Την πρώτη του εμφάνιση ως λογοτέχνης έκανε το 1879, με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η μετανάστις», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης. Στην Αθήνα πρωτοεμφανίστηκε με το ποίημα «Δέησις» στο περιοδικό «Σωτήρ» (1881). Ακολούθησαν τα ιστορικά ρομαντικά μυθιστορήματα «Οι Εμποροι των Εθνών» και «Η γυφτοπούλα». Ο «Χρήστος Μηλιόνης», δημοσιευμένος στο περιοδικό «Εστία», αποτελεί πέρασμα από το ρομαντικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα. Το 1887 δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα «Το χριστόψωμο». Εκτοτε δημοσιεύτηκαν περί τα 169 μεγαλύτερα ή μικρότερα διηγήματά του σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Ο Παπαδιαμάντης εργάστηκε κατά καιρούς ως τακτικός συνεργάτης και μεταφραστής (του αποδίδονται μεταφράσεις - και μάλιστα από τις πρώτες - έργων των Ντοστογιέφσκι, Ντιμά, Γκι ντε Μοπασάν, Τουργκένιεφ, Ντοντέ, Χολ Κέιν, Ζ. Ονε, Μπρετ Χαρτ κ.ά.). Πέθανε στη Σκιάθο πάμφτωχος, το 1911 από πνευμονία. Ο Παπαδιαμάντης ποτέ δεν είδε τυπωμένα τα διηγήματά του σε βιβλίο, παρά τις σχετικές προσπάθειες που έγιναν. Σήμερα, ο Παπαδιαμάντης είναι γνωστός κυρίως ως διηγηματογράφος. Η πρώτη περίοδος (1887-1896) περιλαμβάνει και τα εκτενέστερα αφηγήματα «Οι χαλασοχώρηδες» και «Βαρδιάνος στα Σπόρκα», η δεύτερη (1899-1910) τη «Φόνισσα» και τα «Ρόδιν' Ακρογιάλια». Η πρώτη περίοδος είναι ηθογραφικότερη, ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζεται από κριτικότερη ρεαλιστική ματιά, που κορυφώνεται στη «Φόνισσα», αλλά και από μια στροφή προς τον αυτοβιογραφικό τύπο διηγήματος, όπου ο «χαμένος» εαυτός ή παράδεισος αναδημιουργούνται μέσω της γραφής (π.χ. «Δαιμόνια στο ρέμα», «Ονειρο στο κύμα», «Η φαρμακολύτρια» κλπ.).
Ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να συνδυάσει τον εμπειρικό ρεαλισμό με την ποίηση και την καθημερινότητα μιας περιορισμένης ζωής με την αιωνιότητα της φύσης. Ετσι, κατέληξε να συλλάβει με συμβολικό τρόπο τα μόνιμα ανθρώπινα χαρακτηριστικά μέσω ενός ελάχιστου κοινότοπων πράξεων. Αυτός είναι ίσως ο λόγος της μοναδικότητας, της γοητείας και της «διαρκούς» επικαιρότητάς του.
Λιμάνι και αιγαιοπελαγίτικο χρώμα |
Και, ξαφνικά, μια ευχάριστη δροσιά μας περιβάλλει, ένας ίσκιος βαρύς, αδιαπέραστος από τον ήλιο, σαν προστατευτική ομπρέλα μας αγκαλιάζει. Αλήθεια, πώς βρεθήκαμε εδώ; - σημασία δεν έχει. Αν πιστέψουμε τον Αλτουσέρ, τότε και οι παραισθήσεις αποτελούν μέρος της πραγματικότητας. Είμαστε στη Σκιάθο, στο νησί του μεγάλου μας διηγηματογράφου, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911) και του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1850-1929). Περπατάμε στη μικρή χερσόνησο, στο κόσμημα του νησιού, στο Μπούρτζι. Με δέος ακουμπάμε επίμονα το βλέμμα στην ανάγλυφη μορφή του Παπαδιαμάντη. Τα ενετικά ερείπια που σώζονται από την καταστροφή που εξαπέλυσε ο Φραντζέσκο Μοροζίνι το 1660 προσδίδουν μεγαλύτερη αίγλη στο χώρο. Νεοκλασικά κτίρια στεγάζουν κάποιο σχολείο. Μουσικό πρέπει να είναι, από τα ανοιχτά παράθυρα ξεχύνονται παιδικές μελωδικές φωνούλες... Οχι, τελικά δεν είναι σχολείο, είναι το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου. Πλάι του υπάρχει ένα υπαίθριο θέατρο όπου πραγματοποιεί πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μα πώς δεν το είχαμε παρατηρήσει έως τώρα; Καθόμαστε στο Δημοτικό Καφενείο με την πλάτη την πόλη, ποιος έχει διάθεση να δει κόσμο τούτη τη στιγμή; Κανείς. Ο καφές έρχεται. Επιτέλους, ο ήλιος, αποκαμωμένος και ο ίδιος από τα ζεματιστά καμώματά του, βασιλεύει πάνω στα γαλήνια νερά, χαρίζοντας τους λίγο από το χρυσάφι του.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Παπαδιαμάντης |
Αναρωτιέται κανείς γιατί οι Ελληνες ονειρεύονται το Μπαλί, τις Σεϊχέλες και άλλα μέρη εξωτικά και μακρινά καταφεύγοντας σε διακοποδάνεια, θαλασσοδάνεια για την ακρίβεια, όταν σε λίγες μόνο ώρες μπορούν να βρεθούν στον επίγειο και παραθαλάσσιο παράδεισο, όπως είναι οι Κουκουναριές. Πώς φτάσαμε μέχρι εκεί; Μα, φυσικά, κολυμπώντας. Μια πευκόφυτη περιοχή απίστευτης ομορφιάς απλώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Μια παραλία ονειρεμένη, απέραντη, αμμουδερή, φιλική. Στο ανατολικό της άκρο εκβάλλει ένα μικρό ποτάμι, του οποίου οι όχθες συνδέονται με ένα γραφικό γεφύρι. Το φεγγάρι, λαμπρό, φωτεινό εμφανίζεται στο κεντημένο με μικρά αστραφτερά αστεράκια μπλε βαθύ τούλι του ουράνιου στερεώματος. Η ήρεμη θάλασσα μας προσκαλεί να εισχωρήσουμε και πάλι στα υγρά σωθικά της, υποσχόμενη θαύματα. Να επουλώσει τα εγκαύματα που μας προκάλεσε η απευθείας έκθεση στο μεσημεριανό αθηναϊκό ήλιο. Χωρίς δεύτερη σκέψη βουτάμε και κολυμπάμε, ακολουθώντας το ασημένιο μονοπάτι που χαράζει η σελήνη. Και, γύρω - γύρω, πότε με πρόσθιο, πότε με ύπτιο, πότε ανάσκελα ακίνητοι σαν πεθαμένοι για να κρατάμε δυνάμεις, αλλά και να έχουμε θέα τον ουρανό, φτάνουμε στο Ασέληνο. Σκοτάδι απόλυτο και ησυχία. Η ανάσα της θάλασσας μόλις που ακούγεται. Σαν ψίθυρος. Μα, πού πήγε το φεγγάρι; Αυτή η πανέμορφη περιοχή στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, με την όμορφη αμμουδερή ακτή είναι δική μας. Μόνοι, ολομόναχοι, εμείς, η άμμος. Το φλύαρο αεράκι χαϊδεύει το νερό και του διηγείται ιστορίες που δυστυχώς δεν κατορθώνουμε να τις αποκρυπτογραφήσουμε. Στεκόμαστε ακόμα λίγο να ξαποστάσουμε. Εχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας. Πρέπει να πάμε στον Τρούλλο, στην Αγία Παρασκευή, στον Πλατανιά, στη Μεγάλη Αμμο, στις δαντελωτές ακτές της Καναπίτσας, μα και στο ιστορικό Κάστρο, το χτισμένο σε φυσικά οχυρή τοποθεσία στο βόρειο άκρο του νησιού. Στο Κάστρο που υπήρξε καταφύγιο των κατοίκων στα χρόνια Τουρκοκρατίας και των πειρατικών επιδρομών. Εδώ στη θαλάσσια περιοχή του Κάστρου το 1943 βυθίστηκε το υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης».
Σοκάκι του νησιού, όπως το αποτύπωσε ο ερασιτέχνης ζωγράφος στην ακουαρέλα του |
Τ. Δ.
Οταν η φύση έχει κέφια... |
Οταν το πράσινο«αγκαλιάζει»τη θάλασσα... |
Ανθρωποι στη δίνη του πολέμου. Ενα παιδί, ο Παύλος, του άρεσε να μετρά τ' αστέρια. Κι έτσι τον φώναζαν Αστεράκι. Μια Κυριακή που τα όπλα είχαν σιγήσει, ο Παύλος που βρέθηκε στο βουνό με τον αντάρτη πατέρα του και τη μάνα του πήγαν να πετάξουν έναν κατακόκκινο χαρταετό. Κάτι που σχεδίαζαν εδώ και χρόνια, αλλά ο πατέρας του πρώτα αγωνίστηκε ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές και τώρα στον εμφύλιο είναι αντάρτης στα βουνά. Αυτή η Κυριακή ήταν η καταλληλότερη για να πραγματοποιηθεί το όνειρο του μικρού. Ενα μικρό διάλειμμα και για τους γονείς, να γευτούν για λίγο το χορτάρι, τον ήλιο, τον άνεμο, το παγωμένο νερό της πηγής, ετούτη την άνοιξη...
Ο χαρταετός σηκώνεται, όμως ένα βουητό έρχεται από τον ουρανό... Η συνέχεια στο πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα για νέους «Αστεράκι» του Θωμά Νικολάου από τις εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ». Η εικονογράφηση είναι του Γιώργου Μαλισιόβα.
Ο Θωμάς Νικολάου εκδίδει έργα του από το 1966 κυρίως για παιδιά και νέους. Εχει μεταφράσει στα γερμανικά έργα του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, της Αλκης Ζέη, της Ζωής Βαλάση κ.ά.