Πράγματι έχει ένα δίκιο ο κ. Δραγασάκης. Δέχεται τη συνέχεια του ελληνικού κράτους, του αστικού κράτους, το οποίο υπηρετούν κατά καιρούς κυβερνήσεις από διαφορετικά κόμματα, είτε μονοκομματικές είτε κυβερνήσεις συνεργασίας. Κόμματα που κινούνται στο ίδιο στρατηγικό πλαίσιο παρά τις διαφορές που έχουν στην πολιτική διαχείρισης. Αλλωστε και στο παράδειγμα των ΗΠΑ υπάρχουν διαφορές. Να θυμηθούμε το ζήτημα της υγείας και των μέτρων Ομπάμα, χωρίς να σημαίνει ότι η πολιτική υγείας του Ομπάμα είναι φιλολαϊκή, στα οποία διαφωνούσαν οι Ρεπουμπλικάνοι, ή πρόσφατα τον καθορισμό του ύψους του κρατικού χρέους με το οποίο διαφωνούσαν πάλι οι Ρεπουμπλικάνοι και επειδή δεν είχαν την απαιτούμενη πλειοψηφία οι Δημοκρατικοί για να αποφασίσουν μέχρι να επέλθει συμβιβασμός έκλεισαν για περίπου ένα μήνα οι δημόσιες υπηρεσίες.
Αν και δεν έχουν ταυτόσημη πολιτική διαχείρισης, και τα δύο κόμματα υπηρετούν τα γενικά συμφέροντα των μονοπωλίων. Οι μεταξύ τους αντιθέσεις, εκφράζουν αντιθέσεις συμφερόντων τμημάτων του κεφαλαίου στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αντιθέσεις που έχουν σχέση και με τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά. Για παράδειγμα η κυβέρνηση Ομπάμα παρεμβαίνει στην Ευρωζώνη, επιμένοντας να εφαρμόσει τη δική της πολιτική διαχείρισης της κρίσης κόντρα στη Γερμανία. Παρεμβαίνει δηλαδή στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς στην Ευρωζώνη, κόντρα στη Γερμανία, σε όφελος των μονοπωλίων των ΗΠΑ που ανταγωνίζονται τα γερμανικά μονοπώλια. Ταυτόχρονα όμως βγήκε πρόσφατα ο προηγούμενος κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, Αλ. Γκρίνσπαν, και δήλωσε οπαδός της οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας. Συμφωνούν λοιπόν στο στρατηγικό πλαίσιο, και οι διαφορές τους δεν αφορούν το ποιος υπερασπίζει τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα και ποιος όχι. Θυμίζουμε ότι σε συνθήκες εφαρμογής της «πολιτικής Ομπάμα» είναι πολλά εκατομμύρια οι Αμερικάνοι που ζουν με τα συσσίτια, είναι άστεγοι, άνεργοι κλπ.
Ο κ. Δραγασάκης, με το παράδειγμά του, προβάλλοντας τη διαφορετικότητα της πολιτικής Ομπάμα - Μπους, συγκαλύπτει ότι και οι δύο υπηρετούν τα μονοπώλια, τις διαρκείς ανάγκες του κεφαλαίου, ομολογεί έτσι το χαρακτήρα των διαφορών που έχει η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με αυτή της ΝΔ.
Τι προσπαθεί λοιπόν να κάνει ο κ. Δραγασάκης; Να εμφανίσει ως αλλαγή πολιτικής σε όφελος του λαού τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, που θα υπηρετήσει το αστικό κράτος και τα μονοπώλια, ακριβώς γιατί παρά τη διαφορά με την κυβέρνηση στο μείγμα διαχείρισης κινείται στο ίδιο στρατηγικό πλαίσιο με την πολιτική της κυβέρνησης.
Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι η αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ αφορά αποκλειστικά (χωρίς καμία αναστολή πλέον εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ) το ποιο μείγμα καπιταλιστικής διαχείρισης θα προτιμηθεί για την έξοδο του κεφαλαίου από την κρίση του, με το λαό τσακισμένο, φτωχό, άνεργο, ανασφαλή, φοβισμένο. Το μείγμα της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής, που προτάσσουν ΝΔ - Μέρκελ - ΕΕ, ή της επεκτατικής των ΣΥΡΙΖΑ - Ομπάμα - ΔΝΤ. Σ' αυτή την αντιπαράθεση δεν μπορεί και δεν πρέπει να εγκλωβιστεί ο λαός. Πρέπει να χαράξει το δικό του δρόμο.
Αλλαγή πολιτικής, ανάπτυξη προς όφελος του λαού, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αλλαγή της τάξης που βρίσκεται στην εξουσία. Η μόνη σύγχρονη και φιλολαϊκή λύση βρίσκεται στην πρόταση του ΚΚΕ, για μια συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα που θα ανατρέψουν την εξουσία των καπιταλιστών, θα πάρουν την εξουσία και την οικονομία στα χέρια τους, αποδεσμεύοντας τη χώρα από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ.
Ο κουρνιαχτός που κατά καιρούς σηκώνει - σήμερα για τον Σκαραμαγκά απειλώντας τον Ε. Βενιζέλο με εξεταστική επιτροπή (ο οποίος ανταπέδωσε, υπονοώντας ότι διαθέτει στοιχεία σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ), χτες για τη λίστα Λαγκάρντ, προχτές για τη ΖΗΜΕΝΣ και το Βατοπέδι, μονίμως για τα λαμόγια και την κλεπτοκρατία που φταίνε δήθεν για την κρίση - είναι βολικός για τον ίδιο και ιαματικός για την αστική εξουσία.
Βοηθά τον ΣΥΡΙΖΑ να κρύψει την ολοένα και μεγαλύτερη σύγκλισή του σε επίπεδο στόχευσης με τα άλλα κόμματα του αστικού πολιτικού συστήματος, να συγκαλύψει την αδυναμία του να αντιπαρατεθεί μαζί τους, αφού στην ουσία συμπίπτουν. Τον βοηθά να ξεπλύνει ένα σύστημα του οποίου τη διαχείριση ορέγεται.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, όπως πριν απ' αυτόν για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, η σκανδαλολογία αποτελεί «πασπαρτού», την απάντηση σε κάθε ερώτηση. Τα σκάνδαλα - ισχυρίζεται - γέννησαν την κρίση, η πάταξη της διαφθοράς - διατείνεται - θα γεννήσει την ανάπτυξη και θα ανοίξει έναν νέο ενάρετο κύκλο όπου εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι θα συνυπάρχουν αρμονικά. Παραμύθια της Χαλιμάς.
-- «(Των εκπτώσεων) προηγήθηκε ένας "άνομβρος Οκτώβρης" σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας και της αναμονής του δεκαημέρου. Οι καταναλωτές όπως ήταν αναμενόμενο μετέφεραν τις αγορές τους σε εκείνο το μήνα που τους "συνέφερε" περισσότερο. Υπάρχει σε όλους ένας διάχυτος φόβος μήπως ο υπόλοιπος Νοέμβριος απορροφήθηκε από την Κυριακή 3 Νοεμβρίου και το δεκαήμερο των εκπτώσεων (...) Το γενικότερο κλίμα σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα ήταν αρνητικό σε σχέση με το μέτρο των εκπτώσεων. Τα καταστήματα κινήθηκαν γενικά σε χαμηλά ποσοστά εκπτώσεων (...) Λόγω της αναμονής των εκπτώσεων του Νοεμβρίου ο Οκτώβρης παρουσίασε μεγάλη πτώση πωλήσεων στις περισσότερες περιπτώσεις».
Η ΕΣΕΕ παραδέχεται ότι τα λεφτά στον οικογενειακό κορβανά είναι μετρημένα και ότι οι εκπτώσεις και οι Κυριακές δεν αυξάνουν τον συνολικό τζίρο των καταστημάτων. Αντίθετα, ο Οκτώβρης πριν τις εκπτώσεις ήταν «άνομβρος» και το ίδιο περιμένουν και για τον υπόλοιπο Νοέμβρη. Ολη η κίνηση και ο τζίρος του διμήνου, συγκεντρώθηκε στις εκπτώσεις και στην Κυριακή αργία.
Η ΕΣΕΕ ομολογεί ότι η κίνηση στις εκπτώσεις και την Κυριακάτικη αργία απορροφήθηκε κατά κανόνα από τον κεντρικό εμπορικό δρόμο της Αθήνας και τα πολυκαταστήματα, δηλαδή τους «μεγάλους» της αγοράς. Οι αυτοαπασχολούμενοι και μικροί ΕΒΕ στο υπόλοιπο κέντρο της Αθήνας και στις γειτονιές της Αττικής, πάτωσαν στην κυριολεξία από κίνηση και εισπράξεις την πρώτη Κυριακή των ενδιάμεσων εκπτώσεων.
-- «Η γενικότερη εικόνα είναι ότι οι εκπτώσεις το συγκεκριμένο δεκαήμερο βοήθησαν μόνο τις μεγάλες αλυσίδες που το πελατολόγιο είναι απρόσωπο, ενώ στις μικρές επιχειρήσεις δημιούργησε σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό».
Ομολογείται κυνικά ότι τα μέτρα της κυβέρνησης ευνοούν μόνο τους μεγάλους και επιταχύνουν αντί να επιβραδύνουν την αντικειμενική τάση στον καπιταλισμό να συρρικνώνονται οι μικροί στον ανταγωνισμό με τα μεγαθήρια του εμπορίου. Συμπληρωματικά στα παραπάνω, ο αρμόδιος αντιπεριφερειάρχης του Βόρειου Τομέα της Αττικής (Δήμοι Πεντέλης, Κηφισιάς, Μεταμορφώσεως, Πεύκης - Λυκόβρυσης, Αμαρουσίου, Ψυχικού - Φιλοθέης, Χολαργού - Παπάγου, Νέας Ιωνίας, Βριλησσίων, Αγίας Παρασκευής, Χαλανδρίου και Ηρακλείου), Κ. Μανιάτης ομολόγησε τις προάλλες ότι «κατά την πρώτη εφαρμογή του μέτρου την προηγούμενη Κυριακή (σ.σ. 3/11) δεν αυξήθηκε ο τζίρος των επιχειρήσεων, παρά το γεγονός ότι το άνοιγμα των καταστημάτων συνέπεσε με τις εκπτώσεις και τον καλό καιρό».
Η ΕΣΕΕ, βέβαια, εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μεγάλων του εμπορίου. Δεν έχει «καημό» για τους αυτοαπασχολούμενους και μικρεμπόρους. Χαρακτηριστική γι' αυτό είναι η πρότασή της να μειωθούν κατά 13% επιπλέον οι μισθοί στο εμπόριο, μέτρο που ωφελεί κατά κανόνα όσους απασχολούν μισθωτή εργασία στις επιχειρήσεις τους και ιδιαίτερα όσους έχουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
Μέσα απ' αυτή τη διαδικασία, επιδιώκει να τραβήξει τους μικρούς εμπόρους, που μπορεί να απασχολούν έναν ή δύο εργαζόμενους σε συμμαχία με τους καπιταλιστές εμπόρους και τα πολυκαταστήματα, δηλαδή τους ανταγωνιστές τους, που τους ξεκληρίζουν, πατώντας στην ψυχολογία ότι και ο μικρός που δε μπορεί να τα βγάλει πέρα, ωφελείται από τη μείωση των μισθών. Αλλά ο αυτοαπασχολούμενος, ο μικρέμπορος, ό,τι και αν γίνει, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τα μεγαθήρια.
Στο ίδιο κείμενο, η ΕΣΕΕ γράφει: «Το γεγονός πως πρόκειται για την πρώτη φορά εφαρμογής της ενδιάμεσης εκπτωτικής περιόδου, εκ των πραγμάτων δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με την αποδοτικότητα ή μη του μέτρου». Και με αυτή την εκτίμηση, η ΕΣΕΕ από τη μια μεριά κλείνει το μάτι στους «μικρούς», τους οποίους θέλει να τραβήξει προς την πλευρά των μεγαλεμπόρων, για να τους αποκόψει από τη δυνατότητα συμμαχίας με τους εμποροϋπάλληλους και συνολικά την εργατική τάξη. Από την άλλη, το μέτρο που λέει πως πρέπει να δοκιμαστεί, είναι δεδομένο ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της τάσης συρρίκνωσης των μικρών προς όφελος των μεγάλων...
Εξίσου αποκαλυπτική είναι και η επιστολή του προέδρου της ΕΣΕΕ προς τους αντιπεριφερειάρχες, όλης της χώρας, που είχαν την αρμοδιότητα να καθορίσουν μέχρι τις 8/11/2013 πόσες Κυριακές το χρόνο θα μπορούν να είναι ανοιχτά τα καταστήματα στην περιοχή ευθύνη τους, πλέον των εφτά Κυριακών που ορίζει ο νόμος 4177/2013.
Γράφει μεταξύ άλλων ο Β. Κορκίδης: «Ως γενικό συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί ότι οι αντιπεριφερειάρχες διαβουλεύτηκαν με τις τοπικές κοινωνίες τους και αποφάσισαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανάλογα με τις ανάγκες των περιοχών τους, που ήταν και το ζητούμενο». Δηλαδή, η βήμα βήμα κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας γίνεται με το άλλοθι των «τοπικών ιδιαιτεροτήτων», το οποίο σιγοντάρει ανοιχτά η ΕΣΕΕ, ανοίγοντας το δρόμο στη χωρίς περιορισμούς λειτουργία των καταστημάτων όλες τις Κυριακές του χρόνου. Χρησιμοποιεί μάλιστα και το ψέμα, αφού στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Εμπορικοί Σύλλογοι δεν τάχθηκαν υπέρ του να ανοίγουν τα καταστήματα περισσότερες από εφτά Κυριακές το χρόνο.
Ο Β. Κορκίδης κάνει ξεχωριστεί αναφορά στην Περιφέρεια της Αττικής και ευχαριστεί τον Περιφερειάρχη επειδή «η προσωπική σας προτροπή προς τους Αντιπεριφερειάρχες των 8 τομέων της Αττικής έπιασε τόπο, καθώς οι αποφάσεις για το λεκανοπέδιο στο μεγαλύτερο μέρος τους αντανακλούν τις θέσεις της πλειοψηφίας του τοπικού εμπορικού κόσμου που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά». Ξανά με πρόσχημα τα «ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά», η ΕΣΕΕ βάζει από την πίσω πόρτα την κατάργηση της Κυριακής αργίας.
Αλλά ακόμα και εκεί που τα μαγαζιά ανοίγουν, λόγω του ότι η περιοχή χαρακτηρίζεται «τουριστική», ποιος συγκεντρώνει τον τζίρο; Μήπως και εκεί οι μικρέμποροι δε συνθλίβονται από τα πολυκαταστήματα; Μήπως στις τουριστικές περιοχές το άνοιγμα των καταστημάτων όλο το χρόνο έχει ανακόψει την αντικειμενική τάση για συγκεντροποίηση; Η απάντηση είναι αυτονόητα «όχι».
Υπάρχουν δύο ακόμη ζητήματα. Το ένα, του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων στο εμπόριο και σε όποιον άλλο κλάδο μελλοντικά εφαρμοστεί το μέτρο (υπάρχουν τομείς των υπηρεσιών, τράπεζες, που καραδοκούν, θέλοντας να λειτουργούν και την Κυριακή), αλλά και των αυτοαπασχολουμένων και των μικρεμπόρων. Τους τον καταργούν. Τους αναγκάζουν σε 7 μέρες δουλειά, δηλαδή σκλαβιά, χωρίς τη δυνατότητα ξεκούρασης, αναζωογόνησης της εργατικής δύναμης.
Ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για όσους τους καλλιεργούν την ψυχολογία ότι διευκολύνονται να ψωνίσουν, αφού τις άλλες μέρες εργάζονται. Είναι ψέμα. Ως τώρα πώς τα κατάφερναν; Το δεύτερο, είναι οι εργασιακές σχέσεις των εμποροϋπαλλήλων. Γίνονται λάστιχο, αφού θα αναγκάζονται να δουλεύουν με βάση τις μέρες και τις ώρες που θέλουν οι καπιταλιστές του εμπορίου, εντατικοποιώντας τους τη δουλειά. Που σημαίνει ένταση της εκμετάλλευσης για μεγαλύτερη κερδοφορία.
Τελευταίο επεισόδιο είναι η ανακοίνωση της αυτοαποκαλούμενης «αυτονομιστικής» κυβέρνησης της Κυρηναϊκής (της ανατολικής δηλαδή επαρχίας της Λιβύης που έχει ως πρωτεύουσα τη Βεγγάζη) περί ίδρυσης της δικής της πετρελαϊκής εταιρείας με την επωνυμία «Libya Oil and Gas Corp». Η εταιρεία θα έχει, αρχικά, ως έδρα το Τομπρούκ και στη συνέχεια θα μεταφερθεί στη Βεγγάζη. Σύμφωνα, δε, με τις δηλώσεις του παρουσιαζόμενου ως «πρωθυπουργού» της «αυτονομιστικής» αυτής κυβέρνησης Αμπντ Ράμπο αλ Μπαράσι, η εταιρεία θα αξιοποιεί τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του λιμανιού Χαρίγκα, που ήδη έχουν παραλύσει και ελέγχονται από τοπικούς οπλαρχηγούς.
Ταυτόχρονα, σχεδόν, με την ανακοίνωση του Μπαράσι συνεχιζόταν και η κατάληψη σε έναν άλλο βασικό τερματικό σταθμό της χώρας, στη Μελίταχ, από Αμαζίνγκ (Βερβέρους της Λιβύης), που φέρονται, με βάση τουλάχιστον την υπάρχουσα πληροφόρηση, να ζητούν να περιληφθούν σαφείς προβλέψεις για τα πολιτιστικά τους δικαιώματα στο νέο σύνταγμα. Ο σταθμός ανήκει από κοινού στον ιταλικό κολοσσό ΕΝΙ και στη Λιβυκή Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου και έχει ήδη διακοπεί η ροή πετρελαίου αλλά και αερίου προς την Ιταλία προκαλώντας τις σοβαρές αντιδράσεις της ΕΝΙ.
Η προειδοποίηση του Ζεϊντάν για νέα ιμπεριαλιστική επέμβαση είναι στο παιχνίδι. Θυμίζουμε ότι και η πρώτη επέμβαση έγινε όταν το καθεστώς Καντάφι θέλησε να αλλάξει τους όρους των συμφωνιών με μονοπωλιακούς ομίλους (να βάλει και νέους «παίκτες», όπως η Ρωσία και η Κίνα).
«Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζεται διεθνώς ως αξιόπιστη πολιτική δύναμη, με την οποία είναι αναγκαία η συζήτηση, καθώς βρίσκεται στα πρόθυρα εξουσίας. Ο διεθνής παράγων, ακόμη και οι πιστωτές, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν την εντιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αυτός δεν ευθύνεται για το άγος της αδιαφάνειας και της διαφθοράς που έχουν οδηγήσει τη χώρα στη σημερινή κρίση».
Τάδε έφη το χτεσινό κύριο άρθρο στην ΑΥΓΗ. Με άλλα λόγια «έξω μας αγαπάνε, αγαπήστε μας κι εσείς».
Τα ψευτοδιλήμματα στη διπολική κόντρα ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ δε λείπουν. Μέχρι πρόσφατα, έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στις δυνάμεις του σκότος και τις δυνάμεις του φωτός. Τώρα έχουμε τους ντόπιους «καθυστερημένους και ανυπόληπτους» (ένας αρθρογράφος στην ΑΥΓΗ μάλιστα τους χαρακτήρισε «κατιμάδες») ενάντια στους «διεθνώς αναγνωρισμένους» κ.λπ.
Κανονικά, θα έπρεπε να αφήσουμε αυτήν την οικογενειακή υπόθεση να εξελιχθεί εντός των τειχών της. Ακουμπά όμως τη δική μας ζωή, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικεί την κυβέρνηση προτάσσοντας το «μας εμπιστεύονται διεθνώς», υποτίθεται ότι υπερασπίζεται τα δίκαια των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Για ποιες θέσεις και ποιοι τους εμπιστεύονται διεθνώς; Μα για τη σταθερή πορεία της Ελλάδας στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, του ευρωμονόδρομου, που έφερε την κρίση, θα φέρει και την ανάκαμψη με τσακισμένα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, προετοιμάζοντας την επόμενη κρίση κ.λπ.
Ο κ. Τσίπρας έσπευσε ήδη να ισχυριστεί ότι έχουν παρερμηνευτεί οι δηλώσεις του για την υπεράσπιση της Ευρωζώνης που έκανε στο Τέξας (σχετικό ρεπορτάζ στα ΝΕΑ). Ομως, η σχετική ανταπόκριση του ΑΠΕ δεν έχει διαψευστεί: «Ο κ. Τσίπρας συμμετείχε σήμερα σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, με θέμα: "Συμβουλές σε μία μελλοντική κυβέρνηση", μέσα στα πλαίσια του διήμερου συνεδρίου που πραγματοποίησε το Lyndon B. Johnson School of Public Affairs, του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Ωστιν». Γιατί πήγε εκεί; Αντιγράφουμε: «Επιδίωξη του επιτελείου Τσίπρα το τελευταίο διάστημα είναι να δημιουργηθεί ένα δίκτυο προσωπικοτήτων, διαμορφωτών της κοινής γνώμης, ακαδημαϊκών και οικονομολόγων για να διεθνοποιήσουν το ελληνικό πρόβλημα και να υποστηρίξουν επικοινωνιακά τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ πριν κληθεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας» («Ελευθεροτυπία»).
Δεν είναι η πρώτη φορά ούτε και η τελευταία: «Τον περασμένο Ιανουάριο πήγε στην αμερικανική πρωτεύουσα, όπου μίλησε στο Ινστιτούτο Brookings, ενώ θα ξαναπάει τον ερχόμενο Μάρτιο για να μιλήσει στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (...) Αποστολή του CSIS είναι "η προώθηση της παγκόσμιας ασφάλειας και ευημερίας, προτείνοντας διορατική στρατηγική και λύσεις πολιτικής στους διαμορφωτές των αποφάσεων", ενώ "παρέχει στρατηγικές κατευθύνσεις και επιλογές πολιτικής σε διαμορφωτές λήψης αποφάσεων σε κυβερνητικές θέσεις, διεθνείς οργανισμούς, στον ιδιωτικό τομέα και στην κοινωνία των πολιτών"» («Ελευθεροτυπία»).
Τι λέει εκεί που πάει ο κ. Τσίπρας (δε ρωτάμε τι του λένε από διακριτικότητα μιας και ο ίδιος αποφεύγει να αναφερθεί σ' αυτό, αν και ο συνοδός του σ' αυτό το ταξίδι Γ. Βαρουφάκης δεν κρύβει λόγια).
Αντιγράφουμε πάλι από το ΑΠΕ: «Οι τρεις πυλώνες που θα διέπουν το εθνικό σχέδιο, σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα, είναι:
- Η σταθεροποίηση της οικονομίας (σημείωση δική μας: με αναδιανομή στους φόρους).
- Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης (σημείωση δική μας: με επιδόματα φτώχειας)».
Και το ζουμί: «η αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Ο στόχος είναι η δημιουργία ενός μοντέλου ανάπτυξης, που θα δημιουργήσει αξιοπρεπώς αμειβόμενη και σταθερή εργασία».
Μιλά, λοιπόν, για καπιταλισμό που θα προσφέρει αξιοπρεπώς αμειβόμενη σταθερή εργασία. Δεν είναι και λίγο, αλλά να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε, για ποιο πράγμα υπάρχει η διεθνής αναγνώριση. Φτάνει όμως αυτό για να εισπράξει τη διεθνή αναγνώριση; Η απάντηση παραπέμπει στο σε ποιους δίνει διαβεβαιώσεις και από ποιους ζητά να τον στηρίξουν. Αντιγράφουμε:
«Στο πάνελ του συνεδρίου, που οργάνωσαν οι οικονομολόγοι Τζέιμς Γκαλμπρέιθ και Γιάννης Βαρουφάκης, ήταν η Μόνικα Φρασόνι, συμπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας Πρασίνων στο Ευρωκοινοβούλιο, ο Ρίτσαρντ Πάρκερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και φίλος του πρώην πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, ο Λάντον Τόμας, γνωστός δημοσιογράφος των "Νιου Γιορκ Τάιμς" που κατά καιρούς "πυροβολεί" με καυστικά ρεπορτάζ του για την ελληνική κρίση, ο Νόρμαν Μπίρνμπαουμ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, ο Ιβ Λετέρμ, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ κ.ά.»
Σ' αυτό το συνέδριο, ο κ. Τσίπρας δεν έδειξε μόνο το πρόγραμμά του, έκανε και μια δεύτερη ομιλία, με θέμα «Συμβουλές σε μια μελλοντική κυβέρνηση» και μέσα από την οποία έκανε εκτενή αναφορά -που δεν πέρασε απαρατήρητη από τους αποδέκτες της - στην έκθεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ με τίτλο «The Report to Congress on International Economic and Exchange Rate Policies») η οποία ασκεί κριτική στη Γερμανία, γιατί, επιμένοντας σε μια πολιτική που στηρίζει τις εξαγωγές της, δημιουργεί πρόβλημα στις άλλες χώρες της ΕΕ και «εξάγει την ύφεση στην Ευρωζώνη και στον υπόλοιπο κόσμο».
Γιατί έπρεπε να πάει στις ΗΠΑ για να επικροτήσει αυτήν την εκτίμηση; «Νομίζω για έναν ηγέτη, όπως ο κ. Τσίπρας, που κάποια στιγμή θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας και θα βρεθεί ενώπιον δύσκολων καταστάσεων, η επαφή με την αμερικανική πλευρά έχει την αξία της», εξηγεί ο Γιάννης Βαρουφάκης.
Αν όλα αυτά παραπέμπουν σε θεωρίες συνωμοσίας, δεν ισχύει το ίδιο για το παρακάτω κείμενο: «Το συμφέρον της Δύσης απαιτεί σήμερα την παραμονή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, ακόμη και αν (ένα μεγάλο αν) υπάρξει αποχώρησή της από την Ευρωζώνη (...) Η γεωγραφική θέση της χώρας σημαίνει ότι η εκάστοτε πολιτική της κατεύθυνση δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη» (Το κείμενο στον ιστότοπο του Stratfor ιδιωτικό αμερικάνικο κέντρο αναλύσεων και πληροφοριών... κάτι δηλαδή σαν μια ιδιωτική CIA).
Αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε τι θέλει να πει ο Γιάννης Δραγασάκης όταν αναφέρει: «Αποτελεί πλέον κοινό τόπο και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ότι ο μόνος δρόμος για να έχουμε μια τέτοια κυβέρνηση είναι μέσω του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εκείνη η πολιτική δύναμη η οποία έχει τις προϋποθέσεις που της επιτρέπουν ακριβώς να ανακτήσει όχι προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς όφελος της δημοκρατίας, προς όφελος της ίδιας της πολιτικής εμπιστοσύνης στην κοινωνία, μπορεί να διεκδικήσει μια βιώσιμη θέση της χώρας στα πλαίσια της Ευρώπης και θα μπορέσει να υλοποιεί ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων».
Γι' αυτές του τις θέσεις στήριξης στο σύστημα χωρίς αναταράξεις έχει διεθνή αναγνώριση ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι βεβαίως από την εργατική τάξη των χωρών που επισκέπτεται.