγινε ήλιος τους κι αμέσως πιστευτός, δεξιά κι αριστερά, ως... Ντρέιφους. Ημαρτον!

Η ευρωκουλτούρα του ναζισμού γνωρίζει πιένες. Εξελίσσεται. 21ο αιώνα διανύουμε. Πολλά γίνονται χωρίς μπαλτά, αλλά μ' έναν Μπαλτάκο. Κι εδώ, κι αλλαχού. Στην Ουκρανία π.χ. έγινε η επανάσταση «δημοκρατική» και δεν το πήραμε χαμπάρι όσο θα 'πρεπε, αλλά μας σώσαν οι Βρυξέλλες που έσπευσαν να αναγνωρίσουν το ναζιστικό χαιρετισμό ως μοντέρνα εκδοχή του απλού ακτιβισμού του καπιταλιστικού κατεστημένου.

Οσο και ζόρι να τραβάει η άνοιξη και η προετοιμασία της εκλογικής σούβλας, εκείνο το παλαιικό «ένοχος ένοχον ου ποιεί» έχει πια αντικατασταθεί απ' το υγιεινό κοκορέτσι του συμβιβασμού, με την ιδέα ότι η εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να δικαστεί άμα «πολιτικώς» έχει αυτοανακηρυχθεί σε δικαστή των δικαστών της.

Λες και ξαφνικά το βρώμικο συστημικό παιχνίδι παύει να είναι βρώμικο, επειδή είναι on camera είτε φανερή, είτε κρυφή.

Για όσους βιάζονται με οδηγό τη μικροκομματική σπέκουλα και την καλύτερη pole position (σειρά εκκίνησης) στη ναζιστική φόρμουλα 1, μια προειδοποίηση - υπενθύμιση: Μια άλλη κρυφή κάμερα, πριν από κάμποσα χρόνια που αποκάλυψε έναν παίκτη παράνομων φρουτακίων και οι δημοκράτες όλοι ήταν στα κάγκελα, όχι μόνον δεν τον έβλαψε, αλλά τον έκανε και βουλευτή του ΛΑ.Ο.Σ. Τα δε παράνομα φρουτάκια η Ευρωπαϊκή Ενωση, ίδια τότε και τώρα, μετά ή άνευ τρόικας «υποχρέωσε» τη χώρα (;) να τα νομιμοποιήσει πάραυτα. Κοινώς πως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.

Γιατί, ενώ το 85% του Λεκανοπεδίου της Αττικής, της μεγαλύτερης περιφέρειας της χώρας, είναι χωρίς αποχέτευση, οι σαλαμινομάχοι και μαραθωνομάχοι των ημερών πνίγουν τους πολιτικούς στο συστημικό βόθρο, ώσπου να γίνουν και κατάλληλοι ψηφοφόροι, αφού παρέλθει το αυτόφωρο της λογικής.

Η ατζέντα. Οχι, δυστυχώς, το ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη.


Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ

Οταν αναποδογυρίζεται η Ιστορία...

Η όξυνση της ταξικής πάλης ύστερα από τη Βάρκιζα, οδήγησε στον ταξικό ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ, ο οποίος αποτελεί κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας, αποτελεί τη μοναδική φορά που αμφισβητήθηκε εξ αντικειμένου και τέθηκε σε κίνδυνο η ύπαρξη της αστικής εξουσίας
Η όξυνση της ταξικής πάλης ύστερα από τη Βάρκιζα, οδήγησε στον ταξικό ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ, ο οποίος αποτελεί κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας, αποτελεί τη μοναδική φορά που αμφισβητήθηκε εξ αντικειμένου και τέθηκε σε κίνδυνο η ύπαρξη της αστικής εξουσίας
Ο ραδιοφωνικός σταθμός ΣΚΑΪ 100,3 κάθε Κυριακή, από τις αρχές του χρόνου, μεταδίδει την εκπομπή με τίτλο «Από τον πόλεμο του '40 ως τη χούντα του '67». Την εκπομπή παρουσιάζει ο γνωστός για την... αντικειμενικότητά του Αρης Πορτοσάλτε, ο οποίος, όπως και ο ΣΚΑΪ, «αγανακτεί» με κάθε κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Για το περιεχόμενο των ιστορικών γεγονότων από το συγκεκριμένο κύκλο εκπομπών, επιφυλασσόμαστε για μια ολοκληρωμένη απάντηση στο προσεχές διάστημα. Προς το παρόν, θα ασχοληθούμε με ορισμένα μόνο σημεία της πιο πρόσφατης εκπομπής (της 30ής Μάρτη), όπου και σε αυτήν ήταν προσκεκλημένοι καθηγητές Πανεπιστημίου που διεξήγαγαν τη σχετική συζήτηση.

Η «επιστημονική αυθεντία» και η κυρίαρχη αστική ιδεολογία

Το πλαίσιο της συγκεκριμένης εκπομπής προσδιόρισε ο Α. Πορτοσάλτε, διασαφηνίζοντας ότι η ιδεολογική κίνηση δεν μπορεί να έχει σχέση με τη μελέτη της Ιστορίας. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις αυτού του ιδεολογήματος, οι εκμεταλλευτές και οι υπό καθεστώς εκμετάλλευσης καλούνται να βγάλουν κοινά πορίσματα και από την εξέταση της ιστορίας των ταξικών τους συγκρούσεων.

Καθόλου δεν είναι ανεξάρτητο το παραπάνω από την αντίληψη ενός σταθμού ο οποίος βλέπει ότι στην κοινωνία δεν ασκείται η παραμικρή κρατική και κυβερνητική βία σε βάρος των εργαζομένων. Αντίθετα, θεωρεί ότι υπάρχει μια κατάσταση μη βίας, μια γενική νομιμότητα, με την οποία οι εργαζόμενοι οφείλουν να συμμορφωθούν, δηλαδή, λέμε εμείς ότι εννοεί να υποταχθούν.

Η αντεκδίκηση δε συνιστά ένα ψυχολογικό φαινόμενο, αλλά αντανάκλαση της σκληρής ταξικής πάλης. Οταν δε η αντεκδίκηση αποτελεί απάντηση στην οργανωμένη και ένοπλη πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αποτελεί αντιδραστική αστική βία για τη διαιώνιση της αστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης (φωτό: Ανώτερος Αγγλος αξιωματικός ανάμεσα στο Σούρλα και τη συμμορία του)
Η αντεκδίκηση δε συνιστά ένα ψυχολογικό φαινόμενο, αλλά αντανάκλαση της σκληρής ταξικής πάλης. Οταν δε η αντεκδίκηση αποτελεί απάντηση στην οργανωμένη και ένοπλη πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αποτελεί αντιδραστική αστική βία για τη διαιώνιση της αστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης (φωτό: Ανώτερος Αγγλος αξιωματικός ανάμεσα στο Σούρλα και τη συμμορία του)
Το παραπάνω αξίωμα, ότι η ιδεολογική κίνηση δεν μπορεί να έχει σχέση με τη μελέτη της Ιστορίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δουλοκτήτες και οι δούλοι όφειλαν να έχουν κοινή αντίληψη για την επανάσταση του Σπάρτακου...

Σε αυτή τη βάση, ο καθηγητής Ν. Μαραντζίδης, «αντικειμενικός» ιστοριογράφος, γνωστός αντικομμουνιστής και εσχάτως υποστηρικτής του κόμματος «Ποτάμι», πρότεινε ως πρότυπο αντικειμενικής καταγραφής της ιστορικής αλήθειας το βιβλίο του πρώην προέδρου της ΝΔ Ευάγγελου Αβέρωφ, «Φωτιά και τσεκούρι»! Είπε συγκεκριμένα:

«Ο Ευάγγελος Αβέρωφ στο βιβλίο "Φωτιά και τσεκούρι", που πολλοί νομίζουν ότι είναι ένα βιβλίο - πώς να το πω - ακραίας μισαλλοδοξίας, κάθε άλλο. Θα συνιστούσα να διαβαστεί αυτό το βιβλίο γιατί είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό βιβλίο, όπου έχουμε την πολιτική ανάλυση να συμβαδίζει με την ιστορική αλήθεια».

Ας πάρουμε, όμως, ένα δείγμα αυτής της «αντικειμενικής» ιστοριογραφίας και του πώς ο Αβέρωφ χαρακτήριζε τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Εγραψε:

«Οταν οι συμμορίες εξηφανίσθησαν και όλα αυτά ηχούσαν ψεύτικα, άλλοι παράγοντες επενήργησαν ως διεγερτικό του οδυνηρού εμβολίου του συμμοριτοπολέμου»1.

Αντίστοιχα «αντικειμενικός» είναι ο τρόπος που τοποθετήθηκε ο Αβέρωφ αναφορικά με τα παιδιά που φυγάδευσε ο Δημοκρατικός Στρατός με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών τους στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (Βουλγαρία, Ουγγαρία, κ.ά.), προκειμένου να γλιτώσουν από την πείνα, τον εξευτελισμό και τις «τυφλές» επιθέσεις των κυβερνητικών στρατευμάτων, και για να ζήσουν αξιοπρεπώς:

Το ΚΚΕ αντλεί πείρα και ιστορικά διδάγματα από τις μεγάλες ταξικές αναμετρήσεις, πιστεύοντας ότι η ανατροπή του καπιταλισμού αποτελεί μονόδρομο για την εργατική τάξη και πλατιά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων
Το ΚΚΕ αντλεί πείρα και ιστορικά διδάγματα από τις μεγάλες ταξικές αναμετρήσεις, πιστεύοντας ότι η ανατροπή του καπιταλισμού αποτελεί μονόδρομο για την εργατική τάξη και πλατιά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων
«Υπήρχαν επιπλέον τα 28.000 απαχθέντα παιδιά, που επρόκειτο να υποστούν σημαντική διαφώτιση και να είναι πολύ χρήσιμα σε προσεχές μέλλον»2.

Πρόκειται για την επαναφορά της γνωστής αστικής προπαγάνδας περί «παιδομαζώματος». Με αυτή την έννοια, ο Ν. Μαραντζίδης, επικαλούμενος τον Αβέρωφ, δεν αποκάλυψε άθελά του μόνο τους ισχυρισμούς του Α. Πορτοσάλτε περί ουδέτερης, υπερταξικής ιστοριογραφίας, αλλά, πολύ περισσότερο, φανέρωσε ότι και η ιστοριογραφική σχολή του «νέου κύματος», που ο Μαραντζίδης εκπροσωπεί, στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναμασά την αντικομμουνιστική ιστοριογραφία και την αντίστοιχη προπαγάνδα της «εθνικοφροσύνης» κατά των «ξενοκίνητων κομμουνιστών ΕΑΜοβουλγάρων»!...

«Επιστημονικές» επεξεργασίες ή «φαντάσματα του παρελθόντος»

Φυσικά, η συγκεκριμένη λογική συμπληρωνόταν πάντα από δύο επιχειρήματα: Την ενοχοποίηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ «που ήθελε να καταλάβει την εξουσία» (θα αναφερθούμε στη συνέχεια) και την αθώωση του αστικού πολιτικού και στρατιωτικού κόσμου της Κατοχής. Ετσι, ο Σ. Σφέτας παρουσίασε τις συμμορίες τύπου Σούρλα, που οργίασαν εναντίον του λαού, ως ομάδες που προσπαθούσαν να αντεκδικηθούν για τα «εγκλήματα του ΕΑΜ». Είπε:

«Η τρομοκρατία έχει μια συνέχεια από την ΕΑΜοκρατία ας το πούμε και τότε υπάρχει... Η Θεσσαλία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα και ξέρουμε τι έγινε από το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Μετά οι ομάδες των Σούρληδων εκδικούνται αυτούς».

Το ΚΚΕ πρωτοστάτησε στη συγκρότηση αρχικά του Εργατικού ΕΑΜ και στη συνέχεια του ΕΑΜ, υπό την ομπρέλα του οποίου εντάχθηκαν πολλές αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Αλληλεγγύη, ΟΠΛΑ κ.λπ.), που συσπείρωναν τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ηταν αυτές οι οργανώσεις που πρωτοστάτησαν στην πάλη ενάντια στους καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Για την ενίσχυσή τους το ΚΚΕ προσέφερε κάθε θυσία. (φωτό: έφιπποι αντάρτες του ΕΛΑΣ)
Το ΚΚΕ πρωτοστάτησε στη συγκρότηση αρχικά του Εργατικού ΕΑΜ και στη συνέχεια του ΕΑΜ, υπό την ομπρέλα του οποίου εντάχθηκαν πολλές αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Αλληλεγγύη, ΟΠΛΑ κ.λπ.), που συσπείρωναν τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ηταν αυτές οι οργανώσεις που πρωτοστάτησαν στην πάλη ενάντια στους καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Για την ενίσχυσή τους το ΚΚΕ προσέφερε κάθε θυσία. (φωτό: έφιπποι αντάρτες του ΕΛΑΣ)
Βέβαια, τον Σ. Σφέτα, αυτό που κυρίως φαίνεται να τον απασχολεί για την περίοδο της Κατοχής, είναι η δράση του ΕΑΜ και όχι οι πραγματικές αιτίες για τα εγκλήματα των φασιστών καταχτητών και των συνεργατών τους, καθώς και η αποκρουστική δράση των συνεργατών των Βρετανών. Ετσι, δεν θεώρησε υποχρέωσή του να εξηγήσει στους ακροατές, πώς έγινε δυνατό να διαμορφωθεί δίχως ιδεολογία και πολιτική υπόσταση - όπως είπε - ένα τεράστιο πολιτικο-στρατιωτικό κίνημα, όπως το ΕΑΜ, που καθοδηγούνταν από το ΚΚΕ. Ετσι και αλλιώς, αντιλαμβάνεται ως εξής τις σκληρές αντιπαραθέσεις ανταρτών και δοσιλόγων:

«Θέλω να πω ότι είναι ξεκαθάρισμα λογαριασμών, γιατί τώρα ιδεολογία σε μεγάλο βαθμό, οι αγροτικές κοινότητες εκεί τι να έχουνε; Σε προσωπικό επίπεδο νομίζω...».

Με αυτόν τον τρόπο, φανέρωσε και την αντίληψή του αναφορικά με την αντιμετώπιση των ανθρώπων του μόχθου, τους οποίους έκρινε ανίκανους για ιδεολογικές - πολιτικές διαμάχες. Στον ίδιο άξονα και ο Γ. Σακκάς, που επίσης θεώρησε ότι οι «παρακρατικές συμμορίες» των Σούρληδων και τα τάγματα ασφαλείας διακατέχονταν από το σκεπτικό της αντεκδίκησης:

«Ο Σούρλας ήταν, για παράδειγμα, στη Θεσσαλία. Ενας άλλος, ο Βουρλάκης, ήταν στην περιοχή της Φθιώτιδας, ο οποίος και αυτός τρομοκρατούσε όλη την περιοχή της Φθιώτιδας και της Ευρυτανίας. Πήγαινε δηλαδή στα χωριά της Ευρυτανίας, έμπαινε μέσα στα χωριά, τα οποία στη διάρκεια της Κατοχής ήταν ΕΑΜικά χωριά, με την έννοια δηλαδή ότι εκεί κυριαρχούσε το ΕΑΜ. Και οι ομάδες του Βουρλάκη εξόντωναν εκεί τον πληθυσμό. Ανεξέλεγκτα, δηλαδή χωρίς να παίρνουν υπόψη ατομικά τον καθένα τι ήταν. Απλώς επειδή ανήκανε σε μια ΕΑΜοκρατούμενη περιοχή. Ο Βουρλάκης, θα ρωτήσετε τώρα γιατί να κάνει αυτές τις πράξεις; Γιατί να οργανώσει τέτοια τρομοκρατική ομάδα; Γιατί βέβαια και ο ίδιος είχε εμπειρία από το ΕΑΜ. Για παράδειγμα, ο αδελφός του ήταν στον ΕΔΕΣ, είχε πολεμήσει τον ΕΛΑΣ και είχε σκοτωθεί... Δεν ήταν κάτι το μεταφυσικό. Ξαφνικά αποφασίζουν να χτυπήσουν το ΕΑΜ. Υπήρχαν βιώματα τρομερά! Θέλανε οι ίδιοι να πάρουν μέτρα αντεκδίκησης. Αρα, λοιπόν, η αντεκδίκηση για μένα είναι ένα σοβαρό κίνητρο. Υπήρχε στο Αγρίνιο ο Τολιόπουλος. Τι ήταν ο Τολιόπουλος; (...) Ηταν συνεργάτης των Γερμανών (...) Ηθελε να πάρει εκδίκηση για το ΕΑΜ και αυτός».

Μόνο που η αντεκδίκηση δε συνιστά ένα ψυχολογικό φαινόμενο, αλλά αντανάκλαση της σκληρής ταξικής πάλης. Οταν δε η αντεκδίκηση αποτελεί απάντηση στην οργανωμένη και ένοπλη πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αποτελεί αντιδραστική αστική βία για τη διαιώνιση της αστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης. Οι Βουρλάκηδες και συνολικά οι κρατικοί και «παρακρατικοί» μηχανισμοί βρίσκονταν στην υπηρεσία του αστικού κράτους και των συμμάχων του, δηλαδή αρχικά του βρετανικού και στη συνέχεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Φυσικά, όλα αυτά τα προσπερνούν, υποβιβάζοντας την ανάλυση των δυνάμεων της ιστορικής κίνησης σε σχολιασμό προσωπικών αντιπαραθέσεων και αντεκδικήσεων! Αυτή είναι η επιστημοσύνη που επικαλούνται.

Στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα μετά από το 1943, η αστική τάξη και τα κόμματά της πήραν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν τη διατήρηση της εξουσίας τους και μετά τον πόλεμο. Γι' αυτό, μπροστά στον κίνδυνο του ανερχόμενου ΕΑΜικού κινήματος, οι αντιμαχόμενες μερίδες της αστικής τάξης (μαζί και αυτές που συνεργάστηκαν με τον καταχτητή) συνενώθηκαν υπό τη σκέπη του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Χαρακτηριστικά, η Ενωση Νέων Αξιωματικών (πρόδρομος του ΙΔΕΑ), που είχε ιδρυθεί στο πλαίσιο των ελληνικών κυβερνητικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Παλαιστίνη, υποστήριζε τότε πως τα τάγματα ασφαλείας:

«...αποτελούσαν βασικήν δύναμιν πέριξ της οποίας συσπειρούμενοι οι εθνικόφρονες Ελληνες θα ηδύναντο να ματαιώσουν τα κομμουνιστικά σχέδια»3.

Επίσης, ο Κρις Γούντχαουζ, αρχηγός της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς, έγραψε:

«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος»4.

Και ο ίδιος ο Ράλλης ομολόγησε ευθαρσώς τις συνθήκες της ταξικής πάλης όταν ιδρύθηκαν τα τάγματα ασφαλείας:

«Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήταν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος μας εσείοντο»5.

Και φυσικά μαζί με τον Ράλλη και τη συμμετοχή και συναίνεση των Γερμανών, στην οργάνωση των ταγμάτων ασφαλείας πρωτοστάτησαν βενιζελικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί, ενώ τη συγκρότησή τους ενθάρρυναν και οι Βρετανοί.

Το ΚΚΕ και το ζήτημα της εξουσίας

Φυσικά, όλες οι προηγούμενες αναφορές και άλλες «έστρωναν» το έδαφος για να αναδειχθεί η κύρια θεματολογία της συγκεκριμένης εκπομπής από συγκεκριμένη ιστοριογραφική και ταξική σκοπιά. Θεωρώντας ως φυσική τη μεταπολεμική αποκατάσταση της αστικής εξουσίας και επομένως υπερασπίζοντας τις επιδιώξεις του αστικού πολιτικού κόσμου, που ένα μέρος του μετακόμισε την Κατοχή στην Αίγυπτο και το Λονδίνο και ένα άλλο συνεργάστηκε με τους κατακτητές, έστρεψαν τα βέλη της κριτικής τους στο ΚΚΕ. Η δράση και η άποψη των πρωταγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης και γενικά η θέληση του λαϊκού παράγοντα αναφορικά με το μέλλον του, θεωρήθηκαν στη συζήτηση παράγοντας αναταραχής και αιτία των δεινών!

Επειτα από αυτή την αντιστροφή της πραγματικότητας, λοιπόν, υπήρξε μια ευρεία συνηγορία καταδίκης «της επιδίωξης του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία», η οποία δε στερούνταν φυσικά ιστορικών ανακριβειών και μεθοδολογικών ατοπημάτων. Ετσι, ο ταξικός ένοπλος αγώνας αποδόθηκε με ευκολία σε προσωπικές στρατηγικές και σε ξένα συμφέροντα! Οπως επισήμανε ο Ν. Μαραντζίδης:

«Η απόφαση για την ένοπλη εξέγερση ουδόλως έχει να κάνει με τη "λευκή" τρομοκρατία, είναι μια απόφαση πολιτική που ο Ζαχαριάδης τη μελετά συστηματικά και όπως σωστά είπε ο κύριος Σφέτας πριν, προέκυψε μετά από συμφωνία για βοήθεια από τις αδελφές χώρες, από τα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα, τα οποία από τις αρχές του '46 πια μπαίνουν σε αυτή τη λογική».

Ομως, με αυτόν τον τρόπο, η αστική (αλλά και η οπορτουνιστική ιστοριογραφία) εισάγει τον ανορθολογισμό στην ιστορική έρευνα, στην προσπάθειά της να υπερασπισθεί την αστική εξουσία. Ως αποτέλεσμα, η αστική ιστοριογραφία και συνολικά η κυρίαρχη αστική ιδεολογία, που άλλοτε αντιπαρατέθηκαν με τις μεταφυσικές και οπισθοδρομικές απόψεις της φεουδαρχίας, χρησιμοποιούν πλέον τα ίδια μέσα απέναντι στην εργατική τάξη, όταν αυτή αμφισβητεί την αστική εξουσία. Πρόκειται για μια ακόμα απόδειξη ότι η αστική ιδεολογία και τάξη είναι ιστορικά παρωχημένη.

Τα ιστορικά γεγονότα και η άποψη του ΚΚΕ

Ο Ν. Μαραντζίδης επισήμανε ότι η άποψη του ΚΚΕ είναι πως δεν επιδίωξε ποτέ να κατακτήσει την εξουσία:

«Η άλλη ακραία άποψη, που ήταν περίπου η άποψη που εκφράζει το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα και πολλοί υποστηρικτές του, αλλά ακούγεται και στην ιστοριογραφία, είναι ότι το ΚΚΕ ήθελε να κάνει αντίσταση, δεν ενδιαφερόταν να καταλάβει την εξουσία. Αντίθετα, και όταν την είχε την εκχώρησε, απλώς οι αντίπαλοί του δεν καταλάβαιναν ότι αυτό την εκχωρούσε και χάθηκαν λίγο στη μετάφραση και εν πάση περιπτώσει, σε κάθε περίπτωση το ΚΚΕ δεν ήθελε να καταλάβει την εξουσία, ήθελε να κάνει αντίσταση μέχρι το 1944. Αυτό είναι μια ακραία άποψη ιστοριογραφικά τοποθετημένη στο χώρο της Αριστεράς και είναι περίπου η επίσημη άποψη του ΚΚΕ».

Βέβαια, η παραπάνω εκτίμηση δεν αποκρυσταλλώνει τη σημερινή προσέγγιση του ΚΚΕ, γεγονός που δείχνει είτε ότι δεν παρακολουθούν τι λέει το ΚΚΕ, είτε ότι σκόπιμα διαστρεβλώνουν τις θέσεις του.

Το ΚΚΕ πρωτοστάτησε στη συγκρότηση αρχικά του Εργατικού ΕΑΜ και στη συνέχεια του ΕΑΜ, υπό την ομπρέλα του οποίου εντάχθηκαν πολλές αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Αλληλεγγύη, ΟΠΛΑ κ.λπ.), που συσπείρωναν τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ηταν αυτές οι οργανώσεις που πρωτοστάτησαν στην πάλη ενάντια στους καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Για την ενίσχυσή τους το ΚΚΕ προσέφερε κάθε θυσία.

Ωστόσο, το ΚΚΕ δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως κρίκο για την επαναστατική κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, αλλά εφάρμοσε τη στρατηγική της «εθνικής ενότητας». Αυτό αποδεικνύουν τόσο η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, όσο και η συνεχής υποχωρητικότητα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ απέναντι στις αστικές δυνάμεις, που οδήγησε στην υπογραφή των συμφωνιών του Λιβάνου, της Καζέρτας και εν τέλει της Βάρκιζας. Φυσικά, στη διαμόρφωση της στρατηγικής του ΚΚΕ επέδρασαν και οι γενικότερες αντιφάσεις της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Η όξυνση της ταξικής πάλης ύστερα από τη Βάρκιζα (δολοφονίες καταδιώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις ΕΑΜιτών, βιασμοί γυναικών, εμπρησμοί σπιτιών και κομματικών γραφείων) οδήγησε στον ταξικό ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ, ο οποίος αποτελεί κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας, αποτελεί τη μοναδική φορά που αμφισβητήθηκε εξ αντικειμένου και τέθηκε σε κίνδυνο η ύπαρξη της αστικής εξουσίας.

Το ΚΚΕ αντλεί πείρα και ιστορικά διδάγματα από τις μεγάλες ταξικές αναμετρήσεις, πιστεύοντας ότι η ανατροπή του καπιταλισμού αποτελεί μονόδρομο για την εργατική τάξη και πλατιά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων. Υιοθετώντας τη συγκεκριμένη ταξική οπτική δεν επιδιώκει τη (δι)αταξική αντικειμενικότητα (που άλλωστε δεν υπάρχει), αλλά σαφώς βρίσκεται στην πλευρά της κοινωνικής εξέλιξης. Και φυσικά αυτό δεν του το συγχωρούν ποτέ όσοι ιστοριογράφοι και δημοσιολόγοι υπηρετούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης.

Παραπομπές:

1. Ευάγγελος Αβέρωφ - Τοσίτσας, «Φωτιά και τσεκούρι», σελ. 464, εκδόσεις «Εστία», Αθήνα 1975.

2. Ο.π., σελ. 462.

3. Φοίβος Οικονομίδης, «Η Επανάσταση στην Ελλάδα», σελ. 358, εκδόσεις «Λιβάνη», Αθήνα 2011.

4. Νίκος Καρκάνης, «Οι δωσίλογοι της Κατοχής», σελ. 23, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

5. «Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», σελ. 42, Αθήνα 1947.


Του Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
*Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Εργα και ημέρες της παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ στους ηθοποιούς

Ενα «ανεξάρτητο σωματείο, χωρίς κομματικές εξαρτήσεις», υπόσχεται η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ «Κίνηση Ηθοποιών» στο πρόσφατο κείμενο των θέσεών της για τις επικείμενες εκλογές στο ΣΕΗ, προσπαθώντας να ξεγελάσει όσους δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει πως τίποτα «ακομμάτιστο» δεν υπάρχει στην εκμεταλλευτική κοινωνία μας. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, πίσω από το προσωπείο του «ανεξάρτητου», επιδιώκουν να κρύψουν την «κομματικότητα» των προτάσεών τους και για το ΣΕΗ. Το ότι δηλαδή είναι προτάσεις και θέσεις εναρμονισμένες με την κυρίαρχη πολιτική, την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που υπηρετεί τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και μεγαλοεργοδοτών σε βάρος των μισθοσυντήρητων, φτωχότερων και άνεργων ηθοποιών.

Από την πρόσφατη θητεία και δράση της στο Προεδρείο του ΣΕΗ - σε αγαστή σύμπνοια με τις παρατάξεις «Ενωμένοι Ηθοποιοί» («ανεξάρτητοι» δήθεν κι αυτοί) και «Ελεύθερη Εκφραση» (παράταξη της ΝΔ) - μπορεί να αντλήσει κανείς δεκάδες παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση. Συνέπραξε στην προσπάθεια των «Ενωμένων Ηθοποιών» να διαγραφούν οι άνεργοι ηθοποιοί από το σωματείο, τη στιγμή που η ανεργία στον κλάδο αγγίζει το 90% και να εγγραφούν εργοδότες αντίθετα με το καταστατικό του. Πρόβαλλε αίτημα για μείωση της Συλλογικής Σύμβασης των ηθοποιών κατά 40% σε αντίθεση με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσής τους. Αρνιόταν τη σύγκληση Γενικών Συνελεύσεων, υπονόμευε τις απεργίες και τον αγώνα για υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης, καλλιεργούσε συστηματικά την ηττοπάθεια, την απογοήτευση και τελικά την απομαζικοποίηση του σωματείου. Ακόμη και όταν -μετά από συγκέντρωση υπογραφών από την παράταξη «Δημοκρατική Ενότητα Ηθοποιών» που στηρίζεται από το ΠΑΜΕ - αυτή και οι συνεργάτες της στο προεδρείο του ΣΕΗ υποχρεώθηκαν να συγκαλέσουν Γενική Συνέλευση, αρνήθηκαν τελικά να υλοποιήσουν τις αποφάσεις της. Αν οι Γενικές Συνελεύσεις δε συμφωνούν με τις απόψεις της «Κίνησης», τόσο το χειρότερο γι' αυτές.

Το άκρον άωτον του καιροσκοπισμού είναι ότι, αφού όλον αυτό τον καιρό έγραφε στα παλιά της παπούτσια τις Γενικές Συνελεύσεις και τις αποφάσεις τους, ξαφνικά, ω! του θαύματος, στις προεκλογικές θέσεις της δηλώνει πως «τα σημαντικά ζητήματα (απεργίες π.χ.) δεν πρέπει να αποφασίζονται στο Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά στις Γενικές Συνελεύσεις, με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή», λες και κάποιοι άλλοι είναι αυτοί που θέλουν το αντίθετο! Μάλλον το ΠΑΜΕ. Τα ίδια και για το καταστατικό. «Πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει», δηλώνει η «Κίνηση», «κυρίως θα πρέπει να αλλάξουν τα άρθρα εκείνα που δυσκολεύουν την εγγραφή νέων Ηθοποιών στο ΣΕΗ». Οταν, όμως, η «Δημοκρατική Ενότητα Ηθοποιών» πρότεινε στο ΔΣ να πάρει πολιτική απόφαση να ανοίξει το Σωματείο στους νέους ηθοποιούς χωρίς την καταστατική προϋπόθεση των 200 ενσήμων, που πλέον είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθούν, την καταψήφισαν.

Βέβαια, τίποτα στη στάση αυτής της παράταξης δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, γιατί στην αντίληψή της είναι μάλλον πως η πάλη των εργαζομένων για όλα αυτά που κάθε άνθρωπος δικαιούται στη ζωή του είναι ξεπερασμένη και αναχρονιστική. Στο κείμενο των προεκλογικών θέσεων της «Κίνησης» τα επίθετα αυτά κοσμούν σταθερά τις έννοιες «συλλογική σύμβαση» και «καταστατικό του σωματείου», τα «απαρχαιωμένα» τούτα σύνεργα, με τα οποία οι εργαζόμενοι προσπαθούν να προστατευτούν στοιχειωδώς από τον ανελέητο πόλεμο των «από πάνω» εναντίον τους.

Αντίθετα, ως σύγχρονη αναγορεύεται η εργασιακή εξαθλίωση των ηθοποιών, όπως και των υπόλοιπων εργαζόμενων: Η ανεργία, το μπλοκάκι, η ωρομισθία των 3,5 ευρώ ή τα εξευτελιστικά ποσοστά επί των εσόδων της παράστασης, η εντελώς απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία και τέλος η εργασία που όχι μόνο δεν πληρώνεται, αλλά την πληρώνεις κι από πάνω, το «σύγχρονο» αυτό μοντέλο ακόμη μεγαλύτερης εκμετάλλευσης όπου οι ηθοποιοί, για να επιβιώσουν καλλιτεχνικά, συστήνουν εταιρικές ομάδες. Αναλαμβάνουν, δηλαδή, οι ίδιοι όλο το κόστος και το ρίσκο της παραγωγής, ενώ στη συνέχεια πληρώνουν ενοίκιο και ποσοστά στους ιδιοκτήτες θεατρικών σκηνών για να την προβάλουν. Ολα αυτά με την πιθανότητα ότι ίσως κάποτε, κάποιο από τα μονοπώλια της πολιτιστικής βιομηχανίας (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ίδρυμα «Κακογιάννη» π.χ.) που δεν έχουν δική τους παραγωγή καθώς δεν τα συμφέρει να αναλάβουν τα ρίσκα της, θα μυριστεί κέρδη και θα αγοράσει την παράστασή τους. Με λίγα λόγια, προσπαθούν απεγνωσμένα να πουλήσουν την εργατική δύναμή τους.

«Η πραγματικότητα μας επιβάλλει να δούμε τα φαινόμενα τούτα με σύγχρονη ματιά. Δεν μπορούμε πλέον να αντιμετωπίζουμε τα πάντα με γνώμονα μια ενιαία σύμβαση», διακηρύσσει η «Κίνηση». Οι ηθοποιοί δηλαδή θα πρέπει επιτέλους να εκσυγχρονιστούν, που σημαίνει να προσαρμοστούν στην άθλια πραγματικότητα που βιώνουν. Να αλλάξουν, για παράδειγμα, το καταστατικό του σωματείου που καλύπτει αποκλειστικά τους μισθωτούς, για να μπορούν να εγγραφούν μαζικά οι εργοδότες, με πρόσχημα ότι η μισθωτή εργασία τείνει να εκλείψει -αφού φυσικά υποκαθίσταται από συγκαλυμμένες και στυγνότερα εκμεταλλευτικές μορφές όπως το μπλοκάκι, τα ποσοστά, η «αυτοαπασχόληση» - να πάψουν οι ηθοποιοί να διεκδικούν την ανάκτηση της ενιαίας Συλλογικής Σύμβασής τους, καθώς έτσι κι αλλιώς στην πραγματικότητα «καθένας διαπραγματεύεται πλέον ατομικά».

«Μέσα από αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση ξεπροβάλλει η ανάγκη για τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων μας», αναφωνεί στη συνέχεια. Προφανώς, η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ -όπως άλλωστε και ο κομματικός φορέας της- εννοεί να διατηρήσουν οι εκατοντάδες άνεργοι, μισοάνεργοι και απλήρωτοι ηθοποιοί το δικαίωμά τους στον καθημερινό εφιάλτη της επιβίωσης, γιατί υπάρχουν και χειρότερα, να καταντήσουν για παράδειγμα όλοι άστεγοι που θα ψάχνουν στα σκουπίδια.

Καλεί με άλλα λόγια τους ηθοποιούς να μην αγωνιστούν για να αλλάξουν την κατάστασή τους και τη θέση τους στην κοινωνία, αντιπαλεύοντας σε συμπαράταξη με το συνεπές εργατικό κίνημα την πολιτική της κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των εργοδοτών που τους συντρίβει, να απορρίψουν τη μόνη διέξοδο που εγγυάται την αποτροπή των χειρότερων σήμερα, την αναγέννηση της ελπίδας για το αύριο. Τέτοιες αντιλήψεις είναι άλλωστε «κομματικές», μπανάλ και ντεμοντέ στον εκλεπτυσμένο κόσμο της.

Αυτό που χρειάζεται, υπογραμμίζει, είναι «ενότητα και αλληλεγγύη». Αν εννοούσε, βέβαια, την ενότητα και την αλληλεγγύη όλων των καταπιεσμένων, θυμάτων της βάρβαρης πολιτικής της εκμετάλλευσης, ποιος θα μπορούσε να έχει αντίρρηση; Δυστυχώς, όμως, όπως προκύπτει από τις προτάσεις της, αυτό που υπονοεί είναι ότι οι ηθοποιοί ενωμένοι και αλληλέγγυοι προς τους μεγαλοεπιχειρηματίες εργοδότες, πρέπει να τους βοηθήσουν για να τα βγάλουν πέρα στην κρίση, γιατί μόνον έτσι θα πάρουν κι εκείνοι ένα κομματάκι πίτας.

Αντί να διεκδικούν μισθούς, εργασιακά δικαιώματα, γενναία κρατική χρηματοδότηση των δημόσιων πολιτιστικών οργανισμών κ.α. να προτείνουν ό,τι ακριβώς λέει και η Ευρωπαϊκή Ενωση: Το κράτος να ενισχύσει τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις, για να επενδύσουν στον πολιτισμό, φορώντας τη μάσκα του σωτήρα του. Συγκεκριμένα προτείνει: «Στήριξη του θεσμού της χορηγίας με κίνητρα προς τους χορηγούς (π.χ. φοροελαφρύνσεις)», καθώς μάλιστα «ο θεσμός του χορηγού είναι ιερός!», «οικονομικές απαλλαγές για όσους θέλουν να χρηματοδοτήσουν την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών», διαπλοκή των επιχειρηματικών συμφερόντων με τα κρατικά θέατρα, τη δημόσια τηλεόραση, τα Φεστιβάλ και τους άλλους πολιτιστικούς φορείς, αρκεί να υπάρχει «διαφάνεια» και να μην παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο της Τέχνης! Να είναι, δηλαδή, «υγιής» και ανιδιοτελής η διαπλοκή.

Φτάνει, μάλιστα, να απαιτεί επιτακτικά την εφαρμογή του τελευταίου νόμου για τον κινηματογράφο της πρώην κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Ενα νόμο που οι σκηνοθέτες αποκαλούν «νόμο - ταφόπλακα του ελληνικού κινηματογράφου», γιατί διέκοψε την κρατική χρηματοδότηση και πρόσφερε «γην και ύδωρ» στους επιχειρηματίες με τη μάταιη προσδοκία να «επενδύσουν» σ' αυτόν, οδηγώντας σήμερα τον ελληνικό κινηματογράφο στην ανυπαρξία και την καταστροφή.

Με λίγα λόγια, η «Κίνηση Ηθοποιών» ούτε λίγο - ούτε πολύ ζητά από τους ηθοποιούς να την ψηφίσουν για να βοηθήσει στο να συνεχιστεί η ίδια πολιτική των οικονομικών προνομίων και παροχών προς το κεφάλαιο, που μας έφερε στο σημερινό χάλι. Μια πολιτική που σημαίνει νέα φοροληστεία και λεηλασία των εργασιακών δικαιωμάτων, ακόμη πιο ασφυκτικό έλεγχο της τέχνης από τους «χρηματοδότες» της και χυδαία εμπορευματοποίηση κάθε ανθρώπινης ανάγκης όπως η Υγεία, η Παιδεία, η Τέχνη και ο Πολιτισμός. Δε φαίνεται όμως πως θα πείσει. Στο κάτω-κάτω οι ηθοποιοί το ξέρουν καλά ότι οι «λύκοι» δεν έρχονται για να τους ταΐσουν, αλλά για να τους καταβροχθίσουν!


Θ. Ν.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ