«Γαλάζιος μοναχικός διάβολος», έτσι ονομάζεται το κοκτέιλ που θα ετοιμάσουμε σήμερα και ας είναι χρονιάρα μέρα. Θα βάλουμε στο σέικερ: 4/6 Τζιν, 2/6 κουρακάο μπλε, 2/6 χυμό λεμονιού και σιρόπι ζάχαρης. Θα σουρώσουμε τα υλικά μέσα σε ένα ποτήρι του κοκτέιλ.
«Καραμπινιέρι». Οχι, ας μην πηγαίνει ο νους στην αστυνομία του Μπερλοσκούνι, απλώς πήρε το όνομά του από κάποιον πραγματικά καλό καραμπινιέρο. Πάμε; 3/8 Τεκίλα, 2/8 Γκαλιάνο, 2/8 χυμό πορτοκαλιού και ένα κρόκο αβγού. Χτυπάμε τα υλικά με παγάκια στο σέικερ, τα σουρώνουμε σε ένα ποτήρι γεμάτο μέχρι τη μέση, με θρυμματισμένο πάγο
«Οπερα» 3/6 τζιν, 3/6 ντιμπονέ και μια σταγόνα μαρασκίνο. Θα αναμείξουμε καλά όλα τα υλικά σε ένα δοχείο και θα τα σουρώσουμε σε ποτήρια για κοκτέιλ. Επειτα... Επειτα θα τραγουδήσουμε την άρια «Κάστα Ντίβα» από την Οπερα «Νόρμα» του Μπελίνι και ας ευχηθούμε εις υγείαν του νέου έτους, του 2002, που μας έρχεται αύριο βράδυ.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική βιογραφία του γίγαντα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Η συγγραφέας αυτού του σοβαρού και ιστορικού βιβλίου, η καθηγήτρια της συγκριτικής λογοτεχνίας Nadine Satiat έγραψε με σεβασμό προς την ιστορική αλήθεια, χωρίς να ωραιοποιεί ή να μεγαλοποιεί - άλλωστε πώς είναι δυνατόν να ωραιοποιείς το κάλλιστον και να μεγαλοποιείς το μέγιστον; - τη ζωή και το έργο του αντιφατικού, γοητευτικού και μοναδικού συγγραφέα, του συγγραφέα της «Ανθρώπινης Κωμωδίας», που μετά τους Ελληνες αρχαίους συγγραφείς, και τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, κατέχει την επόμενη θέση στο λογοτεχνικό, αθάνατο, ουράνιο στερέωμα.
Ο Καρλ Μαρξ είχε δηλώσει «ότι περισσότερα έμαθε από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ για τη Γαλλία, τους Γάλλους, από ό,τι έμαθε από όλους τους ιστορικούς μαζί». Και αυτό γιατί ο Μπαλζάκ βγάζει την πένα, τη μετατρέπει νυστέρι και σαν μεγάλος χειρουργός εισχωρεί βαθιά στο νου και στην ψυχή της Γαλλίας και των Γάλλων εκείνης της εποχής. Στη Γαλλία και στους Γάλλους κάθε εποχής. Και όταν ανοίξει το τραύμα, το φωτογραφεί, όπως μόνος εκείνος ξέρει. Το γράφει, το περιγράφει, το συνθέτει, το ανασυνθέτει, το αναλύει. Το θεραπεύει άραγε; Αυτό, σίγουρο δεν είναι. Αλίμονο, δε διαθέτουμε τον απαιτούμενο χώρο για να απλώσουμε ένα τόσο σημαντικό θέμα - άλλωστε ποιος διαθέτει ανθρώπινα χιλιόμετρα για να αποτολμήσει μια τέτοια προσπάθεια; Πώς ένα κοινός άνθρωπος να διατρέξει μια τέτοια ζωή, ένα τέτοιο σοβαρό, αλλά ταυτόχρονα εύληπτο και για το πλατύ κοινό, έργο χωρίς να διατρέξει πολλούς κινδύνους; Χώρο, χρόνο, ύφος, επάρκεια κλπ., κλπ. Με λίγα λόγια τούτο το βιβλίο είναι το ωραιότερο δώρο που λάβαμε το 2001 και θα είναι το ωραιότερο που μπορείτε και σεις να προσφέρετε το 2002. Μόνο βιαστείτε να το προμηθευτείτε, πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Καλή χρονιά.
Είναι παραμύθι, είναι ένας μύθος, είναι άραγε αλήθεια αυτά τα εκπληκτικά που γράφει ο Εδουάρδο Γαλεάνο, ελάχιστα μάς ενδιαφέρει. Θα μπορούσε να είναι παραμύθι και θα έπρεπε να είναι αλήθεια... Γιατί είναι τόσο όμορφα γραμμένο που παραδινόμαστε σ' αυτό το μικρό αριστουργηματικό κείμενο, που μετέφρασε από τα ισπανικά για τη στήλη μας η συνάδελφος Γιάννα Καραγεώργη.
Η σοκολάτα ήταν απαγορευμένη για τους θνητούς. Το αφρώδες ρόφημα ήταν αποκλειστική απόλαυση των θεών, μέχρι που ένας από αυτούς τούς πρόδωσε. Ο Κετσαλκοάτλ κατέβηκε από τους ουρανούς και ήρθε να ζήσει με τους Τολτέκας, φυλή πολύ πονεμένη που σκοτωνόταν στη δουλιά. Και ήταν αυτός που τους πρόσφερε εκείνη τη χαρά: μέσα στο μούσι του κρυμμένους τέσσερις σπόρους κακάο, που είχε κλέψει από τα αδέρφια του. Και τον λάτρεψαν οι Τολτέκας, που τον τοποθέτησαν σε θρόνο και έχτισαν ένα ναό, στην πόλη Τούλα, για να του προσφέρουν κατάλυμα.
Οταν οι θεοί αντιλήφθηκαν ότι οι Τολτέκας έπιναν σοκολάτα, έστειλαν το θεό της νύχτας σε αποστολή εκδίκησης. Ο θεός της νύχτας κατέβηκε στη γη γλιστρώντας σε ένα μακρύ νήμα από τον ιστό της αράχνης και μεταμφιέστηκε σε έμπορο, έγινε φίλος του Κετσαλκοάτλ και τον μέθυσε με μπράντι σκιλλοκρομύδας. Και οι υποτακτικοί του βασιλιά των Τολτέκας είδαν τις γελοιότητες που έκανε και άκουσαν τις βλακείες που είπε.
Ο Κετσαλκοάτλ ξύπνησε με ένα κεφάλι «καζάνι» και το στόμα στεγνό. Ταπεινωμένος, έφυγε. Περπάτησε προς τη μακρινή θάλασσα, και εκεί χάθηκε.
Ο χειμωνιάτικος χλομός ήλιος μας ζεσταίνει και μας προετοιμάζει για να χαρούμε τη διαδρομή.
Βέβαιοι και πάλι στο δρόμο μας ανταμώνουμε λιβάδια, στημένα ανάρια σπιτάκια, βιομηχανικά συγκροτήματα και δάση. Μα εμάς αυτή η επανάληψη μας ευχαριστεί. Τη μονοτονία του τοπίου τη σπάει η εμφάνιση της λίμνης Βάζεν.
Στα σκούρα νερά της καθρεφτίζονται φιλάρεσκα τα βραχώδη βουνά με τις χιονισμένες βουνοκορφές και τονίζουν την προσωπικότητά της. Μα τα απανωτά τούνελ που περνάμε δε μας αφήνουν να την απολαύσουμε με την ησυχία μας. Αν και τελικά αυτό το κρυφτούλι που παίζουμε μαζί της φάνηκε να μας διασκεδάζει.
Ξαφνικά εκεί που ανεβοκατεβαίναμε το βουνό πέσαμε σε μια κοιλάδα. Τα ψηλά δασωμένα βουνά ξέμακρα τραβάνε την προσοχή μας καθώς είναι στεφανωμένα με μαύρα σύννεφα και μόλις αφήνουν να φαίνονται πίσω τους άλλες μακρόσυρτες βουνοκορφές, καταχιόνιστες και λαμποκοπάτες.
Κάποια στιγμή το πούλμαν αφήνει τον αυτοκινητόδρομο και παίρνει ένα στενόδρομο ανηφορικό, που όπως δείχνει θα μας οδηγήσει στο Νταβός.
Κι εδώ οι Ελβετοί έχουν ανοίξει τούνελ, για να συντομεύσουν την απόσταση, και φυσικά να μας στερήσουν τη θέα του τοπίου.
Περνάμε ένα χωριουδάκι με ξύλινα σπιτάκια, ίδια ρούσικες ίσμπες, και χαιρόμαστε το χιονισμένο τοπίο.
Τα χιόνια δίπλα μας έχουν καθαριστεί, σ' αντίθεση με τις πίστες που είναι κατασκέπαστες, έτοιμες για τους χιονοδρόμους.
Σιγά - σιγά δίχως να το καταλάβουμε είχαμε φτάσει στο Νταβός.
Το πούλμαν σταματάει για λίγο στη λίμνη, για ν' απολαύσουμε τα σπινθηροβολάτα γκριζοπράσινα νερά της και στη συνέχεια πηγαίνουμε να επισκεφτούμε το Νταβός Πλατς και το Νταβός Ντέρφλι που βρίσκονται κοντά στις ακτές της με τα όμορφα ξενοδοχεία τους, και τα φημισμένα σανατόριά τους.
Τούτοι οι δυο συνοικισμοί είναι χτισμένοι στην κοιλάδα του Νταβός σ' ένα υψόμετρο γύρω στα 1.560 μέτρα, μα για τους πιο τολμηρούς υπάρχουν κι άλλα κέντρα αναψυχής στα 3.000 μ. υψόμετρο.
Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί οι διάφοροι ταγοί και κυβερνήτες καταφεύγουν εδώ πάνω για τα συνέδριά τους!
Οσο μείναμε στο Νταβός κι απολαμβάναμε τον καθαρό αέρα, το φως και τον ήλιο στο νου μας γυρόφερνε η σκέψη: Πότε οι ειδικοί θα μας στείλουν το μοιραίο μήνυμα ότι η ρύπανση του περιβάλλοντος έφτασε κι εδώ πάνω σε τούτο τον προνομιακό για την ώρα χώρο της γης.
Το διάσελο που περνάμε είναι αξεχιόνιστο, μα ο δρόμος είναι καθαρισμένος πέρα για πέρα.
Ρίχνω μια ματιά ξέμακρα σε μια πίστα, που είναι στημένη γύρω στα 2.000 μ. υψόμετρο και παίρνω από κοντά με το βλέμμα μου δυο χιονοδρόμους που κατηφορίζουν με χαριτωμένους ελιγμούς.
Αθελά μου πρόσεξα πως το πούλμαν είχε κόψει την ταχύτητά του, και σκέφτηκα να φχαριστήσω τον οδηγό νομίζοντας πως το έκανε για να βλέπουμε πιο άνετα το θέαμα. Μα γρήγορα κατάλαβα πως το έκανε γιατί κυλούσαμε πλάι σε μια βαθιά χαράδρα και πάνω σ' ένα δρομάκι με πολύ μεγάλη κλίση.
Οπως είχα ζυγαριάσει το βλέμμα μου στον πάτο της χαράδρας άρχισα να ξεχωρίζω το χωριό Σους. Μα ως να το καλοσκεφτώ πόσο βαθιά στη χαράδρα ήταν στημένο είδα πως το διασχίζαμε.
Το Σεντ - Μόριτςζ από τούτο το χωριό είδα πως απέχει μόνο 35 χλμ. Στο δρόμο μας ίσαμε να φτάσουμε στο Σεντ - Μόριτςζ ανταμώσαμε κι άλλα γραφικά χωριουδάκια, λειβαδοτόπια και χορτασμένα γελάδια.
Το παράξενο είναι πως κι εδώ όπως στο Νταβός μάς συντροφεύει ένα γοργοκυλάτο ποταμάκι, που όσο ανηφορίζουμε κατά το Σεντ - Μόριτςζ εκείνο όλο φαρδαίνει.
Οταν φτάσαμε στο Σεντ - Μόριτςζ το πρώτο πράμα που μας έκανε εντύπωση ήταν η παγωμένη λίμνη. Τούτο το τουριστικό κέντρο που μαζεύει τη διεθνή πελατεία του και τις τέσσερις εποχές του χρόνου βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της ορεινής Ελβετίας.
Στο Σεντ - Μόριτςζ δεν μπορώ να πω ότι είδα κάτι ξέχωρο που με εντυπωσίασε. Πέρα από τον καθαρό αγέρα που ρούφηξα αχόρταγα δε βρήκα τίποτα άλλο ενδιαφέρον. Αλλωστε σε μια ολιγόωρη επίσκεψη δε νομίζω πως έχεις ευκαιρίες ν' ανακαλύψεις την ψυχή ενός τόπου. Ετσι σαν πήραμε το δρόμο του γυρισμού για τη Λουκέρνη δεν ένιωσα καμιά λύπηση, όσο ένιωσε η γυναίκα μου όταν τελικά εγκαταλείψαμε την Ελβετία.