Από σήμερα ο «Ριζοσπάστης» προσαρμόζει την ύλη του τετρασέλιδου «Διεθνή και Οικονομία» στη μάχη των ευρωεκλογών. Τα θέματα που φιλοξενούμε στο σημερινό τετρασέλιδο αφορούν τα μνημόνια διαρκείας της ΕΕ μετά και από την πρόσφατη απόφαση της Κομισιόν για την επέκταση του «ενισχυμένου εποπτικού πλαισίου» για την Ελλάδα, την κλιμάκωση των ανταγωνισμών στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής ένωσης, όσο και την προσπάθεια για «θωράκιση» της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων της ΕΕ, στον ανταγωνισμό τους με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως αυτά αποτυπώνονται στη βιομηχανική πολιτική της Γερμανίας και στην πολιτική της ΕΕ για την «πράσινη» αυτοκινητοβιομηχανία.
Copyright 2018 The Associated |
Στην ανανέωση του «ενισχυμένου εποπτικού πλαισίου» προχώρησε αυτήν τη βδομάδα η Κομισιόν |
Θυμίζουμε ότι το «ενισχυμένο εποπτικό πλαίσιο» ενεργοποιήθηκε στις 21 Αυγούστου 2018 ως το «διάδοχο» σχήμα του 3ου μνημονίου και με προβλεπόμενη διάρκεια τουλάχιστον σε βάθος 4ετίας (μέχρι το 2022). Μάλιστα, η αντιλαϊκή συμφωνία προβλέπει διαδοχικές ανά τρίμηνο «αξιολογήσεις» αλλά και νέα φουρνιά εκταμιεύσεων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) ως κίνητρο για την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και των καπιταλιστικών «αναδιαρθρώσεων» στα επόμενα χρόνια. Οι εκταμιεύσεις της «επόμενης μέρας» αφορούν σε επιστροφές κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από τα «ακούρευτα» κρατικά ομόλογα και την αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους το 2012. Στην ίδια ανακοίνωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «θυμίζει» ότι «η θετική έκθεση ενισχυμένης εποπτείας των θεσμών είναι απαραίτητη για την επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών των εθνικών κεντρικών τραπεζών από την κατοχή ελληνικών ομολόγων».
Την ίδια ώρα, δείχνοντας το «βάθος» χρόνου στο οποίο εκτείνεται η «μεταμνημονιακή» αντιλαϊκή καταιγίδα, οι «επεξεργασίες» σε επίπεδο Γιούρογκρουπ δείχνουν ότι η προγραμματισμένη αποπληρωμή των δανείων προς την Ευρωζώνη φτάνει μέχρι και το 2060, ενώ το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς για την περίοδο 2023 - 2060 προδικάζεται κατά μέσο όρο στο 2,2% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Βέβαια, το κριτήριο για το ύψος των πλεονασμάτων στις επόμενες δεκαετίες συνδέεται με τη «βιώσιμη» διαχείριση του κρατικού χρέους, δηλαδή την αποπληρωμή των δανειστών του ελληνικού κράτους από τα χαράτσια και τις περικοπές που φορτώνουν στις λαϊκές πλάτες, μέσω των «πλεονασμάτων».
Παράλληλα, τα υφιστάμενα αντιλαϊκά μέτρα αποτελούν μόνιμη παρακαταθήκη στην προοπτική ανάκαμψης των επιχειρηματικών ομίλων. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «η Ελλάδα έλαβε μέτρα για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, με αποτέλεσμα να μετατραπεί το σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου γενικής κυβέρνησης σε πλεόνασμα, το οποίο και αναμένεται να διατηρηθεί». Στο «διά ταύτα» τονίζεται ότι «τα εν λόγω μεταρρυθμιστικά μέτρα και οι προσπάθειες εξυγίανσης θα έχουν σωρευτικά αποτελέσματα με την πάροδο του χρόνου και, ως εκ τούτου, θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στη δημοσιονομική βιωσιμότητα και πολύ μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος».
Την ίδια ώρα, η προγραμματισμένη αποπληρωμή των δανείων προς την Ευρωζώνη φτάνει μέχρι και το 2060, ενώ το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς για την περίοδο 2023 - 2060 προδικάζεται κατά μέσο όρο στο 2,2% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Βέβαια, το κριτήριο για το ύψος των πλεονασμάτων στις επόμενες δεκαετίες συνδέεται με τη «βιώσιμη» διαχείριση του κρατικού χρέους, δηλαδή την αποπληρωμή των δανειστών του ελληνικού κράτους από τα χαράτσια και τις περικοπές που φορτώνουν στις λαϊκές πλάτες μέσω των «πλεονασμάτων».
Αποκαλυπτικό είναι το παράρτημα της αντιλαϊκής συμφωνίας στο Γιούρογκρουπ με τίτλο «Οι ειδικές δεσμεύσεις της Ελλάδας που θα διασφαλίσουν τη συνέχιση και ολοκλήρωση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων τη μεταπρογραμματική περίοδο», το οποίο αποτελεί και τον «οδικό χάρτη» για την περίοδο μέχρι το 2022.
Μεταξύ άλλων, ο «οδικός χάρτης» της επόμενης περιόδου αναπτύσσεται στους παρακάτω άξονες:
-- Δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Η Ελλάδα θα σεβαστεί πλήρως τη δέσμευσή της να εξασφαλίσει ότι οι ετήσιοι προϋπολογισμοί θα επιτύχουν μεσοπρόθεσμα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ». Σε αυτήν την κατεύθυνση ετοιμάζεται νέα διεύρυνση της φορολογικής βάσης για τα χαράτσια του ΕΝΦΙΑ στη λαϊκή κατοικία, σε «πλήρη ευθυγράμμιση με τις τιμές αγοράς έως τα μέσα του 2020».
-- Χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στον συγκεκριμένο άξονα δεσπόζουν η «αποκατάσταση της ευρωστίας του τραπεζικού συστήματος» και βέβαια η προσπάθεια μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων («κόκκινα» δάνεια), με την ένταση των εκβιασμών στα λαϊκά νοικοκυριά και την κλιμάκωση των πλειστηριασμών.
-- Αγορές εργασίας και προϊόντων. Πρώτο στη σχετική λίστα βρίσκεται το ζήτημα του κατώτατου μισθού: Στην αγορά εργασίας «η Ελλάδα θα διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα μέσω ετήσιας αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4172/2013 (νόμος Βρούτση), που με τη σειρά του φέρει πλέον και τη σφραγίδα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (νόμος Bρούτση - Αχτσιόγλου).
-- Στον ίδιο άξονα συνυπάρχουν η «μεταρρύθμιση της αδειοδότησης επενδύσεων», η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης στους εναπομείναντες τομείς, οι μεταρρυθμίσεις στην Ενέργεια με την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου έως τα μέσα του 2020 κ.ά. Πρόκειται για ένα πλήθος ρυθμίσεων, με τις οποίες η κυβέρνηση κυριολεκτικά στρώνει «κόκκινο χαλί» στους επιχειρηματικούς ομίλους.
-- Ιδιωτικοποιήσεις. Προβλέπεται μπαράζ ιδιωτικοποιήσεων, μεταξύ των οποίων: «Ελ. Βενιζέλος», ΔΕΣΦΑ, ΕΛΠΕ, Εγνατία, ΔΕΠΑ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, Οργανισμοί Λιμένων, υπόγεια αποθήκευση Καβάλας κ.ά. Σε αυτήν την κατεύθυνση, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής, με απόφαση που πήρε αυτήν τη βδομάδα, ενέκρινε το «αναθεωρημένο επιχειρησιακό πρόγραμμα αξιοποίησης» του ΤΑΙΠΕΔ.
--- Κοινωνική Πρόνοια. «Η Ελλάδα θα συνεχίσει τις προσπάθειές της για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος Κοινωνικής Πρόνοιας (σ.σ. προσαρμογές προς τα κάτω και αναδιανομή της φτώχειας, για τις ελάχιστες παροχές που έχουν απομείνει), σε στενή συνεργασία με την τεχνική βοήθεια που παρέχεται μέσω του SRSS» (υπηρεσία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ΕΕ).
Παράλληλα, η ελληνική οικονομία και η εφαρμοζόμενη αντιλαϊκή πολιτική από φέτος υπάγονται και στην «κανονικότητα» της διαδικασίας των «Ευρωπαϊκών Εξαμήνων», των «μνημονίων διαρκείας» δηλαδή της ΕΕ, που με τη σειρά τους θα έρθουν να «κουμπώσουν» και να ενισχύσουν τις ανά τρίμηνο «αξιολογήσεις» του «ενισχυμένου εποπτικού πλαισίου».
Σε αυτό το επίπεδο, πέρα από τα δημοσιονομικά μεγέθη και τους κρατικούς προϋπολογισμούς, ενσωματώνονται και οι «προτεραιότητες» του λεγόμενου «ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων», ως ένα ακόμη εργαλείο «έγκαιρης διάγνωσης» και εντοπισμού τυχόν «αποκλίσεων» και αντιλαϊκών παρεμβάσεων σε ζητήματα σχετικά με τη διαρκή κούρσα για την απόσπαση «πόντων» ανταγωνιστικότητας από τα ευρωπαϊκά μονοπώλια.
Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι δείκτες για το «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», η «επενδυτική θέση» κάθε οικονομίας, η «πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία» (συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα των τιμών), το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, το κρατικό χρέος κ.ά.
Να σημειωθεί ότι η ελληνική οικονομία έχει ενταχθεί στη λίστα με τα κράτη που υπάγονται σε «εμπεριστατωμένη επισκόπηση» για το 2019, καθώς σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «αναδεικνύονται ζητήματα που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, τα χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, και όλα αυτά σε συνθήκες υψηλής ανεργίας, χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας και υποτονικής επενδυτικής δραστηριότητας».
Σε αυτό το φόντο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ερχόμενη Τετάρτη θα δημοσιοποιήσει τις δύο εκθέσεις για την ελληνική οικονομία, τόσο στο πλαίσιο της «ενισχυμένης εποπτείας» όσο και στο πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» για το 2019.
Αλλωστε, η πολιτική προώθησης «καθαρών» αυτοκινήτων, με την ΕΕ να λειτουργεί ως «παγοθραυστικό» για τα νέα πεδία κερδοφορίας των αυτοκινητοβιομηχανιών, συνδέεται με μια σειρά άλλους τομείς στρατηγικής σημασίας για τους ευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους, όπως αυτόν της Ενέργειας και της παραγωγής συσσωρευτών, γενικότερα του τομέα των νέων τεχνολογιών και της έρευνας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, την περασμένη βδομάδα Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωκοινοβούλιο κατέληξαν σε συμφωνία ως προς τους στόχους που θα τεθούν για την «τόνωση» της αγοράς οχημάτων χαμηλών και μηδενικών εκπομπών ρύπων, προωθώντας τη χρήση τους στις δημόσιες μεταφορές με συγκεκριμένους δεσμευτικούς ποσοτικούς και χρονικούς στόχους. Το σχετικό κείμενο που εξέδωσε στις 11 Φλεβάρη η ρουμανική προεδρία σημείωνε ξεκάθαρα ότι πρόκειται για μια «μεταρρύθμιση η οποία θα ενισχύσει την ασφάλεια της αγοράς και παράλληλα θα ενισχύσει τη μείωση των ρύπων στις δημόσιες μεταφορές. Οι νέοι κανόνες θα ενδυναμώσουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και την επέκτασή της στις παγκόσμιες αγορές νέων τεχνολογιών».
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα νέα όρια που υιοθετεί η ΕΕ, από το 2030 κι έπειτα τα νέα οχήματα θα πρέπει να εκπέμπουν κατά μέσο όρο 37,5% λιγότερο διοξείδιο σε σχέση με σήμερα και τα φορτηγά κατά 31% λιγότερο κατά μέσο όρο, συγκριτικά με τα επίπεδα του 2021. Επίσης, για το διάστημα μεταξύ 2025 και 2029, τα οχήματα θα πρέπει να εκπέμπουν κατά 15% λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα. Το 2021 οι εκπομπές των νέων οχημάτων στην ΕΕ θα πρέπει να είναι 42% χαμηλότερα συγκριτικά με το 2005. Τα όρια υπολογίζονται βάσει γραμμαρίων διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν τα οχήματα ανά επιβάτη, τα οποία για την περίπτωση της ΕΕ είναι τα «αυστηρότερα» στον κόσμο. Η ΕΕ έχει θέσει όριο τα 95 γραμμάρια διοξειδίου ανά επιβάτη, όταν τα αντίστοιχα όρια στις ΗΠΑ είναι 121 γρ., στην Κίνα 119 γρ. και στην Ιαπωνία 117 γρ.
Στο κείμενο της συμφωνίας τονίζεται ξεκάθαρα ότι το συνολικό πλαίσιο για τα «καθαρά» οχήματα υποστηρίζει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα του κλάδου, περιλαμβανομένης της ενίσχυσης των καινοτομιών στις «καθαρές» τεχνολογίες, όπως οι συσσωρευτές Ενέργειας και οι υποδομές επαναφόρτισης οχημάτων που θα πρέπει να αναπτυχθούν κατά μήκος των δρόμων σε ολόκληρη την Ευρώπη, στο πλαίσιο ενός γενικού προγράμματος δημόσιων επενδύσεων.
Επιπλέον, η συμφωνία στην οποία κατέληξαν Ευρωκοινοβούλιο και Επιτροπή προβλέπει ειδικό μηχανισμό επιβράβευσης και παροχής πρόσθετων κινήτρων για τις αυτοκινητοβιομηχανίες που καλύπτουν τους στόχους παραγωγής οχημάτων χαμηλών και μηδενικών εκπομπών ρύπων, όπως τα λεγόμενα «υβριδικά» ή τα ηλεκτρικά οχήματα.
Ειδικότερα, για τα λεωφορεία προβλέπεται μέχρι το 2025 να αποτελούν από το 24% έως το 45% του συνολικού στόλου αυτού του τύπου οχημάτων και μεταξύ 33% και 66% από το 2030 κι έπειτα. Τα ποσοστά αυτά συγκεκριμενοποιούνται, ανάλογα με τον πληθυσμό κάθε χώρας και το ετήσιο ΑΕΠ της. Υποχρεωτικά το μισό ποσοστό θα πρέπει να αποτελείται από οχήματα μηδενικών ρύπων, δηλαδή εξολοκλήρου από ηλεκτρικά οχήματα, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό επιτρέπεται να αποτελείται από οχήματα που χρησιμοποιούν ως καύσιμο αέριο, άλλα εναλλακτικά καύσιμα ή υβριδικού (μεικτού) τύπου.
Λίγες μόλις μέρες μετά την παραπάνω ανακοίνωση της Επιτροπής, η Ενωση Ευρωπαϊκών Αυτοκινητοβιομηχανιών (ACEA) έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία πωλήσεων νέων οχημάτων για το 2018, σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός τους στην ΕΕ έφτασε τα 15 εκατ. Παρά το γεγονός ότι το 2018 ήταν το πέμπτο συνεχόμενο έτος αύξησης των πωλήσεων, η ACEA προβλέπει στασιμότητα για το 2019, καθώς σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο οι πωλήσεις θα αυξηθούν με ποσοστό χαμηλότερο του 1%.
Ο πρόεδρος της ACEA, Κάρλος Ταβάρες, με αφορμή τις παραπάνω αρνητικές προβλέψεις, έκανε λόγο για την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων στήριξης των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών, αναφερόμενος στους κινδύνους που διατρέχει η ανταγωνιστικότητά τους, εξαιτίας του επερχόμενου Brexit «άνευ συμφωνίας» και της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ - που ανάμεσα σε άλλα μπορεί να επιφέρει δασμούς στις εισαγωγές αυτοκινήτων εκατέρωθεν - αλλά και στους υψηλούς στόχους που θέτει η Επιτροπή για τις εκπομπές διοξειδίου των οχημάτων.
Οι κίνδυνοι για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ενωσης, γίνονται ακόμα μεγαλύτεροι από τη στιγμή που τα οχήματα χαμηλών εκπομπών ρύπων κατέγραψαν μείωση το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με στοιχεία της ACEA, μόλις το 2% των νέων οχημάτων που πωλήθηκαν το 2018 ανήκουν στην κατηγορία των χαμηλών ή μηδενικών ρύπων, γεγονός που σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ενωσης καταδεικνύει την ανάγκη λήψης επιπλέον μέτρων στήριξης των αυτοκινητοβιομηχανιών, μεταξύ άλλων με δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές δημιουργίας σημείων επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων και τροφοδοσίας με εναλλακτικά καύσιμα για τα υβριδικά, αλλά και μέτρα που θα μειώνουν την τελική εμπορική τους τιμή.
Ανοιχτά οι αυτοκινητοβιομηχανίες ζητούν πρόσθετα μέτρα οικονομικής στήριξης ώστε τα νέου τύπου οχήματα, ηλεκτρικά και υβριδικά, να είναι «οικονομικά προσιτά» στους καταναλωτές, καθώς με τα σημερινά δεδομένα το κόστος παραγωγής τους και οι τελικές εμπορικές τους τιμές υπερβαίνουν κατά πολύ τα αντίστοιχα των συμβατικών οχημάτων.
Από την πρώτη στιγμή που η Επιτροπή ξεκίνησε να προωθεί αυστηρά μέτρα περιορισμού των συμβατικών οχημάτων - στο συνολικότερο πλαίσιο της «πράσινης» πολιτικής της - η ACEA είχε αντιταχθεί, εκφράζοντας έντονες ανησυχίες για τις επιπτώσεις που η πολιτική αυτή θα επιφέρει στις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες. Από τον περασμένο Δεκέμβρη, όταν οι τελικές προτάσεις της Επιτροπής προς το Ευρωκοινοβούλιο έγιναν γνωστές, είχε χαρακτηρίσει τους στόχους μείωσης των εκπομπών «μη ρεαλιστικούς» και «ακραία απαιτητικούς» για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία.
Ωστόσο, καθησυχαστικός ως προς τους φόβους που εκφράζει η αυτοκινητοβιομηχανία εμφανίστηκε ο επίτροπος για την Ενέργεια και το Κλίμα, Μιγκέλ Αρίας Κανέτε, αναφερόμενος στη δέσμη μέτρων που προτείνει η Επιτροπή για την ανάπτυξη της «κινητικότητας» χαμηλών εκπομπών. Οπως είπε, ο τομέας των οδικών μεταφορών είναι ο μοναδικός στην ΕΕ που οι εκπομπές ακόμη ακολουθούν ανοδική τροχιά, σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Οι προτάσεις της Επιτροπής και οι αυστηροί στόχοι που αυτοί θέτουν για την επόμενη δεκαετία διασφαλίζουν ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία αυτοκινήτων θα τεθεί επικεφαλής των νέων τεχνολογιών «καθαρών» οχημάτων παγκόσμια, και μια «τέτοια εξέλιξη είναι προς το συμφέρον των επιχειρήσεων του τομέα των μεταφορών πανευρωπαϊκά».
Εξέχουσα θέση στην πολιτική της ΕΕ για «καθαρές» μεταφορές κατέχει η «πρωτοβουλία για τους συσσωρευτές» (Battery Initiative). Πρόκειται για τη «στρατηγικής σημασίας συνεκτική βιομηχανική πολιτική» της ΕΕ - όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στα σχετικά κείμενα - η οποία στοχεύει τα νέου τύπου οχήματα και μεταφορικά μέσα να παράγονται στην ΕΕ.
Η ανάπτυξη στην Ευρώπη βιομηχανίας παραγωγής συσσωρευτών θεωρείται κομβικής σημασίας τόσο για τη μετάβασή της στην «καθαρή Ενέργεια», όσο και για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της αυτοκινητοβιομηχανίας. Οπως τονίζεται στη σχετική ιστοσελίδα της «Ευρωπαϊκής Συμμαχίας για τους Συσσωρευτές» (European Battery Alliance - EBA, συμμετέχουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, εκπρόσωποι βιομηχανικών τομέων «κλειδιά», με εξέχουσα θέση της αυτοκινητοβιομηχανίας, και άλλοι μονοπωλιακοί όμιλοι από το χώρο της Ενέργειας, των νέων τεχνολογιών κ.λπ.), βασικός στόχος είναι να δημιουργηθεί μία ανταγωνιστική αλυσίδα παραγωγής σύγχρονων συσσωρευτών εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ΕΕ, τονίζεται, θα πρέπει να κινηθεί με ιδιαίτερη ταχύτητα στον παγκόσμιο στίβο, αφού σύμφωνα με τις προβλέψεις μέχρι το 2025 η αξία της εν λόγω αγοράς υπολογίζεται να φτάνει τα 250 δισ. ευρώ, με αυξητικές τάσεις ετησίως. Παράλληλα τίθενται στόχοι που αφορούν και την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, ειδικότερα στην «απρόσκοπτη πρόσβαση» σε πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την παραγωγή τέτοιων συσσωρευτών αλλά βρίσκονται εκτός Ευρώπης, προαναγγέλλοντας την παραπέρα όξυνση των ανταγωνισμών με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Αλλωστε, είναι ξεκάθαρο ότι τα πολύ μεγάλα περιθώρια κέρδους στην ανερχόμενη αγορά των λεγόμενων «καθαρών» οχημάτων «τραβούν τα βλέμματα» των επιχειρηματικών ομίλων, ενώ στη φάση ανάπτυξης μιας τέτοιας αγοράς, το ποια μονοπώλια θα αποκτήσουν καλύτερες θέσεις και μεγαλύτερα κομμάτια από την «πίτα» θα είναι με βεβαιότητα αποτέλεσμα πολύ σκληρού και πολυεπίπεδου ανταγωνισμού. Με δεδομένο ότι οι τεχνολογίες αυτού του τύπου οχημάτων και αποθήκευσης Ενέργειας έχουν πολύ ευρύτερες χρήσεις και προεκτάσεις, η ΕΕ δείχνει αποφασισμένη να κάνει ό,τι απαιτείται στο εσωτερικό και το εξωτερικό ώστε τα ευρωενωσιακά μονοπώλια να κερδίσουν κυρίαρχο ρόλο.
Εκείνοι που και σε αυτήν την περίπτωση θα πληρώσουν τη «νύφη» είναι οι εργαζόμενοι του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας σε πρώτη φάση, και συνολικά οι λαοί, αφού το μόνο βέβαιο είναι ότι οι διακηρύξεις περί «προστασίας του περιβάλλοντος» μέσα στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών δεν είναι τίποτα άλλο παρά το «προπέτασμα καπνού» πίσω από το οποίο κρύβονται ο οξύτατος ανταγωνισμός για την κατάκτηση νέων αγορών, ο αγώνας για την απόκτηση νέων τεχνολογιών και η μονοπωλιακή πρόσβαση σε πηγές πρώτων υλών.
Περισσότερη κρατική παρέμβαση, μεγαλύτερες συγχωνεύσεις και ώθηση των νέων τεχνολογιών προβλέπει το σχέδιο του υπουργείου Οικονομίας
Copyright 2018 The Associated |
«Κλειδί» κερδοφορίας οι νέες τεχνολογίες |
Μεταξύ άλλων, αίσθηση προκάλεσε η στροφή της γερμανικής κυβέρνησης στα λεγόμενα μέτρα «κρατικού προστατευτισμού», όπου το κράτος παρεμβαίνει ακόμη πιο αποφασιστικά σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, ακόμη και αγοράζοντας μετοχές ιδιωτικών γερμανικών ομίλων, επιδοτώντας εταιρείες και παρεμποδίζοντας «επιθετικές» εξαγορές. Για όλες αυτές τις πολιτικές η γερμανική κυβέρνηση κατηγορεί την Κίνα, λέγοντας ότι η κρατική στήριξη και συμμετοχή στις κινεζικές επιχειρήσεις δημιουργεί «αθέμιτο ανταγωνισμό» και ζητά «διαφάνεια» και «άνοιγμα της κινεζικής αγοράς». Αλλά και η πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ «Πρώτα η Αμερική» έχει δεχτεί κριτική από τη γερμανική κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι προτάσσει την «πολυμέρεια», την «ανοιχτή οικονομία» και το «ελεύθερο εμπόριο» σαν αντίπαλο δέος στον «απομονωτισμό» και τον «εθνικισμό».
Στην πραγματικότητα, οι δυο πολιτικές διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας όχι μόνο δεν χωρίζονται με «σινικά τείχη», αλλά και αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ιδιαίτερα σε εποχές που ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο αγορών και κλάδων φουντώνει, η τεχνολογική εξέλιξη θέτει νέα δεδομένα, πρωτοκαθεδρίες απειλούνται, όλο και περισσότερο στην οικονομία και την πολιτική κυριαρχεί το «ή εγώ ή αυτός» και «όλοι εναντίον όλων».
«Σε πολλά μέρη του κόσμου, οι στρατηγικές βιομηχανικής πολιτικής βιώνουν μια αναγέννηση. Δεν υπάρχει όμως καμία επιτυχημένη χώρα που να βασίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς για την εκπλήρωση των καθηκόντων της», επισημαίνεται στη στρατηγική για τη γερμανική βιομηχανία. Η δυνατότητα ανάληψης μετοχών από το κράτος και κρατικών επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις θα θεωρείται «έσχατη λύση ανάγκης» και θα αφορά συγκεκριμένους κλάδους, στρατηγικής σημασίας για τη γερμανική οικονομία, υποδομές κ.λπ.
Επίσης, η κρατική νομοθεσία πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να παρεμποδίζονται επιθετικές εξαγορές από ξένες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις σε σημαντικούς κλάδους, για λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Απέναντι στις «στρατηγικές (άλλων κρατών) για ταχεία επέκταση με ξεκάθαρο στόχο την κατάκτηση νέων αγορών για τη δική τους οικονομία και - όπου είναι δυνατόν - τη μονοπώλησή τους», η γερμανική και η γαλλική κυβέρνηση προτάσσουν την ανάγκη για ακόμη μεγαλύτερες συγχωνεύσεις, προσαρμοσμένες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Μετά την απόρριψη από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ της συγχώνευσης της γερμανικής «Siemens» με τη γαλλική «Alstom» στους σιδηρόδρομους, την Τρίτη Γερμανία και Γαλλία πρότειναν να δοθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το δικαίωμα να παρακάμπτει κάποιες αποφάσεις κατά του μονοπωλίου.
Η έκθεση του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας εστιάζει σε βασικούς ανταγωνιστές, που ήδη έχουν αντιδράσει στις παγκόσμιες εξελίξεις και αναπροσάρμοσαν τη βιομηχανική πολιτική τους, σημειώνοντας πως «η πολιτική απαξίωνε για καιρό το εύρος όλων αυτών των εξελίξεων που συμβαίνουν σε χώρες με τις οποίες η Γερμανία και η ΕΕ βρίσκονται σε ανταγωνισμό»:
Στις ΗΠΑ, η τεχνολογική εξέλιξη καθοδηγείται κυρίως από μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας όπως οι «Apple», «Amazon», «Google», «Microsoft» και «General Electric». Αυτές επενδύουν συνολικά εκατοντάδες δισ. δολάρια σε έρευνα και ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, της ψηφιοποίησης, της αυτόνομης οδήγησης και της βιοτεχνολογίας. Η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ αγκάλιασε αυτή την εξέλιξη. Από τη μεριά της, η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να αναζωογονήσει παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, η αυτοκινητοβιομηχανία, η αγροτική παραγωγή, μέσω της επιβολής δασμών στις εισαγωγές και μέσω διμερών συμφωνιών, ώστε να φέρει πίσω στις ΗΠΑ τη χαμένη προστιθέμενη αξία.
Μια ιδιαίτερα επιτυχημένη βιομηχανική πολιτική ακολουθεί η Κίνα («Made in China 2025»), αποσκοπώντας στην ανάπτυξη τεχνολογιών σε δέκα τομείς, όπως τεχνολογία πληροφοριών, ρομποτική υψηλού επιπέδου, αεροδιαστημική βιομηχανία, ναυτιλιακή βιομηχανία, ηλεκτροκίνηση, μεταφορά και σιδηρόδρομοι, βιοφαρμακευτική, βιοϊατρική. Το 2017, η Κίνα ανακοίνωσε την πρόθεσή της να γίνει ο παγκόσμιος ηγέτης στην τεχνητή νοημοσύνη μέχρι το 2030. Η κινεζική κρατική εταιρεία CMG αποφάσισε το 2018 να ιδρύσει ένα ταμείο τεχνολογίας (China New Era Technology Fund) ύψους 15 δισ. δολαρίων, που θα επενδύει σε εταιρείες νέων τεχνολογιών στην Κίνα και τον κόσμο. Με την πρωτοβουλία «Μια ζώνη, Ενας δρόμος» η Κίνα προσπαθεί να διασφαλίσει τις αγορές και την εφοδιαστική αλυσίδα (Logistics).
«Αυτή η στρατηγική, συνδυάζοντας τις αρχές της οικονομίας της αγοράς με προνοητικές και συνοδευτικές πολιτικές, έχει μέχρι στιγμής φέρει πολλούς καρπούς. Στην Κίνα έχουν αναδειχθεί παγκόσμιας εμβέλειας επιχειρήσεις και ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε τεχνολογικό μονοπώλιο αυτών των εταιρειών τα επόμενα χρόνια», προειδοποιεί η έκθεση του υπουργείου Οικονομίας.
«Μόνο όσοι κυριαρχούν στις νέες τεχνολογίες, θα μπορέσουν να διατηρήσουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό», υπογραμμίζεται και σημειώνεται η καθυστέρηση της Γερμανίας και της ΕΕ.
Σχεδόν σε όλους τους καινοτόμους τομείς, κυρίως στην ψηφιοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη, δημιουργούνται νέες, μεγάλες και παγκοσμίως επιτυχημένες εταιρείες που έχουν τεράστια κεφάλαια και ισχύ στην αγορά. «Αυτό δεν ισχύει για τη Γερμανία. Οι επιτυχημένες γερμανικές και ευρωπαϊκές νεοσύστατες επιχειρήσεις (start ups) από μια φάση ανάπτυξής τους χρηματοδοτούνται όλο και περισσότερο μέσω ταμείων επιχειρηματικών κεφαλαίων των ΗΠΑ. Ετσι, σταδιακά γίνονται αμερικανικές εταιρείες, ιδιαίτερα οι πιο επιτυχημένες», αναφέρει η έκθεση.
Παράλληλα, «παγκοσμίως επιτυχημένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται μέσω πλατφορμών του διαδικτύου δημιουργούνται επί του παρόντος σχεδόν αποκλειστικά στις ΗΠΑ και την Κίνα, όχι στη Γερμανία», ενώ «υπάρχει ο κίνδυνος της μονοπώλησης από λίγες εταιρείες».
Ενώ στην τεχνητή νοημοσύνη η Γερμανία «κατέχει μια καλή θέση στην έρευνα», πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά «στην εμπορευματοποίηση πρακτικών εφαρμογών». Το χάσμα με τις κορυφαίες εταιρείες διαδικτύου μάλλον αυξάνεται παρά μειώνεται, καθώς καμία γερμανική εταιρεία δεν επενδύει τόσο στον τομέα αυτό, όσο κάθε μεγάλη επιχείρηση διαδικτυακής πλατφόρμας, λογισμικού, ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητής τηλεφωνίας των ΗΠΑ. Η Γερμανία πρέπει να συγκεντρώσει τις επιχειρηματικές, επιστημονικές και πολιτικές της δυνάμεις στην τεχνητή νοημοσύνη και η οικονομική δυναμική αυτής της νέας τεχνολογίας πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως.
Στην έκθεση τονίζεται «η μεγάλη σημασία της διατήρησης κλειστών αλυσίδων προστιθέμενης αξίας» στη Γερμανία (από την παραγωγή βασικών υλικών, την τελική επεξεργασία, έως τη διανομή, τις υπηρεσίες, την έρευνα και ανάπτυξη). Υπογραμμίζεται ο κίνδυνος κινεζικές και αμερικανικές εταιρείες να κυριαρχήσουν σε μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους και να «τραβήξουν» σημαντική κερδοφορία, που πραγματοποιείται επί του παρόντος στη Γερμανία, π.χ. στην πανίσχυρη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία:
«Αν η ψηφιακή πλατφόρμα για αυτόνομη οδήγηση με τεχνητή νοημοσύνη προέρχεται από τις ΗΠΑ και οι μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων από την Ασία, η Γερμανία και η Ευρώπη θα έχαναν πάνω από το 50% της προστιθέμενης αξίας σε αυτόν τον τομέα». Ο αντίκτυπος θα είναι τεράστιος συνολικά για τη γερμανική οικονομία και το γερμανικό κράτος, προειδοποιεί η έκθεση.
Ετσι στο γαλλογερμανικό «μανιφέστο» περιλαμβάνεται μια ευρωπαϊκή κοινοπραξία για την παραγωγή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων. «Μελλοντικά οι κυψέλες μπαταριών θα αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της προστιθέμενης αξίας στην αυτοκινητοβιομηχανία και πρέπει οπωσδήποτε να συμμετέχουμε», είπε ο Αλτμάιερ. Η γερμανική κυβέρνηση θα διαθέσει 1 δισ. ευρώ και η γαλλική 700 εκατ. ευρώ στις ενδιαφερόμενες κοινοπραξίες.
Η έκθεση προειδοποιεί ακόμη για τον κίνδυνο να καταργηθούν πολλές θέσεις εργασίας στη Γερμανία εξαιτίας των νέων τεχνολογιών και μαζί τους να χαθεί η παραγόμενη από την εργατική δύναμη αξία και υπεραξία. Με βάση επιστημονικές έρευνες, ο συνολικός αριθμός θέσεων εργασίας δεν θα μειωθεί, αλλά σίγουρα ένας μεγάλος αριθμός θα επηρεαστεί ή θα καταργηθεί. «Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος οι νέες, καινοτόμες θέσεις εργασίας να μην προκύψουν αναγκαστικά στις χώρες και στις περιοχές, όπου εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου και της αύξησης της παραγωγικότητας εξαλείφονται οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας. Δηλαδή υπάρχει κίνδυνος σημαντικής απώλειας δημιουργίας αξίας για τη Γερμανία και την Ευρώπη, εάν δεν αποκτήσουμε ηγετική θέση στις νέες τεχνολογίες», επισημαίνεται.
Η στήριξη που προσφέρουν στελέχη της ιταλικής κυβέρνησης στα «κίτρινα γιλέκα» προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Παρισιού
Από τη συνάντηση ντι Μάγιο (τέταρτος από δεξιά) με εκπροσώπους των «κίτρινων γιλέκων», που εξόργισε το Παρίσι |
Σε διαδικτυακή ανάρτησή του ο ντι Μάγιο παρέθεσε φωτογραφία από τη συνάντηση, περιγράφοντάς την ως «ενθύμιο από μία όμορφη συνάντηση, την πρώτη μίας σειράς (σ.σ. συναντήσεων) που θα ακολουθήσουν, κατά τη διάρκεια της οποίας μιλήσαμε για τις χώρες μας, τα κοινωνικά δικαιώματα, το περιβάλλον και την άμεση δημοκρατία». Σημειωτέον, από το φθινόπωρο είχαν προηγηθεί διάφορες φιλοφρονήσεις στελεχών της ιταλικής κυβέρνησης προς τα «κίτρινα γιλέκα»: Την ώρα που εκείνα ζητούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης Μακρόν και κατάγγελλαν τα στελέχη της ως «ψεύτες» και «κλέφτες», ο μεν ντι Μάγιο καλούσε τα «γιλέκα» να «μην τα παρατήσετε!», ο δε Ματέο Σαλβίνι - επίσης αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης και ηγέτης του έτερου συγκυβερνώντος κόμματος, «Λέγκας» - διαμήνυε τη στήριξή του σε «όσους διαμαρτύρονται ενάντια σε έναν Πρόεδρο που κυβερνά κόντρα στο λαό του». Επιπλέον, ο ντι Μάγιο έχει εκφράσει τη χαρά του «που ο άνεμος της αλλαγής πέρασε τις Αλπεις!», την οροσειρά που χωρίζει τη Γαλλία από την Ιταλία.
Τελικά, η κρίση «εκτονώθηκε» μερικές μέρες μετά, ύστερα και από τηλεφωνική συνομιλία των δύο Προέδρων, Εμ. Μακρόν και Σ. Ματαρέλα, στην οποία - σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση - «υπενθύμισαν ότι η Γαλλία και η Ιταλία, οι οποίες μαζί δόμησαν την Ευρώπη, έχουν ιδιαίτερη ευθύνη να εργαστούν από κοινού για την άμυνα και την προώθηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Ακολούθησε η επιστροφή του Γάλλου πρέσβη στη Ρώμη, με τη Γαλλίδα υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Ναταλί Λουαζό, να τονίζει ότι «η Ιταλία χρειάζεται τη Γαλλία κι ως εκ τούτου συνεργαζόμαστε».
Παρά τις προσπάθειες πολλών να εμφανίσουν τις συναντήσεις με τα «κίτρινα γιλέκα» ως «κομματικές επιλογές» και όχι ως κινήσεις που εκφράζουν συνολικά την ιταλική κυβέρνηση, η αλήθεια είναι ότι οι επαφές του ντι Μάγιο έφεραν στην επιφάνεια ευρύτερες αντιθέσεις και διεργασίες που «σιγοβράζουν» σε όλη την ΕΕ, «δοκιμάζοντας» έντονα τη συνοχή και την πορεία της λυκοσυμμαχίας.
O ντι Μάγιο, σε άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ» στις 7 Φλεβάρη, επέμεινε ότι «δεν με εκπλήσσει που ο γαλλικός λαός δείχνει σημαντικά σημάδια ανησυχίας απέναντι στην υποβάθμιση ορισμένων δικαιωμάτων του. Και αυτό δεν αφορά μόνο τη σημερινή κυβέρνηση». Σημείωσε δε ότι «ανάμεσα στις διεκδικήσεις των "κίτρινων γιλέκων" εντόπισα θέματα που προσπερνούν τη δεξιά και την αριστερά και που θέτουν στο επίκεντρο τον πολίτη και τις ανάγκες του, με μια στάση που ξεπερνά ιδεολογίες».
Μάλιστα, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι οι εκπρόσωποι των «γιλέκων» με τους οποίους συναντήθηκε διακρίνονται για τους υψηλούς τόνους που υιοθετούν στην κριτική τους κατά της κυβέρνησης Μακρόν. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένας βιοτέχνης σιδηρουργός από τη Βακλούς της νότιας Γαλλίας, ο Κριστόφ Σαλενσόν, που μάλιστα μέχρι πρόσφατα συμμετείχε στην «Πρωτοβουλία Πολιτών» (Ralliement d' Initiative Citoyenne - RIC), μία από τις ομάδες των «γιλέκων» που συγκροτήθηκαν για να πάρουν μέρος στις προσεχείς ευρωεκλογές. Ο Σαλενσόν στις αρχές του Δεκέμβρη του 2018 είχε πει σε συνέντευξή του ότι θα έβλεπε με καλό μάτι «έναν στρατηγό ντε Βιλιέ (σ.σ. ο Πιερ ντε Βιλιέ ήταν επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού της χώρας μέχρι τον Ιούλη του 2017, όταν παραιτήθηκε εξαιτίας διαφωνιών για το μοντέλο των Ενόπλων Δυνάμεων) στη θέση του επικεφαλής της κυβέρνησης... Ζητάμε να έχουμε έναν αληθινό διοικητή, που σημαίνει μια γυναίκα ή έναν άνδρα που θα πάρει στα σοβαρά το μέλλον της Γαλλίας».
Στα τέλη του ίδιου μήνα, διαμήνυε ότι τα μέλη των «κίτρινων γιλέκων» πρέπει να δραστηριοποιηθούν «για να επιτραπεί να αναλάβει δράση μια μεταβατική κυβέρνηση» στη χώρα, δηλώνοντας πεπεισμένος ότι «στις αρχές του Γενάρη, είναι αναπόφευκτο, θα ξεκινήσει εμφύλιος πόλεμος».
Μερικές βδομάδες πριν, μιλώντας στο «Ατλάντικο», ο Σαλενσόν εξηγούσε πιο αναλυτικά ορισμένες διαφωνίες με τους κυβερνητικούς χειρισμούς: «Η Ευρώπη όπως προτείνεται σήμερα (ως ΕΕ) δεν θα επιτρέψει ένα νέο ξεκίνημα για την πατρίδα μας. Πρέπει να έχουμε συνείδηση της κατάστασης, αυτός ο αθέμιτος ανταγωνισμός από άλλες χώρες είναι ανυπόφορος. Πιστεύαμε ότι η Γαλλία θα κατευθυνόταν στην Ευρώπη για να τραβήξει τις άλλες χώρες πιο ψηλά, προς το δικό μας κοινωνικό επίπεδο... Συμβαίνει το αντίθετο».
Ενδιαφέρον έχει το πώς είδε ο αστικός Τύπος τις εξελίξεις στις γαλλοϊταλικές σχέσεις.
Στις 10/2, ο βρετανικός «Ιντιπέντεντ» σημείωνε ότι «η πρόκληση έγκειται στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι κοινωνικές ανισότητες που αυξάνονται στην Ευρώπη αποτελούν την αληθινή αιτία της αντιπαράθεσης».
Στις 9/2, η γαλλική «Ουέστ Φρανς» υποστήριζε ότι «αν κάποιος είναι αληθινά υπέρ της κυριαρχίας μιας χώρας και επικαλείται το λαό ολοκληρωτικά, τότε δεν πάει στη Μόσχα να ψάξει υποστήριξη, όπως έκαναν η "Λέγκα", το M5S και άλλοι (...) Δεν κάνει κανείς εκστρατεία στο σπίτι του γείτονα, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Γάλλου γείτονα. Το αληθινό πρόσωπο αυτών των δύο περιστασιακών συμμάχων είναι ένα σχέδιο που δεν είναι υπέρ της Ευρώπης αλλά εκτείνεται σε όλη την Ευρώπη. (Υπάρχει) σχέδιο αποσταθεροποίησης του σημερινού κάδρου, με τη φυγή προς μία μόνιμη άσκηση πίεσης (...) Η διπλωματική σύγκρουση που άρχισε το Παρίσι κατάφερε να ρίξει τις μάσκες και να στείλει σήμα στη Ρώμη ότι κανείς δεν ξεγελιέται».
Στις 8/2, η γερμανική «Frankfurter Allgemeine Zeitung» επισήμαινε: «Είναι τρομακτικό να βλέπει κανείς την ταχύτητα με την οποία δοκιμάζεται η δημοκρατική παράδοση, που αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη και τον πλούτο της Ευρώπης. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, οι εξεγερμένοι της αριστεράς και της δεξιάς κατάφεραν να καταργήσουν τον δημόσιο διάλογο, τόσο εντός της χώρας τους όσο και ανάμεσα στις διάφορες χώρες (...) Στο κοντινό μέλλον, η ΕΕ θα πρέπει να συνηθίσει σε αυτού του τύπου τις συγκρούσεις (...) Η Ευρώπη του ντι Μάγιο και του Σαλβίνι είναι μια ήπειρος στην οποία οι άνθρωποι ανταλλάσσουν προσβολές και χτυπήματα αντί να συνεργάζονται λογικά. Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι κάτι τέτοιο πάντα τελειώνει άσχημα».
Την ίδια μέρα, η ιταλική έκδοση της «Huffington Post» εξέφραζε την έκπληξή της για την αντίδραση της κυβέρνησης Μακρόν και εκτιμούσε: «Η δραματοποίηση της σύγκρουσης με την Ιταλία προσθέτει ακόμα μία απόδειξη της αδυναμίας του Μακρόν. Εδώ και κάποιους μήνες, απέναντι στην αλλαγή του ευρωπαϊκού και του γαλλικού πολιτικού σκηνικού, μοιάζει να έχει εγκαταλείψει το ρόλο του πεφωτισμένου ηγέτη της Ευρώπης».
Η διαπάλη που έχει ξεσπάσει και η συνεχής προσπάθεια της ιταλικής κυβέρνησης για συνολικότερη αναβάθμιση της θέσης της ιταλικής αστικής τάξης σε σχέση με τις υπόλοιπες στην ΕΕ (βλ. την πολύμηνη συζήτηση για το ύψος του ελλείμματος) φανερώνουν ακόμα περισσότερο τα προβλήματα συνοχής στην Ευρωένωση. Η περίπτωση της Ιταλίας, 4ης μεγαλύτερης οικονομίας στην ΕΕ, που όμως συναντά δυσκολίες στην ανάκαμψη, είναι μια «βραδυφλεγής βόμβα» συνολικά στα θεμέλια της λυκοσυμμαχίας, που αντιμετωπίζει το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα της αποχώρησης της Βρετανίας, ενώ εντείνονται οι διεργασίες - ενόψει και των ευρωεκλογών του Μάη - για το «μείγμα» διαχείρισης στην ΕΕ, τις προτεραιότητες στην οικονομική και εξωτερική πολιτική της κ.λπ.
Επιπλέον, στην επιφάνεια έρχονται και άλλες κόντρες, για παράδειγμα Γαλλία και Ιταλία ιεραρχούν ψηλά τη «διείσδυσή» τους στην Αφρική, σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνουν και «λύσεις» για την «αντιμετώπιση των αυξημένων μεταναστευτικών ροών».
Για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, οι εξελίξεις αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν ώστε να βγαίνουν τα σωστά συμπεράσματα σχετικά με τα παραμύθια που τους πούλαγαν και τους πουλάνε αστικές και οπορτουνιστικές διαχειριστικές δυνάμεις περί «Ευρώπης των λαών, της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής». Η πραγματικότητα βοά ότι οι λαοί έχουν κάθε συμφέρον να εντείνουν την πάλη τους για την αποδέσμευση από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, σε συνδυασμό με τη σύγκρουση με την εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε χώρα.