Οσο υπάρχουν ακόμη τα καρπούζια και τα πεπόνια ας τα χαρούμε. Ας κάνουμε για γρανίτα και ας πούμε εις υγείαν σε όλους που αγαπάμε και μας αγαπούν. Πώς θα την κάνουμε; Είναι μάλλον απλό. Κόβουμε τα πεπόνια στη μέση και αφού πετάξουμε τους σπόρους και τις ίνες από τη μέση του φρούτου, με να μικρό κουτάλι θα αφαιρέσουμε τη σάρκα. Κρατάμε τις φλούδες στην άκρη. Βάζουμε τη σάρκα του πεπονιού σε ένα μπλέντερ με χυμούς από δυο λεμόνια και 250 γραμμάρια ζάχαρη άχνη και τα κάνουμε πολτό. Το βάζουμε στη συνέχεια και το παγώνουμε στην κατάψυξη. Ξαναβάζουμε το μείγμα στο μπλέντερ και το χτυπάμε για να γίνει αφράτο και απαλό. Το σερβίρουμε μέσα σε ποτήρι ή σε φλούδες από πεπόνι. Το ίδιο ακριβώς μπορείτε και σε όλους καρπούζι.
Οι Ιρλανδοί είναι απόγονοι των Κελτών, οι οποίοι έφτασαν στη χώρα τον 6ο αιώνα π.Χ. Στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ έφτασαν στο νησί οι Βίκινγκς, ενώ το 1169 κάνουν την εμφάνισή τους οι Νορμανδοί κατακτητές, προάγγελοι κατά κάποιο τρόπο της εγκαθίδρυσης της αγγλικής μοναρχίας, που θα κυριαρχήσει στην Ιρλανδία. Οι Αγγλοι αμέσως δέσμευσαν τη γη και κάλεσαν το λαό σε υποταγή, πράγμα που οι Ιρλανδοί αρνήθηκαν, με αποτέλεσμα, να ακολουθήσουν μια σειρά από αιματηρές μάχες στα χρόνια που ακολούθησαν, για την ανεξαρτησία της χώρας από τον αγγλικό ζυγό.
Το 1845 ξέσπασε στη χώρα μεγάλος λιμός, επειδή καταστράφηκε η σοδειά της πατάτας, με αποτέλεσμα να πεθάνουν πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι από την πείνα.
Σήμερα η Ιρλανδία έχει μια ευημερούσα οικονομία, ελάχιστο έως ανύπαρκτο ποσοστό ανεργίας, πολύ καλή κοινωνική πολιτική και αξιοσέβαστες παροχές στον Ιρλανδό πολίτη, το συνταξιούχο και τους μετανάστες.
Φτάνοντας, μέσω Ρώμης, στο Δουβλίνο το μεσημέρι, μας υποδέχτηκε ένας ήλιος αλλά και ένα δροσερό αεράκι, αφού το πρωί είχε βρέξει. Κουρασμένοι από το ταξίδι και τη διαφορά ώρας, πήγαμε στο σημείο συνάντησης με το γκρουπ που μόλις είχε ξεκινήσει την ξενάγηση στο Προεδρικό Μέγαρο, το Ντάμπλιν Κάστελ (Κάστρο), που χρονολογείται από το 1204 και αποτέλεσε το αρχηγείο των επιχειρήσεων της αγγλικής δύναμης. Γι' αυτό και έγινε πολλές φορές στόχος επίθεσης από επαναστάτες, ενώ το 1684 καταστράφηκε από πυρκαγιά, όπως επίσης και το 1916 στη διάρκεια της εξέγερσης, η οποία είχε τραγικό τέλος, αφού οι επαναστάτες συνελήφθησαν εκτελέστηκαν και επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος. Στο Ντάμπλιν Κάστελ, γυρίστηκε και η ταινία «Ο Επαναστάτης». Εκεί, μας ξενάγησαν στους χώρους του κτιρίου και μας εξιστόρησαν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα και τις λαϊκές εξεγέρσεις που ακολούθησαν, είδαμε τους πίνακες με τους Αγγλους ευγενείς που κυβέρνησαν την Ιρλανδία και τα οικόσημα που κοσμούν τις αίθουσές του.
Πρώτος σταθμός το Κιλάρνεϊ, αφού πρώτα διασχίσαμε πολλές πεδιάδες με βοσκοτόπια, λίμνες και ποτάμια. Πριν φτάσουμε στο Κιλάρνεϊ, κάναμε μια στάση σε μια φάρμα, όπου χαρήκαμε τη φιλοξενία των Ιρλανδών αγροτών, αλλά και γευτήκαμε τις υπέροχες μαρμελάδες και τα σπιτικά κέικ και θαυμάσαμε από κοντά τη μαεστρία των σκύλων που μαζεύουν το κοπάδι με τα πρόβατα και δεν το αφήνουν από τα μάτια τους, αν δεν τους δώσει το πρόσταγμα ο ιδιοκτήτης.
Στη συνέχεια πήραμε το δρόμο για το Μπλάρνεϊ, μια περιοχή που φημίζεται για τα μάλλινά της, αλλά και για το κάστρο της. Στο κάστρο αυτό, φτάνοντας στην κορυφή υπάρχει μια πέτρα. Εκεί ο επισκέπτης πρέπει να κάνει μια ευχή και να φιλήσει την πέτρα, για να έχει καλή τύχη.
Το απόγευμα, φτάσαμε στο Κιλάρνεϊ, ένα παραθαλάσσιο θέρετρο. Εκεί θαυμάσαμε τη λίμνη και τα νησάκια που αποτελούν εθνικό πάρκο της περιοχής. Η λίμνη έχει έκταση 24 χιλιάδες χιλιόμετρα και είναι πλούσια σε ψάρι, σολομό και πέστροφα. Είχαμε αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας, να δούμε την πόλη, μέχρι την ώρα του γεύματος. Η πολυχρωμία των σπιτιών, σε αποχρώσεις του καφέ, του κόκκινου, του κίτρινου, σε συνδυασμό με τα διαφορετικά χρώματα στις εισόδους των σπιτιών, είναι κάτι που το συναντάς σε όλη την Ιρλανδία. Η πανδαισία των χρωμάτων σε συνδυασμό με τα υπέροχα λουλούδια στα περβάζια των παραθύρων και τους κήπους, η καθαριότητα και η ηρεμία, μας αποζημίωσαν από την κούραση του ταξιδιού. Ωραίες βιτρίνες, διακοσμημένες με ωραία κρυστάλλινα και πορσελάνινα σερβίτσια, υπέροχα λινά κεντήματα και στρωσίδια και φυσικά μάλλινες μπλούζες από μερινό, είναι μερικά από τα ψώνια που δεν πρέπει να χάσετε αν βρεθείτε ποτέ στην Ιρλανδία. Επίσης, μην ξεχάσετε να πάρετε και σαπούνι λεβάντας, μελιού, και αγριοβατόμουρου.
Επόμενος σταθμός μας, ήταν το Μπανράτι Κάστελ, μια περιοχή που φημίζεται για το Κάστρο της, αλλά και για τη θεατρική παράσταση που δίνεται κάθε βράδυ εκεί με τη συμμετοχή του κοινού. Η υποδοχή στο κάστρο γίνεται με ψωμί και αλάτι και ένα γλυκό δυνατό κόκκινο κρασί. Εκεί οι ευγενείς μάς καλωσόρισαν και οι γυναίκες της αυλής τραγούδησαν και χόρεψαν, ντυμένες με μεταξωτά κεντητά ρούχα εποχής. Μετά την επιλογή του βασιλιά και της βασίλισσας από το κοινό, προχωρήσαμε στην αίθουσα του δείπνου, όπου ήπιαμε σούπα από το πιάτο, και φάγαμε κρέας με τα χέρια. Πριν από το σερβίρισμα, ένας από τους ευγενείς δοκίμαζε τα φαγητά μας και στη συνέχεια ο βασιλιάς ήταν εκείνος που αποφάσιζε αν θα σερβιριστεί και στους υπόλοιπους. Αν το φαγητό δεν ήταν καλό, η τιμωρία ήταν, το κεφάλι του μάγειρα. Τα τραγούδια εποχής και οι χοροί συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του γεύματος. Στο τέλος, φάγαμε το γλυκό και στην έξοδο, μας αποχαιρέτησαν με ένα ποτήρι ιρλανδέζικου καφέ.
Την άλλη μέρα γυρίσαμε στο Δουβλίνο, γεμάτοι με αναμνήσεις από την πενθήμερη περιήγηση. Είχαμε όμως αρκετά πράγματα να δούμε ακόμα. Αφού κάναμε τα τελευταία ψώνια μας, στους πιο κεντρικούς και εμπορικούς δρόμους του Δουβλίνου, Κράφτον, Νασάου, την περιοχή Τέμπελ Μπαρ, σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε στο Πάρκο του Αγίου Στεφάνου. Στη συνέχεια, επισκεφτήκαμε το εργοστάσιο Γκίνες, όπου εμφιαλώνεται η γνωστή μαύρη ιρλανδέζικη μπίρα. Εκεί είδαμε πώς παρασκευάζεται και συσκευάζεται η μπίρα, από το ψήσιμο του κριθαριού και της βύνης ως τη ζύμωση και ωρίμανσή της, και γευτήκαμε ένα παγωμένο ποτήρι μπίρας στον τελευταίο όροφο του κτιρίου, απολαμβάνοντας πανοραμικά όλο το Δουβλίνο.
«Αθέατοι θεατές» το ένα και «Σε ήχους μοναξιάς» το δεύτερο τα δυο γραμμένα από τον Ελευθέριο Κρεατσούλα. Τα ξεφυλλίσαμε. Σε κάθε σελίδα, έστω και αν είμαστε αναγκασμένοι να την προσπεράσουμε γρήγορα διαβάζαμε κάτι που μας ξάφνιαζε, κάτι μας αιχμαλώτιζε, κάτι μας μελαγχολούσε. Ωραία γράφει αυτός ο ποιητής, είπαμε και θελήσαμε να μάθουμε κάτι γι' αυτόν. Πού ήταν, πού ζούσε, τι δουλιά έκανε, πώς και του είχει απομείνει τόση ευαισθησία. Και φυσικά μείναμε άναυδοι, όταν ακούσαμε ότι ο ίδιος ο ποιητής μάς οδηγούσε στο ξενοδοχείο μας. Γίναμε αμέσως φίλοι με τον Ελευθέριο Κρεατσούλα, που μας χάρισε την ψυχή του σε δυο τόμους. Ομως η φιλία μας έγινε πιο δυνατή και πιο σταθερή, όταν το βράδυ, την ώρα που έγερνε κουρασμένος ο ήλιος και ο άνεμος είχε πια ξεθεωθεί με τα καμώματά του και μόνοι μας καθισμένοι στο μπαλκόνι μας με θέα τη γαληνεμένη θάλασσα αρχίσαμε να τα διαβάζουμε προσεκτικά.
Και τώρα που επιστρέψαμε στη βάση μας, στην Αθήνα, στο σπίτι μας και στο γραφείο μας, τώρα που απομακρυνθήκαμε από την Ανδρο και από τον Ανδριώτη οδηγό - ποιητή μας, νιώθουμε ακόμα πιο κοντά του. Οι αποστάσεις δεν είναι ποτέ αντικειμενικές, σχετικές είναι. Τώρα, λοιπόν, νιώθουμε μια απέραντη ευγνωμοσύνη για το δώρο από καρδιάς που μας έκανε, και τον ευχαριστούμε για αυτά που έγραψε, αλλά και για εκείνα που πρόκειται να γράψει. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι και εκείνος δε θα μας ξεχάσει. Να 'ναι άραγε έτσι; Είθε.