Σάββατο 9 Γενάρη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε τα εξής θέματα:

Ευρωζώνη - Παγκόσμια Οικονομία: Αναιμική ανάκαμψη με πολλαπλούς κινδύνους και «αβεβαιότητες».

Αγορά ηλεκτρικής ενέργειας: Σε εφαρμογή από την κυβέρνηση η παράδοση του «ενεργειακού φιλέτου» σε ιδιωτικούς ομίλους σύμφωνα με την πολιτική «απελευθέρωσης» αγοράς ηλεκτρισμού.

ΙΤΑΛΙΑ - ΒΡΕΤΑΝΙΑ: Ανησυχίες για το μέλλον της ΕΕ. Οι «προβληματισμοί» τμημάτων αστικών τάξεων αποτυπώνονται όλο και πιο συχνά. Χαρακτηριστικό το κοινό άρθρο των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών στη βρετανική εφημερίδα «Τέλεγκραφ».

ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΛΑΓΚΑΡΝΤ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ: Προτάσεις για φόρους και περικοπές, προκειμένου να αυξηθεί η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου, μοίρασε η επικεφαλής του ΔΝΤ στη Νιγηρία και πρότεινε και για άλλες χώρες.

ΕΥΡΩΖΩΝΗ - ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αναιμική ανάκαμψη με πολλαπλούς κινδύνους και «αβεβαιότητες»

Σε επανειλημμένες αναθεωρήσεις προς τα κάτω των εκτιμήσεών τους για την παγκόσμια οικονομία προβαίνουν οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί (φωτ. από τη Σύνοδο Κορυφής του «G20» το Νοέμβρη του 2015)

Associated Press

Σε επανειλημμένες αναθεωρήσεις προς τα κάτω των εκτιμήσεών τους για την παγκόσμια οικονομία προβαίνουν οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί (φωτ. από τη Σύνοδο Κορυφής του «G20» το Νοέμβρη του 2015)
«Παρά τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη στη Ζώνη του Ευρώ, οι επενδύσεις παραμένουν χαμηλές σε σχέση με τα προ της κρίσης επίπεδα και ο ρυθμός αύξησής τους είναι πολύ αδύνατος σε σχέση με τα ιστορικά προηγούμενα».

Αυτό τονίζει στο πρόσφατο Οικονομικό Δελτίο (Δεκέμβρης 2015) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σύμφωνα με την οποία οι νέες επενδύσεις στην Ευρωζώνη επικεντρώνονται κατά βάση στην αντικατάσταση του κεφαλαιακού εξοπλισμού των επιχειρήσεων, «παρά στην τεχνολογική αναβάθμιση». Ακόμη κι έτσι, σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι επενδύσεις «τεχνολογικής αναβάθμισης» αντανακλούν κυρίως την προσπάθεια μείωσης του κόστους και μεγαλύτερης αύξησης της παραγωγικότητας, «παρά την ενίσχυση της ανάπτυξης προϊόντων ή την εξειδίκευση της παραγωγής».

Ολα τα παραπάνω αναδεικνύουν τα διαχειριστικά ζόρια των μονοπωλίων και των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και συνολικά της ΕΕ, σε ό,τι αφορά την προσέλκυση νέων κερδοφόρων επενδύσεων, τέτοιων που να διασφαλίζουν ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάκαμψης του παραγόμενου ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια.

Παρά τους διαφορετικούς ρυθμούς και τις εντεινόμενες ανισομετρίες στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, τις ίδιες ακριβώς τάσεις και «αδυναμίες» για την προσέλκυση κερδοφόρων επενδύσεων εντοπίζουν και οι Ελληνες βιομήχανοι σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστική είναι και η πρόσφατη επιστολή του ΣΕΒ προς τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ: «Για να εξισορροπήσουμε την τεράστια αποεπένδυση που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, απαιτούνται επιπλέον επενδύσεις, πέραν όσων πραγματοποιούνται ετησίως, τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2022», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι βιομήχανοι ομολογούν ότι η αποκατάσταση της παραγωγικής ικανότητας του κεφαλαίου στα επίπεδα που υπήρχαν πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, θα απαιτήσει σειρά νέων αντιλαϊκών παρεμβάσεων, νέα μόνιμα μέτρα, «μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση ενθάρρυνσης των επενδύσεων», «προσέλκυση ξένων επενδύσεων», η οποία θα πρέπει βέβαια να «στοχεύει στην οριζόντια ενθάρρυνση των οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων», αυτών δηλαδή που υπόσχονται την ανάκαμψη και διεύρυνση της μάζας των επιχειρηματικών κερδών, την ανάπτυξη τομέων της οικονομίας με μεγάλη προστιθέμενη αξία, όπως λένε, μεγάλη παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια, δηλαδή δυνατότητα εξαγωγών.

«Θολώνει» η καπιταλιστική ανάκαμψη

Και βέβαια, οι οικονομικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη τροφοδοτούνται από τις γενικότερες «αβεβαιότητες», τους γεωπολιτικούς και άλλους κινδύνους που εξαπλώνονται στην παγκόσμια οικονομία. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στις αναλύσεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Ειδικότερα:

Το ΔΝΤ, σε σημείωμα που εξέδωσε στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής του «G20» (Νοέμβρης 2015), τονίζει: «Καθώς οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας αναθεωρούνται επανειλημμένα προς τα κάτω την τελευταία 5ετία, υπάρχει απτός κίνδυνος να μείνει αυτή μόνιμα εγκλωβισμένη σε χαμηλή ανάπτυξη, με απαράδεκτα υψηλά επίπεδα φτώχειας και ανεργίας».

Στο σημείωμα αναφέρεται ότι στο περιβάλλον «αυξημένης αβεβαιότητας», τρεις σημαντικές μεταβάσεις επηρεάζουν τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας:

-- Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αναμένεται να ομαλοποιήσει τη νομισματική πολιτική της, ενώ άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες (όπως η ΕΚΤ) θα συνεχίσουν πιθανόν να τη «χαλαρώνουν» περαιτέρω.

-- Η οικονομία της Κίνας περνάει σε φάση ενός αναγκαίου «περιορισμού».«Αν και είναι καλοδεχούμενη, η νέα ισορροπία που επιδιώκει η Κίνα προκαλεί μεγάλες επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα και μπορεί, παρά τα μεγάλα περιθώρια της κινεζικής οικονομίας, να μην είναι ομαλή», τονίζεται χαρακτηριστικά.

-- Ο δεκαετής μεγάλος κύκλος των εμπορευμάτων φαίνεται να έχει τελειώσει.«Για τις χώρες που εξάγουν πρώτες ύλες, οι σταθερά χαμηλές τιμές τους θα πιέσουν τους δημοσιονομικούς τους πόρους και θα μειώσουν την ανάπτυξη», τονίζεται χαρακτηριστικά.

Επιπρόσθετα, το ΔΝΤ αναφέρεται, επί της ουσίας, στα διαχειριστικά ζόρια των κυβερνήσεων και του κεφαλαίου, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πιθανό ξέσπασμα και νέου κύκλου καπιταλιστικής κρίσης. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι «οι χώρες του "G-20" αντιμετωπίζουν δύσκολες αποφάσεις, λόγω του περιορισμένου περιθωρίου χειρισμών που έχουν και της ανάγκης να προσαρμοστούν στις νέες πραγματικότητες». Σε αυτό το πλαίσιο, εστιάζουν «στην ανάγκη αναβάθμισης πολιτικών, που θα συνδυάζει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της μελλοντικής ανάπτυξης με αποτελεσματικά μέτρα από την πλευρά της προσφοράς, που θα στηρίζουν τη σημερινή ανάπτυξη και θα διατηρούν τη σταθερότητα».

Η εξέλιξη των πολιτικών και γεωπολιτικών εντάσεων, η πορεία της κινεζικής οικονομίας, η προσφυγική κρίση, τα «προβλήματα» στην Ευρώπη και η διαδικασία απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου θα είναι οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας για το 2016, δήλωσε από την πλευρά του ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Μ. Ομπστφελντ, σε συνέντευξή του που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του ιμπεριαλιστικού οργανισμού.

Ειδικότερα:

-- Αναφερόμενος στην Κίνα σημείωσε: «Η οικονομία της επιβραδύνεται, καθώς μεταβαίνει από ένα μοντέλο βασισμένο στις επενδύσεις και τη μεταποίηση, σε ένα άλλο που βασίζεται στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Οι επιπτώσεις από τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας στην παγκόσμια οικονομία, μέσω των μειωμένων εισαγωγών της και της χαμηλότερης ζήτησης για πρώτες ύλες, είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπαμε».

-- «Σε ορισμένες χώρες», πρόσθεσε, «υπάρχει μία επικάλυψη πολιτικής ή γεωπολιτικής έντασης που μεγεθύνει τα αμιγώς οικονομικά προβλήματα. Το πώς θα εξελιχθούν οι εντάσεις αυτές το 2016 θα είναι ένας βασικός προσδιοριστικός παράγοντας των περιφερειακών και παγκόσμιων μακροοικονομικών αποτελεσμάτων».

-- Για την προσφυγική κρίση και τις «προκλήσεις» που αντιμετωπίζει η ΕΕ, ο αξιωματούχος του ΔΝΤ σημείωσε: «Η προσφυγική κρίση αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την ικανότητα απορρόφησής της από τις οικονομίες της ΕΕ και τις αγορές εργασίας της, αλλά περισσότερο για τα πολιτικά συστήματα. Το σχέδιο της κοινής φύλαξης της περιφέρειας της ΕΕ και οι σχετικές εντάσεις που αφορούν την ελεύθερη κίνηση των ανθρώπων μέσα στην Ευρώπη θα βρίσκονται υπό παρακολούθηση»...

Υποβάθμιση των εκτιμήσεων για το 2016 και από την Παγκόσμια Τράπεζα

Σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών τους ως προς τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάκαμψης για το 2016 προχωρούν οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, με φόντο τις «αβεβαιότητες» που κυριαρχούν σε καπιταλιστικά κέντρα και αγορές, που βέβαια αντανακλώνται στις γενικότερες εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία.

Από την πλευρά της και η Παγκόσμια Τράπεζα υποβάθμισε, προχτές Πέμπτη, τις προβλέψεις της για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2016, με αφορμή τις «απογοητευτικές» επιδόσεις των ισχυρών «αναδυόμενων χωρών», όπως η Κίνα και η Βραζιλία. Το παγκόσμιο ΑΕΠ θα καταγράψει άνοδο μόλις 2,9% το 2016, εκτιμά η Παγκόσμια Τράπεζα στην εξαμηνιαία έκθεσή της (από 3,3% που εκτιμούσε στην προηγούμενη πρόβλεψη).

Στην Κίνα, ο ρυθμός ενίσχυσης του ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει στο 6,7% φέτος (από 6,9% το 2015), στη χειρότερη επίδοση από το 1990. Η αναθεώρηση των προβλέψεων της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι ακόμη χειρότερη για τη Βραζιλία (-2,5%) και τη Ρωσία (-0,7%), οι οποίες πλήττονται από την πτώση των τιμών των πρώτων υλών.

Για τις ΗΠΑ προβλέπεται ενίσχυση 2,7% (από 2,8% στην προηγούμενη εκτίμηση) και για την Ευρωζώνη 1,7% (από 1,8%).

Τέλος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποίησε τις προτεραιότητές της για το 2016 σε ό,τι αφορά την εποπτεία των σημαντικών τραπεζών στην Ευρωζώνη. Οι πέντε τομείς στους οποίους θα επικεντρωθεί βασίζονται στην αξιολόγηση των βασικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στο σημερινό περιβάλλον: Την πρώτη θέση κατέχει ο κίνδυνος που συνδέεται με τα επιχειρηματικά μοντέλα και την κερδοφορία. Ακολουθούν οι πιστωτικοί κίνδυνοι, η κεφαλαιακή επάρκεια, ο τρόπος διαχείρισης των κινδύνων από την πλευρά των τραπεζών, καθώς και οι συνθήκες ρευστότητας.


Α. Σ.

ΑΓΟΡΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Εφαρμογή μέτρων για επενδύσεις επιχειρηματικών ομίλων

Υλοποιείται από την κυβέρνηση η παράδοση του «ενεργειακού φιλέτου» σε ιδιωτικούς μονοπωλιακούς ομίλους, σύμφωνα με την πολιτική «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρισμού

Eurokinissi

Χρονιά υλοποίησης των δεσμεύσεων ενίσχυσης του κεφαλαίου, με δημιουργία συνθηκών για επενδύσεις σε κερδοφόρους τομείς της οικονομίας που έχει αναλάβει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ μέσω του τρίτου μνημονίου, είναι το 2016 και αυτό υλοποιεί και στον τομέα Ενέργειας, στην κατεύθυνση πλήρους απελευθέρωσης της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Ηδη το πρώτο βήμα έγινε με τη συμφωνία κυβέρνησης - «εταίρων» αναφορικά με τον «ιδιοκτησιακό διαχωρισμό» του ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ, εξέλιξη που η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να παρουσιάσει ως «σημαντική επιτυχία», η οποία, όπως λέει η κυβέρνηση, «διαφυλάσσει» το δημόσιο χαρακτήρα του στρατηγικού κλάδου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. «Δημόσιος χαρακτήρας», όμως, ακόμη και με 100% κρατική ιδιοκτησία, σημαίνει επιχείρηση που υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η συμφωνία, μάλιστα, προβλέπει την ιδιωτικοποίηση του 49% του δικτύου για αρχή, δίχως να αποκλείει την ιδιωτικοποίηση ακόμη μεγαλύτερου ποσοστού αργότερα.

Η εξέλιξη αυτή θα επιτείνει τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει η διοίκηση της ΔΕΗ για την είσπραξη των ανεξόφλητων οφειλών, οι οποίες πλέον ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ. Η εντολή της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι ρητή: Θα κόβεται το ρεύμα εάν υπάρχουν δύο ανεξόφλητοι λογαριασμοί και χρέος προς την επιχείρηση άνω των 1.000 ευρώ. Και εδώ θα χτυπηθούν λαϊκά νοικοκυριά, που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο πανάκριβο ηλεκτρικό ρεύμα και είτε χρωστούν, είτε ακόμη δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ούτε στους διακανονισμούς που έχουν κάνει.

Γκρίνιες από τμήματα του κεφαλαίου

Η ολοκλήρωση της συμφωνίας για τον ΑΔΜΗΕ δεν αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη... θέρμη απ' όλα τα τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου, με πλέον χαρακτηριστική την τοποθέτηση του προέδρου του ΣΕΒ, Θ. Φέσσα, ο οποίος ευθύς εξαρχής έσπευσε να εκφράσει τις αμφιβολίες του σχετικά με το θετικό αντίκτυπο που θα έχει για την οικονομία η ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, αντί αυτής της επιλογής, πρότεινε πως η πλέον καλύτερη λύση δε θα ήταν η πώληση περιουσιακών στοιχείων της ΔΕΗ, ιδιαίτερα στον κλάδο μεταφοράς, κάτι που δε συνηθίζεται ούτε στην υπόλοιπη ΕΕ, αλλά η διατήρησή τους από το Δημόσιο, με την ταυτόχρονη παράδοση της διαχείρισης του ΑΔΜΗΕ σε ιδιώτες. Αυτό που προέχει για τον ΣΕΒ είναι η μείωση των φόρων στην ηλεκτρική ενέργεια και γενικότερα η μείωση του ενεργειακού κόστους για τις μεγάλες επιχειρήσεις, κάτι που δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να διασφαλίζεται εάν στην παραγωγή και τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας το κράτος χάσει τον κυρίαρχο ρόλο του.

Η πλέον αποκαλυπτική για το τι επιθυμούν ορισμένα τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου - και ειδικότερα εκείνα που δραστηριοποιούνται στον τομέα της Ενέργειας - είναι η τοποθέτηση του προέδρου του ΕΣΗΑΠΕ (Ελληνικός Σύνδεσμος Ηλεκτροπαραγωγών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), Γ. Περιστέρη, κατά τη διάρκεια συζήτησης στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής του νομοσχεδίου που είχε καταθέσει η προηγούμενη κυβέρνηση για την ιδιωτικοποίηση του 66% του ΑΔΜΗΕ. Εκεί, ο Γ. Περιστέρης είχε πει εντελώς ξεκάθαρα ότι σε κάθε περίπτωση είναι «είναι καλύτερος ένας ΑΔΜΗΕ δημοσίου ελέγχου που θα κάνει επενδύσεις, παρά ένας ΑΔΜΗΕ ιδιωτικός που δε θα κάνει επενδύσεις». Η μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος ενδιαφέρει και απασχολεί άμεσα τους αμιγώς ιδιωτικούς ομίλους παραγωγής, γιατί διασφαλίζονται καλύτερα και πιο σίγουρα τα συμφέροντά τους με ένα δημόσιο ΑΔΜΗΕ.

Οι συνεχείς τοποθετήσεις του αρμόδιου υπουργού, Π. Σκουρλέτη, περί «κρατικοδίαιτων συμφερόντων στην αγορά ενέργειας» τα οποία αντιτίθενται στη συμφωνία για τον ΑΔΜΗΕ, γίνεται άλλοθι, ώστε τα λαϊκά στρώματα να στηρίξουν την κυβερνητική πολιτική απελευθέρωσης της ηλεκτρικής ενέργειας. Φτηνότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, πάντως, τα λαϊκά στρώματα δεν πρόκειται να απολαύσουν, αφού επιδίωξη είναι η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων στην ηλεκτρική ενέργεια, με ταυτόχρονη δραστική μείωση τιμολογίων των ενεργοβόρων βιομηχανιών. Αρα θα «πληρώσουν τη νύφη» της κερδοφορίας οι εργαζόμενοι με αυξανόμενα τιμολόγια ρεύματος.

Πτυχές ενίσχυσης του ανταγωνισμού

Μία ακόμη πολύ σημαντική εξέλιξη αποτελεί η «ενίσχυση του ανταγωνισμού» στη λιανική αγορά ηλεκτρικού ρεύματος με την εφαρμογή του γαλλικού μοντέλου δημοπρασιών, μέσω των οποίων επιδιώκεται το περαιτέρω «άνοιγμα» της αγοράς ηλεκτρισμού. Το μοντέλο αυτό προβλέπει την πώληση σε ιδιώτες προμηθευτές ρεύματος που έχει παραχθεί από τα λιγνιτικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια της ΔΕΗ. Στην πραγματικότητα, το σχέδιο αυτό αποτελεί επί της ουσίας εφαρμογή του μοντέλου ιδιωτικοποίησης που είχε παρουσιάσει η προηγούμενη κυβέρνηση με το νομοσχέδιο για τη «μικρή ΔΕΗ», το οποίο προέβλεπε την απευθείας παραχώρηση λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων σε ιδιώτες. Οι οριστικές πτυχές του ζητήματος δεν έχουν μέχρι τώρα διασαφηνιστεί, καθώς βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και «θεσμών», κυρίως σε ό,τι αφορά την τιμή έναρξης των δημοπρασιών.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι, όπως προβλέπει το τρίτο μνημόνιο, μέχρι το 2018 η ΔΕΗ θα πρέπει να έχει παραχωρήσει υποχρεωτικά το 25% του πελατολογίου της σε ιδιώτες προμηθευτές και το 50% μέχρι το 2020, από το 97% περίπου που κατέχει σήμερα. Σε αντίστοιχα ποσοστά πρέπει να κινηθεί το μερίδιο της ΔΕΗ και στη χονδρική αγορά, με στόχο επίσης μέχρι το 2020 να μην παράγει, αλλά ούτε και να εισάγει περισσότερο από το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται ετησίως.

Σύμφωνα με τους εμπνευστές του μνημονίου και όλα τα κόμματα που το υπερψήφισαν στη Βουλή, με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να λειτουργήσει ο «υγιής ανταγωνισμός», που με απλά λόγια σημαίνει και παχυλή κερδοφορία να εξασφαλίζεται στους ιδιώτες που θα εμπλακούν στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και η ΔΕΗ να εξακολουθεί να διατηρεί ένα σημαντικό τμήμα της παραγωγής και προμήθειας ρεύματος, ώστε να συνεχίζει να «στηρίζει την εθνική οικονομία». Που σημαίνει να συνεχίσει με δημόσιο χρήμα να επιδοτεί το ενεργειακό κόστος βιομηχανιών και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και να προχωρά στις απαιτούμενες επενδύσεις σε δίκτυα και μονάδες παραγωγής.

Τώρα, ως προς το πρακτικό μέρος της υπόθεσης, μεταξύ των σεναρίων που μελετούνται αυτή τη στιγμή είναι η προώθηση συνεργασιών της ΔΕΗ με ιδιωτικούς ομίλους για την από κοινού εκμετάλλευση κοιτασμάτων λιγνίτη και υδροηλεκτρικών σταθμών.

Ποια είναι η φιλολαϊκή διέξοδος;

Για όλες τις παραπάνω ευοίωνες εξελίξεις για το κεφάλαιο αλλά δυσμενείς για τα λαϊκά στρώματα, έχει προειδοποιήσει εδώ και καιρό το ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή κιόλας έναρξης της διαδικασίας απελευθέρωσης του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας, πολιτική που συναποφάσισαν όλες οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ.

Για την ακρίβεια, μόνο το ΚΚΕ στέκεται σταθερά και αταλάντευτα ενάντια όχι μόνο στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ - είτε αυτή γίνει με τη συνταγή ΣΥΡΙΖΑ είτε με την προηγούμενη της ΝΔ ή και με οποιαδήποτε άλλη - αλλά συνολικά ενάντια στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Από κάθε δημόσιο βήμα προσπαθεί να αποκαλύψει και σήμερα στα εργατικά - λαϊκά στρώματα πως οι μόνοι κερδισμένοι από αυτήν τη διαδικασία θα είναι οι μονοπωλιακοί όμιλοι της Ενέργειας, που θα εξασφαλίζουν κέρδη δισεκατομμυρίων από τον ιδρώτα των εργαζομένων και το υστέρημα των λαϊκών καταναλωτών.

Ταυτόχρονα, διακηρύσσει ότι η πάλη για ρεύμα φτηνό για το λαό συνδέεται με τον αγώνα για πραγματική λύση υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, που είναι να γίνει ο τομέας της Ενέργειας κοινωνική ιδιοκτησία, δηλαδή ιδιοκτησία του λαού, στα πλαίσια της οποίας θα είναι ενταγμένη και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τα δίκτυα μεταφοράς. Λύση που απαιτεί πάλη για την εργατική - λαϊκή εξουσία και οικονομία. Γι' αυτό χρειάζεται συμπόρευση με το ΚΚΕ, για ρήξη με τη συγκεκριμένη στρατηγική της εγχώριας άρχουσας τάξης και της ΕΕ και την εξουσία τους.


Φ. Κ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Οι έντονες αντιθέσεις αποτυπώνονται και στο ιταλικό αίτημα για «μεταρρυθμίσεις»

Ενδεικτικό των διεργασιών είναι το άρθρο που συνυπέγραψαν πρόσφατα ο Ιταλός και ο Βρετανός ΥΠΕΞ για την κοινή δράση των δύο χωρών σχετικά με τη «μεταρρύθμιση της ΕΕ»

Οι δυσκολίες στην ανάκαμψη των κέρδων ανησυχούν τα αστικά επιτελεία
Οι δυσκολίες στην ανάκαμψη των κέρδων ανησυχούν τα αστικά επιτελεία
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις βαθαίνουν στο εσωτερικό της ΕΕ, καθώς οι επιδράσεις των δυσκολιών ανάκαμψης από την καπιταλιστική κρίση (όπου έχει επέλθει ανάκαμψη είναι αναιμική) διευρύνουν συνεχώς την ανισομετρία ανάμεσα στα κράτη - μέλη, κάτι που είναι ούτως ή άλλως αντικειμενικό στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Είναι πρώτα από όλα η αστική τάξη της Γαλλίας που διεκδικεί πιο «χαλαρή» εφαρμογή των ευρωπαϊκών συνθηκών και καταρχάς του Δημοσιονομικού Συμφώνου, εκτιμώντας ότι η αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή και «λιτότητα» περιορίζει τα περιθώριά της να μειώσει την απόσταση που τη χωρίζει από τους ανταγωνιστές της (και πρώτα από όλα το γερμανικό κεφάλαιο) στη διεθνή κατάταξη.

Οι βαθιές αντιθέσεις αποτυπώνονται όμως και στην όλο και μεγαλύτερη επιμονή με την οποία και η Ιταλία ζητά να θεσπιστεί η μεγαλύτερη «ευελιξία» στη λειτουργία της ΕΕ. Τα τελευταία χρόνια, η ιταλική πλουτοκρατία έχει δει τη θέση της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά να κατρακυλά και από αυτή τη σκοπιά μελετά τις εξελίξεις προκειμένου να διαμορφώσει την πιο ευνοϊκή, για τα αυτοτελή της συμφέροντα, στρατηγική, όσον αφορά το μέλλον της ΕΕ.

Χαρακτηριστική είναι η «γκρίνια» που φέρεται να εξέφρασε στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ (μέσα Δεκέμβρη) ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι για τη συνέχιση του σχεδίου κατασκευής του αγωγού «Nord Stream» (σε αντίθεση με το «πάγωμα» των σχεδίων για τον αγωγό «South Stream»), μέσα από τον οποίο ουσιαστικά η Γερμανία «παρακάμπτει» τις συνέπειες των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, κατά έναν τρόπο αναβαθμίζει την ενεργειακή της συνεργασία με τη Μόσχα και εξελίσσεται σε «πύλη» για την ενεργειακή τροφοδοσία όλης της Ευρώπης.

«Δεν υπάρχουν αντιπαραθέσεις με την Μέρκελ, έκανα μόνο κάποιες ερωτήσεις», είπε μιλώντας στην εφημερίδα «Λα Στάμπα» ο Ματέο Ρέντσι, σχετικά με τις φήμες για έντονη λογομαχία με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ. «Για παράδειγμα, ρώτησα αν οι αγωγοί φυσικού αερίου είναι καλοί όταν φτιάχνονται στη Βόρεια Ευρώπη, αλλά δεν είναι τόσο καλοί όταν υπάρχει η δυνατότητα να γίνουν στο Νότο. Η αν την ευελιξία μπορούν να την εφαρμόσουν κάποιες χώρες και κάποιες άλλες όχι», συνέχισε, με μια ορατή δόση ειρωνείας, ξεκαθαρίζοντας ότι η αστική τάξη που εκπροσωπεί είναι αποφασισμένη να προστατέψει τις αξιώσεις διεκδικώντας τες, τουλάχιστον τώρα, στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, άλλωστε είναι η τρίτη καπιταλιστική οικονομία σ' αυτήν, και υψώνοντας τους τόνους είπε: «Σε ό,τι αφορά κάποια πράγματα, μπορούμε να μάθουμε από τη Γερμανία, να τη μιμηθούμε. Αλλά εκείνο που δεν μου αρέσει, εδώ σε εμάς, είναι ένα είδος ψυχολογικής εξάρτησης, την οποία βρίσκω πλέον σουρεαλιστική».

Θυμίζουμε ότι το περασμένο φθινόπωρο, μιλώντας σε εκδήλωση του Ιδρύματος «Κλίντον» στη Ν. Υόρκη, ο Μ. Ρέντσι είχε εξηγήσει ότι οραματίζεται πως «αν η Ιταλία προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες τα επόμενα 10 χρόνια, θα γίνει ηγέτης της Ευρώπης, πιο μπροστά (και) από τη Γερμανία». Πραγματικότητα ή υπερβολή πολιτικού εκπροσώπου μιας αστικής τάξης που στο πλαίσιο των δυσκολιών λόγω ύφεσης, των ευρωενωσιακών ανταγωνισμών και της ανισομετρίας πασχίζει να δυναμώσει; Τουλάχιστον αναζητά μεγαλύτερο διεθνή ρόλο.

Προσαρμογή στις «νέες διεθνείς προκλήσεις»

Πρόσφατα, η Ιταλία επιβεβαίωσε ότι διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεργασίες γύρω από το μέλλον της ΕΕ και επιλέγοντας να υποστηρίξει ανοιχτά την «εκστρατεία» της οποίας ηγείται η Βρετανία, της οποίας η αστική τάξη συνειδητά έχει επιλέξει η χώρα να μείνει εκτός Ευρωζώνης, αλλά και στο εσωτερικό της οποίας δυναμώνει το λεγόμενο ρεύμα του «ευρωσκεπτικισμού», αντανάκλαση των προβληματισμών πολλών τμημάτων της ευρωπαϊκής πλουτοκρατίας που επανεξετάζουν πόσο ωφέλιμη τελικά (και με ποιους όρους) είναι η συμμετοχή τους στην ΕΕ, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

Ετσι, στις 18 Δεκέμβρη του 2015, η βρετανική εφημερίδα «Τέλεγκραφ» δημοσίευσε άρθρο που συνυπέγραφαν ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) Πάολο Τζεντιλόνι και ο Βρετανός ομόλογός του Φίλιπ Χάμοντ, με τίτλο «Βρετανία και Ιταλία ενώνονται για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ».

«Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο συμφωνούν στην ανάγκη για μια βαθιά μεταρρύθμιση της ΕΕ, απλοποιώντας τη λειτουργία, τις διαδικασίες (π.χ. ένταξης) και τους κανόνες. Εφτασε η ώρα να εξοπλιστεί η ΕΕ με πολιτικές και εργαλεία καλύτερα προσαρμοσμένα στις νέες διεθνείς προκλήσεις. Χρειάζεται να ενθαρρύνουμε μια ανταγωνιστική οικονομία, να προωθήσουμε πιο ευρεία απασχόληση και να εκμεταλλευτούμε πλήρως τη δυναμική της ενιαίας αγοράς, όχι απλά όσον αφορά τα φυσικά αγαθά, αλλά και μια ενιαία αγορά υπηρεσιών και ψηφιακών αγαθών». Οι δυο αξιωματούχοι εφιστούν δηλαδή την προσοχή σε αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν καθώς οξύνεται ραγδαία ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και αναδύονται νέες δυνάμεις που δεν αποκλείεται ακόμα και να απειλήσουν την ισχυρή (μέχρι σήμερα) ΕΕ.

Λονδίνο και Ρώμη επισημαίνουν την ανάγκη για μια «καλύτερη ΕΕ» που μεταξύ άλλων «θα φέρει ασφάλεια και σταθερότητα στη γειτονιά μας, θα ολοκληρώσει με επιτυχία τις διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ», ενώ διακηρύσσουν ανοιχτά ότι «μπορούμε να εργαστούμε για ένα πακέτο ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων που αντιμετωπίζει συγκεκριμένα ζητήματα» όπως «το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων», την «ανταγωνιστικότητα», την «ευημερία», ζητήματα δηλαδή που αφορούν το βαθμό (σχετικής) «αυτονομίας» που κάθε αστική τάξη μπορεί να χρησιμοποιεί για να υπερασπίζει τις ιδιαίτερες προτεραιότητές της.

Μια Ενωση με πολλά νομίσματα

«Αυτή η επαναδιαπραγμάτευση, που θέτει η μεταρρυθμιστική ατζέντα του Ηνωμένου Βασιλείου, αποτελεί μια ευκαιρία για τη δημιουργία μιας πιο ανταγωνιστικής, δημοκρατικά υπόλογης και ευέλικτης ΕΕ», τονίζεται ρητά στο άρθρο. Δηλαδή, η Ιταλία (ένα από τα ιδρυτικά κράτη - μέλη της ΕΕ και ένας από τους θερμούς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης) αναγνωρίζει οφέλη στη συζήτηση που έχει ανοίξει η Βρετανία εκβιάζοντας κατά έναν τρόπο με την αποχώρησή της από την ΕΕ (κάτι που φυσικά δεν θα ήταν τόσο απλό ούτε και για τη βρετανική αστική τάξη) προκειμένου οι προβληματισμοί του βρετανικού κεφαλαίου να ...βαρύνουν πιο διακριτά στη διαμόρφωση της «νέας Ευρώπης» που πολλοί πλέον αναγνωρίζουν ότι χρειάζεται.

Μόνο και μόνο το γεγονός ότι η Ιταλία «συντάσσεται» με το βρετανικό αίτημα για αλλαγές στην ΕΕ - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υιοθετεί τις προτάσεις της Βρετανίας - είναι ενδεικτικό των ισχυρών αντιθέσεων, αλλά και των σφοδρών διεργασιών που συντελούνται γύρω από την εξέλιξη της ΕΕ.

Χαρακτηριστική είναι και η σπουδή της Ιταλίας να σημειώσει, μαζί με τη Βρετανία, ότι η «μεγαλύτερη ενοποίηση» (της ΕΕ) θα έρθει «με έναν τρόπο που αναγνωρίζει ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα νομίσματα που χρησιμοποιούνται στην ΕΕ, προς το παρόν και για το προβλέψιμο μέλλον», αλλά και ότι «έχει σχέση με τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των χωρών που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης, ειδικά όσον αφορά τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς, που αποτελεί κοινό περιουσιακό στοιχείο όλης της ΕΕ». Τα περί «περισσότερων από ένα νόμισμα» στην ΕΕ επισημαίνονται ενώ εδώ και καιρό έχει ξεκινήσει η συζήτηση μέχρι και για τη χρήση «διπλού νομίσματος» εντός Ευρωζώνης και διατυπώνονται ποικίλες προτάσεις για τη νομισματική «ευελιξία» στην ΕΕ, που φυσικά εισάγουν νέα δεδομένα (και κατά έναν τρόπο εν δυνάμει ανατρεπτικά) για τη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά έτσι όπως ήταν γνωστή μέχρι σήμερα.

«Μια ισχυρότερη διακυβέρνηση σε επίπεδο Ευρωζώνης για την επιτυχημένη διασφάλιση του ευρώ μακροπρόθεσμα, με τις σωστές εγγυήσεις για τις χώρες εκτός του κοινού νομίσματος, θα λειτουργούσε προς όφελος των συμφερόντων όλων μας. Θα υποστήριζε την τροχιά ανάπτυξης της ΕΕ μέσω της μακροοικονομικής σταθερότητας και βελτιώνοντας συνολικά την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ», υπογραμμίζουν οι δυο κυβερνητικοί αξιωματούχοι. «Γενικότερα, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύουν ότι ο τρόπος να συμφιλιωθούν διαφορετικές οπτικές για την ΕΕ ανάμεσα στα κράτη μέλη είναι να ασπαστούμε ένα νέο μοντέλο λειτουργίας, βασισμένο στην ευελιξία για την επίτευξη μεγαλύτερης ή μικρότερης ενοποίησης», κάτι που, όπως υποστηρίζουν Τζεντιλόνι και Χάμοντ, «έχει τεθεί στην πράξη από τη δημιουργία του ευρώ».

Ολόκληρη η συζήτηση περί «ενοποίησης» της ΕΕ κόβεται και ράβεται στις επιδιώξεις κάθε αστικής τάξης, μαζί με τις επισημάνσεις για τη σημασία της «ευελιξίας» που αποτυπώνουν την αυξημένη «κινητικότητα» γύρω από το ποιες τεχνικές, ποιες συμμαχίες και ποιες προτεραιότητες θα διασφαλίσουν τις επιδιώξεις των μονοπωλίων που κάθε πλευρά εκπροσωπεί. Το ίδιο το άρθρο ως «κοινή» «βρετανο-ιταλική» πρωτοβουλία προμηνύει τα διάφορα αντιλαϊκά αλισβερίσια που θα αναπτυχθούν το επόμενο διάστημα, καθώς οι «προκλήσεις» που αντιμετωπίζουν πανίσχυροι επιχειρηματικοί όμιλοι κάθε πλευράς είναι τεράστιες και εξετάζονται μύριες αντιλαϊκές «κολεγιές».


Α. Μ.

Ιδια συνταγή και στο Καμερούν

Η επικεφαλής του ΔΝΤ δεν περιόρισε τις επαφές της στη Νιγηρία. Το βράδυ της Πέμπτης, ξεκίνησε τριήμερη επίσημη επίσκεψη και στο Καμερούν, με αφορμή τη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών των χωρών - μελών της «Οικονομικής και Νομισματικής Κοινότητας Κεντροαφρικανικών Χωρών» (CEMAC) που απαρτίζεται από το Καμερούν, το Κονγκό (με πρωτεύουσα το Μπραζαβίλ), την Γκαμπόν, τη Γουινέα Ισημερινού και το Τσαντ. Η Λαγκάρντ, φθάνοντας στην πρωτεύουσα Γιαουντέ, όπου έγινε δεκτή με θέρμη από τον πρωθυπουργό Φιλεμόν Γιανγκ και τον υπουργό Οικονομικών Αλεμίν Ουσμάν Μέι, σημείωσε δύο εκ των βασικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες χωρών της περιοχής: α) Τις συνέπειες από τη συνεχή πτώση στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, β) τη συνεχιζόμενη δράση των Νιγηριανών τζιχαντιστών της «Μπόκο Χαράμ», που, παρά τη συγκρότηση πολυεθνικής αφρικανικής δύναμης, συνεχίζει τις τρομοκρατικές επιθέσεις, σε καθημερινή βάση, όχι μόνον στη βορειοανατολική Νιγηρία, αλλά και στο βόρειο Καμερούν πέριξ της μεγάλης Λίμνης Τσαντ.

Η Λαγκάρντ, λίγο πριν συναντήσει τον Καμερουνέζο Πρόεδρο, Πολ Μπιγιά, άσκησε και εκεί πιέσεις για «οικονομικές μεταρρυθμίσεις» υπέρ των μονοπωλίων που δρουν ιδιαίτερα σε τομείς όπως η κατασκευή υποδομών, συγκοινωνιών και διανομής Ενέργειας, προειδοποιώντας ότι οι συνέπειες από την πτώση των διεθνών τιμών πώλησης πετρελαίου θα συνεχιστούν «τουλάχιστον έως το 2019, οπότε αναμένεται ήπια ανάκαμψη της τιμής μαύρου χρυσού με τιμή, ωστόσο, που δεν αναμένεται να ξεπεράσει τα 60 δολάρια το βαρέλι»...

Πρότεινε έτσι, να δοθεί προτεραιότητα στις επενδύσεις σε υποδομές, σε μεταρρυθμίσεις που θα λειτουργήσουν ακόμη πιο ευνοϊκά υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ εμμέσως πλην σαφώς υποστήριξε περιφερειακές στρατιωτικές δράσεις που θα σταματήσουν δήθεν την τρομοκρατική δράση των τζιχαντιστών της «Μπόκο Χαράμ».

Γεγονός είναι, πάντως, πως και στις χώρες - μέλη της ζώνης του CEMAC είναι πολύ αισθητές οι συνέπειες από τη διεθνή πτώση στις τιμές πώλησης πετρελαίου, που και εκείνες παράγουν (άλλες λιγότερο - άλλες περισσότερο). Στοιχεία από τις Κεντρικές Τράπεζες χωρών - μελών του CEMAC που δόθηκαν στη δημοσιότητα κατά την επίσκεψη της Λαγκάρντ στο Καμερούν αναφέρουν ότι κατά μέσο όρο η ανάπτυξη το 2015 κυμάνθηκε στο 2,5%, από 4,9% που ήταν το 2014. Παράλληλα, σε έκθεση του ΔΝΤ για το Καμερούν, που δημοσιοποιήθηκε στις 3 Δεκέμβρη οι εμπειρογνώμονες του διεθνούς καπιταλιστικού οργανισμού εκφράζουν ανησυχίες για τους δείκτες της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, με αφορμή την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στον τομέα των υποδομών και την αύξηση του δημόσιου δανεισμού, λόγω της μείωσης κρατικών εσόδων.

Σε κάθε περίπτωση, η Λαγκάρντ μοίρασε και εκεί «συμβουλές» ανάπτυξης, προτείνοντας στους υπουργούς Οικονομικών των χωρών του CEMAC να δώσουν προτεραιότητα στους ακόλουθους τρεις τομείς: α) Στην πραγματοποίηση «έξυπνων» καλύτερων δημόσιων δαπανών (π.χ. σε αναπτυξιακές υποδομές ή εκπαίδευση), β) στη συλλογή φόρων, γ) στην αύξηση του εμπορίου μεταξύ των χωρών - μελών του CEMAC, που προς το παρόν αποτελεί μόλις το 5% των εμπορικών συναλλαγών.

Είναι προφανές πως η παρουσία της Λαγκάρντ στη Δυτική Αφρική γίνεται στο φόντο του οξυμένου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για νέες αγορές, πηγές και δρόμους μεταφοράς Ενέργειας που παρατηρείται και στην υποσαχάρεια Αφρική, στο πλαίσιο της αδυσώπητης κόντρας μονοπωλίων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και μεταξύ ΗΠΑ, χωρών της ΕΕ και της Ασίας. Από την όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων και αστικών τάξεων η εργατική τάξη των αφρικανικών χωρών, παρά τα παραμύθια των αστών περί νέων θέσεων εργασίας και ευημερίας δεν πρόκειται να δουν καλύτερες μέρες, αντίθετα στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας θα δέχονται νέα χτυπήματα στα δικαιώματά τους. Ειδικά στην ήπειρο, αυτή η πολύ χαμηλή συνδικαλιστική οργάνωση, η ανυπαρξία στις περισσότερες χώρες ισχυρού οργανωμένου ταξικού κινήματος δυσκολεύει τη θέση των εργαζομένων στην πάλη τους ενάντια στο κεφάλαιο ντόπιο και ξένο. Μονόδρομος και για τους Αφρικανούς εργάτες είναι η σύγκρουση με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, ώστε οι λαοί να είναι κυρίαρχοι του πλούτου που παράγουν, για να μπουν τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και ο τεράστιος φυσικός πλούτος στην υπηρεσία της λαϊκής ευημερίας.


Δ.ΟΡΦ.

ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΛΑΓΚΑΡΝΤ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ
«Ποδαρικό» με προτάσεις για φόρους και περικοπές

Η επικεφαλής του ΔΝΤ με το Νιγηριανό Πρόεδρο
Η επικεφαλής του ΔΝΤ με το Νιγηριανό Πρόεδρο
Εχοντας στο χαρτοφύλακά της τις συνταγές του ΔΝΤ περί «δημοσιονομικής πειθαρχίας», διεύρυνσης και αύξησης της φορολογικής βάσης, «δομικών μεταρρυθμίσεων», δηλαδή αναδιαρθρώσεων προς όφελος του κεφαλαίου και της αναγκαίας ενίσχυσης υποδομών, η επικεφαλής του διεθνούς καπιταλιστικού οργανισμού, Κριστίν Λαγκάρντ, ολοκλήρωσε την Πέμπτη τετραήμερη επίσημη επίσκεψη στη Νιγηρία, επιλέγοντας να κάνει το «ποδαρικό» του νέου χρόνου για λογαριασμό του ΔΝΤ στη μεγαλύτερη οικονομία της υποσαχάρειας Αφρικής.

Η Λαγκάρντ πραγματοποίησε πληθώρα επαφών όχι μόνο με τον Πρόεδρο της Νιγηρίας, Μουχαμάντου Μπουχάρι και τους αξιωματούχους της κυβέρνησής του, αλλά και εκπροσώπους της νιγηριανής αστικής τάξης, μοιράζοντας «φορο-βόμβες» και συμβουλές για αύξηση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου και «τόνωση» των δημοσίων εσόδων στη Νιγηρία, που πλήττεται επίσης (όπως και άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες π.χ. η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία) από τη σημαντική μείωση των διεθνών τιμών πώλησης του «μαύρου χρυσού».

Στη διάρκεια κεντρικής ομιλίας της στη νιγηριανή εθνοσυνέλευση στην πρωτεύουσα, Αμπούτζα, η Λαγκάρντ προέβλεψε ότι η μεγαλύτερη οικονομία της υποσαχάρειας Αφρικής θα ανακάμψει εντός του 2016, έστω και ελαφρά, παρά την κατιούσα που έχουν πάρει και θα συνεχίσουν να παίρνουν ενδεχομένως για αρκετούς μήνες οι διεθνείς τιμές πώλησης πετρελαίου, έχοντας ως κεντρικό επιχείρημα τη «διαφοροποίηση» των πόρων της νιγηριανής οικονομίας. Οπως σημείωσε, η νιγηριανή οικονομία δεν κυριαρχείται πλέον μόνον από την αγροτική παραγωγή και το πετρέλαιο, αφού η παροχή υπηρεσιών (τομέας στον οποίο συμπεριλαμβάνεται η νιγηριανή κινηματογραφική βιομηχανία και η παραγωγή ετοίμων ενδυμάτων, καθώς και η ανάπτυξη λογισμικού για υπολογιστές και έξυπνα τηλέφωνα) αποτελεί ήδη το 50% του ΑΕΠ. Η Νιγηρία, σημείωσε η Λαγκάρντ, εδώ και μία δεκαετία απολάμβανε υψηλό δείκτη ανάπτυξης, που κυμαινόταν ετησίως στο 6,8%, αλλά που την τελευταία διετία γνωρίζει σαφή μείωση. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά, ο μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης το 2014 κυμάνθηκε στο 5% και το 2015 έπεσε κι άλλο, φτάνοντας στο 3,8%...

Κάνοντας ανακεφαλαίωση των αποτελεσμάτων της επίσκεψής της στη Νιγηρία, η επικεφαλής του ΔΝΤ υπογράμμισε ότι συζήτησε εκτενώς με τους Νιγηριανούς αξιωματούχους τρόπους «ισχυροποίησης της ανάπτυξης», αλλά και δήθεν τρόπους για την αντιμετώπιση της τεράστιας ανισότητας (μια υπαρκτή πραγματικότητα ανάμεσα σε μια χούφτα καπιταλιστών και της φτωχολογιάς), της ανέχειας, της ανεργίας, αλλά και της πρόκλησης που συνιστά, όπως τόνισε, για την ασφάλεια η συνεχιζόμενη δράση των ισλαμιστών μισθοφόρων της «Μπόκο Χαράμ» (δηλαδή και αξιοποίηση εγκληματιών που στήριξαν μερίδες του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου).

«Αποφασιστικότητα, αντοχή, αυτοσυγκράτηση...»

Το κεντρικό σύνθημα της Λαγκάρντ για ενίσχυση της νιγηριανής οικονομίας στηρίχτηκε στο ακόλουθο τρίπτυχο: «Αποφασιστικότητα, αντοχή, αυτοσυγκράτηση».

Είναι προφανές οτι η Λαγκάρντ επισκέφθηκε τη χωρα για λογαριασμό των συμφερόντων καπιταλισιτκών κρατών της «δύσης» που έχουν προνομιακά συμφέροντα στη περιοχή με δεδομένα οτι η Νιγηριανή οικονομία απ'τις μεγαλύτερες στη περιοχή . Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας η Νιγηρία κατατάσεται στην 20η θέση (ανάμεσα σε 178 χώρες) σε σχέση με το μέγεθος του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της (ΑΕΠ). Η Κίνα θεωρείται ο υπαριθμόν ένας επενδυτής στη Νιγηρία συγκεντρώνοντας το 22% των επενδύσεων και ακολουθούν οι ΗΠΑ με 9.6%, η Ινδία με 7%, η το Βέλγιο 5,6% και η Ολλανδία με 5,4% . Δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι το πετρέλαιο της Νιγηρίας εκμεταλλεύονται Αμερικάνικα, Βρετανικά , Γαλλικά, Ολλανδικά και Ιταλικά μονοπώλια . Οπως είναι κατανοητό ο ανταγωνισμός στη χώρα ανάμεσα σε μονοπωλιακά ξένα και ντόπια συμφέροντα είναι οξυμένος.

«Η Νιγηρία, είπε η Λαγκάρντ, πρέπει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες από τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών πετρελαίου, τη μείωση της ζήτησης στις αγορές αναδυόμενων οικονομιών (π.χ. Κίνα), που προκαλούν αύξηση της πτώσης των κερδών από τις εξαγωγές και μείωση των κρατικών εσόδων». Η ίδια εξήγησε πως έδωσε διάφορες «συμβουλές» και «συστάσεις» σε θέματα βελτίωσης της «ανταγωνιστικότητας» της νιγηριανής οικονομίας, σημειώνοντας την αύξηση της δημιουργίας υποδομών, όπου υπάρχει δυνατότητα, την «ανάγκη προσεκτικού δανεισμού» και «δημοσιονομικής πειθαρχίας» στις δημόσιες δαπάνες και «διαχείριση» του κόστους της κρατικής επιδότησης στα καύσιμα, ώστε να περιοριστεί μόνο στα πιο ασθενή κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Πρότεινε, ακόμη, νομισματική πολιτική που θα είναι πιο φιλική στα ξένα και ντόπια μονοπώλια (δίχως να αποκλείει μία πιθανή νέα υποτίμηση του νιγηριανού νομίσματος, νάιρα) και εφαρμογή «μεταρρυθμίσεων», που θα θωρακίσουν και θα βαθύνουν τη βαριά εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το μεγάλο κεφάλαιο.

Πρότεινε, ακόμη, την αύξηση του ΦΠΑ και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, σημειώνοντας πως ο νιγηριανός ΦΠΑ είναι από τους χαμηλότερους στον κόσμο και δη κάτω από το μέσο όρο των χωρών της Δυτικοαφρικανικής Οικονομικής Κοινότητας, ECOWAS, καθώς κυμαίνεται στο 5% για αγαθά και υπηρεσίες.

Αν και παρατήρησε πως το χρέος της Νιγηρίας φτάνει μόλις το 12% του ΑΕΠ, άσκησε πιέσεις στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να διευρύνει τη φορολογική βάση και να μειώσει τις «διαρροές» κρατικών εσόδων ενισχύοντας τη φοροεισπρακτική μηχανή. Απέρριψε κατηγορηματικά ότι συζήτησε ένα νέο δάνειο του ΔΝΤ στη Νιγηρία, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο «δεν είναι απαραίτητο». Απαίτησε νέες μειώσεις έως και κατάργηση της κρατικής επιδότησης στα καύσιμα (που συρρικνώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, μολονότι απαραίτητη, γιατί η Νιγηρία μπορεί να παράγει άφθονο πετρέλαιο αλλά στη συνέχεια το εισάγει διυλισμένο). Ισχυρίστηκε ότι «το καθεστώς επιδότησης δεν είναι μόνον επιβλαβές στον πλανήτη αλλά και για τα συμφέροντα των φτωχών» (!). Επικαλέστηκε, μάλιστα, μελέτη του ΔΝΤ που υποστήριζε ότι το πλαίσιο κρατικών επιδοτήσεων στα καύσιμα σε αναπτυσσόμενες χώρες ευνοεί το 20% των πλουσιότερων νοικοκυριών και μόλις το 7% του φτωχότερου 20% των δικαιούχων.

Ομως, η Λαγκάρντ δεν αρκέστηκε μόνο σε συμβουλές. Προχώρησε και σε εκστρατεία προπαγάνδας με στόχο την ωραιοποίηση της εικόνας του ΔΝΤ στη Νιγηρία, φροντίζοντας να επισκεφτεί το ορφανοτροφείο της Αγίας Τερέζας στην περιοχή Γκουαρίμπα, παραδίδοντας επιταγή 7.500 δολαρίων (!) για λογαριασμό του ΔΝΤ και δηλώνοντας ότι το ΔΝΤ τάχα «νοιάζεται για τη νεολαία και τη φτωχολογιά, όπως και για τα ορφανά» και δίνει «μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, ώστε να έχουν τα παιδιά ένα καλύτερο μέλλον».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ